Και ναι, τα εγκλήματα αυτά δεν είναι κάποιο νέο φαινόμενο. Ανέκαθεν η κοινωνία μας ήταν νοσηρή, ανέκαθεν η γυναίκα έπεφτε θύμα κακοποίησης και τα παιδιά έμπαιναν στο στόχαστρο κάθε είδους εκμετάλλευσης.
Τι συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω από τους θύτες; Αυτούς του αθέατους συνεργούς τους; Αυτούς που ξέρουν και δε μιλούν; Ή αυτούς που υποψιάζονται πως κάτι δεν πάει καλά και επίσης δε μιλούν; Είναι δυνατόν ένας δολοφόνος, ένας βιαστής, ένας κακοποιητής να ζει ανάμεσα στο περιβάλλον του και αυτό να δηλώνει μονίμως άγνοια; Και πόσο ακόμη και η παραμικρή υποψία πως κάτι δεν πάει καλά με κάποιον, μας καθιστά συνεργούς; Τι συνέβη με τον Άλεξ, το παιδί που είναι τόσα χρόνια εξαφανισμένο στη Βόρεια Ελλάδα, είναι δυνατόν το περιβάλλον της Ρούλας Πισπιρίγκου να μην υποψιαζόταν τίποτα για την ίδια, μα είναι δυνατόν το περιβάλλον της 12χρονης που εκπορνεύτηκε τόσο άγρια να δηλώνει άγνοια για όλα; Κάποια μόνο από τα ερωτήματα που ταλανίζουν την κοινωνία, την ελληνική κι όχι μόνο…
Τι συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω από τους θύτες; Αυτούς του αθέατους συνεργούς τους; Αυτούς που ξέρουν και δε μιλούν; Ή αυτούς που υποψιάζονται πως κάτι δεν πάει καλά και επίσης δε μιλούν; Είναι δυνατόν ένας δολοφόνος, ένας βιαστής, ένας κακοποιητής να ζει ανάμεσα στο περιβάλλον του και αυτό να δηλώνει μονίμως άγνοια; Και πόσο ακόμη και η παραμικρή υποψία πως κάτι δεν πάει καλά με κάποιον, μας καθιστά συνεργούς; Τι συνέβη με τον Άλεξ, το παιδί που είναι τόσα χρόνια εξαφανισμένο στη Βόρεια Ελλάδα, είναι δυνατόν το περιβάλλον της Ρούλας Πισπιρίγκου να μην υποψιαζόταν τίποτα για την ίδια, μα είναι δυνατόν το περιβάλλον της 12χρονης που εκπορνεύτηκε τόσο άγρια να δηλώνει άγνοια για όλα; Κάποια μόνο από τα ερωτήματα που ταλανίζουν την κοινωνία, την ελληνική κι όχι μόνο…
Όλοι συνεργοί το ίδιο έγκλημα
Με αυτή την τόσο ευαίσθητη έννοια του συνεργού καταπιάνεται με τρόπο ευφυή ο Γιώργος Χριστοδούλου στον “Συνεργό”. Εμπνεόμενος από ένα αληθινό γεγονός που έλαβε χώρα το 2005 και συγκλόνισε το πανελλήνιο, γράφει ένα νέο ελληνικό έργο και “χτυπά” πραγματικά τη φλέβα των προβληματισμών μας.
Μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα εξαφανίζεται μυστηριωδώς στην Βέροια. Ο σύντροφός της, δηλώνοντας συντετριμμένος πως δε γνωρίζει τίποτα εναγωνίως την αναζητεί. Δε διστάζει μάλιστα να βγει στην τηλεόραση και να εκφράσει την αγωνία του.
Η υπόθεση απασχολεί έντονα την ελληνική κοινή γνώμη και δεν αργεί να αποκαλυφθεί πως ο θύτης δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον σύντροφό της, ο οποίος αφού τη σκότωσε στη συνέχεια, με τη βοήθεια του ξαδέρφου του, την εξαφάνισε.
Στο πρόσωπο του ξαδέλφου του θύτη επικεντρώνεται το έργο. Του Συνεργού δηλαδή, του ανθρώπου που έμαθε για το έγκλημα και βοήθησε τον δολοφόνο να εξαφανίσουν την δολοφονηθείσα κοπέλα του, αντί να τον καταγγείλει αμέσως στις Αρχές. Το έργο πηγαίνει και ένα βήμα παραπέρα και ασχολείται και με τη γυναίκα του συνεργού στην οποία επίσης αποκαλύπτεται σε τρίτο χρόνο πια, το έγκλημα. Δύο οι συνεργοί λοιπόν του εγκλήματος και ένας ο θύτης. Το επίπεδο, ωστόσο, της ευθύνης διαφέρει; Πόση ευθύνη σού αναλογεί όταν γνωρίζεις την εγκληματική δράση κάποιου; Και πόσο θύτης γίνεσαι και ο ίδιος όταν το έγκλημα επαναληφθεί και το θύμα είναι άλλο;
Σε μια εποχή που τα όρια του καλού και του κακού διερευνώνται καθημερινά εκ νέου, η παράσταση που έστησε ο Γιώργος Χριστοδούλου θέτει ερωτήματα που μας καλούν να επαναδιαπρατευτούμε τα όρια και την έννοια της κοινωνικής ευθύνης. Τα σκηνικά του μέσα απλά. Μία παλιά τηλεόραση που παίζει σκηνές από τις αλλοτινές ευτυχισμένες ζωές των ηρώων, αλλά και παλιές “συμβολικές” διαφημίσεις, μία ολόλευκη κατασκευή σπιτιού (σκηνικά – κοστούμια των Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου) που σταδιακά λερώνεται από λάσπες και χώματα, όπως ακριβώς και τα χέρια και οι ψυχές τους.
Με μία σκηνοθετική ματιά ρεαλιστική, καθόλου ηθικοπλαστική, ο Γιώργος Χριστοδούλου ξεδιπλώνει επί σκηνής ανθρώπινα διλήμματα και κοινωνικούς προβληματισμούς έχοντας συμμάχους τέσσερις πολύ καλούς ηθοποιούς στο σανίδι. Οι ήρωες προσπαθούν να συνεχίσουν να ζουν υπό το βάρος της γνώσης τους, ενώ οι ζωές τους σταδιακά να καταρρέουν από τα ψέματα και τις ενοχές και ανήμποροι να ορθώσουν το ηθικό τους ανάστημα περιμένουν απλώς τη Νέμεση να τους φέρει την Κάθαρση.
Προεξάρχουσα στην υποκριτική ομάδα η Φανή Παναγιωτίδου που μας χαρίζει μία καθηλωτική ερμηνεία στον ρόλο της μητέρας της δολοφονημένης κοπέλας που εναγωνίως αναζητά να μάθει τι συνέβη στην κόρη της. Ιδιαίτερα η τελευταία σκηνή που μοιράζεται με τη Μαρία Προϊστάκη είναι ενδεικτική της υψηλής ποιότητας του συνολικού αποτελέσματος. Η τελευταία ως έτερη συνεργός -ενσαρκώνει τη γυναίκα του ξαδέλφου- καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στον εύθραυστο ψυχισμό της ηρωίδας της και στην εγγενή της ειλικρίνεια. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης δίνει επίσης μία εξαιρετική ερμηνεία. Χωρίς καμία υπερβολή, αλλά με μία εσωτερικευμένη ένταση λίγο πριν την έκρηξη, μας βάζει μέσα στην ψυχοσύνθεση του και κάνει απόλυτα ορατό το πως μία ολόκληρη κοινωνία μπορεί να γίνει συνεργός ενός εγκλήματος. Τέλος, ο Χρήστος Κοντογεώργης δίνει μία πιο μονοδιάστατη, αλλά εξίσου πειστική ερμηνεία στον ρόλο του συνεργού.
Μία παράσταση με σαφή σκηνοθετική οπτική που παίρνει ξεκάθαρη θέση σε όλα αυτά που ζούμε σήμερα. Αυτό που δηλαδή φαίνεται πως εκλείπει από το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.