Είναι εμφανές ότι τους επόμενους μήνες η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα φουντώσει για τα καλά. Το θέμα αναφέρεται σποραδικά, αλλά ποτέ ολοκληρωμένα, στο δημόσιο διάλογο 35 χρόνια τώρα. Όπως, δυστυχώς, και σε πολλά άλλα θέματα, ως κοινωνία είμαστε διχασμένοι σχετικά με τη χρησιμότητα και την ανάγκη ενσωμάτωσής τους στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και την ελληνική κοινωνία. Η αλήθεια είναι πως, αν κανείς απομακρυνθεί από την απόλυτη άρνηση αλλά και την άκριτη αποδοχή, θα εντοπίσει πιθανά οφέλη αλλά και πολλά σημεία που χρήζουν διερεύνησης και διευκρινίσεων.
Οι υπερασπιστές των ιδιωτικών πανεπιστημίων εστιάζουν κυρίως στα οικονομικά οφέλη για τη χώρα. Πολλά ελληνόπουλα που σπουδάζουν εκτός Ελλάδας θα μπορούσαν να μείνουν εδώ μαζί με τα χρήματα – συνάλλαγμα που μεταφέρουν στις γειτονικές χώρες. Επίσης, ισχυρίζονται ότι υπάρχουν πολλοί νέοι, κυρίως από τη Μέση Ανατολή, πρόθυμοι να έρθουν για σπουδές στη χώρα μας, την οποία νιώθουν ως την πιο οικεία σε αυτούς χώρα της Ε.Ε. Τα επιχειρήματα ακούγονται λογικά αλλά δεν είναι και αυταπόδεικτα. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός στη γειτονιά μας, Κύπρος, Βουλγαρία, Ρουμανία ακόμη και η Αλβανία, έχει ήδη πάρει μεγάλο μερίδιο πίτας. Ίσως μάλιστα να εξακολουθεί να φαντάζει ελκυστικός λόγω του χαμηλότερου κόστους ζωής. Πειστικό, βέβαια σε μεγάλο βάθος χρόνου, μπορεί να θεωρηθεί το επιχείρημα ότι θα δημιουργηθεί «μια νέα αγορά ΑΕΙ» που θα ωφελήσει τα Κρατικά Πανεπιστήμια λόγω των συνθηκών ανταγωνισμού που θα επιφέρει.
Οι προβληματισμοί από την άλλη φαίνονται πολλοί και κρίσιμοι. Καταρχάς, πώς θα γίνεται η εισαγωγή των φοιτητών; Με εξετάσεις; Με βαθμό απολυτηρίου; Πώς θα διασφαλίζεται η αξιοπιστία του παρεχόμενου απολυτηρίου από τα ιδιωτικά Λύκεια; Ή θα μπαίνει όποιος απλώς έχει να πληρώσει; Πώς θα πιστοποιείται το επίπεδο σπουδών στα ιδρύματα αυτά; Πώς θα ελέγχεται η λειτουργία τους; Θα ακολουθούν τις ίδιες με τα κρατικά προδιαγραφές για τη στελέχωσή τους στις επιμέρους βαθμίδες των μελών ΔΕΠ; Θα συμμετέχουν οι πρυτάνεις τους στην Εθνική Συνδιάσκεψη των πρυτάνεων; Και κυρίως, πώς θα ρυθμίζεται η αγορά εργασίας και τα επαγγελματικά δικαιώματα που θα απορρέουν από τα πτυχία αυτών των ιδρυμάτων;
Είναι προφανές ότι, αν θέλουμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση, το πρόβλημα δεν εξαντλείται σε μια Συνταγματική μεταρρύθμιση. Ίσα ίσα που εκεί ξεκινάει. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα που αν δεν απαντηθούν πειστικότατα, το πλαίσιο λειτουργίας των ιδρυμάτων αυτών θα είναι ασαφές και ασταθές. Και τα ερωτήματα αυτά πρέπει να τα απαντήσει το κράτος, το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί αλλά και η ίδια η κοινωνία. Είναι αλήθεια πως με την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του Υπουργείου της Παιδείας δεν θα ήμουν καθόλου αισιόδοξος. Η εξομοίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων κολλεγίων διετούς φοίτησης με τα αντίστοιχα των αποφοίτων κρατικών πανεπιστημίων τετραετούς φοίτησης συνθλίβει κάθε αισιοδοξία.
Ελπίζω ότι ο, τεχνοκράτης, κος Πιερρακάκης θα φέρει, αν φέρει, ένα νομοθέτημα που θα λαμβάνει υπόψη όλους αυτούς και τους τυχόν ακόμη βαθύτερους προβληματισμούς. Ήδη έκανε μια βασική μετατόπιση. Δεν μιλάει για Ιδιωτικά πανεπιστήμια αλλά για Μη Κρατικά, ορολογία που πρώτος έβαλε στην ατζέντα της κεντρικής πολιτικής σκηνής ένας πρώην πρωθυπουργός άλλου κόμματος. Επίσης, οι πληροφορίες λένε ότι δεν θα επιτρέπεται σε φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (πχ ΟΤΑ), να ιδρύουν μόνοι τους πανεπιστήμιο αλλά μόνο σε συνεργασία με κάποιο ήδη υπάρχον πανεπιστημιακό ίδρυμα του εξωτερικού. Ευτυχώς, γιατί θα γλιτώσουμε από μεγαλεπήβολα σχέδια τύπου « Μετρό Κούβελα».
Και κάπου εδώ ανακύπτει και η ευκαιρία. Θα μπορούσε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας να διερευνήσει τις δυνατότητες συνεργασίας για την ίδρυση ενός Μη Κρατικού πανεπιστημίου με τη συμμετοχή της. Ως υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος, θα εισηγηθώ στον υποψήφιο περιφερειάρχη του συνδυασμού μας «Πράξεις για τη Μακεδονία», Χρήστο Παπαστεργίου, να συμπεριλάβουμε αυτήν την πρόταση στους στόχους για την επόμενη θητεία. Μπορούμε, εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής μας να φιλοξενήσουμε στο Νομό μας τμήματα που το περιεχόμενο σπουδών τους σχετίζεται με την αγροτική οικονομία, τα logistics ή τη συντήρηση αρχαιοτήτων. Η δυνατότητα διασύνδεσης με την αγορά εργασίας είναι, κυριολεκτικά, μπροστά στα πόδια μας και παράλληλα, το χαμηλότερο, σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη, κόστος ζωής θα μπορούσε να αποδειχθεί ελκυστικό.
Γύρω από την πρόταση για την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων στην Ημαθία μπορούν να αναπτυχθούν κι άλλες αναπτυξιακές προτάσεις με τις οποίες θα επανέλθω σε επόμενο κείμενο.
Βασίλης Θ. Πετρομελίδης
Φιλόλογος – ΒΒΑ (Διοίκηση Επιχειρήσεων)
Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος Ημαθίας