Πίσω της το Βέρμιο, με έλατα, καστανιές και πεύκα. Στους πρόποδες, ροδακινιές, μηλιές, κερασιές. Και αμέτρητα πλατάνια. Χάρη στην Αράπιτσα, το ποτάμι που τη διαπερνά. Αυτό που έγινε χώρος θυσίας για τις γυναίκες της Νάουσας το 1822. Μια θυσία που την έχρισε ηρωική πόλη.
Η ιστορία της περιοχής φέρει έντονη σφραγίδα από την αρχαιότητα: η Σχολή Αριστοτέλους, το αρχαίο θέατρο της Μίεζας, μεγαλοπρεπείς μακεδονικοί τάφοι. Η Νάουσα, με την έντονη βιομηχανική παράδοση των επτά εργοστασίων κλωστοϋφαντουργίας, από τα οποία τα έξι έχουν κλείσει, είναι σήμερα κορυφαία παραγωγός φρούτων και λαχανικών.
Για τους επισκέπτες έγινε δημοφιλής τον χειμώνα, χάρη στα χιονοδρομικά κέντρα της. Όμως το χιόνι πια είναι λίγο και κρατά για λίγο. Ισως πάλι να αδικεί την ομορφιά της φύσης της στις μεταβατικές εποχές. Και να σκεπάζει τον μεγαλύτερο θησαυρό που διαθέτει, μέσα από τον πλούτο που παράγει ασταμάτητα η γη της.
Το Ξινόμαυρο.
Η ποικιλία που δεσπόζει στην περιοχή – εμβληματική για τον βορειοελλαδίτικο αμπελώνα – με τα ερυθρά, ατίθασα κρασιά. Που όσο παλιώνουν, τόσο καλύτερα γίνονται, εξευγενίζοντας τις τανίνες τους. Στην πλειοψηφία τους τα ΠΟΠ ερυθρά. Αλλά και λίγα Blanc du noir (λευκό από Ξινόμαυρο).
Γηγενής και ΠΟΠ για τη Νάουσα. Συνδεδεμένη με το terroir. Μία ποικιλία που έχει τη δυνατότητα και την προοπτική να πρωταγωνιστήσει στην Ευρώπη και διεθνώς. Από το 2019 η Ενωση Οινοποιών Βορείου Ελλάδος καθιέρωσε την 1η Νοεμβρίου ως «Παγκόσμια Μέρα Ξινόμαυρου». Μα και η ζήτηση σε εξαγωγές από τη Νάουσα επικεντρώνεται σε κρασιά της ζώνης παραγωγής του.
Ήρθε λοιπόν η ώρα του τρύγου. Όψιμος φέτος, λόγω καιρικών συνθηκών. Το Ξινόμαυρο άργησε να ωριμάσει. Στον αμπελώνα της Νάουσας περίμεναν να γίνουν τα σάκχαρα. Είχαν αρχίσει να μαζεύουν τα σταφύλια από τις λίγες, άλλες ποικιλίες: Μαλαγουζιά, Ασύρτικο και Merlot. Ο χρόνος συμπίπτει με το Φεστιβάλ Τρύγου. Ένα πενθήμερο εκδηλώσεων από τις 30 Αυγούστου έως τις 3 Σεπτεμβρίου, που διοργάνωσε ο Δήμος Νάουσας για τρίτη χρονιά.
Φέτος συμμετείχαν τα μέλη του Συνδέσμου Οινοποιών Νάουσας. Σε μια κοινή προσπάθεια για να μπει η περιοχή στα μονοπάτια ενός οινικού προορισμού. Εκεί όπου ο ταξιδιώτης θα μυηθεί στη γοητεία του Ξινόμαυρου, θα απολαύσει τη γευσιγνωσία που το συνοδεύει, θα γνωρίσει τον αμπελώνα, θα επισκεφθεί τα ιστορικά μνημεία, θα περιηγηθεί στις παραδοσιακές γειτονιές της. Αυτό προϋποθέτει τη συναντίληψη και ενεργοποίηση όλων: αμπελουργών, οινοποιών, τοπικής αυτοδιοίκησης, επαγγελματιών και κατοίκων.
Στο «άνοιγμά» του φεστιβάλ φιλοξενούνται δύο ογκόλιθοι του ελληνικού κρασιού. Ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Γιώργος Τσάνταλης, σε έναν διάλογο αναμνήσεων για τη διαδρομή τους στον κόσμο του κρασιού. Με αφετηρία τη Νάουσα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ζώνη του Ξινόμαυρου, η οποία θεσπίστηκε το 1972 και εκτείνεται στις νοτιονατολικές πλαγιές του Βερμίου σε υψόμετρο από 150 – 450 μέτρα, όπου δημιουργούνται πολλά διαφορετικά terroir, με διαφορετικό προσανατολισμό και σύσταση εδάφους.
Από το όραμα της Βουργουνδίας στα ελληνικά εστιατόρια της Γερμανίας του ’60
«Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 πήγα για πρώτη φορά στην περιοχή της Στουτγάρδης», θυμάται ο Γιάννης Μπουτάρης, σημειώνοντας ότι η ιστορία της οικογένειας με το κρασί χρονολογείται ακόμα και από το 1857. «Η περιοχή αυτή του Ρήνου έχει κάθε χρόνο πέντε εκατομμύρια διανυκτερεύσεις. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, είχα κατάθλιψη. Σκεφτόμουν πώς θα φθάσουμε κι εμείς εκεί; Και συνειδητοποίησα ότι, οινοτουρισμός χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν γίνεται. Δεν μπορεί να γίνει, γιατί ο Δήμος θα φροντίσει για την καθαριότητα στους δρόμους, για τις πινακίδες, για ένα σωρό πράγματα, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική του τόπου. Κι όταν λέμε την αισθητική του τόπου, η Unesco ανακήρυξε την περιοχή της Βουργουνδίας σε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς».
Στο «άνοιγμα» του φεστιβάλ Τρύγου δύο ογκόλιθοι της ελληνικής οινοποιίας, ο Γιάννης Μπουτάρης (δεξιά) και ο Γιώργος Τσάνταλης (αριστερά), μίλησαν για την πορεία τους στον κόσμο του κρασιού Ο οινοτουρισμός «είναι ένας σύγχρονος τρόπος για να γνωρίσει ο κόσμος το κρασί», σημείωσε με τη σειρά του ο Γιώργος Τσάνταλης. Η ιστορία της οικογένειας στην οινοποίηση ξεκινά από το ποτοποιείο στις Σέρρες το 1950-60. «Αποστάζαμε ούζα. Μόνο ούζα», λέει.
Στη συνέχεια σπούδασε στην Αυστρία στο Πολυτεχνείο, Χημικός Μηχανικός και μετά στη Γερμανία. Επέστρεφε τα καλοκαίρια στη Θεσσαλονίκη, «όπου κυριαρχούσε σαν κρασί η Νάουσα Μπουτάρη. Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες άνοιγαν στη Γερμανία μικρά εστιατόρια με ελληνική κουζίνα και οι Γερμανοί έτρεχαν σαν τρελοί να δοκιμάσουν τα νόστιμα φαγητά. Σέρβιραν καλό κρέας γερμανικό, αλλά το ποτό ήταν ελληνικό. Ηταν ούζο και ρετσίνα».
Και οι Γερμανοί ολοένα ρωτούσαν τους εστιάτορες: «δεν έχεις και κανένα κόκκινο κρασί να μας δώσεις;», περιγράφει. «Για μένα το καλύτερο κόκκινο κρασί ήταν αυτό της Νάουσας. Κι έτσι άρχισαν οι πρώτες εξαγωγές μας στη Γερμανία και στην Κεντρική Ευρώπη. Γιατί η ελληνική γαστρονομία ήταν πολύ δυνατή σε όλες αυτές τις χώρες. Και το ελληνικό κρασί, με την πρώτη θέση να την κρατά η Νάουσα».
Κρασί, πολιτισμός, αισθητική
Η Ελλάδα «είναι η πρώτη χώρα που έχει θεό για το κρασί», πρόσθεσε ο Γιάννης Μπουτάρης. Για να συνεχίσει: «Το κρασί δεν είναι απλά ένα γεωργικό προϊόν με αλκοόλη, γιατί έτσι χαρακτηρίζεται στην κατηγορία των τροφίμων. Το κρασί είναι ένα κατεξοχήν πολιτισμικό αγαθό. Το κρασί είναι πολιτισμός. Και ο πολιτισμός είναι αισθητική. Και αυτό σημαίνει να υπάρχει ομορφιά γύρω σου».
Αυτό, το έκανε πράξη. Καθώς περνώντας την πόρτα στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι Νάουσας, απλώνονται μπροστά τα 560 στρέμματα αμπελώνα, που παράγουν έξι ετικέτες ερυθρών, με 350.000 – 400.000 φιάλες ετησίως ανάλογα με την απόδοση κάθε χρονιάς. Σύνορα από τη μια μεριά το βουνό, με πλατάνια στα χαμηλά και ορίζοντα στον κάμπο. Εκεί όπου στέκεται η Κούλα, ο πύργος – σύμβολο με εύρος ορατότητας 17.000 στρέμματα.
Όσο φθάνουν τα μάτια. Στην είσοδο του οινοποιείου, τον επισκέπτη υποδέχεται το μπλε τρακτέρ. Αυτό, μάρκας Bungartz, το οποίο ο Γιάννης Μπουτάρης βρήκε σε μια αποθήκη τη δεκαετία του ’70 και καλλιέργησε τα αμπέλια στο Κυρ-Γιάννη στη Νάουσα. Την αρχή του πλακόστρωτου πλαισιώνουν η «μικρή Λίλα» και η «μικρή Αθηνά», δύο μεγάλα βαρέλια, με ονόματα από τις εγγονές του.
Από το 2021 η επίσκεψη στο οινοποιείο έχει μια ολιστική διάσταση. Το εστιατόριο στο κτήμα Κυρ-Γιάννη, η «κουζίνα» όπως το λένε οι άνθρωποί του, συμπυκνώνει και αναδεικνύει όλα τα στοιχεία: το τοπίο, οινική εμπειρία, γαστρονομία, αισθητική. Δεμένα με το μεράκι ενός ανθρώπου που οραματίστηκε την κουλτούρα του κρασιού το 1970, φυτεύοντας τα πρώτα στρέμματα Ξινόμαυρου στους πρόποδες του Βερμίου. Το 2023, μέσα σε τρία χρόνια, η «κουζίνα» στο οινοποιείο έφθασε να φιλοξενεί στα τραπέζια της 20.000 επισκέπτες. Και στο κλείσιμο του Φεστιβάλ Τρύγου, φιλοξένησε το fine dining από τον σεφ Γκίκα Ξενάκη. Ενώ, ο Γιάννης Μπουτάρης ετοιμάζει και το Σπίτι του Κρασιού στην πόλη της Νάουσας.
Αμπελώνας χωρίς επέκταση;
Στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνται περί τα 4.500 στρέμματα με αμπέλια. Ο Συνεταιρισμός Οινοποιών και Αμπελουργών της Νάουσας «ΒΑΕΝΙ», είναι ο μοναδικός οινοποιητικός φορέας στη Βόρειο Ελλάδα, εκπροσωπώντας 400 αμπελουργούς, με 5.500 τόνους δυναμικότητα.
«Παραλαμβάνουμε το 50-70% της παραγωγής στην περιοχή», λέει ο πρόεδρος του οινοποιητικού συνεταιρισμού και του Συνδέσμου Οινοπαραγωγών Ημαθίας (2016) Γιώργος Φουντούλης. «Αποτελούμε οπρέλα για όλους». Κλείνει σχεδόν 40 χρόνια λειτουργίας, εξάγει σε 34 χώρες, από Ευρώπη έως Κίνα, ΗΠΑ, Αυστραλία, Ντουμπάι και παράγει 28 ετικέτες, ενώ έχει αποσπάσει 30 βραβεία ποιότητας. Επίσης ο Σύνδεσμος Οινοπαραγωγών μετρά πλέον επτά έτη από την ίδρυσή του και 24 μέλη. Τέσσερα οινοποιεία έχουν λάβει το σήμα του ΕΟΤ και είναι επισκέψιμα. Κάποια είναι σε διαδικασία να μπουν. Χρειάζονται προδιαγραφές.
Ο Συνεταιρισμός Οινοποιών και Αμπελουργών της Νάουσας «ΒΑΕΝΙ», είναι ο μοναδικός οινοποιητικός φορέας στη Βόρειο Ελλάδα, εκπροσωπώντας 400 αμπελουργούς, με 5.500 τόνους δυναμικότητα Και όχι μόνο. Ένα χρονίζον και σοβαρό θέμα για τη Νάουσα είναι η επέκταση του αμπελώνα. «Δίνεται άδεια να φυτέυσουμε 1% ετησίως καινούριους αμπελώνες, με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία. Όμως, η μοριοδότηση είναι θέμα κεντρικού κράτους. Θα μπορούσαμε να έχουμε 2.000 – 3.000 στρέμματα παραπάνω. Δίνονται εκτάσεις σε άλλες περιοχές με πολιτικά κριτήρια. Τα μόρια και τον επιμερισμό τους τα θέτει το υπουργείο», λέει ο Γιώργος Φουντούλης. «Εμείς έχουμε εμπόδιο το κράτος για να λειτουργήσουμε».
Παράλληλα, είναι αίτημα δεκαετίας η αναγόρευση ΠΟΠ Ξινόμαυρου σε ροζέ και λευκό. Οινοποιοί και συνεταιρισμοί που θέλουν να επενδύσουν στο κρασί, με τη διεύρυνση των αμπελώνων «δεν κατάφεραν να πάρουν άδεια φύτευσης, λόγω της στρέβλωσης που προκαλούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Στη ζώνη του Ξινόμαυρου της Νάουσας δεν δόθηκε ούτε ένα στρέμμα».
Εξωστρέφεια και γευσιγνωσία
Μετά από μια πορεία με ετικέτες από το 1965, το 2007 το Κτήμα Χρυσοχόου έγινε επισκέψιμο, με επιμελημένους χώρους γευσιγνωσίας και εκδηλώσεων. Αφορμή για την επένδυση εξωστρέφειας του Κείμη και της Μπέτης Χρυσοχόου, με ένα από τα πιο παλιά και μεγάλα οινοποιεία στην περιοχή, ήταν η απόφαση της κόρης τους Νανάς να σπουδάσει οινολόγος και να αναλάβει τον αμπελώνα των 180 στρεμμάτων το 2009.
Συνεχίζοντας με εξαιρετικές ετικέτες που έχουν αποσπάσει δεκάδες βραβεία. Και ενεργοποιώντας την εξαγωγική δραστηριότητα σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Αλλά και την επισκεψιμότητα, σε συνεργασία με τουριστικά γραφεία που οργανώνουν γευσιγνωσίες.
Επισκέπτες τους, οι περισσότεροι από Βέλγιο και ΗΠΑ. «Μένουν στη Θεσσαλονίκη και μετά την ξενάγηση στη Βεργίνα, θέλουν να κλείσουν την ημέρα με μια οινική εμπειρία», λέει η Νανά Χρυσοχόου. Ζητούμενο κι εδώ η επέκταση. «Ο αμπελώνας πέρυσι αυξήθηκε κατά τρία στρέμματα. Και αυτά όχι ενιαία, αλλά σπασμένα σε διάφορα μέρη», λέει ο πατέρας της, Κείμης Χρυσοχόου.
Επένδυση στο αμπέλι
Ο Γιώργος Διαμαντάκος ανήκει στη νέα γενιά οινοποιών της περιοχής, με έναν αμπελώνα έκτασης 34 στρεμμάτων. Εστιάζει σε μία ετικέτα Ξινόμαυρου, την οποία επιλέγει να εξελίσσει σε ποιότητα «από το αμπέλι», με νέους κλώνους και επιμέλεια στην καλλιέργεια, ώστε να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερες παρεμβάσεις στη συνέχεια.
Παράλληλα εκσυγχρονίζει την υποδομή οινοποίησης, για να παρέχει ιδανικές συνθήκες κλιματισμού και υγρασίας. Είναι ο δεύτερος οινοποιός της περιοχής (μαζί με το «Πρεκνιάρικο» από το οινοποιείο Χρυσοχόου), ο οποίος ασχολείται και με τη μόνη γηγενή λευκή ποικιλία: το Πρεκνάδι.
Ένα κρασί με έντονο άρωμα και λιπαρότητα, που αν καλλιεργηθεί ευρύτερα, έχει εξαιρετικές δυνατότητες. Το Κτήμα Διαμαντάκου παράγει 25.000 φιάλες (18.000 Ξινόμαυρο και 7.000 Πρεκνάδι), με τις εξαγωγές του να καλύπτουν το 65% της παραγωγής, σε ΗΠΑ, Καναδά, Παναμά, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Λουξεμβούργο, Φινλανδία, Βουλγαρία και Σιγκαπούρη.
Η γαστρονομία ακολουθεί;
Υπάρχουν αρκετά φωτεινά παραδείγματα στο σκέλος της γαστρονομίας, σε μια πόλη 30.000 κατοίκων. Ανάμεσα σε αυτά, η κυρία Ελσα Διαμάντη. Ξεκίνησε από το μανάβικο της οικογένειας το 1991 να φτιάχνει βαζάκια με γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες από την πλούσια γη της Νάουσας. Σήμερα το έχει εξελίξει σε μια οικοτεχνία που συνδυάζει την παράδοση με την υψηλή γαστρονομική αξία, όντας ονομαστή για τα αμπελόφυλλα (από ξινόμαυρο και σουλτανίνα που συλλέγει στην Κορινθία), τα οποία εξάγει σε επιλεγμένα delicatessen και εστιατόρια στην Ευρώπη. Μέλημά της η ποιότητα της πρώτης ύλης.
«Ξεκινάμε να μαζεύουμε τον Ιούνιο. Αν ραντίσουν όμως εμείς σταματάμε», λέει η κυρία Διαμάντη. Στην Ελλάδα, στέλνει σε ξενοδοχεία και εστιατόρια στη Σαντορίνη και πλέον στο Four Seasons στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Διευρύνοντας την παραγωγή πέρα από τα γλυκά, τις κομπόστες και τις μαρμελάδες, σε σάλτσες τομάτας, τουρσιά, πάστες πιπεριάς, chutney και λικέρ. Ανάμεσά τους και παραδοσιακά εδέσματα της Νάουσας, όπως τα «γκαβόψαρα», κομμάτια μελιτζάνας σε άρμη, τα οποία όταν τηγανίζονται θυμίζουν σε γεύση ψάρι και γίνονται μεζές για τσίπουρο. Στα μέσα Σεπτέμβρη μάλιστα το «Κτήμα Διαμάντη» θα είναι μια από τις επιχειρήσεις που θα συνοδεύσουν την αποστολή της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας σε έκθεση στη Σαουδική Αραβία.
Ξεχωριστή είναι και η κυρία Ευγενία Ρακιτζή, η πρώτη ασυρματίστρια με μια δεκαετία σε γκαζάδικα. Σήμερα ψάχνει τα πιο φρέσκα και αγνά υλικά, επιλέγοντας βιολογικό αλεύρι για να ανοίξει φύλλο για τις πίτες της. Και να τις γεμίσει με πράσο και κιμά, σπανάκι, κολοκύθα ή μπάτσιο (το τοπικό τυρί). Αυτές που μέχρι τις 12 το μεσημέρι έχουν εξαντληθεί στο εργαστήριό της και «πολλές φορές χρειάζεται να ψήσω δύο φορές μέσα στην ημέρα».
Η ίδια διαλέγει το πιο παραδοσιακό είδος μπάτσιου: αυτό «που απλώνεται στο πιάτο». Είναι πιο ακριβό, όπως λένε, όταν τη ρωτάνε γιατί το κάνει, αλλά «δεν θα σκεφτώ την τιμή. Θέλω το πιο αγνό». Στο μαγαζί της – εκεί που στις σκάλες είναι κρεμασμένα πολύχρωμα ζηλιά – δεν θα βρεις μόνο πίτες. Κάνει τραχανά, μαρμελάδες, μουστοκούλουρα και την παραδοσιακή μάντζα, το «Σαββατιάτικο φαγητό της Νάουσας», ένα είδος λαδερού με ψιλοκομμένα λαχανικά.
Στην «παραλία», τον δρόμο που περνά από το πάρκο της Νάουσας, τα «Οινομαγειρέματα» είναι ονομαστά για την παραδοσιακή κουζίνα και την αντιπροσωπευτική κάβα. Με πλήθος επιλογών για να συνδυάσει κάθε πιάτο του ο Δημήτρης Ταβουλάρης. Κρατά επάξια την ναουσαίικη κουζίνα, με διάθεση δημιουργική. «Δημώδη» όμως, τονίζει, θέλοντας να διαχωρίσει την κατεύθυνση από το mainstream. Και πάντα διατηρώντας την εντοπιότητα και την εποχικότητα των υλικών. «Δεν αρκεί», σχολιάζει. «Στη Νάουσα χρειάζονται τουλάχιστον δύο εστιατόρια ακόμα». Όχι για πίτσα και χάμπουργκερ, αλλά για να αναδείξουν τον χαρακτήρα της, ως πόλη του οίνου και της γευσιγνωσίας. «Και ένα wine bar. Τόσα κρασιά έχουμε».
Ανεβαίνοντας σε υψόμετρο, στο Αρκοχώρι, τον οικισμό στους πρόποδες του Βερμίου, ο «Χαρίλας» ήταν το παραδοσιακό μαγαζί που έπρεπε να φάει κάποιος την ξακουστή ομελέτα με μπάτσιο. Πλέον κλειστό «λόγω συνταξιοδότησης», έχει παραδώσει τη σκυτάλη στο καφενείο που άνοιξε ο ανιψιός του λίγα μέτρα μακριά.
Στην άκρη του οικισμού όμως είναι ο Στέφανος Λαφάρας, που η αγάπη του για τη μαγειρική τον έκανε να πειραματίζεται για σχεδόν δύο δεκαετίες με τοπικές συνταγές και πρώτες ύλες, στο Χάραμα. Ενας χώρος προδιαγραφών με θέα στο δάσος και με μια κάβα ζηλευτή για τα κρασιά του τοπικού αμπελώνα, που θα αναδείξουν γεύσεις, όπως αρνάκι τυλιγμένο σε αμπελόφυλλο, ζυγούρι στάμνας με τραχανά και φασόλια με μπάτσιο. Το κρασί και η γεύση – από τον τόπο – είναι τα θέλγητρα που προτάσσει η Νάουσα στον επισκέπτη.
Ακόμα και ένα βλέμμα στον πρωινό μπουφέ του ξενοδοχείου Εσπερίδες, το μαρτυρά. Εκεί όπου ο Δημήτρης Μάντσιος, ιδιοκτήτης του και πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Ημαθίας, ετοιμάζει φανουρόπιτα και «πιτουλίτσες» (μια πιο παραδοσιακή εκδοχή pancake), χρησιμοποιώντας μούστο και πετιμέζι, σπανακοπιτάκια και τοπικά αλλαντικά. Ο ίδιος έχοντας διατελέσει στέλεχος ξενοδοχείων στο Βέρμιο, έφτιαξε το 2003 τις Εσπερίδες με δυναμικότητα 20 δωμάτια, σε μια περιοχή μέσα στο πράσινο. Πελάτες του είναι ζευγάρια (μεσήλικες και άνω) από την κεντρική και βόρεια Ευρώπη, τα οποία θέλουν να περιηγηθούν στην περιοχή, συνδυάζοντας την οινική εμπειρία.
Ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας άδραξε την ευκαιρία για να κάνει την απαραίτητη ανακαίνιση, με βασική κατεύθυνση το ξενοδοχείο να πληροί τις προδιαγραφές προσβασιμότητας για silver tourism. Κοινό που πρωταγωνιστεί στην περιοχή.
Μια θέση στους Πρότυπους Τουριστικούς Προορισμούς Ολοκληρωμένης Διαχείρισης
Η ομορφιά και ο πλούτος του τόπου είναι η αφετηρία, η βάση. Μετά, τι; Πώς όλα αυτά θα αναγνωριστούν, θα αναδειχθούν και θα διατηρηθούν; Ανεβαίνοντας για το Αρκοχώρι στο άλσος του Αγίου Νικολάου, μόλις δύο χιλιόμετρα από το κέντρο, τα νερά από τις πηγές του ποταμού Αράπιτσα διασχίζουν πυκνά και πανύψηλα, υπεραιωνόβια πλατάνια. Εκεί βρίσκεται το ξενοδοχείο Βέρμιο, 75 δωματίων, που κάποτε ήταν προορισμός, όμως δεν λειτουργεί τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ιδιοκτησία του Δήμου Νάουσας, έκλεισε λόγω οικονομικής κατάρρευσης της δημοτικής επιχείρησης.
Μετά τον αποχαρακτηρισμό έκτασης 17 στρεμμάτων γύρω του, αναμένεται να βγει σε διαγωνισμό μακροχρόνιας εκμίσθωσης (25 έτη), με το ενδιαφέρον για την αξιοποίησή του να εκτιμάται έντονο. Σήμερα, κύριο μέλημα και συλλογικός στόχος είναι η περιοχή της Νάουσας να οργανωθεί μέσα από έναν οργανισμό διαχείρισης. Ο Ν.4875/2021 «Πρότυποι Τουριστικοί προορισμοί Ολοκληρωμένης Διαχείρισης και Προώθησης Τουρισμού, Ιαματικές Πηγές Ελλάδας και άλλες ρυθμίσεις για την ενίσχυση της τουριστικής ανάπτυξης», προβλέπει τη δυνατότητα στους Δήμους να χαρακτηρίσουν τις περιοχές τους ως Πρότυπους Τουριστικούς Προορισμούς Ολοκληρωμένης Διαχείρισης (ΠΤΠΟΔ) και στις Αναπτυξιακές Εταιρείες ΟΤΑ να λειτουργήσουν ως Οργανισμοί Διαχείρισης και Προώθησης Προορισμού.
Κι όμως η Ημαθία δεν εντάχθηκε στον αρχικό κατάλογο των ΠΤΠΟΔ. Ο λόγος; Οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες που αθροίζουν λίγες κλίνες (1.500). Καθώς τα κριτήρια από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ) ήταν με βάση τη δυναμικότητα. Υστερα από διαμαρτυρία των φορέων, της Ενωσης Ξενοδόχων Ημαθίας, της Αναπτυξιακής του Νομού και του Δήμου, η οποία ξεκινώντας από τους τοπικούς βουλευτές, έφθασε και στο υπουργείο Τουρισμού το φθινόπωρο του 2022, δίνεται η δυνατότητα χαρακτηρισμού της ως Πρότυπου Τουριστικού Προορισμού, μετά από εκπόνηση σχετικής μελέτης για την αποτύπωση των τουριστικών πόρων και του Επιχειρησιακού Σχεδίου.
Και έναν χρόνο μετά, η μελέτη αυτή είναι ήδη έτοιμη προς υποβολή. Το στοίχημα είναι κοινό λοιπόν. Αναγνώριση, συνείδηση, δράση. Συντονισμός επαγγελματιών, κοινωνίας και αυτοδιοίκησης. Παράδειγμα προς αποφυγή, το να στρώνεται άσφαλτος σε κεντρικούς δρόμους της Νάουσας τις ίδιες ημέρες με το φεστιβάλ Τρύγου (αφού και τα δύο τα συντονίζει ο Δήμος). «Είστε κρασοχώρι! Πάρτε το χαμπάρι», είπε ο Γιάννης Μπουτάρης γυρνώντας προς τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στο ανοιχτό θέατρο της Νάουσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.