Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/
http://picasion.com/

Άνω Γραμματικό (βλαχοχώρι) - Μακεδονικός Αγώνας και Ρουμανική προπαγάνδα

Του Γιάννη K. Τσιαμήτρου
Το Άνω Γραμματικό ήταν (μέχρι το 1940) ο μεγαλύτερος βλάχικος οικισμός της επαρχίας Έδεσσας σε ύψος 1.160 μέτρα στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου. Είχε περισσότερο ως χειμαδιό τη θέση Φετίτσα κοντά στα Πολλά Νερά σε ύψος 200 περίπου μέτρων. Σήμερα είναι παραθεριστικός οικισμός, υπάγεται στη κοινότητα Κάτω Γραμματικού και απέχει από την Έδεσσα 25 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της. Ο καλυβικός οικισμός του Άνω Γραμματικού (Καλύβια της Γραμματίκοβας, στα βλάχικα ‘Καλίβιλι ντι Γραμματίκοβα’) δημιουργήθηκε από φαλκάρι αρβανιτοβλάχων (που ακολούθησαν τους τσέλιγκες Γούσιο Τσέλιο και Τέγα Γούσα) στα τέλη του 19ου αιώνα (Hâciu, Anastase N. Aromânii, Focşani 1936, σελ. 221-222) μετά τη διάσπαση του μεγάλου καλυβικού οικισμού της Τσιακούρας της περιοχής Μοριχόβου (σύνολο οικισμών με το μεγαλύτερο μέρος του να είναι σήμερα στα Σκόπια). Ίσως η διάσπαση να προκλήθηκε από τις επιπτώσεις της αποτυχημένης επανάστασης του 1878. Η οριστικοποίηση της εγκατάστασης πραγματοποιήθηκε μετά από έγγραφη συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου 1902 (ΑΥΕ / Μακεδονικά 1095-1908, υποφάκελος Ναούσης 1906), από το φερόμενο ως ιδιοκτήτη των κτημάτων Σουλεϊμάν μπέη και από μια ομάδα προκρίτων των συνοικιστών. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξε αντιπαράθεση των αρβανιτοβλάχων (για καταπάτηση εκτάσεων) με τους εδραίους σλαβόφωνους αλλά πατριαρχικούς (ελληνόφρονες) κατοίκους του Γραμματίκοβου (σημερινό κάτω Γραμματικό).

Αυτή η αντιπαράθεση σε συνδυασμό με την εκεί δράση και πίεση του βούλγαρου κομιτατζή Λουκά (1904) φαίνεται πως υπήρξε ο λόγος που αρκετοί αρβανιτόβλαχοι του Άνω Γραμματικού αναζήτησαν συμπαράταξη στη ρουμανική προπαγάνδα και τους εξαρχικούς κομιτατζήδες.

Στις αρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1905-1908) τα ελληνικά αντάρτικα σώματα κυρίως, με επικεφαλής τον Καπετάν Ακρίτα, προσπάθησαν να τονώσουν το ηθικό των βλάχων του Άνω Γραμματικού που αντιστέκονταν στους ρουμανίζοντες και κομιτατζήδες (Paillarés, M. “Η Μακεδονική Θύελλα, τα πύρινα χρόνια 1903-1907’’, Τροχαλίας, Αθήνα 1994, σελ. 250). Όμως, ένα επεισόδιο (δολοφονία του πρόκριτου του Α. Γραμματικού Ν. Αδάμου) χάλασε το πνεύμα εμπιστοσύνης, που προσπάθησε να δημιουργήσει ο καπετάν Ακρίτας και το ελληνικό προξενείο. Έτσι ο αρχιτσέλιγκας Κεχαγιάς και οι ρουμανίζοντες του χωριού ήρθαν σε στενότερη συνεργασία με τους κομιτατζήδες.

Ήταν τέτοια η δράση των ρουμανιζόντων και κομιτατζήδων σε αυτό το χωριό που, από τη μια μεριά οι κομιτατζήδες είχαν οργανώσει εκεί λαϊκό δικαστήριο και από την άλλη το χωριό αποτελούσε ασφαλές λημέρι για τα σώματα τους και αυτά των ρουμανιζόντων, που δρούσαν σε όλο το Βέρμιο και στα χωριά του κάμπου. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι οικογένειες του χωριού ήταν μαζί τους. Το σημαντικότερο, ωστόσο, αποτέλεσμα ήταν ότι, με την οικονομική βοήθεια της ρουμανικής προπαγάνδας (1908-1910) και την πολιτική εξαγοράς συνειδήσεων (Hâciu, ό. π. σελ. 221) οι νομάδες αυτών των αρβανιτοβλάχων αναβαθμίστηκαν σε ημινομάδες, καθώς αντικατέστησαν τις καλύβες τους με πέτρινα σπίτια.

Μετά τη απελευθέρωση (1912), η προπαγάνδα μπόρεσε να συνεχίσει τη δράση της τόσο στο Άνω Γραμματικό όσο και στο χειμαδιό του, τη Φετίτσα, βασιζόμενη στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913). Οργανώθηκε και πάλι το ρουμανικό σχολείο και η λειτουργία της εκκλησίας στα ρουμανικά (ΑΥΕ, Β/1914-1918, Β/33, 35, 36, 37). Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οι άνδρες του Άνω Γραμματικού δεν κατατάχθηκαν στο στρατό της Άμυνας, καθώς το χωριό θεωρούνταν «ρουμανοχώρι».

Από το 1912 μέχρι το 1922 το χωριό γνωρίζει σχετική ανάπτυξη (εξαγοράστηκε και το μερίδιο που ανήκε στους μπέηδες), φτάνοντας να έχει 400 σπίτια και αρκετές οικογένειες έμεναν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι. Στις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός από τη Φετίτσα, κάποιες ομάδες βλάχων από το χωριό είχαν ως χειμαδιό το Ροδοχώρι, το Γιαννακοχώρι, τη Νάουσα και αλλού (Σιθωνία Χαλκιδικής, Συκιά κ.ά.).

Ο μαρασμός του Άνω Γραμματικού ήρθε ανάμεσα στα 1925 και 1936, όταν οι μισοί και πλέον από τους κατοίκους μετανάστευσαν στη Ρουμανία. Ως υποκινητής της εξόδου παρουσιάζεται ο ρουμανοδιδάσκαλος Γεώργιος Τσέλιος (1880-1966), ο οποίος έφτασε μέχρι την ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι για να διαπραγματευτεί τους όρους της μετανάστευσης. Διέδιδε πως έτσι και αλλιώς η Ελλάδα είχε πρόθεση να διώξει βιαίως τους βλάχους, γιαυτό θα ήταν καλύτερα να φύγουν από μόνοι τους. Ο Τσέλιος φαίνεται πως ανήκε στους κύκλους των τοπικών βλάχικων παραγόντων που είδαν μεγάλες προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση και τις αγοραπωλησίες των περιουσιών αυτών που έφευγαν. Αυτός μάλιστα παρουσιάζεται ως υποκινητής της εξόδου όλων σχεδόν των αρβανιτοβλάχων της κεντρικής Μακεδονίας (‘Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής. Μακεδονίας’, Α. Κουκούδη, τόμος Δ΄, Θεσ/νίκη 2001, εκδόσεις Ζήτρος, σελ. 357, 358).

Έτσι, γύρω στο 1932, το χωριό δείχνει να κατοικείται μόνο από 92 οικογένειες από τις οποίες οι 60 αναφέρονται ως ρουμανίζουσες [Α.Γ.Β. -Α.Φ.Δ.,Φ.36.3/εγγ. 28, Η Ανωτέρα Δ/νσις Χωροφυλακής Μακεδονίας προς το αρχηγείο Χωροφυλακής (Τμήμα Ειδικής Ασφάλειας), Εν Θεσσαλονίκη τη 30η Νοεμβρίου 1932, ο Ανώτερος Διοικητής συντ/ρχης Β. Κολοκοτρώνης].

Το κενό ήρθαν να καλύψουν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, γύρω στις 30 με 40 οικογένειες από αρβανιτόβλαχους της Ηπείρου, που ήταν γνωστοί με το συλλογικό όνομα Πλεασιώτες (μάλλον από τον αρβανιτοβλάχικο οικισμό της Άνω Πλεάσας στο Μοράβα, κοντά στη Κορυτσά). Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές ο οικογένειες ήταν ανεπηρέαστες από τη προπαγάνδα, είχαν ισχυρή ελληνική ταυτότητα και έθεσαν σε λειτουργία το πρώτο ελληνικό σχολείο στο Άνω Γραμματικό. Ταυτόχρονα οι παλιότερες οικογένειες συνέχιζαν να λειτουργούν το ρουμανικό σχολείο μέχρι το 1944. Για μια, λοιπόν, περίπου δεκαετία λειτουργούσαν δυο σχολεία, ένα ελληνικό και ένα ρουμανικό. Πριν το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν 100 με 150 σπίτια, αρκετά, όμως, από αυτά παρέμεναν ακατοίκητα.

Το Πάσχα του 1944 καταστράφηκαν αρκετά σπίτια του χωριού λόγω των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων (παρά τη φαινομενική προστασία του ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη). Οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν κυρίως στην Έδεσσα, στη Νάουσα και στα χωριά της Ημαθίας. Στη δεκαετία του 1950 μέρος των κατοίκων επέστρεψε, αλλά στη δεκαετία του 1960 το χωριό ερήμωσε ξανά (οικονομικοί λόγοι και αστυφιλία). Τα καλοκαίρια, όμως, αρκετοί κτηνοτρόφοι συνέχιζαν να ανεβαίνουν και το 1995 τα κοπάδια του χωριού έφτασαν να έχουν 10.000 πρόβατα και κατσίκια. Επίσης, πολύ κοντά στο Άνω Γραμματικό υπήρχε μια σαρακατσάνικη εγκατάσταση στη θέση Μπεσμπουνάρ και το 1995 φαίνεται να υπήρχαν εκεί εννιά περίπου οικογένειες τα καλοκαίρια σε μικρά σπιτάκια πλέον (όχι καλύβες).

Σήμερα το Άνω Γραμματικό είναι παραθεριστικό θέρετρο, υπάρχουν γύρω στα 70 σπίτια και ζωντανεύει στο πανηγύρι του 15γουστου, ενώ υπάρχει η καλά διατηρημένη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών έχουν εγκατασταθεί σχεδόν στο σύνολό τους οι προαναφερθείσες οικογένειες Πλεασιωτών αρβανιτοβλάχων του χωριού.

Ο Α. Κουκούδης, σε άρθρο και σε ομιλία το 2014 με τίτλο ‘Αρβανιτόβλαχοι στο Βέρμιο και το Βόρρα: ένα συμβόλαιο ενοικίασης καλυβικής εγκατάστασης, αρχές 20ού αιώνα’, καταλήγει:

«… Όλες αυτές οι πληροφορίες για τη σύσταση του Άνω Γραμματικού έρχονται να ρίξουν φως σε ζητήματα οικονομικών αντιπαλοτήτων που εύκολα μεταλλάχθηκαν και εξελίχθηκαν, αλυσιδωτά, σε εθνικές αντιπαλότητες, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. Οι εδραίοι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί του Κάτω Γραμματικού έρχονται σε κτηματική αντιπαράθεση με τους Τούρκους συγχωριανούς τους. Οι Τούρκοι ενοικιάζουν μονομερώς το κτήμα του Άνω Γραμματικού σε αρβανιτόβλαχους νομαδοκτηνοτρόφους. Οι χριστιανοί του Κάτω Γραμματικού επιδιώκουν την έξωσή τους. Οι Αρβανιτόβλαχοι έρχονται σε στενότερη επαφή με το αντίπαλο δέος, την Εξαρχία και τους κομιτατζήδες, υιοθετώντας τις ρουμανικές εθνικές προτάσεις ώστε να εξασφαλίσουν κάποια μορφή ενίσχυσης και πολιτικής στήριξης για να παραμείνουν στα λιβάδια του Βερμίου. Τελικά, σε πολλές περιπτώσεις όπως αυτή, οι ρουμανίζουσες εθνικές επιλογές, εκείνης της περιόδου, ανάμεσα σε βλάχικους πληθυσμούς δεν ήταν αποτέλεσμα γνήσιας έκφρασης εθνικής ταυτότητας. Οι ρουμανίζουσες επιλογές και σε αυτή την περίπτωση μοιάζει να είναι αποτέλεσμα ή να ενισχύθηκαν από οικονομικές αντιπαλότητες και ρήξεις. Η οικονομική ανασφάλεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση μοιάζουν να ήταν καθοριστικοί και ιδιαίτερα ισχυροί παράγοντες για τις πολιτικές/εθνικές επιλογές, και ιδιαίτερα για τους περιφερόμενους νομάδες Αρβανιτόβλαχους της περιοχής που αναζητούσαν ευκαιρίες να εγκατασταθούν κάπου οριστικά…».

[Πηγή: α) ‘Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας’ του Αστέριου Κουκούδη σελ. 347-362), τόμος Δ΄, Θεσ/νίκη 2001, εκδόσεις Ζήτρος. Οι παραπομπές στο κείμενο αντλήθηκαν από αυτό το βιβλίο.

β) του ιδίου συγγραφέα το 2014, ‘Αρβανιτόβλαχοι στο Βέρμιο και το Βόρρα: ένα συμβόλαιο ενοικίασης καλυβικής εγκατάστασης, αρχές 20ού αιώνα’, άρθρο στην ιστοσελίδα του http://www.vlachs.gr/el/various-articles/ena-simvolaio-kalivikis-egatastasis) και ομιλία στο 15o Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, Νάουσα, 6-7 Σεπτεμβρίου 2014].

Γεώργιος Τσέλιος  απο το βιβλίο του Α. Κουκούδη 'Βεργιάνοι Βλάχοι'

Γέροντας από Α. Γραμματικό

Βλάχος Άνω Γραμματικού

Άνω Γραμματικό



1 σχόλιο:

  1. Πολύ καλό το αφιέρωμα στο Άνω Γραμματικό!!!Έμαθα πράγματα που δεν ήξερα. Έχω περάσει αρκετά καλοκαίρια όταν ήμουν μικρή στο Γραμματίκοβο!!!!Με τη γνωστή ταβέρνα-παντοπωλείο του Μήττα και ένα φανταστικό κλίμα ειδικά το καλοκαίρι!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ