Συνέντευξη στο documentonews.gr
Ηρθε από τη Νάουσα στην Αθήνα για να γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι και να ξεκινήσει τη μεγάλη πορεία της δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και στη Δήμητρα Γαλάνη. Βρέθηκε στη δισκογραφία με άλμπουμ που αγαπήθηκαν και όρισαν τον ήχο του λεγόμενου έντεχνου: Γιώργος Ανδρέου, Κώστας Καλδάρας, Νίκος Ζούδιαρης, Κ. Λειβαδάς ήταν μερικοί από τους συνθέτες που ερμήνευσε. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου, αν και ώριμη γυναίκα πια, παραμένει ένα κορίτσι που δεν διστάζει να πειραματιστεί και να αναμετρηθεί με το αγαπημένο της ρεπερτόριο: μόλις κυκλοφόρησε έναν υπέροχο, σχεδόν unplugged δίσκο με τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα («Ο δικός μου Απόστολος Καλδάρας», Minos) κι αυτή ήταν η αφορμή για την κουβέντα μας.
Θεωρείτε ότι οι επερχόμενες εκλογές είναι πιο κρίσιμες από τις προηγούμενες;
Θα πρέπει όλοι να πάμε να ψηφίσουμε, γιατί αρκετή αποχή έχουμε κάνει οι περισσότεροι της γενιάς μου. Τα νέα παιδιά πρέπει να ψηφίσουν πιο μαζικά από κάθε άλλη φορά. Είμαστε εγκλωβισμένοι στο απόλυτο τίποτα και στο απόλυτο ξεπούλημα. Ποιο είναι το μέλλον; Πολλές φορές αναρωτιέμαι: Ποιο είναι το κοινό, στο οποίο απευθύνομαι; Όλα είναι στον αέρα, ο κόσμος θέλει τα εύκολα λεφτά κι όταν δε συμβαίνει αυτό, δεν ξέρω μέχρι που μπορεί να φτάσει η βύθιση στο απόλυτο τέλμα.
Βέβαια, δε φταίει ο κόσμος όταν έχει δυσκολευθεί τόσο πολύ η ζωή του τα τελευταία χρόνια.
Και με τόση κακή τηλεόραση, επίσης. Δυστυχώς, ξανά μανά χούντα.
Δεν είναι βαριά έκφραση αυτή;
Όχι, αφού για όλα περνάει αυτό που θέλουμε όχι εμείς, αλλά αυτό που θέλουν εκείνοι. Έχω ένα γιο, που είναι ακόμη νέος, περίπου 40 ετών, και ανήκει στη γενιά αυτών που δεν ξέρουν που να σταθούν, τι να αγαπήσουν και προς ποια μεριά να κινηθούν. Βλέπω το μεγαλείο του «αέρα», το πόσο δηλαδή είναι στον αέρα όλα αυτά τα παιδιά. Αναρωτιέμαι κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια και ειδικά μετά την πανδημία, πού απευθύνομαι.
Πιστεύετε σε μία αρμονική σύμπραξη των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων αμέσως μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση;
Απλά θεωρώ ότι όσο δεν γίνεται αυτό, τόσο θα μένουμε πίσω ως κράτος. Κατ’ εμέ αυτή είναι η μοναδική πολιτική λύση. Έχει μεταλλαχθεί αρκετά αυτό που εγώ γνώριζα από τις δεκαετίες του 1980 και του ΄90. Πάντα στην αριστερά ανήκα, αν και προέρχομαι από δεξιά οικογένεια. Από δεξιούς, όμως, φωτισμένους. Ο πατέρας μου ήταν ταβερνιάρης και ο πιο αριστερός άνθρωπος στη νοοτροπία που είχα γνωρίσει. Μιλάμε για καλούς ανθρώπους που έκαναν ότι μπορούσαν για το κοινό καλό ξέχωρα από κομματικές ταμπέλες. Τον πατέρα μου τον έχασα το 2012 και τη μητέρα μου πριν μερικούς μήνες.
Ήταν ένα σκληρό χτύπημα η γονεϊκή απώλεια;
Εντελώς και δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσω ποτέ. Πρέπει να μάθω να ζω μ’ αυτή την απώλεια, η οποία μού μαθαίνει καθημερινά πολλά πράγματα. Η μητέρα μου ήταν και μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες γυναίκες που είχα ποτέ γνωρίσει.
Από ποια άποψη;
Ήταν μια γυναίκα που δεν είχε πάει σχολείο, αλλά ήταν σοφή, βάσει του τρόπου ζωής της. Κατάφερε να ζήσει σαν ηρωίδα μέσα στη μεγάλη πείνα, κατανοώντας τι σημαίνει δυστυχία και θάνατος, ούσα αισιόδοξη. Δεν την έβαλε κάτω ο χρόνος, ενόσω άλλαζαν οι εποχές, διότι – μην ξεχνιόμαστε – από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τώρα ο κόσμος άλλαξε εντελώς. Ίσαμε τότε τα πράγματα πήγαιναν λίγο πιο σταδιακά.
Όπως το είπε ο Μιχάλης Γκανάς: «Απ’ το ΄70 και μετά, μας έχουν πνίξει τα σκατά».
Ακριβώς. Μέχρι τα τέλη του ΄60 δεν είχαν ρεύμα, δεν είχαν νερό παντού και ξαφνικά ήρθαν η τηλεόραση και ο καταναλωτισμός. Εγώ ήμουν και κορίτσι που χώρισε πολύ γρήγορα και μπήκα στα στόματα της μικρής κοινωνίας, η οποία είχε τα πολύ καλά, αλλά και τα πολύ στραβά της.
Μοναχοκόρη ήσασταν;
Όχι, έχω κι έναν αδερφό έξι χρόνια μεγαλύτερο, μουσικός κι αυτός, που ζει στη Θεσσαλονίκη. Για πολλά χρόνια έπαιζε με τον Σφίγγο και τον Μητρέντζη ως κιθαρίστας και κοντραμπασίστας. Έλεγα, λοιπόν, ότι άλλαξε η θέση της γυναίκας, του ζευγαριού, της οικογένειας. Τα πάντα έχουν αλλάξει συν την επιστήμη κι η μάνα μου υπήρξε μέσα σ’ όλο αυτό.
Ζούσατε τα τελευταία χρόνια με το φόβο μη σας «φύγει» η μάνα σας;
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, απ’ το 2012 και μετά, έζησα πολύ με τη μητέρα μου και, μάλιστα, μέσα στον κορονοϊό μείναμε μαζί για εφτά μήνες. Αισθάνομαι ότι μέσα απ’ το κακό της πανδημίας, μας δόθηκε η δυνατότητα να «ξαναγνωριστούμε» και να μου δώσει πολύ σημαντικά μαθήματα για την ίδια τη ζωή. Ήμουν συγχρόνως μάνα του παιδιού μου και κόρη της μάνας μου. Πολλά χρόνια πριν το περιέγραψε καλά ο Γιώργος Ανδρέου στο «Κορίτσι και γυναίκα».
Έτσι όπως το λέτε, ακούγεστε σαν μια επιτυχημένη καλλιτέχνιδα, που είχε κόψει κάπου τους οικογενειακούς δεσμούς.
Λόγω απόστασης, Νάουσα – Αθήνα. Εγώ μένω στην Αθήνα από το 1988 κι απ’ το ΄92 στους Θρακομακεδόνες. Εδώ είναι η πατρίδα μου, μέσα σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσα, έγραψα όλα μου τα τραγούδια στο στούντιο από κάτω. Αυτός ήταν ένας λόγος να χάνομαι απ’ τους ανθρώπους.
Ποιος ο λόγος να παντρευτείτε σε μικρή ηλικία;
Η μικρή κοινωνία. Είχα κι άλλες φίλες που παντρεύθηκαν πιο νωρίς από μένα, είχαν γίνει δηλαδή μανάδες στα 16 και στα 17 τους. Μέχρι και τις αρχές του ΄80, η ελληνική επαρχία έμοιαζε σαν να ήταν μια εικοσαετία πίσω. Βέβαια, αν δεν είχα παντρευθεί τότε, δεν θα έκανα ποτέ παιδί. Με μια άγνοια κινδύνου κατάφερα κι έγινα μητέρα, διότι μπαίνοντας μες τα τραγούδια μετά, δεν μπόρεσα να κάνω ένα ακόμη παιδί. Δεν γινόταν. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ κάτι τέτοιο.
Πότε κατεβήκατε από τη Νάουσα στην Αθήνα;
Το 1987, όταν με φώναξε ο Σπανουδάκης να κάνουμε κάτι στον Σείριο του Χατζιδάκι. Δεν τον ήξερα τον Σπανουδάκη, μέσω εταιρείας έγινε. Μόλις είχα υπογράψει με τη ΛΥΡΑ, που ήταν και ο Σπανουδάκης, αμέσως μετά την ηχογράφηση του «Σώπα κι άκουσε» με τον Γιώργο Ζήκα στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη είχαμε γκουρού τον Νίκο Παπάζογλου και ξεκινούσαμε όλοι μαζί. Διασκεδάζαμε και περνάγαμε καλά με σωστά πράγματα, ωραίες μουσικές. Οι μικροί χώροι εκεί έδωσαν την κατεύθυνση μιας ολόκληρης γενιάς, πιστεύω.
Κάτι διατηρεί ακόμη η Θεσσαλονίκη, αλλά πάει να το χάσει.
Σίγουρα δεν είναι όπως παλιά. Ήταν μια πόλη τέχνης, μια πόλη μουσικών και όλα βόλευαν, το ότι ήταν μικρή, είχε τη θάλασσα, μπορούσες με λίγα λεφτά να φας καλά και ν’ ακούσεις υπέροχους μουσικούς, που εκείνο το διάστημα άνθιζαν. Να ερωτευθείς επίσης, εξ ου και την έλεγαν ερωτική πόλη.
Σωστό, μόνο που ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έλεγε «Γιατί, στις άλλες πόλεις δεν γαμάνε οι άνθρωποι;»
(γέλια) Τον θυμάμαι πολύ καλά τον Χριστιανόπουλο, γιατί είχε μεγάλη λατρεία στον Τσιτσάνη. Με τους Χουλιαραίους, θυμάμαι, είχαμε ανέβει μαζί στη σκηνή, στην «Όμορφη νύχτα», και τραγουδήσαμε Τσιτσάνη. Ο Σπανουδάκης, λοιπόν, είχε ακούσει δείγμα από το «Σώπα κι άκουσε» στη ΛΥΡΑ, οπότε με ειδοποίησαν να κατέβω. Νομίζω πως δεν μπορούσε σίγουρα η Ελευθερία, δεν μπορούσε και η Βιτάλη, γιατί είχαν κάνει ήδη δίσκους με τον Σπανουδάκη. Έρχομαι εδώ, δεν μ’ αρέσει καθόλου η Αθήνα και είμαι μες τη μαύρη στενοχώρια. Απ’ τη Νάουσα στη Θεσσαλονίκη το άντεξα, απ’ τη Θεσσαλονίκη στην απρόσωπη Αθήνα, όμως, ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου έδινε κουράγιο, μου έλεγε ότι πρέπει να μ’ αρέσει η Αθήνα και να κάνω κάτι γι’ αυτό (γέλια). Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα να κάνω κάτι μ’ έναν Θεό δίπλα. Άλλο πράγμα είναι να παίζεις σε μικρούς χώρους και άλλο πράγμα είναι να είσαι μέσα σ’ ένα ναό της μουσικής – ότι ήταν ο Σείριος για μένα, πόσο μάλλον να βρίσκομαι κι εγώ εκεί και να τραγουδάω. Είχα μια πάρα πολύ καλή επαφή μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Πίστεψε σε μένα.
Το γνωρίζω. Σας αποκαλούσε «Μαντόνα».
Την πρώτη μέρα που με γνώρισε, καθόταν κάτω απ’ τη σκηνή ενόσω εμείς τραγουδούσαμε το «Τανιράμα» μαζί με τον Σαλέα. Είχαμε φύγει λίγο περισσότερο προς την Ανατολή, καθώς εμένα μου αρέσουν πολύ οι αυτοσχεδιασμοί. Ψάχναμε τη δομή, το όριο ενός τραγουδιού, που δεν έλεγε τίποτα πέρα από «Τανιράμα – Τανιράμα». Έρχεται ο Μάνος σ’ ένα μαγαζί με τη μία καρέκλα πάνω στην άλλη, κάθεται μισό λεπτό μόνο, κοιτάει βλοσυρά και φεύγει. Ξανάρχεται μετά από πέντε λεπτά, ανεβαίνει τρεχάτος στη σκηνή, την ώρα που εγώ έπαιζα ζίλια και τραγουδούσα. «Δεν θα σταματήσεις μέχρι να σου πω» κάνει ο Μάνος και πέφτει κάτω κυριολεκτικά, στα πόδια μου, βγάζοντας φωτογραφίες. Θυμάμαι καλά που μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι και μ’ έτρεχε να γνωρίσω τη Φλέρυ Νταντωνάκη, η οποία δεν άνοιγε ποτέ την πόρτα της στα καμαρίνια του Σείριου. Καθόταν μέσα όλες τις μέρες των παραστάσεων κι ο Μάνος της έλεγε «Φλέρυ, έλα να σου γνωρίσω μια σπουδαία τραγουδίστρια από τη Θεσσαλονίκη». Τίποτα αυτή!
Να υποθέσω ότι στον Σείριο ως πρωτοεμφανιζόμενη θα γνωρίσατε όλους τους σημαντικούς συναδέλφους σας, τη Γαλάνη, την Αρβανιτάκη, τον Σαββόπουλο.
Όχι, με τη Γαλάνη γνωριστήκαμε ουσιαστικά όταν μου ήρθε πρόταση από τον Γιώργο Νταλάρα για να παίξω μαζί τους. Κάναμε το «Ρεμπέτικο» στο Παλλάς: Στο α’ μέρος ο Νταλάρας και η Γαλάνη τραγουδούσαν τα τραγούδια του Ξαρχάκου, παρουσία του ίδιου στη σκηνή και μεγάλης ορχήστρας, ενώ στο β’ μέρος παιζόταν αποκλειστικά το «Ρεμπέτικο». Εμένα με πήρε ο «θείος» (σ.σ. ο Νταλάρας) για να κάνω φωνητικά μόνο, δεν έλεγα κανένα τραγούδι, ούτε καν τη «Μπουρνοβαλιά», που την έλεγε η Δημητρούλα τότε. Με το καλημέρα, γίναμε κολλητές.
Δεν ήταν όμορφο που νιώθατε την αποδοχή αυτών των ανθρώπων;
Καταρχάς την αποδοχή του σημαντικότερου Έλληνα τραγουδιστή, του Γιώργου Νταλάρα. Για μας ο Νταλάρας ήταν ο «Θεός», όχι μόνο γιατί είπε μεγάλα τραγούδια, αλλά γιατί μας έδειξε ένα δρόμο: «Φύγετε απ’ τα μαγαζιά»! Σ’ όλους, όχι μόνο σ’ εμάς, αφού εμείς δεν μπήκαμε σε κανένα μαγαζί. Εξ αιτίας του φτιάχτηκαν οι μουσικές σκηνές, έγιναν οι άλλοι χώροι.
Ενδιαφέρουσα άποψη.
Ισχύει, αφού ο Νταλάρας μας έδειξε τι σημαίνει ένα λάιβ να έχει καλό ήχο και καλά φώτα. Καλούς μουσικούς, επίσης, αλλά και πρόβες. Να’ ναι καλοπαιγμένο οτιδήποτε κάνεις, εφόσον ο κόσμος δεν έρχεται μόνο για να σ’ ακούει να τραγουδάς.
Και πότε αρχίσατε να αγαπάτε την Αθήνα;
Όταν άρχισαν να συμβαίνουν πράγματα στην καλλιτεχνική μου πορεία. Έκανα μια τεράστια περιοδεία με τον «θείο», όπου μου τα έδειξε όλα. Γύρισα όλο τον κόσμο μέσα σε μία δεκαετία, Ευρώπη, Αμερική, Λατινική Αμερική, Αυστραλία! Τι άλλο; Μέρη που δεν θα πήγαινα ποτέ. Ένα μήνα περιοδεία στην Ευρώπη, άλλον ένα μήνα στην Αμερική και άλλες είκοσι μέρες στη Λατινική Αμερική. Είχαμε χρόνο να τα κάνουμε όλα σωστά με τρόπο ανθρώπινο.
Παράλληλα ξεκινάτε και τη μεγάλη δισκογραφία.
Ακριβώς, αφού συνδεθήκαμε με τον Ανδρέου και κάναμε καινούργια τραγούδια. Βρεθήκαμε το 1987 – 88 και φτιάξαμε το «Κορίτσι και γυναίκα» και το «Μισό φεγγάρι». Ο έρωτας μας γέννησε κατευθείαν δύο μεγάλα έργα και το ίδιο διάστημα ήμασταν μέλη μιας αδιανόητης τάσης από το ’90 και μετά, αυτής του έντεχνου τραγουδιού. Το έντεχνο γεννήθηκε μαζί με την ελεύθερη τηλεόραση, τον μουσικό Τύπο, μαζί με τους ανθρώπους που είχαν ταλέντο και βρήκαν αποδέκτη. Γίναμε mainstream, το καλό τραγούδι ξαφνικά απέκτησε σπίτι. Το έντεχνο σηκώθηκε σαν τοίχος κι έγινε mainstream. Από το ΄90 μέχρι και το 2005, κάπου εκεί, έχουμε ένα κομμάτι εξελισσόμενο της ελληνικής μουσικής. Έχουμε – εννοείται – και τα παρατράγουδα, αφού ακόμη και το έντεχνο δεν ήταν όλο καλό. Βγήκαν πολλά πράγματα που ήθελαν να κολλήσουν σ’ αυτό που κάναμε εμείς. Δεν είχαν την ίδια δυναμική, όμως.
Η Χάρις Αλεξίου μου είχε πει κάποτε πως από το ’90 και μετά εμφανίστηκαν πολλά υδροκέφαλα του Χατζιδάκι ώσπου έσκασε μύτη ένας αυτόφωτος Σωκράτης Μάλαμας και άλλαξε το τοπίο.
Και αυτό! Όλο το έντεχνο βασίστηκε κυρίως στους τραγουδοποιούς και όχι στους τραγουδιστές. Ανδρέου, Παπαδημητρίου, Περίδης, Μάλαμας, Θαλασσινός, βγήκαν ονόματα φοβερά. Μην ξεχνάμε τον Ζούδιαρη και τον Πορτοκάλογλου. Ειδικά ο Πορτοκάλογλου ήταν ο καινούργιος δρόμος για την τραγουδοποιία καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90. Κράτησε τα πρωτεία του ήχου πολύ έντονα, όχι μόνο με ηλεκτρικό, αλλά και με λαϊκό ήχο. Εγώ έχω πει ένα ζεϊμπέκικο του Πορτοκάλογλου, το «Δεν μας συγχωρώ», που δεν υπάρχει περίπτωση να μη μου το ζητήσουν και που πλέον το τραγουδάνε όλοι.
Θεωρείτε φυσική εξέλιξη δική σας την παρουσία σήμερα της Νατάσσας Μποφίλιου, της Ζουγανέλλη και των άλλων παιδιών;
Βέβαια, αλίμονο. Ειδικά η Μποφίλιου πατάει ακριβώς σ’ αυτό που λέμε έντεχνη γραφή. Έχει βρει το παρεάκι της, τον Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο, που΄ναι ένα πραγματικά συμπαγές team. Πρόσφατα πήγα στο λάιβ τους και ήταν ένα απ’ τα καλύτερα λάιβ που έχω δει. Δηλαδή καθόλου λαϊκισμός. Πηγαίνουν απ’ το δύσκολο δρόμο και δεν κάνουν καμία ευκολία. Για πολλά χρόνια, τα παιδιά αυτά μέσα απ’ τη δυσκολία κατάφεραν να σταθεροποιηθούν.
Συν τοις άλλοις η Μποφίλιου είναι και ευθαρσώς πολιτικοποιημένη.
Και ακομπλεξάριστη, θα έλεγα. Βλέπεις κι ένα θηλυκό, όχι μια συντηρητική πολιτικοποιημένη φάση. Είναι μία γυναικάρα, η οποία πάλλεται πάνω στη σκηνή, τραγουδάει υπέροχα και, πολύ βασικό, τα δικά της τραγούδια. Εγώ, ως λαϊκή περσόνα, δεν κατάφερα ποτέ να τραγουδήσω μόνο τα δικά μου τραγούδια. Πάντα έπρεπε να τραγουδάω κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού που αγαπώ και φυσικά το γούσταρα κιόλας.
Υπάρχει ωστόσο το α λα παλαιά λαϊκό έρεισμα; Ένας άνθρωπος δηλαδή ηλικιακά μεγάλος, γνωρίζει σήμερα το ρεπερτόριο της Ζουγανέλλη και του Χαρούλη, όπως γνώριζε το δικό σας ή της Αρβανιτάκη;
Μα δεν υπάρχει πια ο ίδιος τρόπος. Εμένα με είδε και με άκουσε τόσο πολύ στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση η μάνα σας, ας πούμε, που δε μπορεί να επαναληφθεί αυτό με τους νεότερους. Σε ποια τηλεόραση και σε ποιο ραδιόφωνο; Πείτε μου εσείς. Άσε που οι μεγάλοι άνθρωποι δεν ακούν πια ραδιόφωνο, δεν είναι της μόδας. Είναι πολύ μικρότερο το ποσοστό των ανθρώπων που ακούν Δεύτερο Πρόγραμμα, συγκριτικά με το ’90.
Βλέπετε καινούργια ταλέντα συνεχώς;
Βέβαια. Πέρσι έστησα ένα ολόκληρο λάιβ αφού οι νέοι με παρακίνησαν σ’ ένα unplugged λαϊκό πρόγραμμα. Είδα να υπάρχουν τελευταία πολλοί νέοι ταλαντούχοι μουσικοί, τραγουδιστές, συνθέτες. Η Ιουλία Καραπατάκη, ο Γιάννης Παπαγεωργίου, ο Γιάννης Διονυσίου, η Σεμέλη Παπαβασιλείου, η Νεφέλη Φασούλη, πολλά παιδιά υπερταλαντούχα που τραγουδάνε για ένα πενηντάρικο σε μικρά μαγαζιά και δεν τους νοιάζει να γίνουν πλούσιοι, αλλά να επικοινωνήσουν την τέχνη τους και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι μέσα απ’ τη μουσική. Αν αυτό δεν είναι ο πιο ωραίος τρόπος να εξελίξεις τον εαυτό σου και την τέχνη σου, τι άλλο να πούμε; Στα δικά μας τα χρόνια, πολλοί διάλεξαν τα φράγκα γιατί μπορούσαν. Εποχές ΠΑΣΟΚ μιλάμε, ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Μέσα στην κρίση, βγήκαν τα παιδιά αυτά, που εύχομαι να βρουν το δρόμο τους εν μέσω και του χαοτικού ίντερνετ. Πως θα τους ξεχωρίσει κανείς, πως θα συνδεθεί με το ταλέντο τους; Υπάρχουν αδιανόητα ερωτήματα στο πώς μπορεί να θεωρηθεί πλέον «σταρ» ένας καλλιτέχνης. Θα βγουν, π.χ., άτομα που θα γίνουν πολύ γνωστά και θα λατρευτούν από τον κόσμο; Είμαστε πάνω σε μια μετάβαση κι εύχομαι όλο αυτό να τελειώσει κάποια στιγμή και να σταθεί η μπίλια. Διότι η μουσική, όπως και η τέχνη γενικώς, δεν μπορεί να σταματήσει. Υπάρχουν καμπές, τα πάνω και τα κάτω, αλλά και τα πάντα έχουν ειπωθεί. Το πιστεύω απόλυτα. Τώρα αρχίζει το καλό, ακομπλεξάριστα παίρνεις όποια φόρμα θέλεις και έτσι καταργούνται τα στεγανά. Είδαμε ακόμη να ξεδιπλώνεται το χιπ χοπ, μια άλλη γλώσσα, που όμως λέει κάτι, πολύ ωραία λόγια. Αφήνουμε για λίγο τη μουσική κατά μέρος και ασχολούμαστε με την ποίηση.
Απ’ αυτό όμως μέχρι την τραπ…
Εντάξει, μιλάμε για μια μουσική της μόδας. Ένα παιδί που ακούει τραπ στα εφτά, στα δέκα του και στα δώδεκα και αρέσκεται μέσα σ’ αυτή την ελευθερία του λόγου, όταν θα γίνει 25 ετών δεν νομίζω να ακούει τραπ. Όπως όλοι μας ακούγαμε παρεμφερή πράγματα ως πιτσιρίκια. Αργότερα μπήκε η αισθητική μας.
Χαρακτηρίσατε πριν τον εαυτό σας «λαϊκή περσόνα», αλήθεια είναι όμως πως από το 2000 και μετά παρουσιάσατε μιαν άλλη πτυχή σας, πιο ποπ.
Ποπ, βεβαίως. Το κατείχε πολύ καλά το στοιχείο αυτό ο Κώστας Λειβαδάς. Είχα ένα δισταγμό ως προς το πέρασμα απ’ το ένα στυλ στο άλλο, αλλά το είχε κάνει πριν από μένα η Χαρούλα Αλεξίου με το «Δι’ ευχών». Η Χαρούλα, νομίζω, είχε φάει το κράξιμο, όχι εγώ (γέλια). Έκανε όμως μια νέα τεράστια επιτυχία, όπως έκανε και ο δικός μου δίσκος, διαμορφώνοντας τον ήχο για τα επόμενα χρόνια. Πρέπει ο καθένας να έχει θάρρος και τάσεις για πειραματισμό.
Το πέρασμα στην ποπ, σας άλλαξε και εμφανισιακώς;
Νομίζω ναι, αφού τότε είχα φτάσει και σαράντα χρονών. Όταν έγινε το «Πιάσε με», εγώ είχα γίνει 38 ετών για την ακρίβεια. Ήδη είχαμε φτάσει εμείς του εντέχνου να μη φοράμε μόνο παντελόνια ή φαρδιά φορέματα. Είχαμε τα μαλλιά μας θάμνο και οι τραγουδίστριες δεν ξέραμε πως να βαφτούμε ή πως να ντυθούμε. Ήμασταν κάπως σαν απομεινάρια απ’ τα «ταγάρια» του ’70 κι έπρεπε να διαχωρίσουμε τη θέση μας απ’ το σκυλάδικο και το πώς ντύνονταν οι τραγουδίστριες της πίστας. Τι κάνανε αυτές; Εμείς κάναμε το ακριβώς αντίθετο (γέλιο). Κάποια στιγμή, αρχές του ΄90, ένας φίλος με είδε να φοράω μια φούστα λίγο πάνω απ’ το γόνατο και κατάλαβα πως με κοιτούσε σαν γυναίκα. «Βρε Ελένη, έχεις πόδια;» με ρώτησε (δυνατά γέλια). Εκείνο το διάστημα αισθάνθηκα γυναίκα, μου ταίριαξε πολύ εκείνος ο ήχος με τα λόγια των τραγουδιών. Είχα και τους καλύτερους παραγωγούς και μουσικούς, που δουλέψαμε με μία κοινή αισθητική.
Κυκλοφορείτε τώρα ένα δίσκο με τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα. Εκπληρώνετε ένα χρέος σας, ένα όνειρο σας;
Όχι χρέος, μια αγάπη θα έλεγα. Παρά τρίχα δεν τον γνώρισα. Θα κάναμε ένα αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον γιο του. Εκεί γνώρισα προσωπικά τον Κώστα Καλδάρα, που τον ήξερα από τον δίσκο του, «Νυχτερινή κυβέρνηση». Οργανώσαμε ένα αφιέρωμα εν είδει καλοκαιρινής περιοδείας με προοπτική κι έναν δίσκο. Δυστυχώς ο Απόστολος πέθανε και δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω και να συνομιλήσουμε. Σαφέστατα, μέσω του Κώστα, έμαθα κάθε πτυχή της προσωπικότητας του και του έργου του. Κατάλαβα πόσο βαθιά μπήκε μες τη μουσική ο Καλδάρας ενώ πέρασε από διάφορες φάσεις της ζωής του: Από τα ρεμπέτικα της εποχής του στο λαϊκότροπο της δεκαετίας 1955 – 65. Φτιάχνει το σπίτι του στους Θρακομακεδόνες και ουσιαστικά αποχωρεί από τα μαγαζιά, διαβάζει, ακούει, γράφει και γίνεται πια ένας έντεχνος λαϊκός συνθέτης.
Τι ήταν αυτό που τον άλλαξε ψυχολογικά και καλλιτεχνικά;
Η αγάπη του για τους μουσικούς δρόμους. Ήταν ανοιχτός άνθρωπος και άκουγε μουσική από παντού. Μέγας γνώστης της μουσικής που μπόρεσε κι έμπλεξε μοναδικά τους δρόμους. Ο Καλδάρας αυτό ήταν για μένα, πως να μπλέκεις τους δρόμους και να γίνεσαι έντεχνος λαϊκός δημιουργός.
Κάτι που φανέρωσε στις «Μπαλάντες του Περιθωρίου», μια παραγωγή του Μάνου Χατζιδάκι.
Ακριβώς, έναν κύκλο τραγουδιών που τραγούδησαν ο Καρακότας και ο Παπαζήσης. Πολύ ευαίσθητος ο Απόστολος και πολύ χαμηλού προφίλ, ποτέ δεν διεκδίκησε αυτό που του αναλογούσε. Αξιοσέβαστος!
Το δίσκο αυτό τον κάνατε για να τραγουδήσετε τα τραγούδια του, που ανέκαθεν σας άρεσαν, ή και με σκοπό να αφήσετε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές;
Όλη η δισκογραφία γίνεται για παρακαταθήκη. Επέλεξα να παρουσιάσω τα τραγούδια του απ’ την πλευρά της αφαίρεσης, της παρέας. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σχεδόν λάιβ. Καθόμασταν εδώ στο τζάκι με κρασάκι και μεζέδες με τον Μανώλη Πάππο, τον Φώτη Σιώτα, τον Σπύρο Χατζηκωνσταντίνου και τον Άγη Παπαπαναγιώτου – μουσικοί που διαμορφώνουμε μια κοινή αισθητική πάνω στο έργο του Απόστολου Καλδάρα. Κάναμε τις πρόβες εδώ και την ηχογράφηση κάτω στο στούντιο με ηχολήπτη τον Γιώργο Ανδρέου, που είναι πολύ βασικό αυτό, ενώ παραγωγός ήταν ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου. Μια ομάδα που έχει τη γνώση του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και του τι συμβαίνει μουσικά τη στιγμή αυτή που μιλάμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάθε φορά που βρισκόμασταν, γράφαμε κι από λίγο, γιατί πέσαμε και μες τον κορονοϊό, που αρρώσταινε τη μια ο ένας και την άλλη ο άλλος. Η πιο πολλή ώρα πέρναγε ώσπου να βρούμε τη δομή και το ύφος του κάθε τραγουδιού. Τηλεφωνούσαμε του Ανδρέου, ερχόταν και μας ηχογραφούσε το πολύ σε μία ώρα. Το έπαιρνε μετά ο Σπύρος το υλικό και το επεξεργαζόταν.
Δοθείσης ευκαιρίας, να πούμε και πως ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου, με θητεία στους B_Movies του Παύλου Παυλίδη, ήταν η αιτία που βγήκατε και ως τραγουδοποιός. Άλλη μεγάλη έκπληξη εκ μέρους σας.
Έχετε δίκιο, ο Σπύρος ήταν η αφορμή για να γράψω και καθοριστικός για τον ήχο μου. Ήρθε στη ζωή μου στα μέσα προς τα τέλη του 2000, λίγο πριν το 2010. Ακούσαμε μαζί ότι συνέβαινε στο παγκόσμιο χωριό, που πριν δεν τα άκουγα τόσο πολύ. Ήμουν τόσο χωμένη μέσα στα ελληνικά τραγούδια! Από κει και πέρα, πάντα ψαχνόμουν με τον ήχο, με την παραγωγή και με το τι θα πούμε. Ακόμη και με το άλμπουμ «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει» και αργότερα με την electronica στα τραγούδια με τους Μίκρο. Πάντα ονειρεύομαι διαφορετικά, εμπεριέχοντας όλα αυτά που είμαι μέχρι σήμερα.
Είχατε επιφύλαξη ως προς το να δημοσιοποιήσετε δικές σας συνθέσεις;
Πάντα μ’ άρεσε, είχα ωραίες ιδέες ως ταγμένη αυτοσχεδιάστρια. Ο Σπύρος με ώθησε ουσιαστικά στο να γράψω μελωδίες και φτιάξαμε τραγούδια, άρα τον θεωρώ συνδημιουργό. Δεν θα μπορούσα διαφορετικά. Αισθάνθηκα ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου για το πώς εξελίσσομαι. ΟΚ, κάναμε χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, απέκτησα ένα κοινό κι αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή, είμαι απ’ τις πλέον ραδιοφωνικές τραγουδίστριες όλα αυτά τα χρόνια, είναι δηλαδή αρκετά αυτά που κατάφερα, δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχω την ανάγκη να εξελίσσομαι. Η ανάγκη μου ήταν πάντα να’μαι μπροστά με όποιο κόστος. Μπορεί εμείς να ήμασταν πανευτυχείς που κάναμε αυτό το άλμπουμ, τα ραδιόφωνα όμως δεν το εκτίμησαν ιδιαιτέρως. Κι επίσης μπαίνανε στα λάιβ μου, ρωτούσαν «ποιος παίζει μπουζούκι;» κι όταν λέγαμε «δεν έχουμε μπουζούκι», φεύγανε.
Πάθατε τέτοιο πράγμα;
Βεβαίως! Απ’ το 2010 μέχρι το ’20 διαμορφώσαμε έναν ήχο και μια μπάντα αδιανόητη με τους Bogaz Musique. Μπλέκαμε την Ανατολή και τη Δύση μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Με στενοχώρησε κάπου το χάσιμο της επαφής μ’ ένα κοινό που είχε κατά νου μόνο το έρεισμα της λαϊκής τραγουδίστριας, που πρέπει να συμπεριφέρεται βάσει ενός πρωτοκόλλου ή ενός κώδικα.
Τα πρωτόκολλα δεν τα τηρείτε συνήθως. Είστε τρομερά εξωστρεφής στα λάιβ, ανεβαίνετε και χορεύετε στα τραπέζια, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά απ’ όσα στάδια πέρασα, κατάλαβα ότι μεγάλωσα και ωρίμασα και πως δεν έχει τόση σημασία το τραγούδι καθαυτό, όσο η επικοινωνία. Μία τραγουδίστρια που τη βλέπανε επί 30 χρόνια ήμουν – μην το ξεχνάμε, πρέπει πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να πιάνεις τους άλλους.
Είστε και σαν χαρακτήρας έτσι;
Όχι, φοβόμουν πολύ στη σκηνή τα πρώτα χρόνια. Από ένα σημείο και μετά, ήθελα τον Διόνυσο εκεί που ήμουν κι εγώ, αφού αυτό είναι η μουσική. Ήθελα να πηγαίνω κοντά στον άλλον εγώ, να μην το βλέπω μόνο από τη σκηνή.
Είναι κι ένα δείγμα αγέραστου καλλιτέχνη αυτό, άνευ ηλικίας που λένε. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ άλλες τραγουδίστριες της γενιάς σας, να είναι τόσο εξωστρεφείς.
Εννοείται, εγώ είμαι μία επαρχιώτισσα που την επαρχία τη σέρνω μαζί μου. Και με τα καλά της και με τα κακά της.
Ποια είναι τα κακά της επαρχίας που κουβαλάτε;
Να νοιάζεσαι για το τι θα πει ο άλλος.
Αυτό δείχνει και τη βαθύτερη ανάγκη του καλλιτέχνη για αποδοχή.
Αυτό έτσι κι αλλιώς το’χει ανάγκη ο άνθρωπος. Εμένα όμως μου έδωσε πιο πολλά καλά η επαρχία. Την ανοιχτή αγκαλιά, την αληθινή καλημέρα, την αληθινή αγάπη, την αληθινή επικοινωνία μέσω της μουσικής, του πανηγυριού, της γιορτής, της οικογένειας. Στοιχεία που δεν θα δεις σε αστικά αθηναϊκά σπίτια. Άλλο ν’ ακούς μουσικές την ώρα που πρέπει και άλλο να τις ακούς από το CD player. Άλλο ν’ ακούω τον πατέρα μου, που έψελνε καταπληκτικά, και άλλο να τα ακούς μηχανικά από το ραδιόφωνο. Μιλάω για πράγματα βιωμένα.
Σας ελκύει η επαρχία όσο μεγαλώνετε;
Έχει πολλά καλά η επαρχία. Σαφέστατα μπορώ να μη μένω σε μια μεγαλούπολη, αν το θελήσω, απλά ένας λόγος που είχα για να ζω εδώ είναι ότι ακριβώς δεν πρόκειται για μεγαλούπολη. Επιλέγω πια τα πάντα όσο μεγαλώνω, απ’ το που θα ζήσουμε μέχρι το ποιους ανθρώπους θα έχουμε για συνομιλητές μας.
Έχετε γίνει πιο επιλεκτική ως προς τους ανθρώπους;
Εννοείται. Αναλωνόμουν σε ανούσιες σχέσεις, διότι – αυτό που λέω πάντα – δεν είχα χρόνο. Ήμουν χαμένη μέσα στον κώδικα των τραγουδιών κι όσο πιο μεγάλη επιτυχία είχε αυτό, τόσο πιο πολύ δεν είχα χρόνο για μένα.
Συγχωρείτε εύκολα τους άλλους;
Ναι. Κι εγώ έχω φοβερά ελαττώματα, όπως θέλω κι εμένα να με συγχωρούν, έτσι συγχωρώ κι εγώ. Απλώς, όσο τα χρόνια περνάνε, επιλέγω τους ανθρώπους που θέλω κοντά μου. Δεν έχω αντοχές για να αναλώνομαι πια.
Πιο πολύ έχετε πληγωθεί ή έχετε πληγώσει;
Έχω πληγώσει μάλλον… Το λέω με μια μεταμέλεια, γιατί αισθάνομαι πως είμαι ένας άνθρωπος φωτεινός χωρίς σκοτάδια στη ζωή μου.
Κλαίτε καμιά φορά;
Βεβαίως. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και πιο ευσυγκίνητη, κάτι που δηλώνει την ηλικία μας, αλλά και το πόσο πραγματικά καταλαβαίνουμε την ποιότητα της ίδιας της ζωής, τι είναι τελικά η ζωή.
Και τι είναι η ζωή με δυο λέξεις;
(σκέφτεται) Το να βρεις τη θέση σου μέσα σ’ αυτή για το λίγο χρόνο που ζούμε. Να σταθείς μέσα στη θέση αυτή και να’σαι χαρούμενος.
Περνάει η ζωή σας σαν καλειδοσκόπιο όταν πέφτετε για ύπνο;
Ναι, πολλές φορές. Να σας πω την αλήθεια, τώρα που μιλάμε, αυτό μού ανακινείτε. Όλη μου τη ζωή, αφού όλα μου τα φέρατε στο μυαλό μου. Δεν είμαι άνθρωπος που μ’ αρέσει να σκέφτομαι τόσο τον εαυτό μου, όσο τους άλλους. Όταν γίνεται κάτι επιδραστικό στη ζωή, όπως η απώλεια, εκεί πραγματικά αρχίζεις και σκέφτεσαι τον πυρήνα της ύπαρξής σου. Ωραία κουβέντα κάνουμε…Αυτό είναι υγεία, γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν μπορούν να φτάσουν σε βαθύτερο σημείο αυτογνωσίας, ίσως λόγω του εγωισμού τους. Να αποδεχτούν πρώτα τους εαυτούς τους και μετά όλους τους άλλους.
Πάμε πάλι στο δίσκο. Εσείς επιλέξατε τα συγκεκριμένα κοσμαγάπητα τραγούδια του Καλδάρα;
Αν βλέπατε την πρώτη λίστα, θα καταλαβαίνατε πόσο άγχος είχα κάθε φορά που αφαιρούσαμε όλοι μαζί κάποιο κομμάτι για να έμπαινε στη θέση του κάποιο άλλο επικρατέστερο. Αυτό που καταφέραμε να κάνουμε με τα παιδιά ήταν να δώσουμε μια φρεσκάδα σ’ ένα χιλιοειπωμένο υλικό. Θεωρώ νίκη που δώσαμε σε γνωστά τραγούδια του Απόστολου, σαν το «Γιατί γλυκιά μου κλαις» ή το «Ας παν στην ευχή τα παλιά», ένα φρέσκο ήχο, από καρδιάς και όχι με πολλά φτιασίδια.
Πως σκοπεύετε να στηρίξετε συναυλιακά το άλμπουμ;
Δυστυχώς τα πράγματα έγιναν ανάποδα. Πέρσι, λόγω της πανδημίας, κάναμε παραστάσεις στον Σταυρό του Νότου κι επίσης δεν μπορούσα να αρνηθώ τη μεγαλεπήβολη πρόταση του «θείου» να τραγουδήσω μαζί του στο αφιέρωμα στον Καλδάρα στο Ηρώδειο. Οπότε πέρσι εξαργυρώθηκε μ’ ένα τρόπο συναυλιακά ο καινούργιος δίσκος.
Τι είναι αυτό που κάνει έναν τραγουδιστή να γίνει πετυχημένος; Το ταλέντο, οι επιλογές του, ο χαρακτήρας του;
Πολλά πράγματα. Η δική μου γενιά τα έκανε όλα λίγο πιο νορμάλ, ανεβήκαμε δηλαδή και τραγουδήσαμε σε μια μουσική σκηνή. Σιγά – σιγά ήρθαν η δισκογραφία και οι μεγάλες συνεργασίες, αλλά με τα ραδιόφωνα παρόντα. Όλα, ραδιόφωνα, τηλεόραση και μουσικός Τύπος ήταν εκεί. Από’ να σημείο και μετά η εξέλιξη της digital εποχής έφερε και το κακό πράγμα. Πάντα η εξέλιξη δεν φέρνει μόνο καλό, οπότε δεν είναι εύκολο ένας ταλαντούχος τραγουδιστής να δείξει στον κόσμο τι ακριβώς είναι. Σίγουρα δεν φτάνει μόνο το να έχεις καλή φωνή.
Κυρία Τσαλιγοπούλου, τα είπαμε όλα νομίζω και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Ήταν μια συνέντευξη – καλειδοσκόπιο της ζωής και της πορείας μου, όπως ακριβώς το είπατε προηγουμένως.
Ηρθε από τη Νάουσα στην Αθήνα για να γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι και να ξεκινήσει τη μεγάλη πορεία της δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και στη Δήμητρα Γαλάνη. Βρέθηκε στη δισκογραφία με άλμπουμ που αγαπήθηκαν και όρισαν τον ήχο του λεγόμενου έντεχνου: Γιώργος Ανδρέου, Κώστας Καλδάρας, Νίκος Ζούδιαρης, Κ. Λειβαδάς ήταν μερικοί από τους συνθέτες που ερμήνευσε. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου, αν και ώριμη γυναίκα πια, παραμένει ένα κορίτσι που δεν διστάζει να πειραματιστεί και να αναμετρηθεί με το αγαπημένο της ρεπερτόριο: μόλις κυκλοφόρησε έναν υπέροχο, σχεδόν unplugged δίσκο με τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα («Ο δικός μου Απόστολος Καλδάρας», Minos) κι αυτή ήταν η αφορμή για την κουβέντα μας.
Θεωρείτε ότι οι επερχόμενες εκλογές είναι πιο κρίσιμες από τις προηγούμενες;
Θα πρέπει όλοι να πάμε να ψηφίσουμε, γιατί αρκετή αποχή έχουμε κάνει οι περισσότεροι της γενιάς μου. Τα νέα παιδιά πρέπει να ψηφίσουν πιο μαζικά από κάθε άλλη φορά. Είμαστε εγκλωβισμένοι στο απόλυτο τίποτα και στο απόλυτο ξεπούλημα. Ποιο είναι το μέλλον; Πολλές φορές αναρωτιέμαι: Ποιο είναι το κοινό, στο οποίο απευθύνομαι; Όλα είναι στον αέρα, ο κόσμος θέλει τα εύκολα λεφτά κι όταν δε συμβαίνει αυτό, δεν ξέρω μέχρι που μπορεί να φτάσει η βύθιση στο απόλυτο τέλμα.
Βέβαια, δε φταίει ο κόσμος όταν έχει δυσκολευθεί τόσο πολύ η ζωή του τα τελευταία χρόνια.
Και με τόση κακή τηλεόραση, επίσης. Δυστυχώς, ξανά μανά χούντα.
Δεν είναι βαριά έκφραση αυτή;
Όχι, αφού για όλα περνάει αυτό που θέλουμε όχι εμείς, αλλά αυτό που θέλουν εκείνοι. Έχω ένα γιο, που είναι ακόμη νέος, περίπου 40 ετών, και ανήκει στη γενιά αυτών που δεν ξέρουν που να σταθούν, τι να αγαπήσουν και προς ποια μεριά να κινηθούν. Βλέπω το μεγαλείο του «αέρα», το πόσο δηλαδή είναι στον αέρα όλα αυτά τα παιδιά. Αναρωτιέμαι κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια και ειδικά μετά την πανδημία, πού απευθύνομαι.
Πιστεύετε σε μία αρμονική σύμπραξη των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων αμέσως μετά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση;
Απλά θεωρώ ότι όσο δεν γίνεται αυτό, τόσο θα μένουμε πίσω ως κράτος. Κατ’ εμέ αυτή είναι η μοναδική πολιτική λύση. Έχει μεταλλαχθεί αρκετά αυτό που εγώ γνώριζα από τις δεκαετίες του 1980 και του ΄90. Πάντα στην αριστερά ανήκα, αν και προέρχομαι από δεξιά οικογένεια. Από δεξιούς, όμως, φωτισμένους. Ο πατέρας μου ήταν ταβερνιάρης και ο πιο αριστερός άνθρωπος στη νοοτροπία που είχα γνωρίσει. Μιλάμε για καλούς ανθρώπους που έκαναν ότι μπορούσαν για το κοινό καλό ξέχωρα από κομματικές ταμπέλες. Τον πατέρα μου τον έχασα το 2012 και τη μητέρα μου πριν μερικούς μήνες.
Ήταν ένα σκληρό χτύπημα η γονεϊκή απώλεια;
Εντελώς και δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσω ποτέ. Πρέπει να μάθω να ζω μ’ αυτή την απώλεια, η οποία μού μαθαίνει καθημερινά πολλά πράγματα. Η μητέρα μου ήταν και μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες γυναίκες που είχα ποτέ γνωρίσει.
Από ποια άποψη;
Ήταν μια γυναίκα που δεν είχε πάει σχολείο, αλλά ήταν σοφή, βάσει του τρόπου ζωής της. Κατάφερε να ζήσει σαν ηρωίδα μέσα στη μεγάλη πείνα, κατανοώντας τι σημαίνει δυστυχία και θάνατος, ούσα αισιόδοξη. Δεν την έβαλε κάτω ο χρόνος, ενόσω άλλαζαν οι εποχές, διότι – μην ξεχνιόμαστε – από τη δεκαετία του ’70 μέχρι τώρα ο κόσμος άλλαξε εντελώς. Ίσαμε τότε τα πράγματα πήγαιναν λίγο πιο σταδιακά.
Όπως το είπε ο Μιχάλης Γκανάς: «Απ’ το ΄70 και μετά, μας έχουν πνίξει τα σκατά».
Ακριβώς. Μέχρι τα τέλη του ΄60 δεν είχαν ρεύμα, δεν είχαν νερό παντού και ξαφνικά ήρθαν η τηλεόραση και ο καταναλωτισμός. Εγώ ήμουν και κορίτσι που χώρισε πολύ γρήγορα και μπήκα στα στόματα της μικρής κοινωνίας, η οποία είχε τα πολύ καλά, αλλά και τα πολύ στραβά της.
Μοναχοκόρη ήσασταν;
Όχι, έχω κι έναν αδερφό έξι χρόνια μεγαλύτερο, μουσικός κι αυτός, που ζει στη Θεσσαλονίκη. Για πολλά χρόνια έπαιζε με τον Σφίγγο και τον Μητρέντζη ως κιθαρίστας και κοντραμπασίστας. Έλεγα, λοιπόν, ότι άλλαξε η θέση της γυναίκας, του ζευγαριού, της οικογένειας. Τα πάντα έχουν αλλάξει συν την επιστήμη κι η μάνα μου υπήρξε μέσα σ’ όλο αυτό.
Ζούσατε τα τελευταία χρόνια με το φόβο μη σας «φύγει» η μάνα σας;
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, απ’ το 2012 και μετά, έζησα πολύ με τη μητέρα μου και, μάλιστα, μέσα στον κορονοϊό μείναμε μαζί για εφτά μήνες. Αισθάνομαι ότι μέσα απ’ το κακό της πανδημίας, μας δόθηκε η δυνατότητα να «ξαναγνωριστούμε» και να μου δώσει πολύ σημαντικά μαθήματα για την ίδια τη ζωή. Ήμουν συγχρόνως μάνα του παιδιού μου και κόρη της μάνας μου. Πολλά χρόνια πριν το περιέγραψε καλά ο Γιώργος Ανδρέου στο «Κορίτσι και γυναίκα».
Έτσι όπως το λέτε, ακούγεστε σαν μια επιτυχημένη καλλιτέχνιδα, που είχε κόψει κάπου τους οικογενειακούς δεσμούς.
Λόγω απόστασης, Νάουσα – Αθήνα. Εγώ μένω στην Αθήνα από το 1988 κι απ’ το ΄92 στους Θρακομακεδόνες. Εδώ είναι η πατρίδα μου, μέσα σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσα, έγραψα όλα μου τα τραγούδια στο στούντιο από κάτω. Αυτός ήταν ένας λόγος να χάνομαι απ’ τους ανθρώπους.
Ποιος ο λόγος να παντρευτείτε σε μικρή ηλικία;
Η μικρή κοινωνία. Είχα κι άλλες φίλες που παντρεύθηκαν πιο νωρίς από μένα, είχαν γίνει δηλαδή μανάδες στα 16 και στα 17 τους. Μέχρι και τις αρχές του ΄80, η ελληνική επαρχία έμοιαζε σαν να ήταν μια εικοσαετία πίσω. Βέβαια, αν δεν είχα παντρευθεί τότε, δεν θα έκανα ποτέ παιδί. Με μια άγνοια κινδύνου κατάφερα κι έγινα μητέρα, διότι μπαίνοντας μες τα τραγούδια μετά, δεν μπόρεσα να κάνω ένα ακόμη παιδί. Δεν γινόταν. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ κάτι τέτοιο.
Πότε κατεβήκατε από τη Νάουσα στην Αθήνα;
Το 1987, όταν με φώναξε ο Σπανουδάκης να κάνουμε κάτι στον Σείριο του Χατζιδάκι. Δεν τον ήξερα τον Σπανουδάκη, μέσω εταιρείας έγινε. Μόλις είχα υπογράψει με τη ΛΥΡΑ, που ήταν και ο Σπανουδάκης, αμέσως μετά την ηχογράφηση του «Σώπα κι άκουσε» με τον Γιώργο Ζήκα στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη είχαμε γκουρού τον Νίκο Παπάζογλου και ξεκινούσαμε όλοι μαζί. Διασκεδάζαμε και περνάγαμε καλά με σωστά πράγματα, ωραίες μουσικές. Οι μικροί χώροι εκεί έδωσαν την κατεύθυνση μιας ολόκληρης γενιάς, πιστεύω.
Κάτι διατηρεί ακόμη η Θεσσαλονίκη, αλλά πάει να το χάσει.
Σίγουρα δεν είναι όπως παλιά. Ήταν μια πόλη τέχνης, μια πόλη μουσικών και όλα βόλευαν, το ότι ήταν μικρή, είχε τη θάλασσα, μπορούσες με λίγα λεφτά να φας καλά και ν’ ακούσεις υπέροχους μουσικούς, που εκείνο το διάστημα άνθιζαν. Να ερωτευθείς επίσης, εξ ου και την έλεγαν ερωτική πόλη.
Σωστό, μόνο που ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έλεγε «Γιατί, στις άλλες πόλεις δεν γαμάνε οι άνθρωποι;»
(γέλια) Τον θυμάμαι πολύ καλά τον Χριστιανόπουλο, γιατί είχε μεγάλη λατρεία στον Τσιτσάνη. Με τους Χουλιαραίους, θυμάμαι, είχαμε ανέβει μαζί στη σκηνή, στην «Όμορφη νύχτα», και τραγουδήσαμε Τσιτσάνη. Ο Σπανουδάκης, λοιπόν, είχε ακούσει δείγμα από το «Σώπα κι άκουσε» στη ΛΥΡΑ, οπότε με ειδοποίησαν να κατέβω. Νομίζω πως δεν μπορούσε σίγουρα η Ελευθερία, δεν μπορούσε και η Βιτάλη, γιατί είχαν κάνει ήδη δίσκους με τον Σπανουδάκη. Έρχομαι εδώ, δεν μ’ αρέσει καθόλου η Αθήνα και είμαι μες τη μαύρη στενοχώρια. Απ’ τη Νάουσα στη Θεσσαλονίκη το άντεξα, απ’ τη Θεσσαλονίκη στην απρόσωπη Αθήνα, όμως, ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Ο Μάνος Χατζιδάκις μου έδινε κουράγιο, μου έλεγε ότι πρέπει να μ’ αρέσει η Αθήνα και να κάνω κάτι γι’ αυτό (γέλια). Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα να κάνω κάτι μ’ έναν Θεό δίπλα. Άλλο πράγμα είναι να παίζεις σε μικρούς χώρους και άλλο πράγμα είναι να είσαι μέσα σ’ ένα ναό της μουσικής – ότι ήταν ο Σείριος για μένα, πόσο μάλλον να βρίσκομαι κι εγώ εκεί και να τραγουδάω. Είχα μια πάρα πολύ καλή επαφή μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Πίστεψε σε μένα.
Το γνωρίζω. Σας αποκαλούσε «Μαντόνα».
Την πρώτη μέρα που με γνώρισε, καθόταν κάτω απ’ τη σκηνή ενόσω εμείς τραγουδούσαμε το «Τανιράμα» μαζί με τον Σαλέα. Είχαμε φύγει λίγο περισσότερο προς την Ανατολή, καθώς εμένα μου αρέσουν πολύ οι αυτοσχεδιασμοί. Ψάχναμε τη δομή, το όριο ενός τραγουδιού, που δεν έλεγε τίποτα πέρα από «Τανιράμα – Τανιράμα». Έρχεται ο Μάνος σ’ ένα μαγαζί με τη μία καρέκλα πάνω στην άλλη, κάθεται μισό λεπτό μόνο, κοιτάει βλοσυρά και φεύγει. Ξανάρχεται μετά από πέντε λεπτά, ανεβαίνει τρεχάτος στη σκηνή, την ώρα που εγώ έπαιζα ζίλια και τραγουδούσα. «Δεν θα σταματήσεις μέχρι να σου πω» κάνει ο Μάνος και πέφτει κάτω κυριολεκτικά, στα πόδια μου, βγάζοντας φωτογραφίες. Θυμάμαι καλά που μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι και μ’ έτρεχε να γνωρίσω τη Φλέρυ Νταντωνάκη, η οποία δεν άνοιγε ποτέ την πόρτα της στα καμαρίνια του Σείριου. Καθόταν μέσα όλες τις μέρες των παραστάσεων κι ο Μάνος της έλεγε «Φλέρυ, έλα να σου γνωρίσω μια σπουδαία τραγουδίστρια από τη Θεσσαλονίκη». Τίποτα αυτή!
Να υποθέσω ότι στον Σείριο ως πρωτοεμφανιζόμενη θα γνωρίσατε όλους τους σημαντικούς συναδέλφους σας, τη Γαλάνη, την Αρβανιτάκη, τον Σαββόπουλο.
Όχι, με τη Γαλάνη γνωριστήκαμε ουσιαστικά όταν μου ήρθε πρόταση από τον Γιώργο Νταλάρα για να παίξω μαζί τους. Κάναμε το «Ρεμπέτικο» στο Παλλάς: Στο α’ μέρος ο Νταλάρας και η Γαλάνη τραγουδούσαν τα τραγούδια του Ξαρχάκου, παρουσία του ίδιου στη σκηνή και μεγάλης ορχήστρας, ενώ στο β’ μέρος παιζόταν αποκλειστικά το «Ρεμπέτικο». Εμένα με πήρε ο «θείος» (σ.σ. ο Νταλάρας) για να κάνω φωνητικά μόνο, δεν έλεγα κανένα τραγούδι, ούτε καν τη «Μπουρνοβαλιά», που την έλεγε η Δημητρούλα τότε. Με το καλημέρα, γίναμε κολλητές.
Δεν ήταν όμορφο που νιώθατε την αποδοχή αυτών των ανθρώπων;
Καταρχάς την αποδοχή του σημαντικότερου Έλληνα τραγουδιστή, του Γιώργου Νταλάρα. Για μας ο Νταλάρας ήταν ο «Θεός», όχι μόνο γιατί είπε μεγάλα τραγούδια, αλλά γιατί μας έδειξε ένα δρόμο: «Φύγετε απ’ τα μαγαζιά»! Σ’ όλους, όχι μόνο σ’ εμάς, αφού εμείς δεν μπήκαμε σε κανένα μαγαζί. Εξ αιτίας του φτιάχτηκαν οι μουσικές σκηνές, έγιναν οι άλλοι χώροι.
Ενδιαφέρουσα άποψη.
Ισχύει, αφού ο Νταλάρας μας έδειξε τι σημαίνει ένα λάιβ να έχει καλό ήχο και καλά φώτα. Καλούς μουσικούς, επίσης, αλλά και πρόβες. Να’ ναι καλοπαιγμένο οτιδήποτε κάνεις, εφόσον ο κόσμος δεν έρχεται μόνο για να σ’ ακούει να τραγουδάς.
Και πότε αρχίσατε να αγαπάτε την Αθήνα;
Όταν άρχισαν να συμβαίνουν πράγματα στην καλλιτεχνική μου πορεία. Έκανα μια τεράστια περιοδεία με τον «θείο», όπου μου τα έδειξε όλα. Γύρισα όλο τον κόσμο μέσα σε μία δεκαετία, Ευρώπη, Αμερική, Λατινική Αμερική, Αυστραλία! Τι άλλο; Μέρη που δεν θα πήγαινα ποτέ. Ένα μήνα περιοδεία στην Ευρώπη, άλλον ένα μήνα στην Αμερική και άλλες είκοσι μέρες στη Λατινική Αμερική. Είχαμε χρόνο να τα κάνουμε όλα σωστά με τρόπο ανθρώπινο.
Παράλληλα ξεκινάτε και τη μεγάλη δισκογραφία.
Ακριβώς, αφού συνδεθήκαμε με τον Ανδρέου και κάναμε καινούργια τραγούδια. Βρεθήκαμε το 1987 – 88 και φτιάξαμε το «Κορίτσι και γυναίκα» και το «Μισό φεγγάρι». Ο έρωτας μας γέννησε κατευθείαν δύο μεγάλα έργα και το ίδιο διάστημα ήμασταν μέλη μιας αδιανόητης τάσης από το ’90 και μετά, αυτής του έντεχνου τραγουδιού. Το έντεχνο γεννήθηκε μαζί με την ελεύθερη τηλεόραση, τον μουσικό Τύπο, μαζί με τους ανθρώπους που είχαν ταλέντο και βρήκαν αποδέκτη. Γίναμε mainstream, το καλό τραγούδι ξαφνικά απέκτησε σπίτι. Το έντεχνο σηκώθηκε σαν τοίχος κι έγινε mainstream. Από το ΄90 μέχρι και το 2005, κάπου εκεί, έχουμε ένα κομμάτι εξελισσόμενο της ελληνικής μουσικής. Έχουμε – εννοείται – και τα παρατράγουδα, αφού ακόμη και το έντεχνο δεν ήταν όλο καλό. Βγήκαν πολλά πράγματα που ήθελαν να κολλήσουν σ’ αυτό που κάναμε εμείς. Δεν είχαν την ίδια δυναμική, όμως.
Η Χάρις Αλεξίου μου είχε πει κάποτε πως από το ’90 και μετά εμφανίστηκαν πολλά υδροκέφαλα του Χατζιδάκι ώσπου έσκασε μύτη ένας αυτόφωτος Σωκράτης Μάλαμας και άλλαξε το τοπίο.
Και αυτό! Όλο το έντεχνο βασίστηκε κυρίως στους τραγουδοποιούς και όχι στους τραγουδιστές. Ανδρέου, Παπαδημητρίου, Περίδης, Μάλαμας, Θαλασσινός, βγήκαν ονόματα φοβερά. Μην ξεχνάμε τον Ζούδιαρη και τον Πορτοκάλογλου. Ειδικά ο Πορτοκάλογλου ήταν ο καινούργιος δρόμος για την τραγουδοποιία καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90. Κράτησε τα πρωτεία του ήχου πολύ έντονα, όχι μόνο με ηλεκτρικό, αλλά και με λαϊκό ήχο. Εγώ έχω πει ένα ζεϊμπέκικο του Πορτοκάλογλου, το «Δεν μας συγχωρώ», που δεν υπάρχει περίπτωση να μη μου το ζητήσουν και που πλέον το τραγουδάνε όλοι.
Θεωρείτε φυσική εξέλιξη δική σας την παρουσία σήμερα της Νατάσσας Μποφίλιου, της Ζουγανέλλη και των άλλων παιδιών;
Βέβαια, αλίμονο. Ειδικά η Μποφίλιου πατάει ακριβώς σ’ αυτό που λέμε έντεχνη γραφή. Έχει βρει το παρεάκι της, τον Καραμουρατίδη και τον Ευαγγελάτο, που΄ναι ένα πραγματικά συμπαγές team. Πρόσφατα πήγα στο λάιβ τους και ήταν ένα απ’ τα καλύτερα λάιβ που έχω δει. Δηλαδή καθόλου λαϊκισμός. Πηγαίνουν απ’ το δύσκολο δρόμο και δεν κάνουν καμία ευκολία. Για πολλά χρόνια, τα παιδιά αυτά μέσα απ’ τη δυσκολία κατάφεραν να σταθεροποιηθούν.
Συν τοις άλλοις η Μποφίλιου είναι και ευθαρσώς πολιτικοποιημένη.
Και ακομπλεξάριστη, θα έλεγα. Βλέπεις κι ένα θηλυκό, όχι μια συντηρητική πολιτικοποιημένη φάση. Είναι μία γυναικάρα, η οποία πάλλεται πάνω στη σκηνή, τραγουδάει υπέροχα και, πολύ βασικό, τα δικά της τραγούδια. Εγώ, ως λαϊκή περσόνα, δεν κατάφερα ποτέ να τραγουδήσω μόνο τα δικά μου τραγούδια. Πάντα έπρεπε να τραγουδάω κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού που αγαπώ και φυσικά το γούσταρα κιόλας.
Υπάρχει ωστόσο το α λα παλαιά λαϊκό έρεισμα; Ένας άνθρωπος δηλαδή ηλικιακά μεγάλος, γνωρίζει σήμερα το ρεπερτόριο της Ζουγανέλλη και του Χαρούλη, όπως γνώριζε το δικό σας ή της Αρβανιτάκη;
Μα δεν υπάρχει πια ο ίδιος τρόπος. Εμένα με είδε και με άκουσε τόσο πολύ στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση η μάνα σας, ας πούμε, που δε μπορεί να επαναληφθεί αυτό με τους νεότερους. Σε ποια τηλεόραση και σε ποιο ραδιόφωνο; Πείτε μου εσείς. Άσε που οι μεγάλοι άνθρωποι δεν ακούν πια ραδιόφωνο, δεν είναι της μόδας. Είναι πολύ μικρότερο το ποσοστό των ανθρώπων που ακούν Δεύτερο Πρόγραμμα, συγκριτικά με το ’90.
Βλέπετε καινούργια ταλέντα συνεχώς;
Βέβαια. Πέρσι έστησα ένα ολόκληρο λάιβ αφού οι νέοι με παρακίνησαν σ’ ένα unplugged λαϊκό πρόγραμμα. Είδα να υπάρχουν τελευταία πολλοί νέοι ταλαντούχοι μουσικοί, τραγουδιστές, συνθέτες. Η Ιουλία Καραπατάκη, ο Γιάννης Παπαγεωργίου, ο Γιάννης Διονυσίου, η Σεμέλη Παπαβασιλείου, η Νεφέλη Φασούλη, πολλά παιδιά υπερταλαντούχα που τραγουδάνε για ένα πενηντάρικο σε μικρά μαγαζιά και δεν τους νοιάζει να γίνουν πλούσιοι, αλλά να επικοινωνήσουν την τέχνη τους και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι μέσα απ’ τη μουσική. Αν αυτό δεν είναι ο πιο ωραίος τρόπος να εξελίξεις τον εαυτό σου και την τέχνη σου, τι άλλο να πούμε; Στα δικά μας τα χρόνια, πολλοί διάλεξαν τα φράγκα γιατί μπορούσαν. Εποχές ΠΑΣΟΚ μιλάμε, ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Μέσα στην κρίση, βγήκαν τα παιδιά αυτά, που εύχομαι να βρουν το δρόμο τους εν μέσω και του χαοτικού ίντερνετ. Πως θα τους ξεχωρίσει κανείς, πως θα συνδεθεί με το ταλέντο τους; Υπάρχουν αδιανόητα ερωτήματα στο πώς μπορεί να θεωρηθεί πλέον «σταρ» ένας καλλιτέχνης. Θα βγουν, π.χ., άτομα που θα γίνουν πολύ γνωστά και θα λατρευτούν από τον κόσμο; Είμαστε πάνω σε μια μετάβαση κι εύχομαι όλο αυτό να τελειώσει κάποια στιγμή και να σταθεί η μπίλια. Διότι η μουσική, όπως και η τέχνη γενικώς, δεν μπορεί να σταματήσει. Υπάρχουν καμπές, τα πάνω και τα κάτω, αλλά και τα πάντα έχουν ειπωθεί. Το πιστεύω απόλυτα. Τώρα αρχίζει το καλό, ακομπλεξάριστα παίρνεις όποια φόρμα θέλεις και έτσι καταργούνται τα στεγανά. Είδαμε ακόμη να ξεδιπλώνεται το χιπ χοπ, μια άλλη γλώσσα, που όμως λέει κάτι, πολύ ωραία λόγια. Αφήνουμε για λίγο τη μουσική κατά μέρος και ασχολούμαστε με την ποίηση.
Απ’ αυτό όμως μέχρι την τραπ…
Εντάξει, μιλάμε για μια μουσική της μόδας. Ένα παιδί που ακούει τραπ στα εφτά, στα δέκα του και στα δώδεκα και αρέσκεται μέσα σ’ αυτή την ελευθερία του λόγου, όταν θα γίνει 25 ετών δεν νομίζω να ακούει τραπ. Όπως όλοι μας ακούγαμε παρεμφερή πράγματα ως πιτσιρίκια. Αργότερα μπήκε η αισθητική μας.
Χαρακτηρίσατε πριν τον εαυτό σας «λαϊκή περσόνα», αλήθεια είναι όμως πως από το 2000 και μετά παρουσιάσατε μιαν άλλη πτυχή σας, πιο ποπ.
Ποπ, βεβαίως. Το κατείχε πολύ καλά το στοιχείο αυτό ο Κώστας Λειβαδάς. Είχα ένα δισταγμό ως προς το πέρασμα απ’ το ένα στυλ στο άλλο, αλλά το είχε κάνει πριν από μένα η Χαρούλα Αλεξίου με το «Δι’ ευχών». Η Χαρούλα, νομίζω, είχε φάει το κράξιμο, όχι εγώ (γέλια). Έκανε όμως μια νέα τεράστια επιτυχία, όπως έκανε και ο δικός μου δίσκος, διαμορφώνοντας τον ήχο για τα επόμενα χρόνια. Πρέπει ο καθένας να έχει θάρρος και τάσεις για πειραματισμό.
Το πέρασμα στην ποπ, σας άλλαξε και εμφανισιακώς;
Νομίζω ναι, αφού τότε είχα φτάσει και σαράντα χρονών. Όταν έγινε το «Πιάσε με», εγώ είχα γίνει 38 ετών για την ακρίβεια. Ήδη είχαμε φτάσει εμείς του εντέχνου να μη φοράμε μόνο παντελόνια ή φαρδιά φορέματα. Είχαμε τα μαλλιά μας θάμνο και οι τραγουδίστριες δεν ξέραμε πως να βαφτούμε ή πως να ντυθούμε. Ήμασταν κάπως σαν απομεινάρια απ’ τα «ταγάρια» του ’70 κι έπρεπε να διαχωρίσουμε τη θέση μας απ’ το σκυλάδικο και το πώς ντύνονταν οι τραγουδίστριες της πίστας. Τι κάνανε αυτές; Εμείς κάναμε το ακριβώς αντίθετο (γέλιο). Κάποια στιγμή, αρχές του ΄90, ένας φίλος με είδε να φοράω μια φούστα λίγο πάνω απ’ το γόνατο και κατάλαβα πως με κοιτούσε σαν γυναίκα. «Βρε Ελένη, έχεις πόδια;» με ρώτησε (δυνατά γέλια). Εκείνο το διάστημα αισθάνθηκα γυναίκα, μου ταίριαξε πολύ εκείνος ο ήχος με τα λόγια των τραγουδιών. Είχα και τους καλύτερους παραγωγούς και μουσικούς, που δουλέψαμε με μία κοινή αισθητική.
Κυκλοφορείτε τώρα ένα δίσκο με τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα. Εκπληρώνετε ένα χρέος σας, ένα όνειρο σας;
Όχι χρέος, μια αγάπη θα έλεγα. Παρά τρίχα δεν τον γνώρισα. Θα κάναμε ένα αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον γιο του. Εκεί γνώρισα προσωπικά τον Κώστα Καλδάρα, που τον ήξερα από τον δίσκο του, «Νυχτερινή κυβέρνηση». Οργανώσαμε ένα αφιέρωμα εν είδει καλοκαιρινής περιοδείας με προοπτική κι έναν δίσκο. Δυστυχώς ο Απόστολος πέθανε και δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω και να συνομιλήσουμε. Σαφέστατα, μέσω του Κώστα, έμαθα κάθε πτυχή της προσωπικότητας του και του έργου του. Κατάλαβα πόσο βαθιά μπήκε μες τη μουσική ο Καλδάρας ενώ πέρασε από διάφορες φάσεις της ζωής του: Από τα ρεμπέτικα της εποχής του στο λαϊκότροπο της δεκαετίας 1955 – 65. Φτιάχνει το σπίτι του στους Θρακομακεδόνες και ουσιαστικά αποχωρεί από τα μαγαζιά, διαβάζει, ακούει, γράφει και γίνεται πια ένας έντεχνος λαϊκός συνθέτης.
Τι ήταν αυτό που τον άλλαξε ψυχολογικά και καλλιτεχνικά;
Η αγάπη του για τους μουσικούς δρόμους. Ήταν ανοιχτός άνθρωπος και άκουγε μουσική από παντού. Μέγας γνώστης της μουσικής που μπόρεσε κι έμπλεξε μοναδικά τους δρόμους. Ο Καλδάρας αυτό ήταν για μένα, πως να μπλέκεις τους δρόμους και να γίνεσαι έντεχνος λαϊκός δημιουργός.
Κάτι που φανέρωσε στις «Μπαλάντες του Περιθωρίου», μια παραγωγή του Μάνου Χατζιδάκι.
Ακριβώς, έναν κύκλο τραγουδιών που τραγούδησαν ο Καρακότας και ο Παπαζήσης. Πολύ ευαίσθητος ο Απόστολος και πολύ χαμηλού προφίλ, ποτέ δεν διεκδίκησε αυτό που του αναλογούσε. Αξιοσέβαστος!
Το δίσκο αυτό τον κάνατε για να τραγουδήσετε τα τραγούδια του, που ανέκαθεν σας άρεσαν, ή και με σκοπό να αφήσετε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές;
Όλη η δισκογραφία γίνεται για παρακαταθήκη. Επέλεξα να παρουσιάσω τα τραγούδια του απ’ την πλευρά της αφαίρεσης, της παρέας. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σχεδόν λάιβ. Καθόμασταν εδώ στο τζάκι με κρασάκι και μεζέδες με τον Μανώλη Πάππο, τον Φώτη Σιώτα, τον Σπύρο Χατζηκωνσταντίνου και τον Άγη Παπαπαναγιώτου – μουσικοί που διαμορφώνουμε μια κοινή αισθητική πάνω στο έργο του Απόστολου Καλδάρα. Κάναμε τις πρόβες εδώ και την ηχογράφηση κάτω στο στούντιο με ηχολήπτη τον Γιώργο Ανδρέου, που είναι πολύ βασικό αυτό, ενώ παραγωγός ήταν ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου. Μια ομάδα που έχει τη γνώση του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και του τι συμβαίνει μουσικά τη στιγμή αυτή που μιλάμε σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάθε φορά που βρισκόμασταν, γράφαμε κι από λίγο, γιατί πέσαμε και μες τον κορονοϊό, που αρρώσταινε τη μια ο ένας και την άλλη ο άλλος. Η πιο πολλή ώρα πέρναγε ώσπου να βρούμε τη δομή και το ύφος του κάθε τραγουδιού. Τηλεφωνούσαμε του Ανδρέου, ερχόταν και μας ηχογραφούσε το πολύ σε μία ώρα. Το έπαιρνε μετά ο Σπύρος το υλικό και το επεξεργαζόταν.
Δοθείσης ευκαιρίας, να πούμε και πως ο Σπύρος Χατζηκωνσταντίνου, με θητεία στους B_Movies του Παύλου Παυλίδη, ήταν η αιτία που βγήκατε και ως τραγουδοποιός. Άλλη μεγάλη έκπληξη εκ μέρους σας.
Έχετε δίκιο, ο Σπύρος ήταν η αφορμή για να γράψω και καθοριστικός για τον ήχο μου. Ήρθε στη ζωή μου στα μέσα προς τα τέλη του 2000, λίγο πριν το 2010. Ακούσαμε μαζί ότι συνέβαινε στο παγκόσμιο χωριό, που πριν δεν τα άκουγα τόσο πολύ. Ήμουν τόσο χωμένη μέσα στα ελληνικά τραγούδια! Από κει και πέρα, πάντα ψαχνόμουν με τον ήχο, με την παραγωγή και με το τι θα πούμε. Ακόμη και με το άλμπουμ «Αλλάζει κάθε που βραδιάζει» και αργότερα με την electronica στα τραγούδια με τους Μίκρο. Πάντα ονειρεύομαι διαφορετικά, εμπεριέχοντας όλα αυτά που είμαι μέχρι σήμερα.
Είχατε επιφύλαξη ως προς το να δημοσιοποιήσετε δικές σας συνθέσεις;
Πάντα μ’ άρεσε, είχα ωραίες ιδέες ως ταγμένη αυτοσχεδιάστρια. Ο Σπύρος με ώθησε ουσιαστικά στο να γράψω μελωδίες και φτιάξαμε τραγούδια, άρα τον θεωρώ συνδημιουργό. Δεν θα μπορούσα διαφορετικά. Αισθάνθηκα ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι μου για το πώς εξελίσσομαι. ΟΚ, κάναμε χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, απέκτησα ένα κοινό κι αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή, είμαι απ’ τις πλέον ραδιοφωνικές τραγουδίστριες όλα αυτά τα χρόνια, είναι δηλαδή αρκετά αυτά που κατάφερα, δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχω την ανάγκη να εξελίσσομαι. Η ανάγκη μου ήταν πάντα να’μαι μπροστά με όποιο κόστος. Μπορεί εμείς να ήμασταν πανευτυχείς που κάναμε αυτό το άλμπουμ, τα ραδιόφωνα όμως δεν το εκτίμησαν ιδιαιτέρως. Κι επίσης μπαίνανε στα λάιβ μου, ρωτούσαν «ποιος παίζει μπουζούκι;» κι όταν λέγαμε «δεν έχουμε μπουζούκι», φεύγανε.
Πάθατε τέτοιο πράγμα;
Βεβαίως! Απ’ το 2010 μέχρι το ’20 διαμορφώσαμε έναν ήχο και μια μπάντα αδιανόητη με τους Bogaz Musique. Μπλέκαμε την Ανατολή και τη Δύση μ’ ένα μοναδικό τρόπο. Με στενοχώρησε κάπου το χάσιμο της επαφής μ’ ένα κοινό που είχε κατά νου μόνο το έρεισμα της λαϊκής τραγουδίστριας, που πρέπει να συμπεριφέρεται βάσει ενός πρωτοκόλλου ή ενός κώδικα.
Τα πρωτόκολλα δεν τα τηρείτε συνήθως. Είστε τρομερά εξωστρεφής στα λάιβ, ανεβαίνετε και χορεύετε στα τραπέζια, ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά απ’ όσα στάδια πέρασα, κατάλαβα ότι μεγάλωσα και ωρίμασα και πως δεν έχει τόση σημασία το τραγούδι καθαυτό, όσο η επικοινωνία. Μία τραγουδίστρια που τη βλέπανε επί 30 χρόνια ήμουν – μην το ξεχνάμε, πρέπει πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να πιάνεις τους άλλους.
Είστε και σαν χαρακτήρας έτσι;
Όχι, φοβόμουν πολύ στη σκηνή τα πρώτα χρόνια. Από ένα σημείο και μετά, ήθελα τον Διόνυσο εκεί που ήμουν κι εγώ, αφού αυτό είναι η μουσική. Ήθελα να πηγαίνω κοντά στον άλλον εγώ, να μην το βλέπω μόνο από τη σκηνή.
Είναι κι ένα δείγμα αγέραστου καλλιτέχνη αυτό, άνευ ηλικίας που λένε. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ άλλες τραγουδίστριες της γενιάς σας, να είναι τόσο εξωστρεφείς.
Εννοείται, εγώ είμαι μία επαρχιώτισσα που την επαρχία τη σέρνω μαζί μου. Και με τα καλά της και με τα κακά της.
Ποια είναι τα κακά της επαρχίας που κουβαλάτε;
Να νοιάζεσαι για το τι θα πει ο άλλος.
Αυτό δείχνει και τη βαθύτερη ανάγκη του καλλιτέχνη για αποδοχή.
Αυτό έτσι κι αλλιώς το’χει ανάγκη ο άνθρωπος. Εμένα όμως μου έδωσε πιο πολλά καλά η επαρχία. Την ανοιχτή αγκαλιά, την αληθινή καλημέρα, την αληθινή αγάπη, την αληθινή επικοινωνία μέσω της μουσικής, του πανηγυριού, της γιορτής, της οικογένειας. Στοιχεία που δεν θα δεις σε αστικά αθηναϊκά σπίτια. Άλλο ν’ ακούς μουσικές την ώρα που πρέπει και άλλο να τις ακούς από το CD player. Άλλο ν’ ακούω τον πατέρα μου, που έψελνε καταπληκτικά, και άλλο να τα ακούς μηχανικά από το ραδιόφωνο. Μιλάω για πράγματα βιωμένα.
Σας ελκύει η επαρχία όσο μεγαλώνετε;
Έχει πολλά καλά η επαρχία. Σαφέστατα μπορώ να μη μένω σε μια μεγαλούπολη, αν το θελήσω, απλά ένας λόγος που είχα για να ζω εδώ είναι ότι ακριβώς δεν πρόκειται για μεγαλούπολη. Επιλέγω πια τα πάντα όσο μεγαλώνω, απ’ το που θα ζήσουμε μέχρι το ποιους ανθρώπους θα έχουμε για συνομιλητές μας.
Έχετε γίνει πιο επιλεκτική ως προς τους ανθρώπους;
Εννοείται. Αναλωνόμουν σε ανούσιες σχέσεις, διότι – αυτό που λέω πάντα – δεν είχα χρόνο. Ήμουν χαμένη μέσα στον κώδικα των τραγουδιών κι όσο πιο μεγάλη επιτυχία είχε αυτό, τόσο πιο πολύ δεν είχα χρόνο για μένα.
Συγχωρείτε εύκολα τους άλλους;
Ναι. Κι εγώ έχω φοβερά ελαττώματα, όπως θέλω κι εμένα να με συγχωρούν, έτσι συγχωρώ κι εγώ. Απλώς, όσο τα χρόνια περνάνε, επιλέγω τους ανθρώπους που θέλω κοντά μου. Δεν έχω αντοχές για να αναλώνομαι πια.
Πιο πολύ έχετε πληγωθεί ή έχετε πληγώσει;
Έχω πληγώσει μάλλον… Το λέω με μια μεταμέλεια, γιατί αισθάνομαι πως είμαι ένας άνθρωπος φωτεινός χωρίς σκοτάδια στη ζωή μου.
Κλαίτε καμιά φορά;
Βεβαίως. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και πιο ευσυγκίνητη, κάτι που δηλώνει την ηλικία μας, αλλά και το πόσο πραγματικά καταλαβαίνουμε την ποιότητα της ίδιας της ζωής, τι είναι τελικά η ζωή.
Και τι είναι η ζωή με δυο λέξεις;
(σκέφτεται) Το να βρεις τη θέση σου μέσα σ’ αυτή για το λίγο χρόνο που ζούμε. Να σταθείς μέσα στη θέση αυτή και να’σαι χαρούμενος.
Περνάει η ζωή σας σαν καλειδοσκόπιο όταν πέφτετε για ύπνο;
Ναι, πολλές φορές. Να σας πω την αλήθεια, τώρα που μιλάμε, αυτό μού ανακινείτε. Όλη μου τη ζωή, αφού όλα μου τα φέρατε στο μυαλό μου. Δεν είμαι άνθρωπος που μ’ αρέσει να σκέφτομαι τόσο τον εαυτό μου, όσο τους άλλους. Όταν γίνεται κάτι επιδραστικό στη ζωή, όπως η απώλεια, εκεί πραγματικά αρχίζεις και σκέφτεσαι τον πυρήνα της ύπαρξής σου. Ωραία κουβέντα κάνουμε…Αυτό είναι υγεία, γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που δεν μπορούν να φτάσουν σε βαθύτερο σημείο αυτογνωσίας, ίσως λόγω του εγωισμού τους. Να αποδεχτούν πρώτα τους εαυτούς τους και μετά όλους τους άλλους.
Πάμε πάλι στο δίσκο. Εσείς επιλέξατε τα συγκεκριμένα κοσμαγάπητα τραγούδια του Καλδάρα;
Αν βλέπατε την πρώτη λίστα, θα καταλαβαίνατε πόσο άγχος είχα κάθε φορά που αφαιρούσαμε όλοι μαζί κάποιο κομμάτι για να έμπαινε στη θέση του κάποιο άλλο επικρατέστερο. Αυτό που καταφέραμε να κάνουμε με τα παιδιά ήταν να δώσουμε μια φρεσκάδα σ’ ένα χιλιοειπωμένο υλικό. Θεωρώ νίκη που δώσαμε σε γνωστά τραγούδια του Απόστολου, σαν το «Γιατί γλυκιά μου κλαις» ή το «Ας παν στην ευχή τα παλιά», ένα φρέσκο ήχο, από καρδιάς και όχι με πολλά φτιασίδια.
Πως σκοπεύετε να στηρίξετε συναυλιακά το άλμπουμ;
Δυστυχώς τα πράγματα έγιναν ανάποδα. Πέρσι, λόγω της πανδημίας, κάναμε παραστάσεις στον Σταυρό του Νότου κι επίσης δεν μπορούσα να αρνηθώ τη μεγαλεπήβολη πρόταση του «θείου» να τραγουδήσω μαζί του στο αφιέρωμα στον Καλδάρα στο Ηρώδειο. Οπότε πέρσι εξαργυρώθηκε μ’ ένα τρόπο συναυλιακά ο καινούργιος δίσκος.
Τι είναι αυτό που κάνει έναν τραγουδιστή να γίνει πετυχημένος; Το ταλέντο, οι επιλογές του, ο χαρακτήρας του;
Πολλά πράγματα. Η δική μου γενιά τα έκανε όλα λίγο πιο νορμάλ, ανεβήκαμε δηλαδή και τραγουδήσαμε σε μια μουσική σκηνή. Σιγά – σιγά ήρθαν η δισκογραφία και οι μεγάλες συνεργασίες, αλλά με τα ραδιόφωνα παρόντα. Όλα, ραδιόφωνα, τηλεόραση και μουσικός Τύπος ήταν εκεί. Από’ να σημείο και μετά η εξέλιξη της digital εποχής έφερε και το κακό πράγμα. Πάντα η εξέλιξη δεν φέρνει μόνο καλό, οπότε δεν είναι εύκολο ένας ταλαντούχος τραγουδιστής να δείξει στον κόσμο τι ακριβώς είναι. Σίγουρα δεν φτάνει μόνο το να έχεις καλή φωνή.
Κυρία Τσαλιγοπούλου, τα είπαμε όλα νομίζω και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Ήταν μια συνέντευξη – καλειδοσκόπιο της ζωής και της πορείας μου, όπως ακριβώς το είπατε προηγουμένως.
Χρόνια έμπροσθεν της εποχής της
ΑπάντησηΔιαγραφή