Τα Χριστούγεννα (κ.ρτσσούνου) είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Η νηστεία αυτής της Σαρακοστής ξεκινάει από τη γιορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου). Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους, έστρωναν τα πιο επίσημα στρωσίδια και έφτιαχναν τα γλυκά τους, τους κουραμπιέδες, το ρεβανί, την γλυκιά πίτα (πίτ. ντούλτσι), κλπ. Σαν Χριστόψωμο έφτιαχναν το γνωστό επτάζυμο ψωμί (φταζμίτκου κουλάκου), το οποίο ήταν ένα ποιοτικό, αφράτο και μυρωδάτο ψωμί, φτιαγμένο με μαγιά από ρεβίθι.
Η νοικοκυρά ασχολούνταν όλο το βράδυ για να το πετύχει και μάλιστα, όταν ήθελε να το φτιάξει, δεν το φανέρωνε πουθενά και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της για να μην ‘ματιαστεί’ και δεν φουσκώσει, όπως έπρεπε (νου τσιά κ. βα ντάρ. φτασμίσκου, σι σαντάρ. μπούν. = δεν έλεγε ότι θα κάνει φτασμίτικο, για να γίνει καλό). Η αλήθεια ήταν ότι η παρασκευή του ήθελε πολύ προσοχή και κατάλληλη θερμοκρασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις γιορτές έφτιαχναν ‘φτασμίτικο’ ψωμί (αρραβώνες, γάμος, Πάσχα κλπ).
Την Παραμονή των Χριστουγέννων η νοικοκυρά, μαζί με τις ‘λειτουργιές’ για την εκκλησία, έφτιαχνε τα ‘κόλιντα’ (κουλουκούσσι), που ήταν μικρά ψωμάκια στολισμένα με εικόνες ανάγλυφες όπως, ο χριστός, τα σπίτια, τα πρόβατα, τα μουλάρια κ.ά. ή με την στάμπα για λειτουργιές (σιμνιτόρλου). Τα έφτιαχνε με απλό ζυμάρι και τα έψηνε στο φούρνο ή στη γάστρα. Αυτά τα ‘κόλιντα’ η νοικοκυρά τα μοίραζε στα σπίτια της γειτονιάς και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Απαραίτητα μάλιστα κρατούσε κι ένα ψωμάκι στο εικονοστάσι μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Τότε το έπαιρνε και, αφού το κοπάνιζε στο γουδί, το έριχνε (για καλό) στην τροφή όλων των ζώων του σπιτιού.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων (Πρίντου Κ.ρτσσούνου) τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα (Κόλιντι) στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Με τις ματσούκες (τσσουμάκ.τς) χτυπούσαν τις πόρτες και, όταν τους άνοιγαν, αυτά έλεγαν:
«Κόλιντι μέλιντι, ντεν μάϊ κουλάκλου, σι μπ.νέτζι πάπλου, κ. σαφλέ Χριστόλου, του παχνί αλ μπόϊλ.ρ, ντι φρίκ. αλ Οβρέϊλορ = Κόλιντα μέλιντα, δώσε γιαγιά την κουλούρα, να ζήσει ο παππούς, γιατί γεννήθηκε ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των Εβραίων».
Οφείλω να σημειώσω ότι στη δική μου γενιά (είμαι 70 ετών) στα τέλη της 10ετίας του 1950 και μετά, λέγαμε και τα εξής κάλαντα στη Βέροια στα ελληνικά (θεωρώ ότι γενικά έλεγαν τα κάλαντα και στα βλάχικα και στα ελληνικά. Όπως τους ‘ερχόταν’).
« Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται,
Γεννιέται και βαπτίζεται στους ουρανούς επάνω,
το μέλη τρων οι άρχοντες και τα κεριά στους Άγιους,
και τα κεριά στα νάματα (=καθαρό νερό, μεταφορικά σοφίας)
μπροστά στον Άγιο Γιάννη,
και του χρόνου.
Στα παιδιά δίνανε ξυλοκέρατα, στραγάλια (μπιλμπίτσιλι), σταφίδες, σύκα και ψωμάκια (κουλουκούσσι).
Την Παραμονή επίσης των Χριστουγέννων, πριν από τα κόλιντα έσφαζαν το γουρούνι (τιλιέ πόρκουλου). Κάθε σπίτι είχε και ένα καλά ταϊσμένο (χ.ρνίτου) γουρούνι, προετοιμασμένο για αυτόν το σκοπό. Το τάϊζαν περισσότερο με καλαμπόκι (κ.τσ.μάκλου = κατσαμάκι), πίτουρα, ζεστό νερό, αλάτι και έπρεπε να γίνει πάνω από 90 κιλά (πολλές οικογένειες έσφαζαν και δυο γουρούνια). Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν πραγματική ιεροτελεστία και ανάγεται στις θυσίες στους θεούς, αποκλειστικά με χοίρους, που έκαναν οι αρχαίοι στις 17-25 Δεκεμβρίου. Για το σφάξιμο του γουρουνιού χρειάζονταν 3 και παραπάνω άντρες και ο σφάχτης έπρεπε να ήταν έμπειρος.
Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του, το σταύρωναν για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Η νοικοκυρά με ένα φτυάρι με λίγο κάρβουνο και ‘θυμιάμα’ το θυμιάτιζε, έβαζε ένα κρεμμύδι (τσιάπρ.) στο στόμα του ζώου, το σταύρωνε και μετά το γυρνούσε σε όλους τους παρευρισκομένους, οι οποίοι έσκυβαν με ευλάβεια 3 φορές κι έλεγαν: «άιντε ν. ίντι, μα γκίνι σ’μά μάρι = του χρόνου καλύτερα και μεγαλύτερο». Τα παιδιά περίμεναν να βγάλουν τη φούσκα, δηλαδή την ουρήθρα (κισσιτούρα), γιατί ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν ως μπάλα, για να παίξουν. Από τα εντόσθια (ιχικάτιλι) του ζώου την Παραμονή, εκεί επί τόπου, τηγάνιζαν μεζέδες και όλη η παρευρισκόμενη παρέα έπινε ρακί. Τεμαχίζανε το γουρούνι, τα κομμάτια τα ξεχωρίζανε (λι μπ.ρτσά) και τα κρεμούσαν.
To βράδυ της παραμονής άναβαν φωτιά στο τζάκι, που τη διατηρούσαν όλη τη νύχτα, βάζοντας εκεί ένα χοντρό μεγάλο κούτσουρο (κολεντάρλου) ‘για να ζεσταθεί ο Χριστός’ (συμβολισμός). Στη περιοχή της Νάουσας τα κούτσουρα, που καίγονται τα Χριστούγεννα, τα ονομάζουν ‘Καρτσιούνους’, όπως ακριβώς ονομάζονται από τους βλαχόφωνους και τα Χριστούγεννα (Κ.ρτσσούνου).
Την άλλη ημέρα το επεξεργάζονταν από το πρωί, γιατί τότε κόβονταν πιο καλά (ήταν κρύο) και συνέχιζαν το φαγοπότι… Σημαντικά, βέβαια, φαγητά ήταν η τηγανιά με πράσα και οι σαρμάδες (σ.ρμάτζ- λαχανοντολμάδες, συμβολισμός του τυλίγματος του νεογέννητου Χριστού με τα πανιά). Οι σαρμάδες γίνονταν πιο νόστιμοι με τα κομμάτια από λίπος του γουρουνιού. Ξεχώριζαν όλα τα μέρη του γουρουνιού: λίπος (παστόλου), ψαχνό (ψαχνόλου), κόκαλα με κρέας (ουόσιλι κου κάρνι), πλευρά (πλιβρέτς), κεφάλι (κάπλου), πόδια (τσουάρλι), γιατί όλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Τα πάστωναν για να συντηρηθούν και μάλιστα αρκετό κρέας το έκαναν ΄καβαρμά’. Έβραζαν, δηλαδή, το κρέας, το τσιγαρίζανε και το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία (τσουκάλια), που τα σκέπαζαν με λίπος από πάνω. Έτσι, διατηρούνταν για περισσότερο χρονικό διάστημα (μέχρι το καλοκαίρι στο βουνό). Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο ακόμα και το τομάρι, που το έγδερναν (μπιλιέστι) με προσοχή, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τσαρούχια.
Το κρύο (αράτσι) λίπος (παστό) το έκοβαν κομματάκια, τα έβαζαν σε καζάνια με φωτιά και το έλιωναν (τουκίν) για να βγάλουν την ‘λίγδα’=λίπος, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν λάδι για το φαγητό όλη τη χρονιά και τη διατηρούσαν σε ‘γκαζίνες’ (τενεκέδες). Ό,τι έμενε από το λιωμένο παστό ήταν οι ‘τσιγαρίδες’ (υπέροχος μεζές). Επίσης, έκοβαν σε λωρίδες σκέτο ωμό παστό (όχι μαγειρεμένο) και το χρησιμοποιούσαν για μεζέ με τσίπουρο, αφού βέβαια το αλάτιζαν με πολύ χοντρό αλάτι.
Παλιά δεν χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο (όπως και όλοι οι ορεσίβιοι), αλλά και γενικά όλος ο τότε κόσμος, γιατί το ελαιόλαδο ήταν ακριβό. Το κρέας το ‘πάστωναν’ και το διατηρούσαν σε κρύο μέρος σε κομμάτια (δεν υπήρχαν ψυγεία). Τα πλευρά και τα κόκαλα με κρέας τα διατηρούσαν για να φτιάξουν κεμπάπ και κοντοσούβλια για το μέλλον, το κεφάλι και τα πόδια για πατσά. Το ψαχνό το είχαν για μαγειρευτό φαγητό και, βέβαια, με αυτό έφτιαχναν τα πεντανόστιμα σπιτικά λουκάνικα, τεμαχίζοντάς το σε λεπτά κομμάτια κρέας (σαν κιμά), με μπαχαρικά και κομμάτια λίπος, όλα βαλμένα μέσα στα έντερα του γουρουνιού (μάτσ.λι ντι πόρκου).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι, όπως σε όλη την Ελλάδα, ανήμερα των Χριστουγέννων η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, κατόπιν έκανε τις καθιερωμένες επισκέψεις στους συγγενείς και μετά έστρωνε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα απαραίτητα εδέσματα (κρέας, κρασί κλπ). Τα Χριστούγεννα ήταν και είναι μια κατ’ εξοχήν οικογενειακή γιορτή με συγγενικές συγκεντρώσεις, εύθυμο κουβεντολόι, τραγούδια κλπ.
Διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά ότι τα έθιμα των βλαχοφώνων αποτελούν μέρος του εθιμικού βίου των Ελλήνων. Άλλωστε, και οι Άγγλοι ερευνητές και συγγραφείς, Wace & Thompson, που έγραψαν βιβλίο στις αρχές του 20ου αιώνα για τους Νομάδες των Βαλκανίων (ιδιαίτερα ζωή και έθιμα της Σαμαρίνας της Πίνδου), τόνισαν ότι τα έθιμά τους είναι ελληνικά.
Σημειώσεις:
Η νοικοκυρά ασχολούνταν όλο το βράδυ για να το πετύχει και μάλιστα, όταν ήθελε να το φτιάξει, δεν το φανέρωνε πουθενά και δεν ήθελε κανέναν δίπλα της για να μην ‘ματιαστεί’ και δεν φουσκώσει, όπως έπρεπε (νου τσιά κ. βα ντάρ. φτασμίσκου, σι σαντάρ. μπούν. = δεν έλεγε ότι θα κάνει φτασμίτικο, για να γίνει καλό). Η αλήθεια ήταν ότι η παρασκευή του ήθελε πολύ προσοχή και κατάλληλη θερμοκρασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις γιορτές έφτιαχναν ‘φτασμίτικο’ ψωμί (αρραβώνες, γάμος, Πάσχα κλπ).
Οικογένεια Τσιαμήτρου-Ψωμά Ηλία, αρχ. Τσιαμήτρου Κ. Γιάννη |
Την Παραμονή των Χριστουγέννων η νοικοκυρά, μαζί με τις ‘λειτουργιές’ για την εκκλησία, έφτιαχνε τα ‘κόλιντα’ (κουλουκούσσι), που ήταν μικρά ψωμάκια στολισμένα με εικόνες ανάγλυφες όπως, ο χριστός, τα σπίτια, τα πρόβατα, τα μουλάρια κ.ά. ή με την στάμπα για λειτουργιές (σιμνιτόρλου). Τα έφτιαχνε με απλό ζυμάρι και τα έψηνε στο φούρνο ή στη γάστρα. Αυτά τα ‘κόλιντα’ η νοικοκυρά τα μοίραζε στα σπίτια της γειτονιάς και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Απαραίτητα μάλιστα κρατούσε κι ένα ψωμάκι στο εικονοστάσι μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Τότε το έπαιρνε και, αφού το κοπάνιζε στο γουδί, το έριχνε (για καλό) στην τροφή όλων των ζώων του σπιτιού.
Οικογένεια Γεωργούλα Τσιαμήτρου Ξηρολίβαδο 1908. από το βιβλίο του Α. Βασιάδη, 'Ξηρολιβαδο, χουάρα μουσιάτα' |
Την Παραμονή των Χριστουγέννων (Πρίντου Κ.ρτσσούνου) τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα (Κόλιντι) στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Με τις ματσούκες (τσσουμάκ.τς) χτυπούσαν τις πόρτες και, όταν τους άνοιγαν, αυτά έλεγαν:
«Κόλιντι μέλιντι, ντεν μάϊ κουλάκλου, σι μπ.νέτζι πάπλου, κ. σαφλέ Χριστόλου, του παχνί αλ μπόϊλ.ρ, ντι φρίκ. αλ Οβρέϊλορ = Κόλιντα μέλιντα, δώσε γιαγιά την κουλούρα, να ζήσει ο παππούς, γιατί γεννήθηκε ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των Εβραίων».
Οφείλω να σημειώσω ότι στη δική μου γενιά (είμαι 70 ετών) στα τέλη της 10ετίας του 1950 και μετά, λέγαμε και τα εξής κάλαντα στη Βέροια στα ελληνικά (θεωρώ ότι γενικά έλεγαν τα κάλαντα και στα βλάχικα και στα ελληνικά. Όπως τους ‘ερχόταν’).
« Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννιέται,
Γεννιέται και βαπτίζεται στους ουρανούς επάνω,
το μέλη τρων οι άρχοντες και τα κεριά στους Άγιους,
και τα κεριά στα νάματα (=καθαρό νερό, μεταφορικά σοφίας)
μπροστά στον Άγιο Γιάννη,
και του χρόνου.
Στα παιδιά δίνανε ξυλοκέρατα, στραγάλια (μπιλμπίτσιλι), σταφίδες, σύκα και ψωμάκια (κουλουκούσσι).
Οικογένεια Γ. Δημούλα κλπ, 1926. Απο το βιβλίο του Α. Βασίαδη. Ξηρολίβαδο 'χουάρα μουσιάτα' |
Την Παραμονή επίσης των Χριστουγέννων, πριν από τα κόλιντα έσφαζαν το γουρούνι (τιλιέ πόρκουλου). Κάθε σπίτι είχε και ένα καλά ταϊσμένο (χ.ρνίτου) γουρούνι, προετοιμασμένο για αυτόν το σκοπό. Το τάϊζαν περισσότερο με καλαμπόκι (κ.τσ.μάκλου = κατσαμάκι), πίτουρα, ζεστό νερό, αλάτι και έπρεπε να γίνει πάνω από 90 κιλά (πολλές οικογένειες έσφαζαν και δυο γουρούνια). Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν πραγματική ιεροτελεστία και ανάγεται στις θυσίες στους θεούς, αποκλειστικά με χοίρους, που έκαναν οι αρχαίοι στις 17-25 Δεκεμβρίου. Για το σφάξιμο του γουρουνιού χρειάζονταν 3 και παραπάνω άντρες και ο σφάχτης έπρεπε να ήταν έμπειρος.
Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του, το σταύρωναν για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Η νοικοκυρά με ένα φτυάρι με λίγο κάρβουνο και ‘θυμιάμα’ το θυμιάτιζε, έβαζε ένα κρεμμύδι (τσιάπρ.) στο στόμα του ζώου, το σταύρωνε και μετά το γυρνούσε σε όλους τους παρευρισκομένους, οι οποίοι έσκυβαν με ευλάβεια 3 φορές κι έλεγαν: «άιντε ν. ίντι, μα γκίνι σ’μά μάρι = του χρόνου καλύτερα και μεγαλύτερο». Τα παιδιά περίμεναν να βγάλουν τη φούσκα, δηλαδή την ουρήθρα (κισσιτούρα), γιατί ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν ως μπάλα, για να παίξουν. Από τα εντόσθια (ιχικάτιλι) του ζώου την Παραμονή, εκεί επί τόπου, τηγάνιζαν μεζέδες και όλη η παρευρισκόμενη παρέα έπινε ρακί. Τεμαχίζανε το γουρούνι, τα κομμάτια τα ξεχωρίζανε (λι μπ.ρτσά) και τα κρεμούσαν.
Οικογένεια Νούλη Μπουσμπούκη το 1912. από το βιβλίο του Α. Βασιάδη 'Ξηρολιβαδο χουάρα μουσιάτα' |
To βράδυ της παραμονής άναβαν φωτιά στο τζάκι, που τη διατηρούσαν όλη τη νύχτα, βάζοντας εκεί ένα χοντρό μεγάλο κούτσουρο (κολεντάρλου) ‘για να ζεσταθεί ο Χριστός’ (συμβολισμός). Στη περιοχή της Νάουσας τα κούτσουρα, που καίγονται τα Χριστούγεννα, τα ονομάζουν ‘Καρτσιούνους’, όπως ακριβώς ονομάζονται από τους βλαχόφωνους και τα Χριστούγεννα (Κ.ρτσσούνου).
Την άλλη ημέρα το επεξεργάζονταν από το πρωί, γιατί τότε κόβονταν πιο καλά (ήταν κρύο) και συνέχιζαν το φαγοπότι… Σημαντικά, βέβαια, φαγητά ήταν η τηγανιά με πράσα και οι σαρμάδες (σ.ρμάτζ- λαχανοντολμάδες, συμβολισμός του τυλίγματος του νεογέννητου Χριστού με τα πανιά). Οι σαρμάδες γίνονταν πιο νόστιμοι με τα κομμάτια από λίπος του γουρουνιού. Ξεχώριζαν όλα τα μέρη του γουρουνιού: λίπος (παστόλου), ψαχνό (ψαχνόλου), κόκαλα με κρέας (ουόσιλι κου κάρνι), πλευρά (πλιβρέτς), κεφάλι (κάπλου), πόδια (τσουάρλι), γιατί όλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Τα πάστωναν για να συντηρηθούν και μάλιστα αρκετό κρέας το έκαναν ΄καβαρμά’. Έβραζαν, δηλαδή, το κρέας, το τσιγαρίζανε και το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία (τσουκάλια), που τα σκέπαζαν με λίπος από πάνω. Έτσι, διατηρούνταν για περισσότερο χρονικό διάστημα (μέχρι το καλοκαίρι στο βουνό). Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο ακόμα και το τομάρι, που το έγδερναν (μπιλιέστι) με προσοχή, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τσαρούχια.
Το κρύο (αράτσι) λίπος (παστό) το έκοβαν κομματάκια, τα έβαζαν σε καζάνια με φωτιά και το έλιωναν (τουκίν) για να βγάλουν την ‘λίγδα’=λίπος, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν λάδι για το φαγητό όλη τη χρονιά και τη διατηρούσαν σε ‘γκαζίνες’ (τενεκέδες). Ό,τι έμενε από το λιωμένο παστό ήταν οι ‘τσιγαρίδες’ (υπέροχος μεζές). Επίσης, έκοβαν σε λωρίδες σκέτο ωμό παστό (όχι μαγειρεμένο) και το χρησιμοποιούσαν για μεζέ με τσίπουρο, αφού βέβαια το αλάτιζαν με πολύ χοντρό αλάτι.
Παλιά δεν χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο (όπως και όλοι οι ορεσίβιοι), αλλά και γενικά όλος ο τότε κόσμος, γιατί το ελαιόλαδο ήταν ακριβό. Το κρέας το ‘πάστωναν’ και το διατηρούσαν σε κρύο μέρος σε κομμάτια (δεν υπήρχαν ψυγεία). Τα πλευρά και τα κόκαλα με κρέας τα διατηρούσαν για να φτιάξουν κεμπάπ και κοντοσούβλια για το μέλλον, το κεφάλι και τα πόδια για πατσά. Το ψαχνό το είχαν για μαγειρευτό φαγητό και, βέβαια, με αυτό έφτιαχναν τα πεντανόστιμα σπιτικά λουκάνικα, τεμαχίζοντάς το σε λεπτά κομμάτια κρέας (σαν κιμά), με μπαχαρικά και κομμάτια λίπος, όλα βαλμένα μέσα στα έντερα του γουρουνιού (μάτσ.λι ντι πόρκου).
Οικογένεια Γ. Τσιαβού, αρχ. Τάκη Τσιαβού. |
Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι, όπως σε όλη την Ελλάδα, ανήμερα των Χριστουγέννων η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, κατόπιν έκανε τις καθιερωμένες επισκέψεις στους συγγενείς και μετά έστρωνε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με τα απαραίτητα εδέσματα (κρέας, κρασί κλπ). Τα Χριστούγεννα ήταν και είναι μια κατ’ εξοχήν οικογενειακή γιορτή με συγγενικές συγκεντρώσεις, εύθυμο κουβεντολόι, τραγούδια κλπ.
Διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά ότι τα έθιμα των βλαχοφώνων αποτελούν μέρος του εθιμικού βίου των Ελλήνων. Άλλωστε, και οι Άγγλοι ερευνητές και συγγραφείς, Wace & Thompson, που έγραψαν βιβλίο στις αρχές του 20ου αιώνα για τους Νομάδες των Βαλκανίων (ιδιαίτερα ζωή και έθιμα της Σαμαρίνας της Πίνδου), τόνισαν ότι τα έθιμά τους είναι ελληνικά.
Σημειώσεις:
1. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι Ξηρολιβαδιώτες είναι κάτοικοι της Βέροιας. Στο Ξηρολίβαδο ανεβαίνουν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, ως παραθεριστές. Κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν υφίσταται πλέον η παλιά τους κτηνοτροφική ζωή.
2. Μερικές φράσεις που είναι σε παρενθέσεις μεταφέρονται στα ‘βλάχικα’. Η τελεία (.) μέσα σε μια λέξη αντιστοιχεί σε κλειστό άηχο φωνήεν, καθώς και τα 2 σίγμα (σσ) αντιστοιχούν σε παχύ σίγμα (μια συμβατική και υποτυπώδης φωνητική αποτύπωση). Προτιμώ το ελληνικά αλφάβητο, για προφανέστατους λόγους. Θεωρώ ότι μόνο αυτοί που ομιλούν σωστά προφορικά τα βλάχικα μπορούν να τα αποδώσουν με ακρίβεια.
Πηγές:
-Προσωπική έρευνα και βιωματική εμπειρία.
-‘Βλαχοχώρια του Ανατολικού Βερμίου’, συγγραφέας Τσιαμήτρος Κ. Ιωάννης, εκδόσεις iWrite, 2019 & 2021 (2 εκδόσεις) με πάρα πολλά έθιμα και στοιχεία.
- Εκλιπόντες και ηλικιωμένοι Πληροφορητές:
Τσιαμήτρος Η. Κωνσταντίνος - Ψωμάς, Τσιαμήτρος Η. Γιάννης - , Σαμαρά Γιάννα, Τσιακτάνη Μαρίκα, Κόγια Σοφία, Τσιαμήτρου Θ. Βασιλική, Αρμένου Αθηνά, Τσιαμήτρος Νίκος - Κοτρώνης, Τσιαμήτρος Αντώνης - Γιάντσος, Κυρίτσης Τάκης, Μπαζάκα Ζωή, Μησιάκα Ξανθούλα, Ντουζένη Φλωρίκα & Χριστόδουλος Δημήτρης - Μητρούλιας.
- ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, των Α. J. B. Wace & M. S, Thompson, εκδ. Αφών Κυριακίδη A.E., 2009.
*Ο Γιάννης Κ. Τσιαμήτρος είναι λαϊκός ερευνητής & συγγραφέας
Πράγματι τα έθιμα των Βλάχων είναι ελληνικά. Κάποιοι προσπαθούν να τους διαφοροποιήσουν, γράφοντας με ρουμάνικα σύμβολα και άλλα πολλά, αλλά δεν θα τους περάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό σημείωμα και κατατοπιστικό
ΑπάντησηΔιαγραφή