Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό Σπήλαιον, ἀλλ᾽οὐρανός σε πᾶσιν ἐκήρυξεν». Πανηγυρικά καί χαρμόσυνα ἔψαλε ἀπόψε ἡ Ἐκκλησία μας τόν σύντομο αὐτόν ὕμνο ὡς προανάκρουσμα τῆς αὐριανῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί τόν ἔψαλε ὄχι μόνο πανηγυρικά ἀλλά καί ἐπανειλημμένα γιά νά ἐμπεδώσουμε τίς δύο μεγάλες ἀλήθειες πού περικλείει.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὅσο ἀκατάληπτο καί ἄν μᾶς φαίνεται τό γεγονός ὅτι ὁ ἄναρχος καί ἀπερίγραπτος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἔλαβε σάρκα ἀπό τήν Παναγία Παρθένο ἀλλά καί γεννήθηκε ὡς βρέφος μέσα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, τόσο ἀληθινό εἶναι. Γιατί καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη, εἶναι ἀσύλληπτη καί ἀπερινόητη ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική πού ὑπολογίζει τά πάντα μέ ἐμπαθῆ κριτήρια, πού τά ὑπολογίζει μέ βάση τό συμφέρον, τό ὄφελος ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τήν ἀνταποδοτικότητα.
Ὅμως ὁ Θεός δέν ἀνταποδίδει στό πλάσμα του, τό ὁποῖο ἀποστάτησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά του, παρακούοντας τήν ἐντολή του, τόν μισθό τῆς ἀποστασίας του. Τοῦ ἀνταποδίδει τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του. Ἀντί νά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο, σπεύδει νά τόν συναντήσει. Ἀντί νά τόν ἀφήσει γυμνό, σπεύδει νά ἐνδυθεῖ ὁ ἴδιος τήν ἀνθρώπινη σάρκα, προκειμένου νά ἐνδύσει ἐκεῖνον μέ τήν πρώτη στολή τῆς θείας του χάριτος.
Μυστήριο ξένο καί παράδοξο τό γεγονός, ἀλλά αὐτό δέν τό κάνει ἀνύπαρκτο καί ἀνυπόστατο, τό κάνει μεγαλειῶδες καί θαυμαστό, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θαυμασμό καί ἔκσταση προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί ἄν δέν μπορεῖ νά ἐρευνήσει τό μυστήριο, συγκινεῖται καί συγκλονίζεται ἀπό τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτήν τήν ἀσύλληπτη ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική ἀλήθεια, τήν ὁποία κηρύσσει ὁ οὐρανός στή γῆ, μέ τούς ὕμνους τῶν ἀγγέλων καί τό ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ ἄστρου τῆς Βηθλεέμ, διακηρύσσει καί ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Διακηρύσσει ὅμως καί μία δεύτερη ἀλήθεια, ἀλληλένδετη μέ τήν πρώτη, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση. Καί αὐτή ἡ ἀσύλληπτη ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ ἀπόλυτη κένωσή του, ὥστε νά λάβει «δούλου μορφήν» καί νά γίνει σάν καί ἐμᾶς, γιά νά μᾶς ἀνυψώσει καί πάλι κοντά του καί νά μᾶς καταστήσει θεούς κατά χάριν, ἐκφράζεται καί μέ τόν τρόπο τῆς γεννήσεώς του.
«Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό Σπήλαιον», ψάλαμε.
Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ δέν ἦταν λύση ἀνάγκης. Ἦταν θεία ἐπιλογή, ἀφενός γιά νά μᾶς δείξει ὁ Θεός ὅτι γίνεται ὅμοιος μέ τόν ταπεινό καί μέ τόν πιό φτωχό καί καταφρονημένο ἄνθρωπο, γιά νά προσεγγίσει καί γιά νά σώσει τόν κάθε ἕνα μας, σέ ὅποια θέση καί σέ ὅποια κατάσταση καί ἄν εὑρίσκεται, ἀλλά καί ἀφετέρου γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι, ἄν Ἐκεῖνος ταπεινώθηκε γιά νά ἀνυψώσει ἐμᾶς, εἶναι ἀνάγκη νά ταπεινωθοῦμε καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε τή δωρεά τῆς ἀγάπης του. Καί νά ταπεινωθοῦμε σημαίνει νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀναξιότητά μας, νά παραδεχθοῦμε ὅτι μέσα στόν ὀρυμαγδό τῆς καθημερινότητος, μέσα στόν κυκεώνα τῶν μεριμνῶν καί τῶν φροντίδων τῆς ζωῆς μας, τοῦ ἐπαγγέλματός μας, τῶν ἀναγκῶν μας, τῶν ἀδυναμιῶν μας, μέσα στήν ψευδαίσθηση τῆς ἰσχύος πού μᾶς καλλιεργεῖ ἡ ὑπεροψία καί ὁ ἐγωισμός μας, ἡ πρόοδος καί τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ξεχάσαμε τόν Θεό, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἀγάπη του, ἀγνοήσαμε τίς ἐντολές του.
Ἡ πανδημία πού τόσο ἀπρόσμενα μᾶς ἐπισκέφθηκε τούς τελευταίους μῆνες, πού μᾶς πόνεσε, πού μᾶς ἔθλιψε, πού μᾶς περιόρισε στά σπίτια μας καί μᾶς στέρησε πολλά ἀπό ὅσα ἀπολαμβάναμε, μᾶς στέρησε τή σχέση μας μέ τήν Ἐκκλησία καί τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μᾶς ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά καταλάβουμε τά ὅριά μας, νά κατανοήσουμε ὅτι δέν εἴμαστε ὅσο ἰσχυροί νομίζουμε, ὅτι δέν ὁρίζουμε ἐμεῖς τό μέλλον καί τή ζωή μας, καί ὅτι ἡ μόνη ἀσφάλεια στή ζωή μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν» καί ἔγινε ἄνθρωπος καί γεννήθηκε στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της καί νά μᾶς σώσει.
Μέ αὐτή τή συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας καί τῆς ἁμαρτωλότητός μας ἄς πλησιάσουμε καί ἄς προσκυνήσουμε μέ ταπείνωση τή φάτνη τοῦ δι᾽ ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἄς τοῦ ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί ἄς τόν ἱκετεύσουμε νά καταδεχθεῖ νά ἀνακλιθεῖ καί στή φάτνη τῆς δικῆς μας ψυχῆς, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τούς ἐγωισμούς καί τά πάθη μας, γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει διά τῆς ταπεινώσεως στή σωτηρία.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὅσο ἀκατάληπτο καί ἄν μᾶς φαίνεται τό γεγονός ὅτι ὁ ἄναρχος καί ἀπερίγραπτος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἔλαβε σάρκα ἀπό τήν Παναγία Παρθένο ἀλλά καί γεννήθηκε ὡς βρέφος μέσα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, τόσο ἀληθινό εἶναι. Γιατί καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη, εἶναι ἀσύλληπτη καί ἀπερινόητη ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική πού ὑπολογίζει τά πάντα μέ ἐμπαθῆ κριτήρια, πού τά ὑπολογίζει μέ βάση τό συμφέρον, τό ὄφελος ἤ στήν καλύτερη περίπτωση τήν ἀνταποδοτικότητα.
Ὅμως ὁ Θεός δέν ἀνταποδίδει στό πλάσμα του, τό ὁποῖο ἀποστάτησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά του, παρακούοντας τήν ἐντολή του, τόν μισθό τῆς ἀποστασίας του. Τοῦ ἀνταποδίδει τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του. Ἀντί νά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο, σπεύδει νά τόν συναντήσει. Ἀντί νά τόν ἀφήσει γυμνό, σπεύδει νά ἐνδυθεῖ ὁ ἴδιος τήν ἀνθρώπινη σάρκα, προκειμένου νά ἐνδύσει ἐκεῖνον μέ τήν πρώτη στολή τῆς θείας του χάριτος.
Μυστήριο ξένο καί παράδοξο τό γεγονός, ἀλλά αὐτό δέν τό κάνει ἀνύπαρκτο καί ἀνυπόστατο, τό κάνει μεγαλειῶδες καί θαυμαστό, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θαυμασμό καί ἔκσταση προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί ἄν δέν μπορεῖ νά ἐρευνήσει τό μυστήριο, συγκινεῖται καί συγκλονίζεται ἀπό τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτήν τήν ἀσύλληπτη ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική ἀλήθεια, τήν ὁποία κηρύσσει ὁ οὐρανός στή γῆ, μέ τούς ὕμνους τῶν ἀγγέλων καί τό ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ ἄστρου τῆς Βηθλεέμ, διακηρύσσει καί ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Διακηρύσσει ὅμως καί μία δεύτερη ἀλήθεια, ἀλληλένδετη μέ τήν πρώτη, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση. Καί αὐτή ἡ ἀσύλληπτη ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ ἀπόλυτη κένωσή του, ὥστε νά λάβει «δούλου μορφήν» καί νά γίνει σάν καί ἐμᾶς, γιά νά μᾶς ἀνυψώσει καί πάλι κοντά του καί νά μᾶς καταστήσει θεούς κατά χάριν, ἐκφράζεται καί μέ τόν τρόπο τῆς γεννήσεώς του.
«Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό Σπήλαιον», ψάλαμε.
Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ δέν ἦταν λύση ἀνάγκης. Ἦταν θεία ἐπιλογή, ἀφενός γιά νά μᾶς δείξει ὁ Θεός ὅτι γίνεται ὅμοιος μέ τόν ταπεινό καί μέ τόν πιό φτωχό καί καταφρονημένο ἄνθρωπο, γιά νά προσεγγίσει καί γιά νά σώσει τόν κάθε ἕνα μας, σέ ὅποια θέση καί σέ ὅποια κατάσταση καί ἄν εὑρίσκεται, ἀλλά καί ἀφετέρου γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι, ἄν Ἐκεῖνος ταπεινώθηκε γιά νά ἀνυψώσει ἐμᾶς, εἶναι ἀνάγκη νά ταπεινωθοῦμε καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε τή δωρεά τῆς ἀγάπης του. Καί νά ταπεινωθοῦμε σημαίνει νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἀναξιότητά μας, νά παραδεχθοῦμε ὅτι μέσα στόν ὀρυμαγδό τῆς καθημερινότητος, μέσα στόν κυκεώνα τῶν μεριμνῶν καί τῶν φροντίδων τῆς ζωῆς μας, τοῦ ἐπαγγέλματός μας, τῶν ἀναγκῶν μας, τῶν ἀδυναμιῶν μας, μέσα στήν ψευδαίσθηση τῆς ἰσχύος πού μᾶς καλλιεργεῖ ἡ ὑπεροψία καί ὁ ἐγωισμός μας, ἡ πρόοδος καί τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ξεχάσαμε τόν Θεό, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἀγάπη του, ἀγνοήσαμε τίς ἐντολές του.
Ἡ πανδημία πού τόσο ἀπρόσμενα μᾶς ἐπισκέφθηκε τούς τελευταίους μῆνες, πού μᾶς πόνεσε, πού μᾶς ἔθλιψε, πού μᾶς περιόρισε στά σπίτια μας καί μᾶς στέρησε πολλά ἀπό ὅσα ἀπολαμβάναμε, μᾶς στέρησε τή σχέση μας μέ τήν Ἐκκλησία καί τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μᾶς ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά καταλάβουμε τά ὅριά μας, νά κατανοήσουμε ὅτι δέν εἴμαστε ὅσο ἰσχυροί νομίζουμε, ὅτι δέν ὁρίζουμε ἐμεῖς τό μέλλον καί τή ζωή μας, καί ὅτι ἡ μόνη ἀσφάλεια στή ζωή μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν» καί ἔγινε ἄνθρωπος καί γεννήθηκε στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειές της καί νά μᾶς σώσει.
Μέ αὐτή τή συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας καί τῆς ἁμαρτωλότητός μας ἄς πλησιάσουμε καί ἄς προσκυνήσουμε μέ ταπείνωση τή φάτνη τοῦ δι᾽ ἡμᾶς ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἄς τοῦ ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί ἄς τόν ἱκετεύσουμε νά καταδεχθεῖ νά ἀνακλιθεῖ καί στή φάτνη τῆς δικῆς μας ψυχῆς, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τούς ἐγωισμούς καί τά πάθη μας, γιά νά μᾶς ἀναγεννήσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει διά τῆς ταπεινώσεως στή σωτηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.