«Το λευκό του μουσείου είναι από τους μύστες» λέει η Αγγελική Κοτταρίδη, η αρχαιολόγος και ανασκαφέας πάνω από 1.500 τάφων σε όλη την ελληνιστική οικουμένη, που εδώ και 45 χρόνια δουλεύει με πείσμα και αφοσίωση για τη δημιουργία του Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών, του πολύμορφου, πολυδύναμου, ευέλικτου και συνεχώς εξελισσόμενου μουσείου, εμβαδού 146.000 τετραγωνικών μέτρων, που ενώνει το νέο κεντρικό κτίριο με το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, δηλαδή το Ανάκτορο και την ταφική συστάδα των Τημενιδών, καθώς και το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων.
Διαβάστε αναλυτικά την συνέντευξη που έδωσε στην έντυπη LiFO
«Είναι αυτή η αίσθηση που έχεις όταν είσαι στο αεροπλάνο και μπαίνεις σε ένα σύννεφο, το λευκό που λένε όλοι ότι βλέπουμε όταν φεύγουμε από τη ζωή… Όλη η μυστικιστική προσέγγιση των αρχαίων είναι λευκό, η νήσος Λεύκη, ο λευκός κόσμος, το λευκό κυπαρίσσι στον Άδη. Τα αρχαία δεν είναι κανονικά αντικείμενα, είναι όλα πράγματα που έχουν πεθάνει, έχουν θαφτεί και ανασταίνονται σε μια νέα ζωή. Είναι όπως ο Χριστός, μη μου άπτου. Τα αρχαία είναι μη μου άπτου, δεν μπορείς να τα πιάσεις. Αυτό είναι το λευκό στο μουσείο και θα ήθελα να δημιουργεί και μια μικρή αναστάτωση».
Μας ξεναγεί στα εκθέματα και μας δείχνει περήφανη τις όρθιες προθήκες που είναι στην ουσία installations με εκθέματα ταξινομημένα θεματικά και όχι χρονολογικά, με τρόπο που δεν έχεις ξαναδεί σε κανένα αρχαιολογικό μουσείο, πουθενά. Στον μεγάλο εκθεσιακό χώρο που φιλοξενεί την έκθεση «Αιγών Μνήμη», μια ευέλικτη έκθεση με μετακινούμενες προθήκες σχεδιασμένη έτσι που να μπορεί να δέχεται νέα ευρήματα, υπάρχουν τοποθετημένες γυναικείες μορφές με διάφανα σώματα, σαν φαντάσματα, ντυμένες με τα ευρήματα του τάφου που τις φιλοξενούσε.
«Είναι αυτή η αίσθηση που έχεις όταν είσαι στο αεροπλάνο και μπαίνεις σε ένα σύννεφο, το λευκό που λένε όλοι ότι βλέπουμε όταν φεύγουμε από τη ζωή… Όλη η μυστικιστική προσέγγιση των αρχαίων είναι λευκό, η νήσος Λεύκη, ο λευκός κόσμος, το λευκό κυπαρίσσι στον Άδη. Τα αρχαία δεν είναι κανονικά αντικείμενα, είναι όλα πράγματα που έχουν πεθάνει, έχουν θαφτεί και ανασταίνονται σε μια νέα ζωή. Είναι όπως ο Χριστός, μη μου άπτου. Τα αρχαία είναι μη μου άπτου, δεν μπορείς να τα πιάσεις. Αυτό είναι το λευκό στο μουσείο και θα ήθελα να δημιουργεί και μια μικρή αναστάτωση».
Μας ξεναγεί στα εκθέματα και μας δείχνει περήφανη τις όρθιες προθήκες που είναι στην ουσία installations με εκθέματα ταξινομημένα θεματικά και όχι χρονολογικά, με τρόπο που δεν έχεις ξαναδεί σε κανένα αρχαιολογικό μουσείο, πουθενά. Στον μεγάλο εκθεσιακό χώρο που φιλοξενεί την έκθεση «Αιγών Μνήμη», μια ευέλικτη έκθεση με μετακινούμενες προθήκες σχεδιασμένη έτσι που να μπορεί να δέχεται νέα ευρήματα, υπάρχουν τοποθετημένες γυναικείες μορφές με διάφανα σώματα, σαν φαντάσματα, ντυμένες με τα ευρήματα του τάφου που τις φιλοξενούσε.
Στη διπλανή αίθουσα υπάρχει ένας αργαλειός με διάφανες κλωστές από όπου κρέμονται τα πήλινα βαρίδια, κι αυτός από τον κόσμο των φαντασμάτων.
Η Αγγελική Κοτταρίδη έχει τόσο πλούσιο επιστημονικό έργο που δύσκολα μπορείς να το αφηγηθείς. Ήταν εκεί, νεαρή φοιτήτρια ακόμα, όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος μπήκε στον ασύλητο τάφο του Φιλίππου Β’, έσωσε αμέτρητα μνημεία από αφανισμό, αρχαιότητες, ελληνιστικά, βυζαντινά, οθωμανικά, ως προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, σχεδίασε και οργάνωσε την έκθεση των μακεδονικών θησαυρών στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων, είναι υπεύθυνη για όλα τα έργα ανάπλασης, ανάδειξης και συντήρησης της βασιλικής Νεκρόπολης και του Ανακτόρου των Αιγών. Πάντα μάχιμη, από επιλογή.
Στο γραφείο του νέου μουσείου, όπου μας υποδέχεται με μια ακοινώνητη γάτα και έναν πολύ κοινωνικό σκύλο, το πρώτο πράγμα που τη ρωτάω είναι γιατί δεν επέλεξε ποτέ πανεπιστημιακή καριέρα. «Γιατί εμένα με ενδιαφέρουν τα μνημεία κι αγαπώ τη μαχόμενη αρχαιολογία» λέει κατηγορηματικά, έντονα.
«Ο μόνος τρόπος για να κάνεις δουλειά για τα μνημεία τα ίδια είναι να είσαι στην υπηρεσία. Η αρχαιολογική υπηρεσία είναι τεραστίως σημαντική, είναι ο μεγαλύτερος ερευνητικός φορέας που έχουμε στη χώρα, όταν το καταλάβουμε αυτό θα γίνουμε και πλούσιοι, στο μυαλό και αλλού. Το να πεις σε έναν πολίτη τι θα κάνει με το μαγαζί του, αν θα βάλει ταμπέλες ή αν δεν θα βάλει ή τι χρώμα θα το βάψει, πρέπει να το τεκμηριώσεις σύμφωνα με το τι μνημεία υπάρχουν τριγύρω, κι αυτό είναι πιο σημαντικό από το να γράφεις ένα αρθράκι με αέρα κοπανιστό. Ξέρεις πόση δουλειά είναι το να κάνεις μία κήρυξη αρχαιολογικού χώρου, και μετά να φροντίσεις να προστατεύεται αυτός ο χώρος; Αυτά είναι σημαντικότερα από σαράντα άσχετα άρθρα...».
Δηλώνει ότι αρχαιολόγος έγινε γιατί δεν είχε άλλη εναλλακτική. «Το αποφάσισα στα έξι» λέει. «Ζούσα σε ένα σπίτι στην Πάνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, δίπλα στα κάστρα. Μου φαινόταν όλο αυτό πολύ ονειρικό και πολύ ωραίο. Ο πατέρας μου ήταν από ένα χωριό της Μεσσηνίας και κατεβαίναμε κάθε καλοκαίρι, οπότε εκείνο το περιβόητο καλοκαίρι, πριν πάω σχολείο, πήγαμε επίσκεψη στην Αθήνα και ένας θείος μου, που δούλευε στο υπουργείο Πολιτισμού, μας πήγε στην Ακρόπολη. Πήγαμε στον Παρθενώνα, στον οποίο τότε μπορούσες να μπεις μέσα και να πατήσεις στην ταπεδόστρωση, κι επειδή είχε πολύ μεγάλες μαρμάρινες πλάκες και ρωτούσα τι είναι, ο θείος μου μού είπε “εδώ από κάτω είναι κάτι κρυμμένο, ένα μεγάλο μυστήριο που το ξέρουν μόνο οι αρχαιολόγοι”, οπότε είπα “εγώ θα γίνω αρχαιολόγος για να δω τι είναι αυτό το μυστήριο”.
Πριν πάω σχολείο ήξερα να διαβάζω, με είχε μάθει η μάνα μου, και το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου και άρχισα να διαβάζω ήταν η δίτομη ελληνική μυθολογία του Ρισπέν. Το επόμενο ήταν η Ιλιάδα σε μετάφραση, και τα δύο για μεγάλους. Στην Α’ δημοτικού είχε παρθεί η απόφαση για το τι θα γίνω, ήρθε κι ο Μεγαλέξανδρος μετά κι έδεσε το γλυκό. Στα δέκα μάθαινα τη γραμμική Β, ήξερα πολλές λέξεις, αλλά τελικά με κέρδισαν οι Μακεδόνες και δεν ασχολήθηκα με τα παλιά.
Στο πανεπιστήμιο μπήκα το ’74, τη χρονιά της Μεταπολίτευσης και των μεγάλων επαναστατικών κινημάτων. Ήμουν ήδη ενταγμένη και οργανωμένη, ήμουν αντιπρόσωπος των φοιτητών, και με τον Ανδρόνικο γνωρίστηκα έτσι, επειδή ήμασταν οι πιτσιρικάδες που μοιράζαμε τα φέιγ βολάν για το δημοψήφισμα. “Τα παιδιά της αβασίλευτης”, έτσι μας χαιρέτιζε. Βέβαια, τον γνώρισα και ως καθηγητή. Στις Αιγές ήρθα γιατί ήμουν πολύ καλή φοιτήτρια, αφού μου άρεσε τόσο πολύ η αρχαιολογία. Ήρθα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977, έχω κλείσει 45 χρόνια δουλειάς, γιατί ουσιαστικά δεν έφυγα ποτέ.
Το 1977 που ξεκίνησε η ανασκαφή οι πιο πολλοί φοιτητές ήθελαν να πάνε αλλού, στο Δίον, στο Σέσκλο, γιατί ήταν πιο “μοντέρνα” με την έννοια της εποχής εκείνης, ο Ανδρόνικος ήταν πιο πολύ της ιστορίας της τέχνης και αυτό θεωρούνταν ντεμοντέ. Εμένα, πάλι, μου άρεσε πάρα πολύ που μιλούσαμε για ποίηση και για Σεφέρη στα μαθήματα, ήταν πολύ γοητευτικός δάσκαλος. Επίσης, επειδή ήξερα να σχεδιάζω ήμουν χρήσιμη, αποτύπωνα στην ανασκαφή. Βρέθηκα στην ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου και το 1978 που έκαναν απεργία οι βοηθοί ο Ανδρόνικος με κράτησε όλο τον χρόνο, ανέλαβα τομέα κανονικά και δεν πήγα να δώσω καθόλου εξετάσεις, έμεινα εδώ και μετά έμεινα μόνιμα μαζί του μέχρι το ’91.
Όταν είσαι 20 χρονών δεν καταλαβαίνεις την ευθύνη που έχει αυτό το πράγμα, αυτή που καταλαβαίνω τώρα, έτσι δεν θυμάμαι πολλά από την ανασκαφή. Θυμάμαι τη μυρωδιά. Είχα την τύχη να μπω στον τάφο αμέσως για να μετρήσω με τον αρχιτέκτονα, και μου είχε φανεί απίστευτη αυτή η μυρωδιά – υγρασίας, χώματος, κλεισούρας, της απουσίας και της χαμένης μνήμης. Είναι συγκλονιστικό να μπαίνεις σε ένα μέρος όπου έχει να μπει άνθρωπος 2.300 χρόνια.
Οι Αιγές, όπως οι Μυκήνες, οι Φερές, οι Θήβες και όλες οι αρχαίες πόλεις είναι στον πληθυντικό, κι αυτό δεν είναι τυχαίο, τα ονόματα των αρχαίων έχουν νόημα. Οι πληθυντικοί των ονομάτων μάς λένε ότι πρόκειται για πόλεις κατά κώμας, δηλαδή για ένα οργανικό σύνολο οικισμών που έρχεται μέσα απ’ το βάθος του χρόνου με σημείο αναφοράς το άστυ.
Εν προκειμένω, αυτό το άστυ συνδέεται με τη βασιλική παρουσία και εξουσία. Είναι ένα πολεοδομικό μοντέλο ανάπτυξης που είναι διαφορετικό από μια πόλη που κατασκευάζεται εξαρχής με ένα κανονικό πολεοδομικό σύστημα – οι νέες πόλεις, η Πέλλα, π.χ., ή ο Πειραιάς, ήταν κατασκευασμένες έτσι. Και όλες οι αποικίες. Οι παλιές πόλεις είναι ένα συνονθύλευμα μικρών οικισμών με ένα σημείο αναφοράς. Στις Αιγές έχουμε την ιδιαιτερότητα των βασιλικών τάφων, του τάφου του Φιλίππου και των δύο-τριών άλλων που είναι στη συστάδα και έχουν καταπληκτική ζωγραφική, κάτι μοναδικό, γιατί είναι η μόνη μεγάλης ποιότητας κλασική ζωγραφική που έχει σωθεί – η Πομπηία είναι αντίγραφα αντιγράφων.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο δάσκαλος πριν πεθάνει είναι να φροντίσει να γίνει αυτό το κέλυφος στον τάφο της Βεργίνας, το οποίο δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο. Το κέλυφος, λοιπόν, είναι ένα δεδομένο στον χώρο, και οι τάφοι με την έκθεση των θησαυρών ένα άλλο δεδομένο που δεν θα έπρεπε ποτέ να αλλάξει, με την έννοια ότι δεν θα έπρεπε ποτέ οι θησαυροί να φύγουν από τους τάφους.
Όταν θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα νέο μουσείο, η ιδέα ήταν να συνδυάσουμε το υπάρχον αρχαίο μοντέλο που ταυτίσαμε και συσχετίσαμε εδώ με το κατά κώμας, με την πραγματική ανάγκη πολλών κέντρων σε αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο, οπότε προέκυψε η ιδέα του πολυκεντρικού μουσείου, ενός οργανικού συνόλου ενοτήτων διάσπαρτων στον χώρο, οι οποίες μπορούν να είναι πολλά πράγματα.
Για τους Μακεδόνες τα ξέρουμε όλα λάθος, γιατί διαβάζουμε την ιστορία που έχει γραφτεί από δύο εχθρούς τους, τον Δημοσθένη και τον Πολύβιο. Οι πηγές για τους Μακεδόνες είναι δυστυχώς μεταγενέστερες, από αντιγραφείς, γιατί τα πρωτογενή κείμενα χάθηκαν όλα. Ο Δημοσθένης έχει κατασυκοφαντήσει αισχρά τον Φίλιππο, αλλά ήταν πολιτικός και έκανε πολιτική προπαγάνδα. Ήταν μπλεγμένος στην αντιφιλιππική εκστρατεία κι έπαιρνε λεφτά και από τους Πέρσες. Ο Πολύβιος ήταν ιστορικός που έγραψε τον 2ο αιώνα π.Χ. και αν τον ακούσουμε νομίζουμε ότι η ελληνιστική οικουμένη συνίσταται από κάτι σεσηπότα βασίλεια τα οποία περιμένουν πώς θα πέσουν για να έρθουν οι Ρωμαίοι να ελευθερώσουν τις πόλεις. Έγραψε πολλές κακίες για τους Μακεδόνες.
Όλα αυτά είναι ανοησίες που έχουν ανατραπεί από τις επιγραφές. Δείχνουν π.χ. ότι ο Αλέξανδρος απελευθερώνει τις πόλεις όπου πάει και επαναφέρει τα δημοκρατικά πολιτεύματα, και λίγο πριν πεθάνει, το 324, ζητάει να γυρίσουν όλοι οι εξορισμένοι από τις πόλεις και να αποκατασταθούν παντού οι δημοκρατίες. Είναι δε γνωστό τα τελευταία είκοσι χρόνια ότι η βασιλεία των πόλεων, η χρυσή εποχή τους, στην πραγματικότητα είναι η ελληνιστική εποχή.
Αυτό θέλει δουλειά για να το κατανοήσουμε. Οι Μακεδόνες δεν είναι “Λουί Κατόρζ”, δεν είναι γαλλική απολυταρχία, καμία σχέση, είναι ένα μικρό εθνοτικό βασίλειο, ένα ελληνικό tribal kingdom μερικών χιλιάδων που στα αρχαϊκά χρόνια είναι μόνο ο νομός Ημαθίας και ο νομός Πιερίας, τόσο μικρό. Από τον πέμπτο αιώνα και μετά, με τον Αλέξανδρο τον Α', γίνεται περίπου η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, κι όταν ο Φίλιππος ενώνει την Ελλάδα, επεκτείνει το κράτος του και το φτάνει από τον Δούναβη μέχρι την Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος στη συνέχεια καταφέρνει και έχει δικό του τον μισό κόσμο, με έδρα τη Βαβυλώνα.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον και δεν είναι γνωστό είναι ότι ο βασιλιάς των Μακεδόνων εκλέγεται από τον λαό, δηλαδή δεν είναι προφανές ότι είναι ο γιος του προηγούμενου, είναι κάποιος που οι Μακεδόνες θα κρίνουν ικανό. Γιατί αν δεν τον ανακηρύξουν οι Μακεδόνες, δεν μπορεί να γίνει βασιλιάς. Δεν υπήρχε απολυταρχική μοναρχία.
Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σύστημα που το γνωρίζουν μόνο οι ιστορικοί που ασχολούνται με αυτό. Έχουμε πάρα πολλές ιδεοληψίες, όπως αυτή με την πρωτεύουσα Πέλλα – οι Μακεδόνες δεν έχουν πρωτεύουσα διοικητική όπως εμείς την Αθήνα σε ένα υδροκέφαλο διοικητικά κράτος, η πρωτεύουσα είναι όπου είναι ο βασιλιάς.
Η ελληνιστική οικουμένη είναι καταπληκτική, συναρπαστική, οι πόλεις είναι απίστευτες, είναι αυτοδιοικούμενες, αυτονομούμενες, συνομιλούν με τους ηγεμόνες, και αυτό είναι άγνωστο. Ο πόλεμος είναι δουλειά των ηγεμόνων, ο πολιτισμός και η ανάπτυξη των πόλεων. Υπάρχει μία αστικοποίηση σε μια τεράστια έκταση, ένα σχέδιο Μάρσαλ της εποχής. Όταν ο Αλέξανδρος πήγε στην Περσία, όπου βρήκε το πρώτο θησαυροφυλάκιο και μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία –γιατί είχε λεφτά μόνο για τρεις μήνες– και στη συνέχεια πήγε στη Δαμασκό, μετά στα Σούσα και στα Εκβάτανα και τέλος στην Περσέπολη και βρήκε τεράστια φορτία ασημιού και χρυσού, τα οποία σώρευαν οι Αχαιμενίδες, έκοψε και διακίνησε τη μεγαλύτερη ποσότητα νομίσματος που κυκλοφόρησε ποτέ στην αγορά.
Ποτέ ως τότε και ποτέ από τότε μέχρι τώρα δεν κυκλοφόρησε τόσο νόμισμα. Κυκλοφορώ νόμισμα σημαίνει αναπτύσσω την οικονομία, κι ήταν νόμισμα που είχε αντίκρισμα, γι’ αυτό τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου έκοβαν ακόμα “Αλέξανδρους” στην Αραβία ή στην Οδησσό, κι αυτό γιατί οι μισθοφόροι αρνούνταν να πληρωθούν με άλλο νόμισμα, ήθελαν να είναι εγγυημένο με το πρόσωπο που ήξεραν, του Αλέξανδρου (στην πραγματικότητα ήταν το κεφάλι του Ηρακλή, δεν είχε βάλει το δικό του κεφάλι).
Το καλύτερο που έχει να δείξει, βέβαια, η ελληνιστική οικουμένη είναι η συνύπαρξη, η συναποδοχή θρησκειών, λαών, εθνοτήτων και η ώσμωση που γίνεται με επίκεντρο τον ελληνικό πολιτισμό, με την έννοια της ανεκτικότητας, της γλώσσας, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας στην καθημερινότητα, στην πόλη – γιατί όλες οι πόλεις έχουν βουλευτήρια, έχουν συμμετοχικότητα. Η γλώσσα που μιλούν όλοι είναι η ελληνική, αλλά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχει το θέμα της θρησκείας.
Η Αίγυπτος ήταν ένα πολύ ισχυρό πολιτισμικό κύτταρο γιατί υπήρχε ισχυρός χαρακτήρας εντοπιότητας, είχε αρχιτεκτονική και τέχνη. Εκεί λοιπόν ο Πτολεμαίος, ο οποίος είναι πολύ διορατικός, ονειρεύεται έναν καινούργιο θεό, ο οποίος είναι ο Δίας σε εμφάνιση αλλά τον λένε Σάραπι και ανακατεύει το αιγυπτιακό στοιχείο με το ελληνικό. Η Αιγυπτία Ίσις γίνεται Ίσις Ελληνίς, και όλο το σύστημα ελληνίζεται και αιγυπτιάζεται και προκύπτουν υβρίδια.
Δεν ξέρουμε στην Ελλάδα ότι οι περισσότεροι από τους μεγάλους ναούς που βλέπουμε στην Αίγυπτο έχουν χτιστεί από Πτολεμαίους, και δίπλα έχουμε και ελληνικού τύπου ναούς. Συνυπάρχουν οι πολιτισμοί και βλέπεις πως όσο προχωράει ο καιρός ανακατεύονται και τα στοιχεία. Στη Συρία η ελληνική εικόνα είναι πολύ πιο έντονη. Μέχρι τη Βακτρία είναι πολύ πιο ισχυρό το ελληνικό στοιχείο γιατί εκεί δεν έχει τόσο ισχυρή αρχιτεκτονική παράδοση. Παντού βλέπεις δωρικούς και ιωνικούς ναούς και περιστύλια.
Το πρώτο περιστύλιο στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική είναι το Ανάκτορο των Αιγών – το οποίο δεν είναι σπίτι του βασιλιά, είναι η πολιτική αγορά, αυτό που ο Αριστοτέλης λέει ότι πρέπει να ξεχωρίζει η πολιτική αγορά από τη βάναυση, δηλαδή εκεί που είναι τα μαγαζιά. Η πολιτική αγορά είναι ο χώρος του αγερμού, της συνάθροισης, και το μέγα περιστύλιο είναι ο τόπος όπου ανακηρύχθηκε ο Αλέξανδρος, το αναφέρει ο Αρριανός.
Επίσης, κάτι άλλο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι αυτό που λέμε ρωμαϊκά χρόνια και τα θεωρούμε μπασκλάς –τεράστια ανοησία– είναι η συνέχεια της ελληνιστικής οικουμένης. Μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. στην πραγματικότητα είμαστε σε μια ελληνιστική οικουμένη. Η πολιτισμένη εικόνα στη Δύση χάνεται όταν κατεβαίνουν οι βάρβαροι, οι Γότθοι και όλοι αυτοί, και πρέπει να περάσουν αιώνες για να αφομοιωθούν.
Στην Ανατολή δεν χάνεται ποτέ στην πραγματικότητα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει πολλά στοιχεία της ελληνιστικής οικουμένης μέσα της γιατί παίρνει και από το Βυζάντιο αλλά και από τους Άραβες και από τους Πέρσες. Όλοι εκείνοι οι πολιτισμοί είναι πολύ κοντά στον αρχαίο κόσμο, φαίνεται από την αρχιτεκτονική και από τον τρόπο διαχείρισης των πραγμάτων, η διαφορά είναι οι μονοδοξίες.
Εκεί είναι το πρόβλημα, τον 4ο αιώνα μ.Χ., που είναι η άνοδος των μονοδοξιών και μετά ισλάμ, χριστιανισμός και η δημιουργία του μοντέλου “ένα είναι το καλό πράγμα”, “μία είναι η θρησκεία, ένας είναι ο θεός”, άρα όλα τα άλλα είναι υποδεέστερα. Για τους αρχαίους δεν υπάρχει αυτό, εγώ έχω την Αφροδίτη αλλά και η Ιστάρ το ίδιο είναι, και προσκυνούμε μαζί.
Η Ντόροθι Τόμσον, που είναι πολύ σπουδαία μελετήτρια ιστορικός της ελληνιστικής εποχής, αναφέρει ότι στην Αίγυπτο οι άνθρωποι μπορούν να είναι το πρωί κάτι και το βράδυ κάτι άλλο, μπορείς να είσαι δηλαδή το πρωί Έλληνας στην αγορά και το βράδυ στο σπίτι σου Αιγύπτιος. Συχνά έχουμε και διπλά ονόματα, αυτό δεν είναι μια σχιζοφρενής κατάσταση, οι μεγάλες πόλεις συντείνουν στο να γίνουν τα όρια ρευστά.
Αυτή ήταν η εξυπνάδα των Μακεδόνων με τις πόλεις, μάζευαν τον κόσμο από τα χωριά και τους έκαναν αστούς. Ήταν κάτι που ξεκίνησε ο Φίλιππος, και ο Αλέξανδρος κάνει μια αποτίμηση του ρόλου του πατέρα του στην περίφημη ομιλία του στην Ώπη, λίγο πριν πεθάνει. Έχουν επαναστατήσει οι Μακεδόνες γιατί δεν άντεχαν να τους εξισώνει με τους Πέρσες –ο Αλέξανδρος είναι χιλιετίες μακράν της εποχής του, ο τρόπος που διαχειρίζεται το ξένο και το άλλο– και βγαίνει και τους λέει “ποιοι είστε εσείς, ποιος είμαι εγώ, ποιος είναι ο πατέρας μου; Δεν σας βρήκε ο πατέρας μου στα γυμνά, ντυμένους με προβιές, να βόσκετε τα λίγα των προβάτων, και να κρύβεστε στις βουνοκορφές γιατί φοβόσασταν τους Τριβαλλούς; Σας κατέβασε στους κάμπους και σας έκανε κατοίκους πόλεων, σας έκανε αστούς και σας έδωσε να φοράτε χλαμύδες και να στηρίζεστε στον εαυτό σας και στην αξία σας και όχι στην οχυρότητα του εδάφους”. Στην ουσία λέει πόση σημασία έχει το θέμα των πόλεων.
Αν κάτι κατάλαβα στην αρχαιολογία, το ένα είναι η σημασία του περιστυλίου, του ανακτόρου, το οποίο είναι συναρπαστικό, και το άλλο είναι αυτό το συγκλονιστικό πράγμα που λέγεται πόλη – από όπου βγαίνουν ο πολιτισμός και η πολιτική. Aναφέρομαι στις ελληνιστικές πόλεις οι οποίες σμίγουν τους πάντες και παράγουν Έλληνες τη διανοία. Αυτό είναι η ελληνιστική οικουμένη. Και αυτό που σώθηκε στους λαούς είναι η διάνοια, είναι τέχνη, είναι αρχιτεκτονική καταπληκτική και τεχνικές συνύπαρξης οι οποίες υπάρχουν στις μεγάλες αυτοκρατορίες.
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι εντελώς ελληνιστική, με τη διαφορά ότι έχει την αρχή του ιμπεριαλισμού, με την έννοια ότι απομυζά τις επαρχίες για το κέντρο, ενώ η ελληνιστική οικουμένη δεν το κάνει. Από τα μεγάλα βασίλεια το πιο φτωχό είναι της Μακεδονίας, γιατί πέρα του εφάπαξ το οποίο πήραν οι φαντάροι που γύρισαν πίσω, άλλα λεφτά δεν ήρθαν στην περιοχή, έμειναν εκεί που ήταν και έγιναν πόλεις.
Αυτό δεν το έχει κάνει καμία μεγάλη δύναμη έκτοτε. Γι’ αυτό είναι πολύ λάθος να συγχέουμε την εκστρατεία του Αλέξανδρου με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος δεν υπάρχει. Δεν ξανάγινε ποτέ, να τον θυμούνται οι λαοί στο Τουρκμενιστάν και στο Ουζμπεκιστάν ως κτίστη πόλεων∙ έτσι τον θυμούνται εκεί. Όχι τώρα, με κατασκευασμένη μνήμη, στην παράδοσή τους.
Είναι πολύ παρεξηγημένο πρόσωπο ο Αλέξανδρος. Υπάρχουν δύο τάσεις, η μία είναι οι αποικιοκρατικές δυνάμεις του 19ου αιώνα που έψαχναν τον Αλέξανδρο και τις Αλεξάνδρειες παντού στην Ασία για να δικαιολογήσουν εαυτόν, με πάρα πολύ διαφορετική πολιτική, γιατί π.χ. αν ένας Άγγλος παντρευόταν μία Ινδή ή μια Αγγλίδα έναν Ινδό θα ήταν έγκλημα καθοσιώσεως τον 19ο αιώνα, θα τους δημιουργούσε τεράστια προβλήματα, ενώ οι Μακεδόνες προγραμματικά παντρεύονται, ο Αλέξανδρος έβαλε 10.000 Μακεδόνες, όχι να βιάσουν ή να έχουν ως σκλάβες, να παντρευτούν τις Περσίδες, για να έχει νόμιμους μεικτούς πληθυσμούς. Τα δικά του τα παιδιά, και τα δυο αγόρια που είχε, ήταν από μία Περσίδα και μία Βακτριανή.
H πρώτη κίνηση του Αλέξανδρου όταν πήγε στη Βαβυλώνα ήταν να δώσει ένα τεράστιο ποσό ως χορηγία στον ναό του Μαρδούκ, δεν είχε θέμα που ήταν ένας ξένος θεός, κι όταν πήγε στην Αίγυπτο πήγε και προσκύνησε στον ναό του Άμμωνα, αφού πρώτα πήγε στη Μέμφιδα, έκανε τις προσφορές του εκεί και ανακηρύχθηκε φαραώ.
Τα μνημεία είναι ένας τρόπος για να σώσουμε το περιβάλλον. Στους αρχαιολογικούς χώρους πρέπει να σώσουμε και τη χλωρίδα και την πανίδα. Ευτυχώς έχουμε καταφέρει να απαγορευτεί η χρήση των βαριών χημικών, άρα τα φυτά στον χώρο του Πολυκεντρικού Μουσείου μπορούν να είναι στη φυσική τους κατάσταση. Τα φυτά είναι πολύ μεγάλο στοιχείο της γοητείας του χώρου, πρέπει να βοηθάς την ανάπτυξη της τοπικής χλωρίδας, είναι λάθος οι ξυρισμένοι χώροι.
Στην ακρόπολη βάλαμε πάνω από έξι χιλιάδες δέντρα, και μάλιστα βάλαμε τα κυπαρίσσια έτσι που να δείχνουν ανάμεσα από τους τύμβους τους αρχαίους δρόμους, γιατί ο Πλάτωνας λέει ότι ο τύμβος γύρω-γύρω πρέπει να έχει άλσος. Μπροστά στο μουσείο βάλαμε ελιές και κυπαρίσσια, γιατί οι ελιές είναι κοντές αλλά πάντα πράσινες, και τα κυπαρίσσια δίνουν στοιχείο ανάτασης στον χώρο. Οι ελιές που βάλαμε είναι οι ελιές του Αγίου Προδρόμου, ήταν φυσικές στην περιοχή. Αφήνουμε τις παπαρούνες να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, να κάνουν σπόρο και να πέσει στο χώμα, τα ραδίκια το ίδιο, όλα τα φυτά. Και αυτά δημιουργούν ένα μικροκλίμα για τα ζώα. Έχουμε συνολικά 500 στρέμματα περιφραγμένα, είναι χώρος προστασίας για πουλιά και μικρά θηράματα, και από τους κυνηγούς.
Βέβαια πρέπει κάτι να κάνουμε και για τα αδέσποτα ζώα. Για μένα είναι πολύ κεντρικό θέμα τα αδέσποτα. Οι γάτες είναι πολύτιμες, αντί να βάζουμε τα σιχαμένα ποντικοφάρμακα που είναι και εξαιρετικά επικίνδυνα, μπορούμε να έχουμε γάτες γιατί διώχνουν τα ποντίκια, δεν τα τρώνε, τα διώχνει η μυρωδιά τους. Βάλαμε γατόσπιτα για να τις φροντίζουμε και να δίνουμε ένα σημάδι και στους ξένους ότι αγαπάμε τα ζώα αλλά και στους Έλληνες πώς πρέπει να τους φερόμαστε.
Πιστεύω ότι πρέπει να σταματήσει η ιστορία με την απαγόρευση των σκυλιών στους αρχαιολογικούς χώρους, δεν γίνεται να έρχεται ο επισκέπτης με τον σκύλο και να μην μπορεί να μπει, πρέπει να μπορούν να μπαίνουν και στα μουσεία, με προδιαγραφές.
Τα ζώα και η προστασία της φύσης πρέπει να είναι προτεραιότητά μας, γιατί οι αρχαίοι ήξεραν να αγαπούν τη φύση και τα ζώα, ήξεραν επίσης να τιμωρούν όποιον δεν τα αγαπάει – έχουν ένα σωρό θεούς που σε τιμωρούν αν διαπράξεις ύβρη. Πρώτα-πρώτα η Άρτεμη, κυνήγησες την έγκυο ελαφίνα; Θυσίασε την κόρη σου, τι κι αν είσαι βασιλιάς; Για να υπάρχει ισορροπία.
Γενικώς, τα μνημεία μάς μαθαίνουν πώς πρέπει να είμαστε. Και μας μαθαίνουν μεράκι, ταπεινότητα, ομορφιά, μπας και βγάλει η ψυχή μας κάνα φτερό και φτερουγίσει και πάρουμε λίγη ανάταση. Είναι το αντίθετο από την καθημερινότητά μας, το αντίθετο της προχειρότητας, το αντίθετο της ευκολίας, το αντίθετο του χυδαίου, το αντίθετο του “θέλω να πλουτίσω πάση θυσία”. Τα αρχαία είναι ο δρόμος τής προσφοράς στο σύνολο, είναι ο δρόμος τού χτίζω για την αιωνιότητα. Ο αρχαίος ζει μέσα από την κατασκευή, ζει υλικά, αυτό διαβάζουμε στις επιτύμβιες στήλες, “μνήμης χάριν”, “μην προσπερνάς, θυμήσου με, περαστικέ”».
«Ξέρουμε ότι υπάρχουν ελληνιστικοί βασιλείς οι οποίοι χαρίζουν σε μία πόλη όλους τους φόρους, σε μεγάλο βάθος χρόνου, κι έχουν μεγάλη χασούρα, αλλά το κάνουν γιατί η πόλη θα τους εγγράψει στα αρχεία της και θα κάνει αδριάντες μνήμης χάριν, γιατί η μνήμη είναι ο τρόπος της αθανασίας. Και οι μύστες πρέπει να θυμούνται, γι’ αυτό πρέπει στον Άδη να πιούνε στην πηγή της μνημοσύνης, γιατί θάνατος είναι η λήθη και ζωή είναι η μνήμη».
Αν θα κατεδαφίσει και τα κολλητά στην παλαιά Μητρόπολη κτίσματα,θα τη λατρέψω!
ΑπάντησηΔιαγραφήKiria mu ase to xristo sthn akri. Mi asxolise me to xristouli mas. Kitaxte na oloklirosete ta erga sta xoria pu exete skapsi olous tus dromous ke min asxolise me ton xristo. Ainte ke me to kalo suntaxoula. Arketa.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαντώς καλά τα λέει, ειδικά τον παραλληλισμό με τον Χριστό και τις αρχαιότητες τον βρίσκω πολύ εύστοχο.
ΑπάντησηΔιαγραφήμονο που τα αρχαια υπαρχουν στην πραγματικοτητα ενω ο χριστος ειναι μυθολογια
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μετανωησεις αδελφή(ε)
Διαγραφήοχι
ΔιαγραφήΣτις αναστάσιμες διηγήσεις, όντως, όπως αναφέρει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Κύριος δεν επιτρέπει την Μαρία την Μαγδαληνή να τον αγγίξει (μη μου άπτου) ενώ μεθ' ημέρας οκτώ καλεί τον Απόστολο Θωμά να βάλει το δάκτυλο του εις τον τύπον τον ήλων. Πώς ερμηνεύει την αντιφατική αυτή προτροπή στα λόγια του Κυρίου, η κυρία Κοταριδη; Μήπως να πράξουμε αναλόγως εφόσον χρησιμοποιεί τα λόγια του Κυρίου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΟΥΚΛΑ ΜΕΤΟΥΣ ΑΓ.ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΚΑΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΧΟΥΜΕ ΣΚΑΜΑ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΝΑ ΑΝΑΔΕΙΞΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ
Υ.ΓΚΑΙ ΕΣΥ ΑΧΡΩΜΕ ΚΑΙ ΑΟΣΜΕ ΔΗΜΑΡΧΕ ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ
ΕΥΘΥΝΕΣΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΟΥΛΑΔ
Προτομή της γρήγορα και εν ζωή. Αφού διατηρεί τα ερειπωμένα και τον μιναρέ στην Παλαιά Μητρόπολη αλλά δεν αφήνει να ξαναχτισθεί ο Άγιος Ιωάννης, είναι πολύύύύ μπροστά....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι πανέμορφη σαν την θεά Αφροδίτη (την καλοπιάνω γιατί τώρα θα γίνουν προσλήψεις στους αρχαιολογικούς χώρους).
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρέπει οι ιερείς με το έτσι θέλω να προβούν στην ανέγερση του ναου του Αγίου Ιωάννου. Ας έχει αρχαία "γράψτε" την θέα Κοταριδη και προχωρήστε στην ανοικοδόμηση του ναου
ΑπάντησηΔιαγραφή