Λαός αφοσιωμένος στον ίδιο τρόπο συμπεριφοράς, σμιλευμένος από πλήθια πάθια, θεμελιωμένος στις στέρεες βάσεις της παράδοσης, ο Ποντιακός Ελληνισμός, άντεξε στη σαρωτική πλημμυρίδα των αιώνων, κράτησε αναλλοίωτα τα ήθη και έθιμά του και συνεχίζει σταθερά την ελληνικότατη πορεία του. Αυτή του η προσήλωση στην παράδοση είναι βαθειά συνειδητοποιημένη σε βαθμό δημιουργίας εθίμου τέτοιου που η οποιαδήποτε πλέον παρέκκλιση απ’ αυτό να προκαλεί αποστροφή και να επισύρει μήνιν αφ’ ενός και τιμωρίαν αφ’ ετέρου. Ένα από τα έθιμα που ανταποκρίνονται στο βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του Ποντιακού λαού, είναι και η νηστεία. Επομένως εκείνο που εξ υπ’ αρχής πρέπει να τονισθεί σύμφωνα με το πνεύμα και τις αρχές της Αγίας Γραφής είναι η τήρηση των αρχών της νηστείας.
«Συ δε νηστεύων άλειψέ σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψε Mατθ. Κεφ. στ΄ παρ. 17» δηλ. Συ όταν νηστεύεις να αλείφεις το κεφάλι σου (συνήθεια της εποχής του Χριστού) και να νίπτεις το πρόσωπό σου και αυτό για να μην εμφανίζεσαι ταλαιπωρημένος και καταπονημένος για να προκαλείς έτσι τη συμπάθεια των ανθρώπων, διότι τη νηστεία δεν την κάνεις για εντυπωσιασμό αλλά από καθαρή ανάγκη παρρησίας ενώπιον του «εν κρυπτώ» βλέποντος και «εν φανερώ» αποδίδοντος Θεού.
Αυτή η περιορισμένη ανάλυση που επιχειρήθηκε για το νόημα της νηστείας, πλην των άλλων σκοπό έχει να εμβαθύνει και στον τρόπο τήρησής της στον Πόντο, τρόπο που σε εξαιρετικές περιπτώσεις άγγιζε τα όρια της υπερβολής και του ακραίου φανατισμού καθ’ υπερβολήν ασφαλώς του πνεύματος της Αγίας Γραφής!
Καιρός όμως να αναφερθούμε με κάποια σειρά στις καθιερωμένες νηστείες σύμφωνα με την ιερή παράδοση και τους εκκλησιαστικούς κανόνες και πως ετηρούντο, όπως θα καταδείξουμε, αυστηρότατα στον Πόντο, αναλύοντας εν συντομία τις ιδιαιτερότητές τους.
1.Ο τρανόν η Σαρακοστή (η Μεγάλη Σαρακοστή).
Η Σαρακοστή άρχιζε από την Καθαρά Δευτέρα ή Σαχταροδευτέρα (στην ποντιακή) από τη χρήση της στάχτης (σαχτάρ) για τον σχολαστικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, καθαρισμό των μαγειρικών σκευών.
Από την αρχή της ημέρας έβραζαν νερό «απ’ές΄σο χαλκόν» (μεγάλο χάλκινο σκεύος) έβαζαν μέσα αρκετή στάχτη, εξ ου και Σαχταροδευτέρα, για να κάνουν την «κατενήν»- σταχτόνερο για να πλύνουν- απολυμάνουν σχολαστικά όλα τα σκεύη (τραπέζια, τραπεζομάχαιρα, ξύλινα κουτάλια, το «ξυλάγκ» κατάλληλο ξύλινο σκεύος όπου συγκέντρωνα τον επίπαγο γάλακτος-καϊμάκι και με κατάλληλες κνήσεις - χτυπήματα διαχώριζαν το «ταν»-αριάνη από το βούτυρο, τα κοβλάκια - ξύλινα ημιβαθή δοχεία, «κολιστέρια» επίσης ξύλινα δοχεία όπου άβαζαν το γάλα με τη μαγιά και «εκόλιζαν την μαντζίραν» - γιαούρτι, το «καρσάν» μεγάλο μεταλλικό σκεύος όπου μάζευαν το καϊμάκι και οτιδήποτε άλλο σκεύος σχετικού με την παραγωγή φαγώσιμου είδους.
Συνήθιζαν να έχουν διπλά, ιδίως τα ξύλινα σκεύη, για να χρησιμοποιούν το ένα σετ για νηστίσιμα παρασκευάσματα και το άλλο για αρτύσιμα. Πίστευαν πως τα αρτυμένα –«μαντζιριγμένα» σκεύη δεν μπορούν να καθαρισθούν από το λίπος που έχει εμποτισθεί στο ξύλο όσο και αν πλυθούν! Για το λόγο αυτό τα σήκωναν αυτή την περίοδο ψηλά στα ντουλάπια «σο θεμελίον ’κειές» για να τα χρησιμοποιήσουν ξανά μετά την νηστεία. Γι αυτό αυτή την περίοδο άκουγε κανείς παντού τους γανωματήδες να διαλαλούν την ειδικότητά τους και να κάνουν χρυσές δουλειές!
Ότι αρτύσιμα φαγητά υπήρχαν από την προηγουμένη (απομεινάρια) τα έδιναν στις φτωχές τουρκάλες που για το λόγο αυτό γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν ότι εύρισκαν. Η Κυριακή της Τυρινής, η «εμπονέστεια» (από το μπαίνω στη νηστεία) ήταν για αυτές μέρα πανήγυρης (μπαϊράμ) αφού τα ειδικά δοχεία που κουβαλούσαν γέμιζαν, χωρίς κανένα διαχωρισμό, από το περιεχόμενο ολόκληρης κατσαρόλας, από πίτες και από γλυκίσματα! Εξ ου και το παροιμιώδες-«οσήμερον οι τουρκάντ’ θα εφτάνε μπαϊράμ» σήμερα οι τούρκοι θα κάνουν πανηγύρι.
Αν κανείς ξενυχτούσε το προηγούμενο βράδυ είχε δικαίωμα να αρτυθεί - «μαντσιρίζ’», μετά όμως έστω και από ολιγόλεπτο ύπνο «ολίγον να ετσάμωνεν τ’ ομμάτια» έχανε αυτό το δικαίωμα! Συνήθιζαν να τρώνε σαν τελευταίο αρτύσιμο ένα βρασμένο αυγό και το έτρωγαν λέγοντας «με τ’ ωβόν εσπάλ’τ’σα το, με τ’ ωβόν θα ανοίγ’ ατο», εννοείται το στόμα, που σημαίνει-με το αυγό το σφάλισα (το στόμα) με το αυγό θα το ανοίξω εννοώντας το Πασχαλινό αυγό. Η νηστεία αυτή την εποχή ήταν αυστηρότατη για όλους. Αυστηροί και ασυμβίβαστοι φύλακες του εθίμου ήταν κυρίως οι γιαγιάδες (η καλομάνες) και στη συνέχεια οι μανάδες.
Σχετική με την αυστηρότητα τήρησης της νηστείας είναι άρνηση χορήγησης αρτυμένης τροφής ακόμα και σε αρρώστους, «ντο έχ’ και θελ’ να γουρζουλιάεται!», τι έχει και θέλει να περιδρομιάσει, «ο Γουρζουλάς επίασεν ατον;», τον έπιασε η πανούκλα; Περιορισμός υπήρχε μερικές μέρες στην κατάλυση ακόμα και λαδιού.
Σε όποια αμφιβολία ρωτούσαν τον ιερέα της ενορίας τους, «Πάτερ, οσήμερον ελάδ’ φαΐζ;»
-Πάτερ επιτρέπεται σήμερα η κατάλυση λαδιού; Οι γιαγιάδες παρεξηγούσαν ακόμα και αυτή την ερώτηση! «’κι επόρεσεν να κρατεί έναν ημέραν το Γουρζούλ’ν ατ’ς (τη λαιμαργία της μεταφορικά) και ερώτεσεν και τον ποπάν» (παπά)!»
Η νηστεία επιβαλλόταν ακόμη και στα μικρά παιδιά, εκτός τα βυζανιάρικα. Για το σκοπό αυτό επεστράτευαν τον «Κουκαράν!!» που κρεμούσαν ση τραπεζαρία για να θυμίζει πάντα στους ανήξερους και επιλήσμονες το καθήκον τους. «οσήμερον ο Κουκαράς εχπάστεν α’ σο Τσεβιζλούκ (Μάτσκα)», σήμερα ο Κουκαράς ξεκίνησε από τη Μάτσκα! «Οσήμερον είδεν κάποιος τον Κουκαράν σο γιαζιλί τασιν, εντώκεν σον ανήφορον», σήμερα κάποιος είδε τον Κουκαρά στο γραμμένο βράχο να ανηφορίζει! Έτσι την Καθαρά Δευτέρα ο «Κουκαράς» βρισκόταν στο πόστο - φυλάκιό του!
Ο Κουκαράς ήταν ένα μεγάλο κρεμμύδι με πολλές ρίζες και κοτσάνι για να μπορεί να προσδένεται στο νταβάνι, με μαυρισμένες και καψαλισμένες μουστάκες, με μεγάλα άσπρα μάτια (ζωγραφισμένα με κιμωλία) κι αυστηρό ύφος. Γύρω, γύρω του κάρφωναν μεγάλα φτερά, (εφτά τον αριθμόν, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας) από ουρά κότας.
Κάθε εβδομάδα του αφαιρούσαν και ένα φτερό για να ξέρουν πόσες βδομάδες έμειναν για τη «Λαμπρήν», ώσπου ο Κουκαράς(ο φουκαράς) έμενε γυμνός, ξεπουπουλιασμένος, οπότε και τελείωνε η αποστολή του και (αναχωρούσε) για να έρθει και πάλι του χρόνου την «Σαχταροδευτέραν».
Αν κάποτε έπεφτε κατά λάθος στα χέρια των πιτσιρικάδων, τότε πλήρωνε τα πάνδεινα για την τυραννική του εποπτεία! Τον ξεκοίλιαζαν κυριολεκτικά και τότε έβλεπαν με μεγάλη τους έκπληξη πως δεν είχε έντερα και πως έμοιαζε με κρεμμύδι! «Παιδία, παιδία ελάτε τερέστεν αούτος ιντέρια ’κι έχ’! Τ’ απ’ έσ’ ατ’ άμον κρομμυδί’ έν’!!» παιδιά, ελάτε να δείτε αυτός έντερα δεν έχει! Το μέσα του μοιάζει με κρεμμύδι!
Οι γυναίκες στον Πόντο την πρώτη εβδομάδα των νηστειών απείχαν τελείως από το φαγητό!
Μόνο την Τετάρτη μετά την λειτουργία και το βράδυ μετά την ακολουθία έτρωγαν για να συνεχίσουν μέχρι και το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Γι αυτό και η περίοδος της πρώτης εβδομάδας των νηστειών λεγόταν Αεθοδώρισμαν ή Θοδώρισμαν.
Οι μικρές κοπέλες «τα κορτσόπα» κρατούσαν αυστηρά αυτή τη νηστεία. «Θοδώριζαν» για εφτά συνεχόμενα χρόνια για να καλοπαντρευτούν! Το τέλος της εβδομάδας γινόταν ανταλλαγή δώρων κυρίως μεταξύ των μνηστευμένων, «νυσιαλαεμέν». Το αγόρι έστελνε στην καλή του μέσα σε ένα μεγάλο ταψί (σινίν) απ’ όλα τα καλά και του πουλιού το γάλα!
Κρεμμυδόπιτες φτιαγμένες με ψίχα από καρύδια ή φουντούκια τα «σογιανλούκια», «λαβάσια» - λαγάνες, δύο λογιών χαλβά, από ταχίνι και καρύδια, διάφορα φρούτα και ξηρούς καρπούς. Η κοπελιά, από την άλλη, έστελνε και κείνη τα δώρα της με όλα τα καλά και με ένα ζευγάρι, το λιγότερο, κάλτσες.
Αυστηρότατες μέρες νηστείας σε όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής ήταν οι: Δευτέρα, Τετάρτη, και Παρασκευή με αποκορύφωμα την Μεγάλη εβδομάδα και ιδίως τη Μεγάλη Παρασκευή.
Περιληπτικά άλλες νηστείες εξ’ ίσου ή λιγότερο αυστηρές ήταν:
2. Η νηστεία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου «τ’ αε-Παυλή» (χαλαρή). Η διάρκεια αυτής της νηστείας ήταν σχετική με το πόσο κοντά στη γιορτή των Αγίων Αποστόλων έπεφτε η Πεντηκοστή. Γνωστή είναι η σχετική ποντιακή έκφραση, «έπαρ’ το καρυδόφυλλον και φά’ όλιον την εβδομάδαν, σειρά έν’», πάρε το καρυδόφυλλο και φάε ΄λη την εβδομάδα, είναι σειρά.
3. Ο Δεκαπενταύγουστος, «Τη Παναΐας η νεστεία», χαλαρή). Αυστηρή, αλλά ευχάριστη νηστεία λόγω πληθώρας των φρούτων και λαχανικών και της μικρής της διάρκειας.
4. Η νηστεία της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου (αυστηρότατη), έξ’ Αυγούστ’ τ’ Αϊ Γιαννή, το «έξ’ Αυγούστ’» σημαίνει κατά την έξοδο (έξω) του Αυγούστου στις 29 του μήνα όπου απαγορεύεται πλην των άλλων το μαύρο σταφύλι και ιδιαίτερα το καρπούζι που θυμίζει την αποτομή της τιμίας κεφαλής του τιμωμένου αγίου και τέλος:
5.Η νηστεία των Χριστουγέννων, «Του Χριστού η νεστεία» όπου επιτρέπεται η κατάλυση ψαριού και του λαδιού εκτός από Τετάρτη και Παρασκευή.
Εκτός από τις νηστείες που αναφέραμε υπήρχαν φυσικά και αυτές της Τετάρτης και Παρασκευής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου εκτός από το τεσσαρακονθήμερο της Διακαινησίμου.
Η αυστηρότατη νηστεία της παραμονής των Φώτων, (μέγας Αγιασμός), η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, 6η Αυγούστου, η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τη Σταυρού). Φυσικά εννοείται πως μετά από κάθε νηστεία ακολουθούσε η Θεία Μετάληψη!
Για να δείξω στον αναγνώστη μας με ποια σοβαρότητα και σεβασμό τηρούσαν στον Πόντο οι γονείς μας και οι παλαιότεροι τη νηστεία θα τελειώσω με την αναδημοσίευση ενός ανέκδοτου της περιοχής των Κοτυώρων από τα «Ποντιακά Φύλλα» κάποιο περιοδικό του 1937 από τη συλλογή του μεγάλου Ξένου Ξενίτα (Ξενοφώντα Άκογλου).
«Η σχωρεμέντσα η Σάια η Καλογερίνα οντας έμπαινεν το τρανόν η Σαρακοστή ενήστευεν α’ σον πιρνόν είσαμε το βράδον κάθαν ημέραν. Η νεστεία τ’ς πα πολλά δυνατόν. Νε, ελάδ’ νε, ελαίας. Ξερόν ψωμίν, λάχανα με τα φασούλια, χοσχορόνια, σκορδωμένα κορασίτας, κινθέατα (κιντέας). Αραία, αραία έτρωεν και ολίγον χαλβάν α’ σα Χαιρετισμούς και ύστερα.Το βραδυνόν ατ’ς έτρωεν α’ σ’ εσπερινού την απόλυσιν κι υστερνά. Έναν ημέραν, έπλυνεν έτον, και επείνασεν πολλά. Πριχού να πάει σον εσπερινόν είπεν να πέρ’ βουκούται ολίον ψωμόπον για να σώζ’ και πορπατεί. Ένοιξεν το τολάπ’. Σ’ απάν το ταρέζ έτον η εικόνα τη Παναΐας και σ’ αφ’κά το ταρέζ το ψωμίν. Επήρεν ’κι επήρεν το ψωμίν σα χέρια τ’ς, αμάν εφέκεν ατο κά’ και άμον αχπαραγμέν’τ’σα εποί’κεν το σταυρόν ατ’ς. Ντ’ έπαθες Σάια είπεν ατεν η κυρά τ’ς η Παρθένα. Λελεύω σε κυρά Παρθένα, είδεν η Παναΐα α’ σο ταρέζ κι αν’ ντ’ επέρνα το ψωμίν να έτρωγα και έγρινεν τ’ ομμάτια τ’ς και ετέρεσε με απ’ έσ’ σην ψην γουζεμέντσα. Ήμαρτον Παναΐα, άλλο ’κι εφτά’ατο, εσύ ’α δίεις με την δύναμιν, είπεν και εποί’κεν και τη μέτάνοιαν ατ’ς.»
Σημ: Το ανέκδοτο είναι γραμμένο στο ιδίωμα των Κοτυώρων.
Ένδοξε Ελληνισμέ του Πόντου! Πως και είναι οι ρίζες σου άτρωτες από το σαράκι του αμοραλισμού! Ποιοι σοφοί καθιέρωσαν τα τόσο ωραία έθιμά σου! Μήπως και αυτό το πείσμα σου είναι εξειδικευμένη αρετή; Ζήθι λοιπόν και δίδασκε της αρετής σου το μεγαλείο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.