Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο ρεπορτάζ η ίδια προσπάθησε να υποβαθμίσει τις ευθύνες της. «Είναι αλήθεια, γνώριζα για τις δραστηριότητες του κ. Παντσέρι. Γνώριζα ότι στο σπίτι μου υπήρχαν βαλίτσες γεμάτες λεφτά», φέρεται να είπε η Εύα Καϊλή.
Και όπως σημειώνουν και οι συντάκτες του άρθρου, «από την άλλη, μάλλον δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο αφού, όταν η βελγική αστυνομία μπήκε στο σπίτι της, ήταν αυτή που τηλεφώνησε στον πατέρα της και του έδωσε εντολή να κρύψει τα χρήματα. Τον έπιασαν στο Sofitel, ένα από τα πιο όμορφα ξενοδοχεία της πόλης, με μια βαλίτσα γεμάτη με λεφτά». Επιπλέον, επικαλούμενοι έγγραφα Βέλγων ανακριτών, οι δημοσιογράφοι της ιταλικής εφημερίδας αναφέρουν ότι «μετά τη σύλληψη του συζύγου της, η Καϊλή προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Παντσέρι και δύο ευρωβουλευτές για την παρούσα έρευνα, με αποτέλεσμα τελικά οι αρχές να συλλάβουν και την ίδια, κάτι που δεν προβλεπόταν σε πρώτο στάδιο».
Στα δημοσιεύματα αναφέρεται ότι όταν ο σύντροφος της κυρίας Καϊλή, ο Φραντσέσκο Τζόρτζι, ανακρίθηκε παραδέχτηκε ότι ήταν μέλος μιας οργάνωσης που χρησιμοποιεί τόσο το Μαρόκο όσο και το Κατάρ για να παρεμβαίνει στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη «Le Soir», ο Παντσέρι φέρεται να «δείχνει» ως αποδέκτη δώρων από το Κατάρ και τον σοσιαλιστή ευρωβουλευτή, Μαρκ Ταραμπέλα.
To περιοδικό Knack κάνει λόγο και για την επιχείρηση της αστυνομίας που έλαβε χώρα στις 9 Δεκεμβρίου. Στο εν λόγω απόσπασμα με τίτλο «Πανικός» επισημαίνεται ότι «η αστυνομία σταμάτησε τον Φραντσέσκο Τζόρτζι λίγο αφότου έφυγε από το διαμέρισμά τους στην ευρωπαϊκή συνοικία την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου. Τότε, η Καϊλή πανικοβλήθηκε. Η πρώην παρουσιάστρια όχι μόνο επικοινώνησε με τον πατέρα της αλλά, σύμφωνα με το ένταλμα σύλληψης, προσπάθησε επίσης να προειδοποιήσει τον κ. Παντσέρι, καθώς και «δύο βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που κατονομάζονται σε αυτήν την έρευνα». Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται».
«Απόψε είδα πάλι τον πατέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤριαντατρία χρόνια πεθαμένος
και δεν κουράστηκε να μ’ επισκέπτεται.
Φορούσε το καπέλο του πως θα ταξίδευε.
Η μητέρα μου μπάλωνε στη γωνιά.
«Κάτσε», του λέει, «πού ήσουνα»”.