Στην εφημερίδα του Συλλόγου «Ημαθίων» του τρίτου τριμήνου 2009, δημοσιεύθηκε ένα κείμενο του Δημήτρη Κλήμη που αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου κάθε Αύγουστο. Οι παλαιοί έζησαν αυτά τα πανηγύρια και τα θυμούνται, μα οι νεότεροι δεν έχουν καν την περιγραφή τους. Διαβάστε αναλυτικά ώστε να ζωντανέψουν οι μνήμες των παλαιών Βεροιωτών και να τα γνωρίσουν «όσο γίνεται» οι νεότεροι.
Στον καιρό του χρόνου, η μυρωδιά του ψημένου- καβουρντισμένου φιστικιού, η οσμή από την καμένη ζάχαρη, από το ζεστό μαντολάτο και από το αέριο της φωτιστικής ασετιλίνης, είναι το αέναο της ροής του, που φτάνει μέχρι σήμερα σαν γεύση πικρόξυνη στον λαιμό. Και αυτός στεγνώνει.
Στενά δρομάκια , αφύσικα μικρά από πρόχειρες κατασκευές, σκηνές στημένες με πάνινα ανοίγματα – πόρτες, τραπεζάκια μικρά ή μεγάλα με κομμένα γυναικεία κεφάλια πάνω τους, γεμάτα χαμόγελα, μαντεία με κάτασπρα περιστέρια , που προσέφεραν χαρτάκια πολύχρωμα, τυχερά και τα ξύλινα κουτιά σε τρίποδα με το « Πανόραμα του Αιώνα ».Κύριοι εδώ βλέπετε !!!!
Πιο πέρα οι γύφτοι με τα χάλκινα, κορνέτες και τρομπόνια , ξεφωνίζανε σκοπούς – χορούς τοπικούς και τα μικρά διαβολάκια θεατές μπροστά τους, ζουπίζανε και γλύφανε αγουρίδες σταφύλια. Και η μουσική σταματούσε απότομα γιατί τα επιστόμια γεμίζανε σάλια, και γινότανε χαλασμός – χαμός.
Ο μπερντές που έκλεινε την είσοδο των Σκηνών – μουσικών θεάτρων, άνοιγε για να μπει κάποιος και έβγαινε ένας θόρυβος μουσικής που θύμιζε λικνιστικό ρυθμό ανατολίτικης μουσικής, που χαρακτηρίζει την απαθή νωθρότητα, την νιρβάνα της υποταγής στη μοίρα.. Δίπλα άλλη μουσική, άλλα κλάματα από ακορντεόν, το μεγάφωνο στη διαπασών έστελνε τις νότες σε ρυθμό τριών τετάρτων να χτυπούν το πάνινο ταβάνι υψηλά, μετά κατέβαιναν, ακουμπούσαν στη γη , χοροπηδούσαν και γινόταν κονιορτός που έλιωνε μέσα στ’ αυτιά του κόσμου.
Και η απανταχού παρούσα μυρωδιά της ασετιλίνης να χώνεται στα ρουθούνια έντονα, όταν γύρω έσκαζαν τα κανονάκια με κρότους, και γδούποι από τις γροθιές στου μοχλούς δυνάμεως σε ζάλιζαν. Το καλάρισμα της μπίλιας πάνω στις πλατιές ρουλέτες και η φωνή «ποντάρετε παρακαλώ», καλούσαν τους λάτρεις της τύχης σε δοκιμή. Όπως και οι προσκλήσεις, γεμάτες στόμφο, από κράχτες του κάθε θεάματος.
Μικρές πρόχειρες ταβέρνες – καφενεία, στημένες όπως-όπως σε γωνιές, προσέφεραν καφέδες και μεζέδες από τηγανιτά χοιρινά συκώτια και άλλα. Όρθιος δε ο «ταβερνιάρης» έπλενε τα μικρά καφεπότηρα – ρακοπότηρα , με τα δυο του δάχτυλα μόνο, ακατάδεκτα, από την κρεμαστή μικτή βρυσούλα, «τη βουσκίνα».
Κάπου εκεί κοντά , πάνω στη δημοσιά και η ταβέρνα των Αφών Δημητριάδη , γραφική έδινε το παρών.
Three o clock - Τρείς το πρωί.
Δυο τρείς παρέες γλεντζέδων Βεροιωτάδων φιλοξενούνται και τιμούν ιδιαίτερα το περίφημο κοκορέτσι τους, νοστιμότατο μεζέ, με τέχνη φτιαγμένο. Μερακλωμένοι σιγοντάρουν τον Νίκο Γούναρη στο «Κάιρο», τραγούδι από το Μισίρι της Αραπιάς φερμένο. Μετά ο Φώτης Πολυμέρης , και ακολουθούσε ο Άλκης Παγώνης . Απόλυτη μαγεία…. Κατάνυξη; Ίσως….
Στις απέναντι σαχνισιές που στηρίζουν τους Βεροιώτικους οντάδες, τα ανοιγμένα παράθυρα αφήνουν τις νότες να ακουμπούν στ’ αυτιά των μισοκοιμισμένων ζευγαριών και κάπου-κάπου μικρές , κοντές , καυτές ανάσες φανερώνουν τη ζωή.
Την ίδια ζωή, που την επόμενη εβδομάδα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, θα ξαναπάρει τον παλιό, συνηθισμένο ρυθμό της μονοτονίας. Με λιγότερο κέφι και ίσως, με νερωμένο κρασί.
Γράφει ο Δημήτρης Κλήμης
Σε κάτι χρόνια πίσω, χρόνια παλιά, ξυπνούν οι θύμισες εκεί κάπου αυτές αναδεύονται, στριφογυρνούν, λυνοδένονται, πατούν αθόρυβα και στραταρίζουν λικνιστικά. Η ομίχλη του χρόνου που παρεμβαίνει, την κυνηγάει ο άνεμος, τη διώχνει κι όλα τα λούζει το φως σαν νάναι σήμερα. Κάπου εδώ κοντά.
Μιλώ για τη γιορτή της πόλης μας, που παλιά ήταν γεγονός. Αυγουστιάτικο. Ίσως αρκετοί γράψανε και περιγράψανε την πανέμορφή αυτή εβδομάδα. Ο καθένας όπως τα έζησε και τα θυμότανε. Ας είναι.
Σε κάτι χρόνια πίσω, χρόνια παλιά, ξυπνούν οι θύμισες εκεί κάπου αυτές αναδεύονται, στριφογυρνούν, λυνοδένονται, πατούν αθόρυβα και στραταρίζουν λικνιστικά. Η ομίχλη του χρόνου που παρεμβαίνει, την κυνηγάει ο άνεμος, τη διώχνει κι όλα τα λούζει το φως σαν νάναι σήμερα. Κάπου εδώ κοντά.
Μιλώ για τη γιορτή της πόλης μας, που παλιά ήταν γεγονός. Αυγουστιάτικο. Ίσως αρκετοί γράψανε και περιγράψανε την πανέμορφή αυτή εβδομάδα. Ο καθένας όπως τα έζησε και τα θυμότανε. Ας είναι.
Στον καιρό του χρόνου, η μυρωδιά του ψημένου- καβουρντισμένου φιστικιού, η οσμή από την καμένη ζάχαρη, από το ζεστό μαντολάτο και από το αέριο της φωτιστικής ασετιλίνης, είναι το αέναο της ροής του, που φτάνει μέχρι σήμερα σαν γεύση πικρόξυνη στον λαιμό. Και αυτός στεγνώνει.
Πιο πέρα οι γύφτοι με τα χάλκινα, κορνέτες και τρομπόνια , ξεφωνίζανε σκοπούς – χορούς τοπικούς και τα μικρά διαβολάκια θεατές μπροστά τους, ζουπίζανε και γλύφανε αγουρίδες σταφύλια. Και η μουσική σταματούσε απότομα γιατί τα επιστόμια γεμίζανε σάλια, και γινότανε χαλασμός – χαμός.
Ο μπερντές που έκλεινε την είσοδο των Σκηνών – μουσικών θεάτρων, άνοιγε για να μπει κάποιος και έβγαινε ένας θόρυβος μουσικής που θύμιζε λικνιστικό ρυθμό ανατολίτικης μουσικής, που χαρακτηρίζει την απαθή νωθρότητα, την νιρβάνα της υποταγής στη μοίρα.. Δίπλα άλλη μουσική, άλλα κλάματα από ακορντεόν, το μεγάφωνο στη διαπασών έστελνε τις νότες σε ρυθμό τριών τετάρτων να χτυπούν το πάνινο ταβάνι υψηλά, μετά κατέβαιναν, ακουμπούσαν στη γη , χοροπηδούσαν και γινόταν κονιορτός που έλιωνε μέσα στ’ αυτιά του κόσμου.
Και η απανταχού παρούσα μυρωδιά της ασετιλίνης να χώνεται στα ρουθούνια έντονα, όταν γύρω έσκαζαν τα κανονάκια με κρότους, και γδούποι από τις γροθιές στου μοχλούς δυνάμεως σε ζάλιζαν. Το καλάρισμα της μπίλιας πάνω στις πλατιές ρουλέτες και η φωνή «ποντάρετε παρακαλώ», καλούσαν τους λάτρεις της τύχης σε δοκιμή. Όπως και οι προσκλήσεις, γεμάτες στόμφο, από κράχτες του κάθε θεάματος.
Κάπου εκεί κοντά , πάνω στη δημοσιά και η ταβέρνα των Αφών Δημητριάδη , γραφική έδινε το παρών.
Three o clock - Τρείς το πρωί.
Δυο τρείς παρέες γλεντζέδων Βεροιωτάδων φιλοξενούνται και τιμούν ιδιαίτερα το περίφημο κοκορέτσι τους, νοστιμότατο μεζέ, με τέχνη φτιαγμένο. Μερακλωμένοι σιγοντάρουν τον Νίκο Γούναρη στο «Κάιρο», τραγούδι από το Μισίρι της Αραπιάς φερμένο. Μετά ο Φώτης Πολυμέρης , και ακολουθούσε ο Άλκης Παγώνης . Απόλυτη μαγεία…. Κατάνυξη; Ίσως….
Στις απέναντι σαχνισιές που στηρίζουν τους Βεροιώτικους οντάδες, τα ανοιγμένα παράθυρα αφήνουν τις νότες να ακουμπούν στ’ αυτιά των μισοκοιμισμένων ζευγαριών και κάπου-κάπου μικρές , κοντές , καυτές ανάσες φανερώνουν τη ζωή.
Την ίδια ζωή, που την επόμενη εβδομάδα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, θα ξαναπάρει τον παλιό, συνηθισμένο ρυθμό της μονοτονίας. Με λιγότερο κέφι και ίσως, με νερωμένο κρασί.
Πολλή ωραίο άρθρο μπράβο σας
ΑπάντησηΔιαγραφή