Τα Χάνια
Το κοντινότερο χωριό στο χιονοδρομικό κέντρο του Πηλίου στις Αγριόλευκες, απέχει 12 χλμ. από την Πορταριά. Όπως δείχνει το όνομα, η περιοχή είχε πανδοχεία που φιλοξενούσαν ταξιδιώτες και αγωγιάτες (κιρατζήδες) οι οποίοι μετέφεραν προϊόντα προς τα χωριά. Σήμερα, λόγω του χιονοδρομικού τα Χάνια είναι γεμάτα με τουριστικά μαγαζιά, ξενοδοχεία, καταστήματα ενοικίασης εξοπλισμού σκι, και ταβέρνες που σερβίρουν παραδοσιακά πιάτα. Οι ξενώνες τους είναι μια καλή λύση διαμονής μέσα στη φύση, με εύκολη πρόσβαση.
Η Δράκεια
Βρίσκεται κοντά στα Χάνια (8 χλμ. περίπου), και η διαδρομή προς τα εκεί είναι απολαυστική καθώς περνάει ανάμεσα σε δάση καστανιάς και οξιάς χαρίζοντας συγκλονιστική θέα προς τον Παγασητικό. Η Δράκεια έχει μια όμορφη πάνω γειτονιά με παλιά σπίτια, δυο πλατείες με πλατάνια, παραδοσιακό φούρνο, ταβέρνες και καφέ. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά από το 1615 -ή και παλαιότερα. Αξιόλογες εκκλησίες είναι του Άη Γιώργη με ζωγραφιές του Παγώνη, και του Αγίου Σπυρίδωνα, με περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Όπως θα παρατηρήσετε, στις πινακίδες η Δράκεια αναφέρεται ως «μαρτυρικό χωριό». Κι αυτό επειδή οι Γερμανοί εκτέλεσαν εδώ 118 ανθρώπους σε αντίποινα για την αντιστασιακή δράση τους.
Ο Κισσός
Κτισμένος σε υψόμετρο 550 είναι από τα ωραιότερα μικρά χωριά του Πηλίου, χαμένος μέσα σε δάση με καστανιές, οξιές, μηλιές, πλατάνια. Έχει σπίτια χαρακτηριστικής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, πετρόκτιστα καλντερίμια, άφθονα νερά κι ένα σπουδαίο αξιοθέατο στην κεντρική πλατεία: την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Η τρίκλιτη τρισυπόστατη βασιλική είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά εκκλησιαστικά μνημεία του Πηλίου και χάρη στη φήμη της πολλοί φτάνουν ως τον Κισσό για να τη θαυμάσουν και μετά να φάνε στις ταβέρνες του.
Οι κάτοικοι τον λένε ακόμη «Κ’ σο». Το όνομα δεν προέρχεται, ωστόσο, από το αναρριχώμενο φυτό. Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, είναι παράφραση της λέξης «χρυσός». Ίσως επειδή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Κισσός ήταν ένα πολύ ανεπτυγμένο κεφαλοχώρι -κάτι που μοιάζει δύσκολο να φανταστείτε σήμερα.
Στην τοποθεσία που τη λένε Τούρνη υπήρχε βιοτεχνία όπου επεξεργάζονταν με ειδικούς τόρνους το ξύλο της καστανιάς για να φτιάξουν τα γνωστά πηλιορείτικα πινάκια (πιάτα) που πουλούσαν στις αγορές του εξωτερικού. Ο Κισσός άκμασε επίσης χάρη στη μεταξοκαλλιέργεια και τη βιοτεχνία κατασκευής σκουτιών (ή αλατζάδων), που ήταν βαμβακομάλλινα υφάσματα, φτιαγμένα από τραγόμαλλο.
Από την Αγία Μαρίνα ξεκινάει ένα πολύ όμορφο παλιό μονοπάτι προς το Μούρεσι και τον Αη Γιάννη. Γύρω από τον Κισσό υπάρχουν αρκετοί χωματόδρομοι στους οποίους όσοι έχουν τα κατάλληλα οχήματα μπορούν να κάνουν εκτός δρόμου διαδρομές μέσα στα πυκνά δάση. (Για αναλυτικές πληροφορίες ρωτήστε τον κ. Αλτίνη στον ξενώνα Ατραπός).
Η Τσαγκαράδα: Ένα χωριό-δάσος
Άγιος Στέφανος, Αγία Κυριακή, Αγία Παρασκευή, Ταξιάρχες: Οι τέσσερις συνοικίες της Τσαγκαράδας είναι μακριά η μια από την άλλη κι έτσι είναι δύσκολο να τη θεωρήσεις ως χωριό με την κλασική σημασία της λέξης. Ωστόσο, υπάρχει λόγος που αυτό συνέβη: Ο συνοικισμός άρχισε να δημιουργείται τον 16ο αιώνα, όταν ανέβηκαν εδώ άνθρωποι από την παραλία της Καραβοστασιάς για να προστατευτούν από τους πειρατές και στη συνέχεια από τους Τούρκους. Έτσι έφτιαξαν σπίτια απομακρυσμένα και κρυμμένα καλά μέσα στα πυκνά δάση.
Τον 18ο αιώνα οι κάτοικοι ανέπτυξαν τη βιοτεχνία φτιάχνοντας μεταξωτά και σκουτιά, αλλά στα μέσα του 19ου αιώνα πολλοί ξενιτεύτηκαν -κυρίως στην Αίγυπτο. Και, όπως συνέβαινε με εκείνες τις γενιές, κάποιοι από τους πλούσιους Αιγυπτιώτες ευεργέτησαν τον γενέθλιο τόπο τους. Γι’ αυτό η Τσαγκαράδα ευτύχησε να έχει σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία, δρόμους, υδραγωγεία, πέτρινες κρήνες και γούρνες για το πότισμα των ζώων και το καθάρισμα των ρούχων.
Ο οικισμός είναι εδώ και πολλά χρόνια ο πιο δημοφιλής και τουριστικός στο Κεντρικό Πήλιο, με δεκάδες ξενοδοχεία και παραδοσιακούς ξενώνες, βίλες, εστιατόρια, καφέ πολλά από τα οποία θα τα βρείτε στον κεντρικό δρόμο, ή σε κοντινή απόσταση από αυτόν. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Τσαγκαράδας έπαιξε και η κοντινή απόσταση από τις ωραιότερες παραλίες του Πηλίου προς την πλευρά του Αιγαίου -όπως ο Μυλοπόταμος, του Παπά Νερό, ο Αη Γιάννης, η Φακίστρα.
Επίκεντρο είναι η συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Στην ωραία και μεγάλη πλατεία της κυριαρχεί ο θεόρατος πλάτανος με περίμετρο κορμού που φτάνει τα 14 μέτρα και ηλικία που ο τοπικός θρύλος ανεβάζει στα 1.000 χρόνια. Δίπλα του η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής συνδυάζει την πηλιορείτικη αρχιτεκτονική με νεοκλασικά στοιχεία.
Στην κάτω πλευρά της πλατείας θα ξεδιψάσετε στις σκεπαστές πέτρινες κρήνες και μετά θα κάνετε στάση για καφέ ή φαγητό. Ακολουθώντας το καλντερίμι που ξεκινάει πλάι στον Χαμένο Μονόκερο θα φτάσετε σε δύο σπουδαία αρχιτεκτονικά μνημεία της Τσαγκαράδας, τη Νανοπούλειο και Αχιλλοπούλειο Σχολή. Είναι και τα δύο εξαιρετικά συντηρημένα.
Στην μικρή πλατεία του Ταξιάρχη κυριαρχεί η μνημειακή εκκλησία του 1786 και αν είναι ανοιχτή αξίζει να μπείτε για να θαυμάσετε το ξυλόγλυπτο, βενετσιάνικου τύπου, τέμπλο, που ολοκληρώθηκε το 1749. Πιείτε νερό από την κρήνη με τους τέσσερις κρουνούς και καθίστε για φαγητό και καφέ στα τραπεζάκια κάτω από τα ψηλά πλατάνια.
Εάν θέλετε να γνωρίστε καλύτερα την Τσαγκαράδα, τότε θα περπατήσετε από εδώ προς την πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Αλλιώς προχωρήστε για λίγο στο καλντερίμι για να δείτε το Καρτάλειο Δημοτικό Σχολείο -ή τουλάχιστον ό,τι έχει απομείνει από αυτό.
Παρότι έχει χαρακτηριστεί με υπουργική απόφαση του 1985 ως «Έργο Τέχνης», η υγρασία και η πυκνή βλάστηση συνεχίζουν να διεκδικούν το ερειπωμένο κτίριο. Το σχολείο ήταν δωρεά της οικογένειας Καρτάλη -που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση κατά των Τούρκων-, και συνδυάζει τη νεοκλασική με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Στις δύο άλλες, πιο ήσυχες συνοικίες της Τσαγκαράδας, υπάρχουν μικρές κεντρικές πλατείες με τα ανάλογα εκκλησιαστικά μνημεία: είναι η Αγία Κυριακή του 1746 και ο Άγιος Στέφανος του 1805. Και οι δύο έχουν χαρακτηριστική πηλιορείτικη αρχιτεκτονική και σκιάζονται από πλατάνια.
Η Νταμούχαρη
Τον 19ο αιώνα ήταν το μοναδικό σχετικά ασφαλές λιμάνι στο Ανατολικό Πήλιο και η πρώτη Σκάλα στην περιοχή. Είχε αποθήκες, μαγαζιά και το τουρκικό τελωνείο. Το λιμανάκι αυτό ήταν μάλιστα ο λόγος για τον οποίο οι κάτοικοι της Τσαγκαράδας και του Μουρεσίου επέλεξαν το επάγγελμα του ναυτικού.
Η Νταμούχαρη χωρίζεται από μια γλώσσα γης-κάβο στα δυο: την Παλιά και τη Νέα Νταμούχαρη. Παρόλο που η εικόνα έχει αλλάξει σημαντικά από το 1970, όταν ήταν ακόμη ένα μυστικό που λίγοι γνώριζαν, δεν έχει χάσει τη γραφικότητά της. Βέβαια, τα σπίτια που είναι κτισμένα μέσα στο πράσινο έγιναν πολύ περισσότερα, όπως και ο κόσμος που γεμίζει το καλοκαίρι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα καφέ, τα τουριστικά μαγαζιά, τις ταβέρνες και την παραλία με τα μεγάλα λευκά βότσαλα. Ιδανική εποχή για να έρθετε λοιπόν, αν θέλετε να αποφύγετε την πολυκοσμία, είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο.
Στον βραχώδη λόφο που φτάνει τα 25 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου για το οποίο ασφαλείς πληροφορίες δεν υπάρχουν, αφού δεν έχει γίνει ανασκαφική έρευνα. Θεωρείται βυζαντινό κτίσμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κάποια περίοδο από τους Ενετούς και εκεί θα πρέπει να συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι όταν κινδύνευαν από επιθέσεις πειρατών.
Οι ντόπιοι, αλλά και οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου Cleopatra’s Miramare, θα σας αφηγηθούν τη συγκινητική ιστορία της ελληνορουμάνας αριστοκράτισσας Κλεοπάτρας που συνέδεσε το όνομά της με τη Νταμούχαρη στις αρχές του 20ου αιώνα. Μια άλλη, χαρούμενη, ιστορία αφορά τα γυρίσματα του μιούζικαλ «Mama mia», που έγιναν στο λιμανάκι. Μια άλλη κυρία, η φημισμένη ηθοποιός Μέριλ Στριπ, άφησε εδώ τις καλύτερες εντυπώσεις -μάλιστα στην ταινία πήραν μέρος και πολλοί κάτοικοι ως κομπάρσοι.
Κοντά στο πάρκινγκ θα δείτε το εκκλησάκι (ή ίσως μοναστηράκι) του Αγίου Νικολάου, κτισμένο ή ανακαινισμένο το 1744. Εντυπωσιάζει με τις βυζαντινής τέχνης τοιχογραφίες των αρχών του 19ου αιώνα. Θεωρούνται του Παγώνη και πρέπει να έγιναν με δαπάνες των ναυτικών της περιοχής. Παρατηρήστε τον άγιο Σκυλοκέφαλο και τις, μισοσβησμένες πια, ζωγραφιές που απεικονίζουν τον Μυστικό Δείπνο, τη Σταύρωση κ.ά. Από τη Νταμούχαρη περνάει και το μονοπάτι που έρχεται από την Τσαγκαράδα και καταλήγει στον Αη Γιάννη.
Το Μούρεσι
Επισήμως λέγεται Μουρέσιον, αλλά κανείς δεν το αποκαλεί έτσι στο Πήλιο. Προσφέρει από αρκετά σημεία εξαιρετική θέα προς το Αιγαίο και τα γειτονικά χωριά και έχει σε κοντινή απόσταση εκατοντάδες καταλύματα -πολλά από τα οποία βρίσκονται στον δρόμο που κατηφορίζει φιδογυρίζοντας προς τον Αη Γιάννη. Από τον κεντρικό ασφαλτόδρομο δύσκολα θα εκτιμήσετε τις χάρες του Μουρεσίου, αλλά θα αρχίσει να σας αρέσει όταν κάνετε βόλτα στην πλατεία του και δείτε την εκκλησία της Αγίας Τριάδας που την περιβάλλουν οι γιγάντιες φλαμουριές και οι ανθισμένες γλάστρες. Ανακαινίστηκε το 1776 και έχει ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Εξωτερικά τη χαρακτηρίζει ένα ασυνήθιστο μοβ-μπορντό χρώμα στα περιγράμματα από τις θύρες και τα παράθυρα. Από εκεί μπορείτε να περπατήσετε ολόγυρα για να δείτε το χωριό. Σύμφωνα με τον λαογράφο Κώστα Λιάπη, το Μούρεσι άκμασε στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την εκτροφή μεταξοσκώληκα και την κατασκευή σκουτιών.
Ο Αη Γιάννης
Πλατάνια, ανοιχτός ορίζοντας και μια τεράστια παραλία με λευκό βότσαλο: ιδανική εικόνα. Το καλοκαίρι όμως στον Αη Γιάννη δύσκολα θα βρείτε την ησυχία σας, αφού παιδάκια, αυτοκίνητα, κόσμος που κάνει περατζάδα κοντά στη θάλασσα, καφέ, ταβέρνες, ξενοδοχεία στη σειρά, συνθέτουν την έννοια των διακοπών α λα ελληνικά.
Βλέπετε υπάρχει παράδοση στο θέμα, αφού ο Αη Γιάννης, παλιά Σκάλα του Κισσού και του Αγίου Δημητρίου, καθιερώθηκε ως προορισμός οικογενειακών διακοπών χάρη στις κατασκηνώσεις της ΧΑΝΘ που λειτούργησαν από το 1928. Από το 1930 και μετά άρχισαν να ανοίγουν κάποια μεγάλα, για την εποχή, ξενοδοχεία και επί επταετίας ο οικισμός πήρε τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα, καθώς οι εργολάβοι ανέλαβαν δράση.
Το ωραιότερο σημείο παραμένει η είσοδος από το δρόμο του Μουρεσίου, με τη ρεματιά της Μουρούτσας (οι ντόπιοι το λένε Κισσιώτικο ρέμα) και την ξύλινη γέφυρα. Λίγο πιο εκεί ξεχωρίζει το ωραίοι εκκλησάκι (ή παλιό μοναστηράκι) του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Αν το βρείτε ανοιχτό μπείτε μέσα για να δείτε το βοτσαλωτό πάτωμα και το τέμπλο με τα κρυφοχριστιανικά σύμβολα (τοιχογραφίες δεν φαίνονται, έχουν σοβατιστεί).
Πλάι στον Αη Γιάννη βρίσκεται η μεγάλη και εντυπωσιακή παραλία Παπά Νερό και από την αντίθετη πλευρά η ωραία παραλία της Πλάκας.
Μόνο στις φωτογραφίες είναι ωραία.Όιδρομοι επικίνδυνόι .Ο καιρός συνέχεια άστατος και το Σεπτέμβριο με την κακοκαιρία 7 ημέρες αποκομμένοι χωρίς φαγητό. Δεν πρόκειται να ξαναπάω Μόνο σαν χρήμα σε βλέπουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή