Ανέκαθεν οι αναζητήσεις μου, έσω και έξω, συνδέονταν με την μουσική. Τοπία, καταστάσεις και συναισθήματα είχαν πάντοτε μια αόρατη σύνδεση με συγκεκριμένες μελωδίες. Ποιος επηρέαζε ποιόν παιζόταν για πολλά χρόνια, σε μια λεπτή γραμμή.
Αντιλήφθηκα τελευταία ότι ηγετικό ρόλο αναλάμβανε τις περισσότερες φορές η ακουστική μου αίσθηση, που μου έφτιαχνε ολόκληρους κόσμους και συνδύαζε όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις μαζί της. Η πρώτη μου επαφή, λοιπόν, με το Άγιο Όρος, προήλθε από την στιγμή που σε νεαρή ηλικία, άκουσα το «Athos» του μινιμαλιστή Stephan Micus. Και όπως όλοι οι δίσκοι της συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρίας πλαισιώνονται με αξιόλογες φωτογραφίες, έτσι και σ’ αυτόν, υπήρχαν φωτογραφίες του Αγίου Όρους. Μάλιστα με μαγικό τρόπο αυτό που φανταζόμουν ως Άγιο Όρος, και αυτό που αισθανόμουν ακούγοντας τις μελωδίες, ταίριαζε απόλυτα με αυτό που έβλεπα.
Ο κόσμος που αποκάλυπταν οι λιγοστές εικόνες, περιείχε όλη τη μυστηριακή, κατανυκτική ατμόσφαιρα, έξω από το στείρο, θρησκοληπτικό τυπικό που γνώριζα -έστω και ελάχιστα- από τις εκκλησίες της πόλης. Εξέφραζε μια λιτή, αλλά βαθιά, μυσταγωγία μαζί με ένα έθνικ, ανθρώπινο στοιχείο. Απλώθηκε λοιπόν, απαλά, η επιθυμία να βρεθώ εκεί κάποια στιγμή, και οι μελωδίες του να γίνουν ένα δικό μου soundtrack. Αρκετά χρόνια αργότερα έμελλε να γίνει πραγματικότητα, όχι ακριβώς έτσι όπως το φανταζόμουν, αλλά ίσως όπως άρμοζε.
Το να σου ζητήσουν να δουλέψεις για καιρό σε ένα μέρος σαν το Άγιο Όρος είναι για κάποιους φωτογράφους ίσως όνειρο ζωής. Σίγουρα το να σου ζητήσουν να αλλάξεις τις συνήθειες και την καθημερινότητά σου, είναι μια πρόκληση. Για εμένα, ήταν τριπλή πρόκληση μιας που εκτός του επαναπροσδιορισμού των συνθηκών διαβίωσής μου, αλλά και των επαγγελματικών απαιτήσεων, ήμουν περίεργος να γνωρίσω, μετά από διάφορες προσωπικές εσωτερικές αναζητήσεις, τι σημαίνει ορθοδοξία.
Δεν είχα την παραμικρή ιδέα, φυσικά
Όπως έφτιαχνα τις βαλίτσες μου και σύμφωνα με αυτά που μου είχαν πει πως θα συναντήσω, σκεφτόμουν πως ό,τι πιο λιτό, πρακτικό, αλλά και ταυτόχρονα κάπως σοβαρό, θα άρμοζε με την περίσταση. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα μια χειμωνιάτικη και βροχερή Κυριακή βράδυ, έτοιμος -ή σχεδόν έτοιμος- να ανηφορήσω προς το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. Θυμάμαι στο κινητό μου υπήρχε ένας χάρτης του Αγίου όρους, ένα PDF με τα μονοπάτια και τις διαδρομές και πάρα πολλή μουσική.
Στο μυαλό μου υπήρχε ταυτόχρονα η προσμονή για το πού θα βρισκόμουν σύντομα, για τη νέα δουλειά, μια μελαγχολία για την θαλπωρή που άφηνα πίσω μου και μια άγρια χαρά για το άγνωστο. Σκεφτόμουν τον δίσκο που είχα ακούσει τότε, το τι θα συναντήσω, σκεφτόμουν πολύ.
Είχα ακούσει και πολλά, από ιστορίες για Αγίους, μέχρι κουτσομπολιά και από κουρελιασμένους ρασοφόρους που δεν έχουν τίποτα στην κατοχή τους, μέχρι πλούσιες μονές με θησαυρούς. Ευτυχώς, κράτησα το μυαλό μου ανοιχτό χωρίς προκαταλήψεις και προχώρησα.
Το να ξεκινάτε για το Άγιο Όρος, χωρίς προκαταλήψεις, είναι, ίσως, το καλύτερο εφόδιο που μπορείτε να πάρετε μαζί σας. Επίσης, για εμένα, ήταν και από τις σπάνιες φορές που η προσμονή του προορισμού υπερέβαινε αυτή του μεγάλου ταξιδιού. Ή καλύτερα, ο συγκεκριμένος προορισμός μπορούσε να ξεκινά, ενδεχομένως, ένα μεγάλο ταξίδι.
Δεν είχα την παραμικρή ιδέα φυσικά, περί «δρόμου», ο οποίος θα ανοιγόταν μπροστά μου, περί δοκιμασιών, άσκησης και μετάνοιας -μετάνοια ως μεταστροφή του νου προς νέα κατεύθυνση, όπως την ορίζουν οι μοναχοί, και όχι ως μετάνιωμα. Η «άσκηση», λοιπόν, ξεκίνησε από τη διαδρομή.
Η πιο άμεση λύση, για κάποιον που μένει Αθήνα ή και νοτιότερα, και δε θέλει διανυκτέρευση Θεσσαλονίκη ή Χαλκιδική, είναι το ΚΤΕΛ. Αν πηγαίνει κάποιος για καιρό, επειδή δε μπορεί να πάρει αυτοκίνητο εντός του Αγίου Όρους, και το να το αφήσει σε πάρκινγκ, δε συμφέρει, το ΚΤΕΛ είναι μονόδρομος.
Ξεκινάει από Αθήνα, το βράδυ, και καταλήγει ξημέρωμα στο σταθμό της Χαλκιδικής. Από εκεί και με μια μικρή στάση, θα πρέπει να μεταβιβαστεί σε νέο λεωφορείο για να φτάσει μετά από τρεις, περίπου, ώρες στο λιμάνι, σύνορο του Αγίου Όρους, την Ουρανούπολη Χαλκιδικής. Από εκεί και πάλι με μια ολιγόωρη αναμονή, θα αναχωρήσει (αφού πρώτα έχεις εξασφαλίσει διαμονητήριο έγγραφο), καράβι, τύπου ferry boat, προς το Άγιο Όρος, τον «Άθωνα», από την ονομασία του Όρους που εμβληματικά δεσπόζει νότια της χερσονήσου.
Πριν το λιμάνι της Δάφνης, που βρίσκεται στο κέντρο του Αγίου Όρους και λίγα χιλιόμετρα χαμηλότερα από τις Καρυές, -την σε 400μ υψόμετρο πρωτεύουσά του-, το καραβάκι έκανε στάση (η 4η κατά σειρά, αν θυμάμαι καλά) στη μονή Ξενοφώντος, όπου και κατέβηκα. Από το λιμάνι της Δάφνης μπορεί κανείς να πάει σχεδόν παντού, καθώς λεωφορεία περιμένουν το ferry boat για να πάνε τον κόσμο στην πρωτεύουσα, και από εκεί, αναλόγως τα άτομα (λόγω κόστους), υπάρχουν ιδιωτικά βανάκια για να μεταφέρουν τους επισκέπτες στις μονές.
Πρέπει να έχει δει κανείς, όμως, από πριν ένα χάρτη, έτσι ώστε αν χρειαστεί, να γνωρίζει πώς πρέπει να κινηθεί. Υπάρχει η περίπτωση, επίσης, κάποιοι να πηγαίνουν προς την πλευρά που θέλει κι αυτός, οπότε μπορεί να πάει ως ένα σημείο μαζί τους -είναι κρίμα να ξεμείνει στις Καρυές, θα χρειαστεί πολύωρη πεζοπορία. Να σημειωθεί ότι οι αποστάσεις δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες.
«Τέσσερις η ώρα εσπερινός και τράπεζα»
Είχε πάει μεσημέρι, όταν μπήκα στην μονή, και η νύστα, η ταλαιπωρία και οι εναλλαγές τοπίων, μού είχαν δημιουργήσει μια θολή κατάσταση στο κεφάλι.
«Τέσσερις η ώρα εσπερινός και τράπεζα» είπε ο λεγόμενος Αρχοντάρης, ο μοναχός που είναι επί της υποδοχής, και υπεύθυνος για καφέδες, λουκουμάκια, νερό και γενικώς ό,τι σερβίρεται στην αίθουσα καθιστικού, το λεγόμενο Αρχονταρίκι. Μετά, λοιπόν, από λίγη ξεκούραση, ο επισκέπτης ανοίγει τα μάτια σε ένα λιτό δωμάτιο, συνήθως με άλλους επισκέπτες μαζί, κι ενώ έχει φύγει η θολούρα της κούρασης, βρίσκεται και πάλι σε ένα νέο, πολιτισμικό τζετ λαγκ.
Έχει περάσει από την βοή της πόλης στην ησυχία ενός μοναστηριού, από τους φρενήρεις ρυθμούς, στο ήσυχο πρόγραμμα της μονής και από τις γκρίζες εικόνες στην παρθένα -σχεδόν- φύση. Χιλιάδες υλικά και πρακτικά, καθημερινά ερεθίσματα, συσκευές όπως η τηλεόραση το ραδιόφωνο και άλλα αντικαθίστανται από μια λιτή ρουτίνα που σκοπό έχει την αποκλειστική αφιέρωση στη λατρεία, την προσευχή και την κατάνυξη.
Η καθημερινότητα μου άλλαξε από τις πρώτες κιόλας ώρες. Το πού βρισκόμουν, πού έτρωγα, πώς φερόμουν, τι άκουγα, τι μύριζα, δεν είχαν να κάνουν καθόλου με αυτά που βίωνα πριν. Τράπεζα, ο μοναχός εννοούσε την τραπεζαρία για φαγητό, το οποίο μετά από τόσες ώρες έμοιαζε το πιο πλούσιο γεύμα ever.
Το φαγητό, χωρίς κρέας πάντα, διαφέρει αναλόγως της μονής, αλλά γενικά είναι καλό, μεσογειακό και σερβίρεται σε τέτοιες ώρες που αν τις συνηθίσει κανείς (το πρωί τρώμε μεσημεριανό, βραδινό το απόγευμα στην δύση του ηλίου), μετά δύσκολα πεινάει στα ενδιάμεσα. Δυστυχώς, όποιος πεινάσει και δεν έχει φροντίσει να προμηθευτεί κάτι από έξω, δύσκολα θα βρει στις μονές κάποιο σνακ.
Η ευγένεια, η πραότητα και το λακωνίζειν
Καθώς πέρναγαν οι πρώτες μέρες, παρατήρησα ότι το όλο κλίμα δεν είχε να κάνει με αυτά που φανταζόμουν ότι θα συναντούσα. Οι μοναχοί κάθε άλλο παρά απόμακροι ήταν, στην πλειονότητά τους αποκαλύφθηκαν εξυπηρετικοί, απλοί, πρακτικοί και με δομημένη σκέψη. Με έκαναν να αισθάνομαι ευπρόσδεκτος, αλλά και ίσος με όλους. Η ευγένεια, η πραότητα και το λακωνίζειν, ήταν διάχυτο παντού.
Έτσι, λοιπόν, μπήκα στο κλίμα. Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία προσαρμόζεται ο άνθρωπος σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής από τις πρώτες κιόλας μέρες. Όχι ότι δεν ένιωσα κάποια βράδια ένα αίσθημα εγκλεισμού, αλλά είναι και αυτό μέρος της δοκιμασίας της μοναχικής ζωής, όταν, δηλαδή, περνάς καιρό σε μια μονή, όχι απλά σαν ολιγοήμερος επισκέπτης. Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ενώ είχαν περάσει αρκετές μέρες που δεν είχα ακούσει μουσική, σαν να μην είχα τη διάθεση να ακούσω -σίγουρα όχι με τον τρόπο που άκουγα εκτός του Όρους.
Στο μυαλό μου τριγύριζαν οι ψαλμωδίες που άκουγα μες τη βαθιά νύχτα, όταν παρευρισκόμουν στην πρωινή λειτουργία, πριν την ανατολή του ήλιου. Αξέχαστες μυσταγωγίες. Καθόμουν μισοκοιμισμένος, μισοζαλισμένος, αξημέρωτα, εντός του ναού της μονής, του λεγόμενου Καθολικού, υπό το λιγοστό φως μερικών καντηλιών και ελάχιστων κεριών, ακούγοντας βυζαντινές ψαλμωδίες, ενώ γύρω μου, σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, μαυροφορεμένες σκιές περνούσαν αθόρυβα και χάνονταν, για να ακουμπήσουν σε κάποιο απομονωμένο στασίδι, στο σκοτάδι. Αυτή εικόνα αποτελεί, για μένα, το αποκορύφωμα των εντυπώσεων και της ατμόσφαιρας του Αγίου Όρους.
Κάποιος μοναχός που γνώρισα, σε άλλη μονή, πρώην μουσικός παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής, μου είχε πει: «Φαντάσου τι γίνεται λίγο πριν την ανατολή του ήλιου όταν όλες οι μονές, οι σκήτες και τα κελιά ψέλνουν ταυτόχρονα σε όλο το όρος». Τέτοιας έντασης «πομποδέκτες» δεν υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν.
Φωτογραφίζοντας τις μονές παρατήρησα ότι το ανθρώπινο στοιχείο του θαυμασμού για τα κειμήλια δεν ίσχυε στους μοναχούς. Ο θαυμασμός και ο σεβασμός τους ήταν καθαρά για το τι αντιπροσώπευε το κάθε ένα από αυτά, παρά για το ίδιο αντικείμενο. Θυμάμαι κάποια φορά, που ο ίδιος μοναχός, ο οποίος φορούσε γάντια και προσευχόταν πριν πιάσει τα εκκλησιαστικά σκεύη, όταν έγινε μια μικρή ζημιά σε ένα πήλινο, λαογραφικό κειμήλιο, ηρέμησε τη δική μας ταραχή λέγοντάς μας:
«Τι σκάτε; Αυτό πριν από εμάς ήταν εδώ και θα είναι και μετά από εμάς, ας το κολλήσουμε απλά». Μια άλλη φορά, που φωτογραφίζαμε εικόνες του 17ου και 18ου αιώνα, μπήκε στο «τύπου στούντιο» που είχαμε φτιάξει, ένα γεροντάκι, που ούτε είχαμε ξαναδεί, ούτε ξαναείδαμε ποτέ, για να πάρει την εικόνα πίσω στο κελί του -έμενε σε κελί εκτός της μονής. Την ήθελε για τον εσπερινό που τελούσε μόνος του στο κελί του. Χάρηκε όταν είδε ότι είχαμε καθαρίσει το προστατευτικό τζαμάκι που είχε μπροστά. «Πάτερ, η εικόνα που έχετε στο κελί σας είναι ιστορική» του λέμε. «Δεν ξέρω παιδιά μου, εκεί ήτανε και εκεί θα μείνει» μας απάντησε.
Τα βράδια στα μικρά μπαλκόνια της μονής, αν δεν έχει πολύ κρύο, αναθεωρείς αρκετά πράγματα
Όταν το ρεύμα κλείνει στις έξι το απόγευμα και είναι χειμώνας, δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει κανείς. Έτσι, η ανθρώπινη επικοινωνία είναι αναπόφευκτη, οι διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύονται και οι συζητήσεις καταλήγουν πολλές φορές σε προσωπικές εξομολογήσεις. Τα βράδια στα μικρά μπαλκόνια της μονής, αν δεν έχει πολύ κρύο, αναθεωρείς αρκετά πράγματα, αυτοαναλύεσαι, στοχάζεσαι. Κάπως έτσι πέρασαν οι πρώτοι μήνες.
Στη συνέχεια επισκέφθηκα για φωτογράφιση, ανάμεσα σε άλλες μονές και σκήτες (μικρές μονές), και την πρωτεύουσα, με τα λιγοστά μαγαζάκια της και τα πολλά αξιοθέατα. Από εκεί, πράγματι, έχει κάποιος τη δυνατότητα να επισκεφθεί σχεδόν όλο το Άγιο Όρος. Οι διαδρομές θέλουν ένα γερό 4Χ4 και κάποιον φυσικά να βοηθήσει στην ξενάγηση.
Εναλλακτικά, καλή οργάνωση χρόνου, μεταφορικού μέσου και καλή επικοινωνία με την εκάστοτε μονή για τη διανυκτέρευση. Τα μονοπάτια αμέτρητα πάντοτε καταλήγουν σε μοναστήρι ή σκήτη. Μετά από μήνες, στην Αθωνική κοινότητα, είχε έρθει η ώρα να δω και την εξωτερική ομορφιά του τόπου. Τα τοπία μοιάζουν με πίνακες, και κάθε μικρό ή μεγάλο μέρος έχει ιστορία αιώνων πίσω του καθώς και κάποιον μοναχό να τη διηγηθεί (την ιστορία). Βράχοι σκαλισμένοι, πηγές με θαυμαστούς μύθους και ιστορίες, κελιά με σπάνια χαρακτηριστικά, κονάκια (κελιά μονών σε άλλα μέρη εκτός των συνόρων της κάθε μονής), με αμέτρητα βιβλία και εικόνες.
Προς το τέλος της «Αθωνικής θητείας» μου και με εφαλτήριο την πραγματικά πανέμορφη μονή Σίμωνος Πέτρας, που, κυριολεκτικά, κρέμεται σε ύψος 300 μέτρων από τη θάλασσα, πάνω σε βράχο από γρανίτη, είχα την ευκαιρία όχι μόνο να ταξιδέψω σε πολλά και διαφορετικά τοπία, μονές, σκήτες και κελιά μοναχών, αλλά και να συνομιλήσω με πολλούς μοναχούς.
Με δύο πραγματικά αξιόλογους «πατέρες», όπως αποκαλούνται οι μοναχοί από εμάς τους «λαϊκούς», τριγυρνούσαμε πολλές Κυριακές, από το πρωί ως την δύση του ηλίου, που κλείνουν οι μεγάλες πόρτες των μοναστηριών. Από κελιά-βιβλιοδετεία που ‘τρέχαν να μας καλωσορίσουν μέχρι τη Μονή Εσφιγμένου, που προς μεγάλη μας έκπληξη, απαγόρευσαν στους πατέρες που μας συνόδευαν να μπουν στο ναό της μονής. Από την πανήγυρη της Μονής Μεγίστης Λαύρας με τα τεράστια καζάνια, ως τα αμπέλια στον Μυλοπόταμο με το πιο γλυκόπιοτο κρασί.
Από τον φωτεινό και γελαστό αρχοντάρη της Σκήτης του Προφήτη Ηλία και την γλυκιά μονή Παντοκράτορα ως την αυστηρότητα του Πρωτάτο. Από την μικρή, ήσυχη Σταυρονικήτα ως την τεράστια, σαν μικρό χωριό, εξελιγμένη μονή Βατοπεδίου. Κατανοώντας την δίψα μου για την απεικόνιση όλων αυτών των εμπειριών, οι πατέρες βοήθησαν να υλοποιηθεί αυτή η επιθυμία μου. «Πριν φύγεις από εδώ πρέπει να έχεις γεμάτο οπτικό υλικό». Έτσι κι έγινε. Κατά το ήμισυ, βέβαια, αφού έχω αφήσει ένα δύσκολο κομμάτι, για το μέλλον.
Να καταγράψω την τραχιά και σκληρή νότια πλευρά του Άθωνα, αλλά και το ίδιο το βουνό. Εντέλει, ο πλούτος των μονών είναι η ιστορία που κουβαλούν και κρατάνε ζωντανή τόσους αιώνες, μια ιστορία που ξεκινά από το Βυζάντιο και φτάνει ως τις μέρες μας, μια ιστορία, που με προσπάθεια, κρατούν ζωντανή οι μοναχοί, μιας και έρχονται αντιμέτωποι, εκτός από τις προσωπικές προκλήσεις, με μια λεπτή ισορροπία μεταξύ εκσυγχρονισμού και διατήρησης του τυπικού του μοναχισμού τόσων αιώνων.
Άλλη εποχή, άλλες δυσκολίες. Η τριβή και η προσπάθεια, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει και να λειαίνει τις ψυχές τους, όπως και τότε. Τα κειμήλια, αμέτρητα και σπάνια, περισσότερο ιστορικής παρά οικονομικής αξίας. Οι στιγμές μυσταγωγικές αλλά ταυτόχρονα απαλές. Όλα αυτά είναι που με τραβούν, σαν μέλι, να πάω και να ξαναπάω εκεί, να γνωρίσω και να βιώσω περισσότερα. Η ομορφιά, όπως ανακάλυψα, ήταν να μη φέρω την εμπειρία στα μέτρα μου, αλλά να μπω εγώ στα δικά της μέτρα. Άλλωστε, αυτό κρύβει και ένα βαθύτερο επίπεδο ορθόδοξης αλήθειας, πέραν του τόπου.
Ακόμα μια φορά, η μουσική μού είχε αποκαλύψει μια αλήθεια: οι εμπειρίες που προσκόμισα από την διαμονή μου στο Άγιο Όρος ήταν ανώτερες αυτού που είχα ως αίσθηση ακούγοντας τότε εκείνον το δίσκο. Ήταν το κατάλληλο μέρος για να «μεταστρέψω το νου μου» προς νέα μονοπάτια. Παραφράζοντας τον Όσιο γέροντα Παΐσιο, το Άγιο Όρος είναι σαν ένα μεγάλο χωράφι και το εκάστοτε έντομο που μπαίνει μέσα θα πάει στο αντίστοιχο μέρος να τραφεί. Ο καθένας θα το βιώσει ανάλογα με τα δικά του φίλτρα, τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Ίσως, όμως, το ζητούμενο είναι να τα αφήσει όλα αυτά στην Ουρανούπολη.
Εξαιρετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιτέλους ένα αξιόλογο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή❤💜💜🖤💗💙💘💘
ΑπάντησηΔιαγραφή