ανήκουν:
- τα άτομα άνω των 60 ετών,
- όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου,
- οι μακροχρόνιοι χρήστες στεροειδών φαρμάκων,
- οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
- όσοι έχουν υψηλή μυωπία, υπέρταση, λεπτούς κερατοειδείς χιτώνες (πάχος κάτω από 5 mm στο κέντρο) και ιστορικό τραυματισμού στο μάτι.
Η πιο συχνή θεραπεία για το γλαύκωμα είναι η συντηρητική, δηλαδή η χρήση τοπικών φαρμάκων (οφθαλμικές σταγόνες ή κολλύρια) που μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση.
Πρώτη επιλογή είναι οι προσταγλανδίνες, λόγω της μεγάλης ικανότητάς τους να μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται μόνο μία φορά την ημέρα, συνήθως το βράδυ.
Δυστυχώς, όμως, σημαντικό ποσοστό των ασθενών που χρησιμοποιούν κολλύρια, δεν καταφέρνουν να τα χρησιμοποιούν καθημερινά, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα οφθαλμιάτρου τους.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ελλιπούς συμμόρφωσης στα αντιγλαυκωματικά κολλύρια είναι δυστυχώς η τοξικότητα και ο χρόνιος ερεθισμός που συχνά προκαλούν σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών.
Η ελλιπής συμμόρφωση στις τοπικές θεραπείες αναφέρεται σε ποσοστό έως και 80% των ασθενών, οι οποίοι ξεχνούν να τις εφαρμόσουν ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην τήρηση του προγράμματος.
Αυτό σχετίζεται με ταχύτερη εξέλιξη της νόσου και επιδείνωση της όρασης.
Ποια φάρμακα επιδεινώνουν το γλαύκωμα
Ιδιαίτερα προσεκτικοί πρέπει να είναι με τα φάρμακα που παίρνουν οι ασθενείς με γλαύκωμα, καθώς πολλά από εκείνα που χορηγούνται για άλλες παθήσεις μπορεί να το επιδεινώσουν.
Στα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνονται πολλά συνταγογραφούμενα σκευάσματα, αλλά και προϊόντα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη), ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά, αντισταμινικά και πολλά άλλα.
Τα πιο γνωστά φάρμακα που αυξάνουν την ενδοφθάλμια πίεση είναι τα κορτικοστεροειδή, δηλαδή η κορτιζόνη. Η χρήση της είναι μακράν η πιο σοβαρή, γιατί πολύ συχνά χορηγείται σε μορφή που οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούν ότι μπορεί να προκαλέσει γλαύκωμα. Στην πραγματικότητα, οι ασθενείς μπορεί να μην αντιληφθούν για χρόνια ότι παίρνουν κορτιζόνη, με κίνδυνο να υποστούν μόνιμη τύφλωση.
Τον κίνδυνο αυτό ενέχουν, π.χ., τα κορτιζονούχα ρινικά σπρέι και τα εισπνεόμενα για παθήσεις των πνευμόνων.
Συχνά η εμπορική ονομασία τους δεν δημιουργεί την υπόνοια ότι περιέχουν κορτιζόνη.
Αρκεί όμως ένας μήνας χρήσης, ώστε ο ένας στους 20 ανθρώπους που χρησιμοποιεί σκευάσματα κορτιζόνης σε μορφή κολλύριου, ρινικού σπρέι ή εισπνεόμενου, να παρουσιάσει αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσής του από κάτω των 20 mmHg, που είναι το φυσιολογικό, σε πάνω από 40 mmHg και αυτό, χωρίς να εκδηλώσει κανένα απολύτως σύμπτωμα.
Τα κορτικοστεροειδή μπορούν να προκαλέσουν γλαύκωμα ακόμα και σε άτομα χωρίς κληρονομική προδιάθεση. Άλλα φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν την ενδοφθάλμια πίεση είναι ορισμένα αντικαρκινικά (π.χ. ορισμένες χημειοθεραπείες), καθώς και ορισμένα αναισθητικά.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας και με ορισμένα αντιβιοτικά, καθώς και με φάρμακα για το κεντρικό νευρικό σύστημα όπως ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, αντισπασμωδικά, αγχολυτικά (βενζοδιαζεπίνες) και ορισμένα φάρμακα για τη νόσο Πάρκινσον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.