Του Γιάννη Τσιαμήτρου
Στο παρόν σημείωμα έχω τη τιμή να σκιαγραφήσω τα όσα γράφει, στις σελίδες 25-37, ο Αρχιμ. Γρηγόριος Δημ. Παπαθωμάς στο βιβλίο, με τον τίτλο ‘Από Δωρικά Νάματα, τα Νάματα (Πιπιλίστσα) Ασκίου - Βοϊου Κοζάνης’ του ιδίου (ως συγγραφέα) και της Αναστασίας Δ. Παπαθωμά - Πήλιουρη, εκδόσεις Επέκταση, 2012. Πρόκειται για ένα δοκίμιο, με τίτλο «Δωρικό Απαύγασμα (το χωριό ΝΑΜΑΤΑ στην αναζήτηση της απώτερης ιστορικής του ταυτότητας)», το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί την πεμπτουσία του μέρους της εργασίας (ιστορικά στοιχεία του χωριού Νάματα) που του αναλογεί.
Ο συγγραφέας στην αρχή επισημαίνει ότι η ιστορία του μικρού ορεινού χωριού Νάματα ‘εγγράφεται στην ευρύτερη ιστορία της μαρτυρούμενης από την ελληνική Αρχαιότητα επαρχίας Βοϊου (Αρχαίας Ελίμειας) του σημερινού νομού Κοζάνης’. Κάνει μια συνοπτική περιγραφή της Καθόδου (λίγο πριν το 1200 π. Χ.) των Δωρικών φύλων στη νοτιο-βαλκανική, χωρίζοντάς την χονδρικά σε τρεις περιόδους: Πρώτα αυτά ανεβαίνουν μέσου του Αλιάκμονα προς τις οροπέδιες περιοχές της Ανατολικής Πίνδου, κατόπιν διακτινίζονται ως ομόκεντροι κύκλοι από τα ορεινά προς τα πεδινά του ελληνικού χώρου (ανατολικά, νότια, δυτικά και βόρεια) και τέλος (4ος π. Χ.) κατεβαίνουν, πανστρατιά, ως Μακεδόνες (Φίλιππος Β΄, Μέγας Αλέξανδρος), οι οποίοι ενοποιούν την Ελλάδα σε μια πολιτισμική οντότητα (το Κοινόν των Ελλήνων 337 π.Χ.). Εν τω μεταξύ, οι Δωριείς της Άνω (ορεινής) Ελλάδας είχαν διακριθεί σε τρεις ομάδες [Μακεδόνες, Μολοσσοί (Ηπειρώτες) και Αιτωλοί]. Οι Μακεδόνες ανήκαν στην ομάδα της Ανατολικής Πίνδου.
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας κάνει μια μεγάλη παρένθεση, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι Βλάχοι της Ελλάδας είναι Δωριείς δίγλωσσοι Έλληνες, οι οποίοι εκλατινίστηκαν γλωσσικά με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Αναλύει, σύμφωνα με την άποψή του, την εξέλιξη της δημιουργίας της λαϊκής λατινικής γλώσσας (βλάχικα) στα Βαλκάνια και την ιστορική γένεση των Βλάχων (όχι βέβαια, τονίζει, εθνοφυλετική) κλπ, υπενθυμίζοντας - με νόημα και έμφαση - ότι ‘προηγούνται ιστορικά οι Δωριείς και έπονται οι Λατίνοι’. Γράφει δε χαρακτηριστικά:
«Συνεπώς, δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για εξελληνισμό των Βλάχων (εξελληνισμό των…Δωριέων;, αστεία πράγματα), αλλά (να μιλάμε) για εκλατινισμό των Δωριέων!..., από τον εκλατινισμό των οποίων προέκυψε η διγλωσσία μιας μεγάλης ομάδας των Δωριέων της Μεσο-Βαλκανικής Χερσονήσου. Επομένως οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών ‘εξ αρχής Έλληνες όντες’, μετέβαλαν μόνο ‘την φωνήν’ ή απέκτησαν ‘δευτέραν φωνήν’ κατά περίπτωση, ενώ τα ‘λοιπά των επιτηδευμάτων’ (σ.σ. έθιμα, τρόπος ζωής κλπ) έμειναν αμετάβλητα, δωρικά, ελληνικά, δια μέσου των ένδεκα αιώνων του ελληνικού, αλλά γλωσσικού λατινίζοντος, Βυζαντίου και των πέντε αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας…».
Με τις στρατηγικές επιλογές των κατακτητών Ρωμαίων [στράτευση των ορεσίβιων και τραχέων Δωριέων στις ρωμαϊκές λεγεώνες με τις συνεπαγόμενες κοινωνιολογικές προεκτάσεις (κλήροι γης, προνόμια, δικαίωμα ρωμαίου πολίτη κλπ)] προέκυψαν, γράφει ο συγγραφέας, δυο γλωσσικές κατηγορίες Δωριέων: οι μονόγλωσσοι (ελληνόφωνοι) και οι δίγλωσσοι (ελληνόφωνοι-λατινόφωνοι) Δωριείς. Οι δεύτεροι, οι οποίοι αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν της Εγνατίας οδού και στον ευρύτερο χώρο της Μεσο-Βαλκανικής, είναι οι σημερινοί Βλάχοι. Γράφει επίσης χαρακτηριστικά ότι: «Η διασωζόμενη μέχρι τις ημέρες μας βλάχικη γλώσσα συνιστά ένα νεοπαγές, πολύ μεταγενέστερο και παρεφθαρμένο από το χρόνο γλωσσικό λατινογενές ιδίωμα». Και αυτό εξηγείται, γιατί αυτοί δεν αναπτύχθηκαν εθνικά, αφού τα ήθη και τα έθιμα και ο τρόπος ζωής τους ήταν Δωρικά και παρόμοια με τους λοιπούς γόνους των Ελλήνων Δωριέων (στην περίπτωση του ελληνικού χώρου).
Ο συγγραφέας διερωτάται για ‘κάτι πολύ παράδοξο που συμβαίνει σήμερα’: Κάποιοι από τους σημερινούς δίγλωσσους Βλάχους δωριείς, που είναι (ευτυχώς) οι λιγότεροι, με έκδηλα στοιχεία επιστημονικής ανεντιμότητας και με σύγχυση λόγων και κινήτρων, απεμπολούν την ιστορική τους καταγωγή και προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν είναι Δωριείς, αλλά ένα φύλο τελείως ξεχωριστό και τελείως άλλο. Ωστόσο, σε αυτή τη διπλή παρανόηση (σκόπιμη χαλκευμένη ιστοριογραφία και φυλετική αλλοίωση που δημιουργούν ψευδή συλλογική συνείδηση), ο συγγραφέας προτάσσει την προσεκτική μελέτη της Ιστορίας και τη διαλεύκανση όλων των γκρίζων πτυχών αυτού του θέματος.
Στην ιστορική πραγματικότητα ότι οι Βλάχοι είναι ‘δωρικό ζωνάρι’ και όχι ‘δέντρο ξεριζωμένο’ αναφέρεται - γράφει ο συγγραφέας - και ο Βλάχος Θεσσαλός ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), όταν είπε, σε ανύποπτο χρόνο και πολύ πριν από την έξαρση των βαλκανικών εθνοφυλετισμών του 19ου αι., ότι «οι Βλάχοι συμπεριφέρνονται αδελφικώς με τους Γραικούς, ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε αυτοί καμμίαν εθνικήν διαφοράν, καθώς τω όντι είναι αμφότεροι μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι» (1932). Δείχνει μάλιστα να διαπιστώνει ότι ο Κούμας είναι αφοπλιστικά ειλικρινής ιστορικός και προσθέτει ότι, όσον αφορά την ιδεοεθνολογική ιστοριογραφία, υπάρχει έντονη επιλεκτική λειτουργία και ένα εκ των προτέρων (a priori) προεξοφλητικό αποτέλεσμα (σ.σ. από μερικούς), που βλάπτει την ιστορική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, η οποία, για να επιτευχθεί, χρειάζεται εμβάθυνση με προσεκτική και συγκριτική έρευνα (σαν σε μικροσκόπιο και σε φωτισμό με τεράστιο προβολέα). Εδώ ο συγγραφέας κλείνει την παρένθεση και συνεχίζει (παραθέτω αυτούσια αποσπάσματα από το κείμενό του):
«…Στο χωριό Νάματα (επαν)ήλθαν και κατοίκησαν οι απόγονοι της δωρικής ομάδας της δυτικής Πίνδου, των Μολοσσών (Ηπειρωτών), κυρίως της ευρείας Βορείου Ηπείρου (Γραμμοχώρια και Μοσχόπολη). Πρόκειται, δηλαδή, για μια επιστροφή στο λίκνο και στις εστίες των προγόνων μας, στον τόπο της αρχικής τους εγκατάστασης, στα υψίπεδα της αρχαίας Ελίμειας (Δυτική Μακεδονία-Βοîον)…». Παρακάτω συμπληρώνει: «…Για τον νεώτερο αυτόν ερχομό των κατοίκων στα Νάματα, άλλα ιστορούνται και άλλα μυθολογούνται. Ιστορία και προφορική Παράδοση διασώζουν μερικές φορές πολύ διαφορετικές μαρτυρίες, ακόμα και αντιφατικές. Ωστόσο, το κορυφαίο χαρακτηριστικό στοιχείο της καταγωγής και της σχέσης του χωριού μας με τα δρώμενα της αρχαίας αυτής εποχής είναι ο διασωζόμενος ατόφιος στις μέρες μας λιτός τελετουργικός Τρανός Χορός καθολικής συμμετοχής, ο οποίος, όπως συγκλίνει αστασίαστα η ιστορική έρευνα, είναι χορός δωρικός (χαρακτηριζόμενος από χορικό διάλογο αντιφωνικό (ομοφωνικό)]…». Και, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών πραγμάτων, καταλήγει: «…Έτσι, προκύπτει πως το χωριό μας, απαύγασμα (=αποτέλεσμα, ακτινοβολία) δωρικό, σχετίζεται ευθυτενώς με αυτό το καταξιωμένο ιστορικά αρχαίο ελληνικό φύλο, το οποίο φώλευε αθέατα 17 περίπου αιώνες στην Πίνδο, ο δε παλαιός πυρήνας του φωλεύει ακόμη εκεί…».
Κοντά στις εκφρασθείσες λογικές απορίες του συγγραφέα, συνηγορώ και προσθέτω και δικές μου απορίες: είναι δυνατόν να ‘εξελληνίζονται’ οι Έλληνες; Και επίσης: γιατί να υπάρχουν τα τελευταία 30-40 χρόνια: (α) τόση μεγάλη ‘βλαχολογία’ προς κάποιον διαφορετικό/έτερο δρόμο (ιστορία, γραπτή βλάχικη λογοτεχνία, γραπτή ενοποιημένη βλάχικη γλώσσα - από κάποιους - με επιστημονικούς όρους και αφηρημένες έννοιες, πράγμα που δεν υπήρχαν/υπάρχουν στα πολλά προφορικά βλάχικα ιδιώματα), (β) εργασίες για χαμένη βλαχοφωνία και χαμένη ‘βλάχικη ταυτότητα’ κάποιων χωριών, (γ) αναφορές για μια ‘δήθεν καταπίεση’ των Βλάχων στον τόπο μας, (δ) φιλικές συγκεντρώσεις (φωτογραφίες, παρέα, γλέντια, διαδίκτυο κλπ) δικών μας με απόγονους ρουμανισάντων που ζουν στο εξωτερικό κ. ά.; Μήπως άθελα τους ή ηθελημένα (δεν θέλω να το πιστεύω αυτό) μερικοί με εργασίες τους, μελέτες τους και δράση τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ ‘ανοίγουν την όρεξη’ και ‘την πόρτα’ σε ονειροπόλους μειονοτικούς ή υποστηρικτές Περιφερειακών Λαών (βλέπε 2010 στη Μοσχόπολη) στη ΝΑ Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας);
Ο συγγραφέας στην αρχή επισημαίνει ότι η ιστορία του μικρού ορεινού χωριού Νάματα ‘εγγράφεται στην ευρύτερη ιστορία της μαρτυρούμενης από την ελληνική Αρχαιότητα επαρχίας Βοϊου (Αρχαίας Ελίμειας) του σημερινού νομού Κοζάνης’. Κάνει μια συνοπτική περιγραφή της Καθόδου (λίγο πριν το 1200 π. Χ.) των Δωρικών φύλων στη νοτιο-βαλκανική, χωρίζοντάς την χονδρικά σε τρεις περιόδους: Πρώτα αυτά ανεβαίνουν μέσου του Αλιάκμονα προς τις οροπέδιες περιοχές της Ανατολικής Πίνδου, κατόπιν διακτινίζονται ως ομόκεντροι κύκλοι από τα ορεινά προς τα πεδινά του ελληνικού χώρου (ανατολικά, νότια, δυτικά και βόρεια) και τέλος (4ος π. Χ.) κατεβαίνουν, πανστρατιά, ως Μακεδόνες (Φίλιππος Β΄, Μέγας Αλέξανδρος), οι οποίοι ενοποιούν την Ελλάδα σε μια πολιτισμική οντότητα (το Κοινόν των Ελλήνων 337 π.Χ.). Εν τω μεταξύ, οι Δωριείς της Άνω (ορεινής) Ελλάδας είχαν διακριθεί σε τρεις ομάδες [Μακεδόνες, Μολοσσοί (Ηπειρώτες) και Αιτωλοί]. Οι Μακεδόνες ανήκαν στην ομάδα της Ανατολικής Πίνδου.
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας κάνει μια μεγάλη παρένθεση, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι Βλάχοι της Ελλάδας είναι Δωριείς δίγλωσσοι Έλληνες, οι οποίοι εκλατινίστηκαν γλωσσικά με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Αναλύει, σύμφωνα με την άποψή του, την εξέλιξη της δημιουργίας της λαϊκής λατινικής γλώσσας (βλάχικα) στα Βαλκάνια και την ιστορική γένεση των Βλάχων (όχι βέβαια, τονίζει, εθνοφυλετική) κλπ, υπενθυμίζοντας - με νόημα και έμφαση - ότι ‘προηγούνται ιστορικά οι Δωριείς και έπονται οι Λατίνοι’. Γράφει δε χαρακτηριστικά:
«Συνεπώς, δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για εξελληνισμό των Βλάχων (εξελληνισμό των…Δωριέων;, αστεία πράγματα), αλλά (να μιλάμε) για εκλατινισμό των Δωριέων!..., από τον εκλατινισμό των οποίων προέκυψε η διγλωσσία μιας μεγάλης ομάδας των Δωριέων της Μεσο-Βαλκανικής Χερσονήσου. Επομένως οι Βλάχοι των ελληνικών χωρών ‘εξ αρχής Έλληνες όντες’, μετέβαλαν μόνο ‘την φωνήν’ ή απέκτησαν ‘δευτέραν φωνήν’ κατά περίπτωση, ενώ τα ‘λοιπά των επιτηδευμάτων’ (σ.σ. έθιμα, τρόπος ζωής κλπ) έμειναν αμετάβλητα, δωρικά, ελληνικά, δια μέσου των ένδεκα αιώνων του ελληνικού, αλλά γλωσσικού λατινίζοντος, Βυζαντίου και των πέντε αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας…».
Με τις στρατηγικές επιλογές των κατακτητών Ρωμαίων [στράτευση των ορεσίβιων και τραχέων Δωριέων στις ρωμαϊκές λεγεώνες με τις συνεπαγόμενες κοινωνιολογικές προεκτάσεις (κλήροι γης, προνόμια, δικαίωμα ρωμαίου πολίτη κλπ)] προέκυψαν, γράφει ο συγγραφέας, δυο γλωσσικές κατηγορίες Δωριέων: οι μονόγλωσσοι (ελληνόφωνοι) και οι δίγλωσσοι (ελληνόφωνοι-λατινόφωνοι) Δωριείς. Οι δεύτεροι, οι οποίοι αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν της Εγνατίας οδού και στον ευρύτερο χώρο της Μεσο-Βαλκανικής, είναι οι σημερινοί Βλάχοι. Γράφει επίσης χαρακτηριστικά ότι: «Η διασωζόμενη μέχρι τις ημέρες μας βλάχικη γλώσσα συνιστά ένα νεοπαγές, πολύ μεταγενέστερο και παρεφθαρμένο από το χρόνο γλωσσικό λατινογενές ιδίωμα». Και αυτό εξηγείται, γιατί αυτοί δεν αναπτύχθηκαν εθνικά, αφού τα ήθη και τα έθιμα και ο τρόπος ζωής τους ήταν Δωρικά και παρόμοια με τους λοιπούς γόνους των Ελλήνων Δωριέων (στην περίπτωση του ελληνικού χώρου).
Ο συγγραφέας διερωτάται για ‘κάτι πολύ παράδοξο που συμβαίνει σήμερα’: Κάποιοι από τους σημερινούς δίγλωσσους Βλάχους δωριείς, που είναι (ευτυχώς) οι λιγότεροι, με έκδηλα στοιχεία επιστημονικής ανεντιμότητας και με σύγχυση λόγων και κινήτρων, απεμπολούν την ιστορική τους καταγωγή και προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν είναι Δωριείς, αλλά ένα φύλο τελείως ξεχωριστό και τελείως άλλο. Ωστόσο, σε αυτή τη διπλή παρανόηση (σκόπιμη χαλκευμένη ιστοριογραφία και φυλετική αλλοίωση που δημιουργούν ψευδή συλλογική συνείδηση), ο συγγραφέας προτάσσει την προσεκτική μελέτη της Ιστορίας και τη διαλεύκανση όλων των γκρίζων πτυχών αυτού του θέματος.
Στην ιστορική πραγματικότητα ότι οι Βλάχοι είναι ‘δωρικό ζωνάρι’ και όχι ‘δέντρο ξεριζωμένο’ αναφέρεται - γράφει ο συγγραφέας - και ο Βλάχος Θεσσαλός ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), όταν είπε, σε ανύποπτο χρόνο και πολύ πριν από την έξαρση των βαλκανικών εθνοφυλετισμών του 19ου αι., ότι «οι Βλάχοι συμπεριφέρνονται αδελφικώς με τους Γραικούς, ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε αυτοί καμμίαν εθνικήν διαφοράν, καθώς τω όντι είναι αμφότεροι μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι» (1932). Δείχνει μάλιστα να διαπιστώνει ότι ο Κούμας είναι αφοπλιστικά ειλικρινής ιστορικός και προσθέτει ότι, όσον αφορά την ιδεοεθνολογική ιστοριογραφία, υπάρχει έντονη επιλεκτική λειτουργία και ένα εκ των προτέρων (a priori) προεξοφλητικό αποτέλεσμα (σ.σ. από μερικούς), που βλάπτει την ιστορική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα, η οποία, για να επιτευχθεί, χρειάζεται εμβάθυνση με προσεκτική και συγκριτική έρευνα (σαν σε μικροσκόπιο και σε φωτισμό με τεράστιο προβολέα). Εδώ ο συγγραφέας κλείνει την παρένθεση και συνεχίζει (παραθέτω αυτούσια αποσπάσματα από το κείμενό του):
«…Στο χωριό Νάματα (επαν)ήλθαν και κατοίκησαν οι απόγονοι της δωρικής ομάδας της δυτικής Πίνδου, των Μολοσσών (Ηπειρωτών), κυρίως της ευρείας Βορείου Ηπείρου (Γραμμοχώρια και Μοσχόπολη). Πρόκειται, δηλαδή, για μια επιστροφή στο λίκνο και στις εστίες των προγόνων μας, στον τόπο της αρχικής τους εγκατάστασης, στα υψίπεδα της αρχαίας Ελίμειας (Δυτική Μακεδονία-Βοîον)…». Παρακάτω συμπληρώνει: «…Για τον νεώτερο αυτόν ερχομό των κατοίκων στα Νάματα, άλλα ιστορούνται και άλλα μυθολογούνται. Ιστορία και προφορική Παράδοση διασώζουν μερικές φορές πολύ διαφορετικές μαρτυρίες, ακόμα και αντιφατικές. Ωστόσο, το κορυφαίο χαρακτηριστικό στοιχείο της καταγωγής και της σχέσης του χωριού μας με τα δρώμενα της αρχαίας αυτής εποχής είναι ο διασωζόμενος ατόφιος στις μέρες μας λιτός τελετουργικός Τρανός Χορός καθολικής συμμετοχής, ο οποίος, όπως συγκλίνει αστασίαστα η ιστορική έρευνα, είναι χορός δωρικός (χαρακτηριζόμενος από χορικό διάλογο αντιφωνικό (ομοφωνικό)]…». Και, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών πραγμάτων, καταλήγει: «…Έτσι, προκύπτει πως το χωριό μας, απαύγασμα (=αποτέλεσμα, ακτινοβολία) δωρικό, σχετίζεται ευθυτενώς με αυτό το καταξιωμένο ιστορικά αρχαίο ελληνικό φύλο, το οποίο φώλευε αθέατα 17 περίπου αιώνες στην Πίνδο, ο δε παλαιός πυρήνας του φωλεύει ακόμη εκεί…».
Κοντά στις εκφρασθείσες λογικές απορίες του συγγραφέα, συνηγορώ και προσθέτω και δικές μου απορίες: είναι δυνατόν να ‘εξελληνίζονται’ οι Έλληνες; Και επίσης: γιατί να υπάρχουν τα τελευταία 30-40 χρόνια: (α) τόση μεγάλη ‘βλαχολογία’ προς κάποιον διαφορετικό/έτερο δρόμο (ιστορία, γραπτή βλάχικη λογοτεχνία, γραπτή ενοποιημένη βλάχικη γλώσσα - από κάποιους - με επιστημονικούς όρους και αφηρημένες έννοιες, πράγμα που δεν υπήρχαν/υπάρχουν στα πολλά προφορικά βλάχικα ιδιώματα), (β) εργασίες για χαμένη βλαχοφωνία και χαμένη ‘βλάχικη ταυτότητα’ κάποιων χωριών, (γ) αναφορές για μια ‘δήθεν καταπίεση’ των Βλάχων στον τόπο μας, (δ) φιλικές συγκεντρώσεις (φωτογραφίες, παρέα, γλέντια, διαδίκτυο κλπ) δικών μας με απόγονους ρουμανισάντων που ζουν στο εξωτερικό κ. ά.; Μήπως άθελα τους ή ηθελημένα (δεν θέλω να το πιστεύω αυτό) μερικοί με εργασίες τους, μελέτες τους και δράση τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ ‘ανοίγουν την όρεξη’ και ‘την πόρτα’ σε ονειροπόλους μειονοτικούς ή υποστηρικτές Περιφερειακών Λαών (βλέπε 2010 στη Μοσχόπολη) στη ΝΑ Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας);
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δ. Παπαθωμάς |
Τρανός χορός στα Νάματα |
Μονή Αγίας Παρασκευής |
Νάματα 1986 |
Νάματα 1929. Δεξιά με το καπέλο Ζήσης Πατσίκας, αρχ. Αναστάσιος Πατσίκας |
Το βιβλίο του Αρχ. Γ.Δ. Παπαθωμα |
Και ομως μερικοι βλαχοι (επικεφαλεις συλλογων στην πολη και σε χωριο της περιοχης μας) εξακολουθουν να γραφουν λατινικα και να δινουν σλαβικο ονομα στο συλλογο. Γιατι αραγε επιμενουν οταν υπαρχουν ολα τα επιστημονικα δεδομενα και μαρτυριες για την ελληνικοτητα των βλαχων ; Πολυ περισσοτερο οταν και η Πανελληνια Ομοσπονδια Συλλογων Βλαχων εχει ξεκαθαρισει την ελληνικοτητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιορρθώνω: Οχι σλάβικο όνομα, αλλά ρουμάνικο. Τη λέξη 'sutsata' την χρησιμοποιούν αρκετοί βλάχικοι σύλλογοι στη Ρουμανία και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής. Δεν είναι τυχαίο που δυο σύλλογοι στην Ελλάδα χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη (Αθήνα, και σε πόλη της Κ. Μακεδονίας- ποια είναι αυτή;)
ΔιαγραφήΟι βλάχοι και τα προβλήματά τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλληνες: τσακώνονται ακόμη και για τις 50 αποχρώσεις του γκρι.
μαστερ στην διχονια.
Ελληνες μαστερ και στην "προδοσια" γιατι το ξεχνας αυτο ;
Διαγραφή