Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/
http://picasion.com/

Μητροπολίτης Κίτρους: Γνώρισα τον Άγιο Γεράσιμο τον Υμνογράφο

Του Μητροπολίτου Κίτρους Κατερίνης & Πλαταμώνος κ. Γεωργίου

«Εν παντί έργω αυτού έδωκεν εξομολόγησιν αγίω Υψίστω ρήματι δόξης˙
Εν πάση καρδία αυτού ύμνησε και ηγάπησε τον ποιήσαντα αυτόν˙
Έστησε ψαλτωδούς κατέναντι του θυσιαστηρίου και εξ ηχούς αυτών γλυκαίνειν μέλη˙
Έδωκεν εν εορταίς ευπρέπειαν˙
Εκόσμησε καιρούς μέχρι συντελείας εν τω αινείν αυτούς το άγιον όνομα Αυτού»

(Σοφία Σειράχ 47, 8-10)

Η έναρξη του νέου έτους 2023 σηματοδοτήθηκε από την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (10-1-2023) να αναγνωρισθεί ως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο Αγιορείτης Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο οποίος έγινε ευρύτατα γνωστός ως Υμνογράφος της Εκκλησίας,

Είχα την ευλογία, ως μαθητής Β΄ Λυκείου το 1980, να γνωρίσω τον Γέροντα Γεράσιμο, τον οποίο συναναστράφηκα μέχρι και την οσιακή κοιμήσή του. Είχα την τιμή να μελετήσω το υμνογραφικό έργο του και να ασχοληθώ επιστημονικά με αυτό.


Καρπός εκείνης της επιστημονικής έρευνας αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία:

Ο Υμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε Αγίους της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στη μελέτη του βίου και του έργου του, Θεσσαλονίκη 1997.

Το έργον του Υμνογράφου Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου. Ευρετήρια, Θεσσαλονίκη 1997.

Μια σύγχρονη Μορφή του Αγίου Όρους, Βέροια 2002.

Τα δύο πρώτα ως άνω συγγράμματα εξέδωσε ο «Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης–Θεσσαλονίκη 1997» και παρουσιάσθησαν επίσημα από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο το ίδιο έτος στη Villa Bianca Θεσσαλονίκης.

Προκειμένου να μην επαναλάβω κοινότυπα όσα έγραψα τότε, θεώρησα προτιμότερο να παραθέσω αποσπάσματα: α) επισήμων Εκκλησιαστικών Γραμμάτων και β) κειμένων σεβασμίων προσώπων με βαρύνουσας σημασίας γνώμες, οι οποίες συνιστούν, είτε έμμεση είτε άμεση, αναγνώριση της αγιότητας του Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ακόμη και από την εποχή που ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Πρόκειται, ασφαλώς, για μαρτυρίες προσώπων που τον γνώρισαν, συνεργάστηκαν, συναναστράφηκαν μαζί του και συνδέθηκαν πνευματικά με τον σύγχρονο αυτόν Άγιο.

ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΒΙΟΥ

Είναι δυσαναρίθμητες οι αναφορές περί της αγιότητας του Γέροντος Γερασίμου. Ο ίδιος ο Υμνογράφος χαρακτηρίζεται ως συνεχιστής των Βυζαντινών Υμνογράφων όχι μόνον στην υμνογραφική τέχνη αλλά και στην βίωση της αγιότητας που τον χαρακτήριζε (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 217/29-1-1955 έγγραφον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος).

Επί πλέον αναγνωρίζεται:

Τόσο το υμνογραφικό έργο όσο και η προσωπικότητά του (βλ. το από 29-10-2001 Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου).

Η κατά Θεόν βιοτή και πολιτεία (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 198/3-3-1988 Γράμμα της Αρχιγραμματείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου).

Η θεοφιλής άσκησή του στο Άγιον Όρος (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 642/23-8-1989 Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου).

Η πυρπόληση της καρδίας του από θεία φλόγα (βλ. το από 14-8-1977 Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου).


Αξιομνημόνευτες είναι οι παρακάτω απόψεις:

Μετά την εκδημία του «ταίς αγγελικαίς φωναίς συνάδει το της θεότητος ατελεύτητον κράτος» (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4382/15-10-2001 Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου).

Η καρδιά του ήταν πλήρης από «ένθεους και αγιολογικούς ψυχικούς γλυκασμούς» (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Θρέμμα και έμμετρος φωνή της ερημου», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 54).

Υπήρξε «εν έργοις και λόγοις» μιμητής του Τιμίου Προδρόμου και των Οσίων της Αθωνικής Ερήμου (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Θρέμμα και έμμετρος φωνή της ερημου», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 58).

Βίωσε «την όντως πνευματικήν και εξαϋλωμένην ζωήν ο νέος την ηλικίαν, πλην πολιός την φρένα […] καθαρά και θεοφώτιστος διάνοια» (Γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου, Από τον κήπο του παππού. Αγιορειτικαί Διηγήσεις, Θεσσαλονίκη 1994. Βλ. Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Θρέμμα και έμμετρος φωνή της ερημου», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 58-59).

«Τι πρώτον και τι ύστερον, αγαπητοί μου, να είπη τις διά την σεπτήν ταύτην μορφήν του π. Γερασίμου; Οσάκις με επεσκέπτετο εν τω γραφείω μου παρά τη Ιερά Μητροπόλει, πάντοτε αι συζητήσεις του ήσαν κατ’ εξοχήν πνευματικαί. Και επομένως ωφέλεια προήρχετο εξ αυτών τούτων των συζητήσεων. Ουδέποτε κατέκρινεν αδελφόν του. Ουδέποτε εψεύσθη. Ουδέποτε εκακολόγησε ή εσυκοφάντησε. Ο π. Γεράσιμος, αδελφοί μου, δεν ήτο ερπετόν ίνα έρπη διά της κοιλίας εις την γην. Ήτο αετός. Αετός υψιπετής. 

Κάτι παρόμοιον προς τον υψιπετήν αετόν, τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, ως αποκαλούμεν τον Θεολόγον και ηγαπημένον του Κυρίου μαθητήν. Δεν ησχολείτο με τα μικρά. Δεν ησχολείτο με τας κατωτερότητας. Ησχολείτο με τα υψηλά, με τα πνευματικά. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον η σωφροσύνη και η σύνεσίς του, αλλά και η δικαιοσύνη του απετέλουν τα κοσμήματα εκείνα τα οποία έδιδον την εικόνα την χαρακτηριστικήν του εσωτερικού του κόσμου. Άπαντας εδίδασκε διά του αγίου παραδείγματός του. Άπαντας ενουθέτει. 

Υπέρ πάντων προσηύχετο. Ουδέποτε κατέλειπε ακολουθίαν. Από όρθρου βαθέως μέχρι μεσούσης νυκτός, επτάκις της ημέρας κατά τον Δαβίδ, εδοξολόγει τον Κύριον της δόξης. Και ασθενής εισέτι δεν παρέλειπε το καθήκον της ευχαριστίας και δοξολογίας του εν Τριάδι Θεού. Και είθε και οι Πατέρες οι συγκροτούντες τας αδελφότητας του Αγίου Όρους, τας Σκήτας και τα Κελλία, να διδάσκωνται από τον άγιον βίον και το λαμπρόν και ακτινοβόλον παράδειγμα του αγίου Γερασίμου και να μην ασχολούνται με μικρότητας αι οποίαι δυσφημίζουν τούτους. 

Ο άγιος Γεράσιμος υπήρξεν εν φαινόμενον διά την εποχήν του και παράδειγμα διά την εποχήν του. Και θα πρέπη και οι εν τοις όρεσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης, αλλά και οι εν ταίς πόλεσι ακολουθούντες τον άγαμον βίον, κληρικοί και μοναχοί, να τον έχωσι ως πρότυπον εις την ζωήν των, όπως εκείνος είχεν ως πρότυπόν του τον Χριστόν και μόνον τούτον. Πάτερ Γεράσιμε! 

Εν ουρανοίς ευρισκόμενος, κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν, εύχου υπέρ πάντων ημών, υπέρ της αδελφότητός σου, υπέρ του Αγιωνύμου Όρους και υπέρ της φιλτάτης ημών πατρίδος, γλυκυτάτης Ορθοδόξου Ελλάδος» (Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Β΄, «Αετός υψιπετής», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 172-173).

«Ο αείμνηστος άγιος Γέροντας δεν υπήρξε κάτοχος πανεπιστημιακών πτυχίων, αλλά εν τη άκρα ταπεινώσει αυτού και τη αφιερώσει εις τον Θεόν, την Εκκλησίαν και το μοναστικόν ιδεώδες, εν τη αυστηρότητι και αγιότητι βίου και αρετής και εν θερμή πίστει και τη αγάπη του, επέτυχε την υπέρβασιν της κατά κόσμον σοφίας και πανεπιστημιακής μορφώσεως και ανεδείχθη Θεού δοχείον θείων και ουρανίων ναμάτων και εμπνεύσεων, θεολογίας τε και υμνολογίας θεράπων και ιερουργός, γενόμενος ισάγγελος των αγγελικών ουρανίων ταγμάτων, των λειτουργούντων και υμνολογούντων αενάως και διηνεκώς την δόξαν του εν Τριάδι Θεού […]. 

Ποίος θα τολμήση τοιούτον πνευματικόν και ουράνιον εγχείρημα, να υμνολογή ως άγγελος φωτός, την δόξαν του Θεού; Να στιχουργή, να συγγράφη, να ιερουργή την εκκλησιαστικήν ποίησιν και υμνογραφίαν προς δόξαν Θεού; Ουδείς άλλος, ει μη ο ουράνιος άνθρωπος, ο ισάγγελος άνθρωπος, ο επίγειος άγγελος, ο την κλήσιν έχων από Θεού, ο εμπνευσμένος υπό της θείας Χάριτος, ο άγιος εν τοις αγίοις, ο εν ασκήσει και ισαγγελική πολιτεία διάγων και βιαζόμενος κατά Θεόν άνθρωπος, ο εν ουρανία σπουδή εντρυφών και διαιτούμενος άνθρωπος, ο ζων ουκέτι αυτός δι’ εαυτόν, αλλά ζων εν αυτώ ο Χριστός» […]. 

Ο αείμνηστος Άγιος Γέροντας κατατάσσεται μεταξύ των πατέρων της Εκκλησίας, μεταξύ των μεγάλων υμνογράφων της Εκκλησίας. Είναι ο υμνητής της δόξης του Θεού ως άλλος άγγελος επί της γης […]. 


Ο Άγιος Γέροντας π. Γεράσιμος, ασκούμενος εις την θεολογίαν της ερήμου, της νοεράς προσευχής και της διά πνευματικών βαθμίδων εν Χριστώ τελειώσεως, έφθασεν επαξίως εις ύψιστα επίπεδα αρετής, σωφροσύνης και αγιότητος» (Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Νικοδήμου, «Εις μνήμην του Γέροντος», Υμνήτωρ, Βέροια 2021, 202-203, 205, 209).

«Διαμονή ‘’εν γη αβάτω και ανύδρω’’ (Ψαλμ. 101,6), ώσπερ ‘’στρουθίου μονάζοντος επί δώματος’’, ‘’πελεκάνου ερημικού’’, ‘’νυκτοκόρακος εν οικοπέδω’’ (Ψαλμ. 101,7-8) […]. Και έτσι ανέθαλε μια μικρή Εδέμ στην άλλοτε άνικμη και κατάξερη Μικρή Αγία Άννα, με τον πατέρα Γεράσιμο γράφοντα, ψάλλοντα και υμνούντα τον Πανάγαθο Θεό, εν μέσω αυτής και αυτών, περιπολούντα και απολαμβανοντα, ως ο Αδάμ προ της παρακοής. 

Είχε ο ευλογημένος το δέμας και την εμφάνισι αντιστρόφως ανάλογα προς τα μεγάλα και θεόσδοτα χαρίσματά του, το θρέμμα αυτό της ερήμου, το καύχημα του αγιορειτικού μοναχισμού, η δόξα της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, το σέμνωμα του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου» (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Έλξις, Αίγλη και Ευλογία», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 185, 187, 189).

«Ο Γερασιμάκης, όπως από αγάπη απεκαλείτο, κατέστη αθλητής στα ουρανογείτονα πνευματικά χαρακώματα, εκείνα των παννύχων στάσεων, των μακρών νηστειών, των δακρυβρέκτων δεήσεων, των δαιμονοκινήτων πειρασμών, μέρες και νύχτες, χειμώνες και καλοκαίρια, έτη πολλά» (Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Ο Μακάριος Γέρων», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 241).

Η αγιότης ήτο κεχαραγμένη εις την μορφήν του. Πολλάκις η φυσιογνωμία του εχαρακτηρίσθη ως «ιερή» (βλ. ενδεικτικά Μητροπολίτου Γουμενίσσης Δημητρίου, «Εκφαντορική Αποκάλυψη», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 224) ή ως «βιβλική» (βλ. ενδεικτικά Μητροπολίτου Ξάνθης Παντελεήμονος, «Αντίδωρο υιικής αγάπης και ευγνωμοσύνης», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 228), ή ως «κεχαριτωμένη οσιότης» (Απόσπασμα επιστολής του Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού, 5-8-1989. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Ο Μακάριος Γέρων», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 243), ενώ ο ίδιος ως «μακάριος» και «τέκνον της ερήμου» (Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου, Λαυσαικόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, 44-45).

«Έζησε οσιακά, αλλά και κοιμήθηκε οσιακά, μεταφερόμενος στα ουράνια, για να συναντήσει τον Κύριό μας, την Θεοτόκον και τους Αγίους που αγάπησε και ύμνησε» (Μητροπολίτου Ξάνθης Παντελεήμονος, «Αντίδωρο υιικής αγάπης και ευγνωμοσύνης», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 230).

«Μοναχός ταπεινός, βιαστής της Βασιλείας των Ουρανών, υπερορών σαρκός και των της σαρκός, προσευχητικός, πράος, γλυκύς, προσηνής, φιλόθεος και φιλάνθρωπος, διδακτικός, συγχωρητικός, ευκατάνυκτος, άγρυπνον έχων το όμμα της ψυχής, αυστηρός στον εαυτό του και συγκαταβατικός στους συνανθρώπους … 

Ο π. Γεράσιμος μετετέθη προς τον Κύριο που επόθησε και ύμνησε. Τώρα καθαρώτερα –πρόσωπον προς πρόσωπον– καθορά την Αγία Τριάδα. Πιστεύω ότι πρεσβεύει υπέρ ημών των περιλειπομένων» (Πρόλογος του Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους στο βιβλίο του Αρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου [νυν Μητροπολίτου Κίτρους], Μια σύγχρονη Μορφή του Αγίου Όρους, Βέροια 2002, 11, 13).

«Σαν άλλος επίγειος άγγελος, διεμόρφωσε μια καρδιά πάλλουσαν υμνητικώς, ψάλλουσαν αδιαλείπτως την δόξαν του Θεού» (Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Θεσσαλονίκη 1997, 18-19).

Ανήκει στις «μεγάλες μορφές της τιμίας χορείας των σοφών, λογίων, ευλαβών και σεβασμίων Αγιορειτών Γερόντων του αιώνος μας» (Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων», Πρωτάτον 33, 5).

«Δένδρο εύχυμο και πολύκαρπο του Αγίου Πνεύματος» «Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Φραγκάκου (νυν Μητροπολίτου Εδέσσης, «Ακολουθίαι Βεροιέων Αγίων», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 273).

«Λύρα γλυκυτάτη […] Πνεύματι Αγίω υπηχουμένη» (Ιερομονάχου Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, «Επίτομα Ιαμβικά Μηνολόγια», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 297).

«Εν ουρανοίς τους δόμους περιπολεύων» (Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Φραγκάκου (νυν Μητροπολίτου Εδέσσης), «Ακολουθίαι Βεροιέων Αγίων», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 279).

«Μετά Αγίων συνεστώς ηγαπημένων σοι, ουρανόθεν μη ελλείπης ευχαίς στηρίζειν» (Ιερομονάχου Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, «Επίτομα Ιαμβικά Μηνολόγια», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 297).

«Απήλθε Γεράσιμος ένθα πάσα τερπνότης» (Μοναχού Πορφυρίου Σιμωνοπετρίτου, «Είκοσι Υμνογραφήματα του Γέροντος Γερασίμου Χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 315).

«Ανασηκώνοντας δε διακριτικά τον μανδύα της χριστομιμήτου άκρας ταπεινώσεως του Γέροντος υμνογράφου, αποκαλύπτει το μυστήριο της εμπνεύσεώς του και την πηγή των ύμνων των θείων ερώτων του. Γιατί ο πατήρ Γεράσιμος δεν ήταν ‘’φρέαρ συντετριμμένον’’, αλλά πηγή ‘’ύδατος ζώντος’’, ‘’αλλομένου εις ζωήν αιώνιον’’» (Πρόλογος του Καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη στο βιβλίο του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997, 14).


ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Με τις παραπάνω προϋποθέσεις, το υμνογραφικό έργο του Οσίου Γερασίμου:

Είναι προιόν «ευσεβείας και βαθείας πίστεως» και όχι απλώς γλαφυρού καλάμου (βλ. το από 18-10—1955 Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου).

Χαρακτηρίζεται από αίσθημα πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, γνώρισμα των Αγίων ανθρώπων (βλ. το υπ’ αριθμ.πρωτ. 217/29-1-1955 έγγραφον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος).

Συνιστά προσευχή και όχι φιλολογική ενασχόληση (βλ. το από 14-8-1977 Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου).

Ανήκει στην χορεία των Αγίων Υμνογράφων Ρωμανού Μελωδού, Ιωάννου Δαμασκηνού και Ανδρέου Κρήτης (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4382/15-10-2001 Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου).

«[Η Ασματική Ακολουθία των Αγίων Πατέρων της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου] είναι εκ των αρίστων δειγμάτων της ιεράς και εμπνευσμένης υμνογραφικής παραγωγής του ευλαβούς εν μοναχοίς Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, του και Υμνογράφου της Μεγάλης Εκκλησίας […]. Η θεία έλλαμψις εκίνησε ταχύν και ευθύν τον κάλαμον του συγγραφέως του οξυγράφου» (Μητροπολίτου Γέροντος Εφέσου Χρυσοστόμου, Θεολογική ανάλυσις Ακολουθίας Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 268, 269).

«Η υμνογραφική παραγωγή του Γερασίμου εμφορούνταν από την αγιότητα. Υπήρξε «έφεσις ισόβιος και πηγαία και καθολική ψυχική συναρπαγή, στους πνευματικούς χώρους των ημερινών και των νυκτερινών εγκύψεών του» (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Θρέμμα και έμμετρος φωνή της ερημου», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 56).

«Το σύνολο των ύμνων του π. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου είναι προιόν της εν τω Αγίω Όρει του Άθω ως μοναχού και δη παιδιόθεν οσίας βιωτής του, απαύγασμα της ευλαβείας της ψυχής του και έκφρασις της καθαρότητος του συνειδότος του» (Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοτόμου, «Θρέμμα και έμμετρος φωνή της ερημου», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 59).

«Ο π. Γεράσιμος έπαθε τα θεία και έμαθε τα θεία, όπως επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, αλλά επί πλέον και ύμνησε τα θεία. Εξεζήτησε τα βάθη του Πνεύματος και του προσετέθησαν τα κάλλη του φθέγματος. Αυτή είναι, ως γνωστόν, η μεγάλη προσφορά του στην Εκκλησία» (Πρόλογος του Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους στο βιβλίο του Αρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου [νυν Μητροπολίτου Κίτρους], Μια σύγχρονη Μορφή του Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη 2002, 12).

Τη θεοπνευστία των ύμνων εξηγεί ο ίδιος ο Υμνογράφος:

«Να υπάρξη μόνωσις, εσωστρέφεια, προσευχή εν καρδία μυστική, δι’ ων έρχεται το θείον φως και επισκιάζει η χάρις του Κυρίου και ο υμνογραφών καθίσταται θεόπνευστος. Τότε ο νούς βρύει αφθόνως τα νοήματα ως πηγή πολυχεύμων και η χείρ δεν προλαμβάνει ενίοτε να γράφη α υπαγορεύει η καρδία, τα δε παραγόμενα άσματα είναι πράγματι προιόντα θεία, ευφραίνοντα ψυχάς» (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, «Η υμνογραφία εν Αγίω Όρει», Επετηρίς Αθωνιάδος Σχολής, Αθήναι 1966, 76-77).

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ (COMMUNIO SANCTORUM)


Η αγιότητα του Γέροντος Γερασίμου εμφαίνεται και από το γεγονός ότι διατηρούσε κοινωνία με τους Αγίους. Η κοινωνία αυτή, ως βιωματική σχέση, αν και εντέχνως κρυμμένη, συχνά γινόταν αντιληπτή:

«Αναπολούμε με συγκίνηση την βιβλική μορφή του μακαριστού Γέροντος Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, παρά του οποίου ευτυχήσαμε να κατέχουμε ιδιόχειρη επιστολή με ημερομηνία 2-12-1985. Μας έγραφε τότε ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος με την χαρακτηριστική επισεσυρμένη γραφή του: ‘’Πανοσιολογιώτατε Άγιε Πρωτοσύγκελλε, κατ᾽ εισήγησιν του λίαν αγαπητού ημίν αδελφού πατρός Κωνσταντίνου Βαστάκη, σας αποστέλλω δύο εμφανίσεις του νεοφανούς Αγίου Ραφαήλ’’. 

Σε συνημμένη λοιπόν δακτυλογραφημένη επιστολή ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος αναφέρει επί λέξει: ‘’Μετά την σύνταξιν της πλήρους και πανηγυρικής ακολουθίας μετά του παρακλητικού κανόνος των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, μίαν εσπέραν διελογιζόμην κατά πόσον εγένετο δεκτή η εργασία μου αύτη από τους Αγίους. Ταύτα σκεπτόμενος κατεκλίθην και μόλις έκλεισα τους οφθαλμούς είδον ότι ήνοιξεν η θύρα του κελλίου μου και εισήλθεν ιεροπρεπής τις άνθρωπος ενδεδυμένος ιερατικήν στολήν. Μόλις τον είδον ανεβόησα: 

Ο Άγιος Ραφαήλ, και εκίνησε κλίνων την κεφαλήν του, επιβεβαιών τρόπον τινά την αναφώνησίν μου. Τότε πλήρης χαράς τω είπον: Άγιε Ραφαήλ, εδέχθητε την παρ᾽ εμού ποιηθείσαν ακολουθίαν; Κλίνας πάλιν την κεφαλήν και μειδιάσας σεμνώς είπεν ηρέμα “ναί”, και εγένετο άφαντος, πληρώσας αρρήτου χαράς και ευφροσύνης την ταπεινήν μου καρδίαν. Αφού συνέταξα την Ακολουθίαν την απέστειλα εις Μυτιλήνην και, εγκριθείσα παρά της Ιεράς Συνόδου, ετέθη αμέσως εις λειτουργικήν χρήσιν, και ιδία ο παρακλητικός κανών, οπότε λαμβάνω επιστολήν εκείθεν λέγουσαν μεταξύ των άλλων και τα εξής: 

Ευλαβείς προσκυνηταί εν Θερμή είδον οφθαλμοφανώς έξω του Ναού τους Αγίους Ραφαήλ και Νικόλαον, κρατούντας εκ των χειρών την μικράν Αγίαν Ειρήνην και βαδίζοντας να εισέλθουν εν τω ναώ. Μόλις έφθασαν εις την θύραν, η Αγία Ειρήνη δεν ήθελεν να εισέλθη και ταύτα ήκουσαν να λέγη προς τους κρατούντας αυτήν Αγίους: “Δεν θα εισέλθω διότι ο πατήρ Γεράσιμος δεν με έχει συμπεριλάβει εις το Απολυτίκιον”. Και πράγματι, αδελφοί μου, εις το Απολυτίκιον είχον μόνον τους Αγίους Ραφαήλ και Νικόλαον. Τότε έσπευσαν να μου καταστήσουν γνωστά τα ανωτέρω και αμέσως τροποποιήσας το Απολυτίκιον κατά τι, συμπεριέλαβον εν αυτώ και την Αγίαν Παρθενομάρτυρα Ειρήνην, ζητήσας παρ᾽ αυτής συγχώρησιν, διά το ακούσιον πταίσμα, διότι δεν εγένετο τούτο εκ προθέσεως. 

Ταύτα προς δόξαν Θεού και τιμήν των Αγίων και θαυματουργών Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, των θαυμαστώς δοξασθέντων και ενεργούντων παραδόξως εις τους μετά πίστεως επικα-λουμένους αυτούς’’. Ασφαλώς γνώστης της ασκητικής γραμμής περί προσοχής στα ενύπνια, με την ως άνω μαρτυρία του αφενός μας δίνει ένα τεκμήριο διακριτικής μελέτης των ασκητικών διατυπώσεων περί θείων αποκαλύψεων και αφετέρου μας επιτρέπει σήμερα, μετά τόσους χρόνους από την κοίμησή του, να εικάσουμε ασφαλώς ότι και άλλων τοιούτων ιερών αντιλήψεων και πνευματικών παρακλήσεων θα αξιώθηκε στην ασκητική του δολιχοδρομία, ο σοφός και προσηνής, ο βιβλικής φυσιογνωμίας ευμοιρήσας ποιητής και εγκωμιαστής τόσων Αγίων. 

Σήμερα, που ο ποιμαντικός και ο θεολογικός λόγος σπανιώτατα εδράζεται αμέσως στην θεοπτική εμπειρία, αλλά και ο θεωρητικός και πρακτικός χριστιανικός βίος είναι άγνωστοι στην συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, δεν μας απομένει πολλάκις παρά ο συγκλονισμός των θαυμάτων, για να παρακινήσει σε λυτρωτική και σωτηριώδη μετάνοια» (Μητροπολίτου Γουμενίσσης Δημητρίου, «Εκφαντορική Αποκάλυψη», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 222-225).

«Και όταν μιλούσε για τους Αγίους της Εκκλησίας μας, τους Πατέρες, Μάρτυρες και Οσίους για τους οποίους έγραψε Ιερές Ακολουθίες και ύμνησε με το χάρισμα που του έδωσε ο Κύριός μας, τον έβλεπες να γεμίζουν τα μάτια του δάκρυα […]. Θυμάμαι ζωντανά, ένα χειμωνιάτικο βράδυ που δεν νύσταζα, και είναι σπάνιο αυτό, γιατί είχα ξεκουραστεί το μεσημέρι, θέλοντας να μείνω περισσότερο κοντά του να απολαύσω τις πλούσιες πνευματικές του εμπειρίες, του είπα: 

‘’Γέροντα, πες μου σε παρακαλώ τι έχεις ακούσει, τι ξέρεις για το τάγμα των γυμνών και ανυπόδητων μοναχών που ζούν και ζούσαν στις απρόσιτες περιοχές του Άθωνα; Το πρόσωπο του Γέροντα φωτίστηκε, ανακάθισε στην πολυθρόνα του, χάιδεψε την βιβλική γενειάδα του, χαμογέλασε δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι ευχαριστούσε και εκείνον να διηγείται για τέτοιους Αγίους ανθρώπους και άρχισε να μιλάει κατά τέτοιο τρόπο που έλεγα μέσα μου να μην τελειώσει ποτέ» (Μητροπολίτου Ξάνθης Παντελεήμονος, «Αντίδωρο υιικής αγάπης και ευγνωμοσύνης», Υμνήτωρ, Βέροια 2001, 229).

Παραθέτοντας δειγματοληπτικά τις παραπάνω προσωπικές μαρτυρίες, θεωρώ ότι η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αναγνωρίσει τον Υμνογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη ως Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι μόνον δίκαιη αλλά και επιβεβλημένη. Και εξηγούμαι.

Η αναγνώριση του Γέροντος Γερασίμου ως Αγίου έχει και ποιμαντικές διαστάσεις. Όπως επισήμανε πριν 25 χρόνια ένας σύγχρονός του λόγιος αγιορείτης μοναχός, αποτελεί «ανάγκη παρουσιάσεως ενός αληθινού χριστιανού, σε μίαν εποχήν εκτεταμένης διαφθοράς και προκεχωρημένης σήψεως ιδεών και ηθικής παγκοσμίως» (Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης, Θεσσαλονίκη 1997, 23.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ