Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/
http://picasion.com/

Ρουγκάτσια-Μεταμφιέσεις Δωδεκαημέρου

Του Γιάννη Κ. Τσιαμήτρου
Η λέξη «ρουγκάτσια», κατά την γνώμη μου, κατατάσσεται μέσα στον αναρίθμητο κατάλογο λέξεων και ονομάτων της ελληνικής γλώσσας που έχουν πολλαπλή προέλευση και ερμηνεία, ετυμολογικά και λαογραφικά. Από το SCRIBD και συγκεκριμένα από κάποιον με ψευδώνυμο που ‘ανεβάζει’ εξαιρετικές εργασίες, αλίευσα το παρακάτω κείμενο, με το οποίο συμφωνώ, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί θέσφατο:


«Τα ρουγκάτσια δηλώνουν έναν χειμωνιάτικο αγερμό του Δωδεκαημέρου. Λέγοντας «αγερμό» νοείται η εθιμική εορταστική επίσκεψη ομάδας προσώπων στο πλαίσιο γιορτής για να πουν τραγούδια και να ευχηθούν χαρά και ευτυχία (σ.σ. στην αρχαιότητα ο ‘αγερμός’ σήμαινε συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία των θεών).  Ο όμιλος των νεαρών είναι μεταμφιεσμένοι ή εορταστικά ντυμένοι και τραγουδούν τα κάλαντα, χορεύουν ή παίζουν μικρές αρχέτυπες σκηνές. Αν συναντιόντουσαν δυο όμιλοι ξεσπούσε ανελέητη μάχη για τα πρωτεία. Υπήρχαν κάποιες φορές που θάβονταν χωρίς εκκλησιαστική λειτουργία: κατάλοιπο ειδωλολατρικού εθίμου (προερχόμενου από την διονυσιακή λατρεία). Πρόκειται για έθιμο που εντάσσεται στα ελληνικά και παμβαλκανικά κάλαντα και τις μεταμφιέσεις κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου και των καρναβαλιών.


Ως προς την ετυμολογία του ονόματος, κάποιοι βλέπουν σλαβικές ρίζες, παραπέμποντας είτε στο ελάφι, είτε στο κέρατο του ζώου. Κατ’ άλλους έχει ιταλική προέλευση, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για ονοματοποιητική απόδοση του θορύβου των κουδουνιών (ρούγκου-ρούγκου). Επίσης, μπορεί να σχετίζεται με το λατινικό «rogatiοn» (ερώτηση, δέηση, αξίωση, αίτηση) που παραπέμπει στα ελληνιστικά-ρωμαϊκά στρώματα του βαλκανικού πολιτισμού (σ.σ. οι πιο ακριβείς, βέβαια, λατινικές λέξεις είναι: /rogo/ρήμα: αιτώ, ζητώ, ρωτώ, /rogatio/ουσιαστικό: αίτηση, παράκληση-δέηση, ερώτηση, /rogator/ουσιαστικό-μετοχή: ζητιάνος, αιτών κ.ά.). Υπάρχουν προχριστιανικές λιτανείες με το όνομα rogations, που τελούνται για την αποτροπή φυσικών καταστροφών κατά την άνοιξη. Επίσης, μοιάζει λογικό να συνδέεται η λέξη με την βυζαντινή «ρόγα» (απονομή, διανομή), δηλ. την έκτακτη αμοιβή των στρατιωτών ή υπηρετών. Αυτό συνδέεται με την αμοιβή που κατέβαλε ο αυτοκράτορας σε στρατό και σύγκλητο την Κυριακή ή τη Μεγάλη Πέμπτη από το ιδιωτικό του ταμείο - αντίστοιχες υποχρεώσεις είχε και ο Πατριάρχης. Ο όρος διαδόθηκε στη βυζαντινή και μεταβυζαντική λογοτεχνία και τον λαϊκό πολιτισμό, χωρίς γεωγραφικό περιορισμό.    


Η προέλευση της εορτολογικής ονομασίας «ρουγκάτσια» και των δευτερογενών παραγώγων από την βυζαντινή και μεταβυζαντινή «ρόγα» αποτελεί με απόσταση την πιο λογική και εμπεριστατωμένη λύση του ετυμολογικού προβλήματος που οδηγεί το έθιμο ορθά, από την άποψη της πολεμικής ιστορίας, στους βυζαντινούς χρόνους. Η ονομασία του εθίμου έχει ως σημασιολογικό κέντρο την αμοιβή. Ρόγα λαμβάνουν οι δάσκαλοι και οι γιατροί ως διανομή δώρων, μίσθωση. Αυτή η νοοτροπία γνώρισε διάδοση και στην μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία (Διγενής Ακρίτας).

Συμβολικά το έθιμο εκφράζει την ανταλλαγή υπηρεσιών: Την επίσκεψη σε σημαίνουσα ημέρα με κάποια προσφορά συμβολικής εξυπηρέτησης και «αμοιβής». Το έθιμο έχει βυζαντινή προέλευση ως προς την τελετουργική του οργάνωση.


Οι λαογραφικές προσλαμβάνουσες του εθίμου των ρουγκατσίων:

α) Δια της λατρευτικής ανταπόκρισης ενισχύεται η συνοχή της κοινότητας, καθώς λαμβάνει μετά από μια περίοδο εγκλεισμού κατά τους χειμερινούς μήνες,
β) υπογραμμίζεται μέσω του εορταστικού αγερμικού εθίμου η μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη-υποδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο η γονιμότητα της φύσης, γ) απελευθερώνονται τα ορμώδη-ζωώδη ένστικτα μέσα από την μεταμφίεση με προβιές, δ) αποτελεί τελετή μύησης των νεότερων ανδρών στον κόσμο των ενηλίκων, ε) πρόκειται για μια επίδειξη αρρενωπότητας και έναν τρόπο αναζήτησης-εύρεσης συντρόφου».

Οφείλω να σημειώσω επίσης ότι στα λαϊκά νεοελληνικά γλωσσικά ιδιώματα η λέξη /ρογιάζω/ σημαίνει: παίρνω κάποιον να δουλέψει με μισθό.


Σημαντικές πληροφορίες για τα Ρουγκάτσια, την ετυμολογία τους κλπ μας δίνει ο Δημήτρης Πανταζόπουλος (ιδιαίτερα του Ρουμλουκιού) στο βιβλίο του «Τ’ ΑΝΤΕΤΙΑ ΜΑΣ» που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια το 2001. Εκεί παραθέτει την δική του άποψη, καθώς και απόψεις άλλων ερευνητών, ελλήνων και ξένων (Ν. Πολίτης, Βαλσαμών, Fehrle, Θ. Γαβριηλίδης. Ι. Μοσχόπουλος, Β. Πούχνερ κλπ). Δεν έχω τον απαραίτητο χώρο να τα αναλύσω εδώ.

Από το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (ιστοσελίδα) στην Αθήνα, καταθέτω πάρα πολύ περιεκτικά τα εξής: Η αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες των φυσικών φαινομένων τον έκαναν να αναζητήσει τρόπους επικοινωνίας με τις δυνάμεις της Φύσης (θεοί, δαίμονες, υπερφυσικά όντα, δύσκολα καιρικά φαινόμενα κλπ) για να τις εξευμενίσει και να αντιμετωπίσει το κακό. Έτσι καταφεύγει στην λατρεία (θυσίες, προσευχές, τελετουργίες, διάφορες λατρευτικές εκδηλώσεις, θρησκευτικές και μαγικές τελετές, δρώμενα, έθιμα κ.ά.) διαχρονικά. Κυρίως τον χειμώνα, ο άνθρωπος επιζητεί το φως, την ζέστη, την γονιμότητα και την αναγέννηση της Φύσης. Η απαρχή των δρώμενων του ανθρώπου με λατρευτικό, ευετηρικό (καλοχρονιά), γονιμικό χαρακτήρα κλπ χάνονται μέσα στον χρόνο. Βέβαια, στην σημερινή εποχή, με την ορθολογική σκέψη και τις αλλαγές στην κοσμοθεωρία, τείνει να χαθεί ο συμβολισμός των δρώμενων, τα οποία περισσότερο αποτελούν  πλέον αφορμές για διασκέδαση και ευθυμία.  


Μέσα σε αυτά τα δρώμενα (σημαντική θέση ανάμεσά τους κατέχουν αυτά που έχουν σχέση με το νερό) ανήκουν και οι μεταμφιέσεις νέων ανδρών στο Δωδεκαήμερο. Οι μεταμφιέσεις αυτές, όπως και άλλες της Αποκριάς, συνδέονται με αρχέγονα λατρευτικά δρώμενα με καταγωγή στην αρχαιότητα. Η συνέχισή τους και στο Βυζάντιο φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την αντίδραση Πατέρων της Εκκλησίας. Πάντως, μέχρι και το 12ο αιώνα γινόταν μεταμφιέσεις ακόμα και από κληρικούς μέσα στον ναό (Βαλσαμών). Οι μεταμφιέσεις αυτές ήταν ένας μικρός θίασος-προάγγελος του θεάτρου, χωρίς συγκεκριμένο κάθε φορά σενάριο, αλλά κάποια πλοκή και περισσότερα τα στοιχεία αυτοσχεδιασμού.


Στους Βλάχους μας έχουμε μεταμφιέσεις στο Δωδεκαήμερο με τις ονομασίες Λιγουτσάρηδες/Λιγουτσάροι (Βέροια, Σαμαρίνα, Φούρκα), Αρουγκουτσάροι (Βωβούσα), Μπαμπαλιούρδες  στο (Λιβάδι Ολύμπου), Αργκουτσιάρια (Κλεισούρα Καστοριάς) Ισκινάροι στην Νέβεσκα (Νυμφαίο) κ.ά.

Ο μακαρίτης Τάκε Παπαχάτζι, καταγόμενος από την Αβδέλα Γρεβενών, μεγαλωμένος και εξαιρετικός ακαδημαϊκός & εθνογράφος γλωσσολόγος στην Ρουμανία, στην καλύτερή και περισσότερο επιστημονικά αποδεκτή από πολλούς επιστήμονες εργασία του με τίτλο, το ‘Γενικό και ετυμολογικό Λεξικό Αρουμανικής Διαλέκτου’, έκδοση Ρουμανικής Ακαδημίας (Βουκουρέστι 1974), αναφέρει τις παρακάτω ονομασίες στα ‘βλάχικα’ (τις γράφω με ελληνικά σύμβολα): Αρουγκ(γ)ουτσεάρ (σελ. 214), Λιγουτσεάρ (σελ. 737), Μπαμπουτσεάρ (σελ. 251), Ρουγκουτσεάρ (σελ. 1045). Η μετάφραση τους βρίσκεται κυρίως στο λήμμα /Λιγουτσεάρ/ ως εξής: ένα άτομο μεταμφιεσμένο και μασκοφόρο, που φέρει κουδούνια προσαρμοσμένα στη ζώνη του και, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα, απαγγέλλοντας κάποιους στίχους.


Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τ. Παπαχάτζι παρουσιάζει και τις παρακάτω βλάχικες λέξεις (τις γράφω με ελληνικά σύμβολα): /αρουγκ/ (σ. 214) και /ρουγκ/ (σ. 1045)= τριανταφυλλιά, βάτος, θάμνος βατόμουρου φυτό με αγκάθια (ζίγρα), πυρά∙ σε αντίστοιχες σελίδες τις βλάχικες λέξεις: /αρούγκα/ & /ρούγκα/= μισθός, αμοιβή, πληρωμή, μισθοδοσία, με αναφορά στο ελληνικό (ρόγα=μισθός). Σημαίνει και ‘στρούγκα’ (πρόχειρα περιφραγμένος χώρος  που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα των ζώων ενός κοπαδιού), καθώς  δρόμος’ στα ελληνικά (ρούγα), /αρουγκάρε/= πράξη πρόσληψη ενός υπηρέτη, ενός εργάτη  και /αρουγκάτ/ =συμφωνημένος, δεσμευμένος, αρραβωνιασμένος κ.ά. Επιφυλάσσομαι στο μέλλον για την άποψη για την λέξη Λιγουτσάροι/άρηδες από τον ομότιμο καθηγητή γλωσσολογίας στο ΑΠΘ, κ. Α. Μπουσμπούκη.

Εκτός των μεταμφιέσεων των Βλάχων του Δωδεκαημέρου, αντίστοιχες έχουμε: Φουστανελάδες και Νύφες στο Ξινό Νερό Φλώρινας, Ραγκουτσάρια στην Καστοριά, Ρουγκάτσια ή Ρογκατζάρια στη Θεσσαλία, στο Ρουμλούκι και στη Θράκη, Αράπηδες, Ποτουρλίδες και Μπαμπούγεροι στη Δράμα, Λαγκατζάρια στα  Πιέρια,  Όλυμπο, Χάσια, Γκαμήλα με τον Ντιβιτζή από τους πρόσφυγες της  Ανατολικής  Ρωμυλίας, Μωμόγεροι από τους Πόντιους, Μπουσιαραίοι στο Διδυμότειχο, Μπουμποσάρια στην Σιάτιστα, Ρουγκανάδες στην Φυτειά Ημαθίας, Αλήδες,  Κουδουνάδες και Ρούγκοι στη περιοχή Γρεβενών, Τζαμάλες στη  Θράκη, Τζαμαλάρους στα Μογλενά, Σουρβάροι στην Ερμακιά Κοζάνης, Καραβασλάδες  στα χωριά της Χαλκιδικής, Μπαμπαϊούρδις στο Κάντσικο Κόνιτσας, Καλκάντζαρους στα χωριά των Τρικάλων, Αραπκοί στην Νικήσιανη Καβάλας, Αράπηδες στο Βελβενδό Σερβίων και Μοναστηράκι Δράμας, Αργκουτσιάρια της Κλεισούρας Καστοριάς, Ποτουρλίδες  στον Ξηροπόταμο Δράμας, Καμήλα στην Κρύα Βρύση Δράμας, Μπάμπιντεν στην Πετρούσα Δράμας  κλπ. Επίσης συναντάμε και τα εξής ονόματα: Λιουγκατζιάρια, Λογκατσάρια, Ρογκατσάδες, Καλινδράδες, Καπιταναραίοι, Καρναβάλια, Κουντουνάδες, Μπαμποέρηδες, Μπαμπούγεροι, Ντυλιάροι, Σουρβατζήδες κλπ.


Όπως βλέπουμε, τα έθιμα με Μεταμφιέσεις στο Δωδεκαήμερο κυρίως στον βορειοελλαδικό χώρο είναι πάρα πολλά, με περισσότερο επικρατούσα σήμερα την ονομασία Ρουγκάτσια (Ημαθία, Θεσσαλία, Θράκη). Αξίζουν δε ιδιαίτερα συγχαρητήρια σε όλους τους παράγοντες του Ρουμλουκιού (κόσμος, σύλλογοι, ερευνητές, χοροδιδάσκαλοι, δημοσιογράφοι κ.ά.), ιδιαίτερα στην Ημαθία, οι οποίοι ανέδειξαν αυτό το έθιμο με αγάπη, ζήλο & λατρεία, τόσο στο Πανελλήνιο όσο και στο εξωτερικό.

Κάθε τέτοιου είδους έθιμο σε κάθε τόπο, ιδιαίτερα στην ελληνική χερσόνησο, έχει την δική του εξέλιξη μέσα στον χρόνο και την δική του δράση. Γιαυτό έχουμε και πολυωνυμία, καθώς & αλληλο-συνδυαζόμενα ονόματα, όπως έγραψα προηγουμένως. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Ρουγκάτσια για την διαμόρφωση του ονόματος τους και την εξέλιξή τους: (πολύ σύντομα αναφέρω) αιτούντες & συμφωνούντες για αμοιβή, μισθοφόροι στρατιώτες-φύλακες, αρματωλοί, καπεταναίοι οι αρχηγοί τους (περισσότερα: έρευνα Γ. Μοσχόπουλου, νομικού, λαογράφου, ιστορικού) κ.ά. και μετέπειτα αναπαραστάσεις αυτών στα νεότερα χρόνια, χωρίς τον αρχικό τους συμβολισμό, παρά μόνο για διασκέδαση και ευθυμία.


Θεωρώ πάντως ότι οι ρίζες τέτοιων εθίμων, ιδιαίτερα μεταμφιέσεων, χάνονται πολύ βαθιά στον χρόνο και έχουν σχέση με την αγωνία & κοινωνική ανάγκη  του ανθρώπου να προβαίνει σε μαγευτικά λατρευτικά δρώμενα για να εξευμενίσει τα στοιχεία της Φύσης, τους Θεούς, για την ευετηρία (αγερμικός χαρακτήρας & καλή χρονιά), την γονιμοποίηση, την αναγέννηση της φύσης κλπ∙ ιδιαίτερα δε οι νέοι άνδρες προβαίνουν σε μεταμφιέσεις, όπου επιδεικνύουν την αρρενωπότητά τους, την μετάβασή τους στον κόσμο των ενηλίκων, απελευθερώνοντας ακόμα και άγρια ζωώδη ένστικτα (καυγάδες μέχρι θανάτου κλπ).

Το πεδίο, προφανώς, είναι ΠΟΛΥ ΑΝΟΙΚΤΟ για περαιτέρω έρευνα και μελέτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ