Με καταγωγή από την Ημαθία
Αν θελήσουμε να δούμε ιστορικά την πορεία του και το μέχρι πού έφτασε το λαϊκό μας τραγούδι, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους που το ορίζουν, νομίζουμε πως θα σταματήσουμε στον Χρήστο Νικολόπουλο. Έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία τα τελευταία
χρόνια γύρω από το λαϊκό μας τραγούδι. Πολλοί μιλούν για τον αμετάκλητο θάνατό του, άλλοι για μια απλή υποχώρηση και κάποιοι για τη μετεξέλιξή του με βάση τις ανάγκες της εποχής. Η αλήθεια είναι πως το λαϊκό τραγούδι, πέρα από κώδικας, είναι πολύ περισσότερα. Δεν είναι μόνο οι ρυθμοί, ο ήχος, η ορχήστρα και οι δρόμοι. Δεν μπορείς να το δεις αποκομμένο από τη συγκυρία και το γενικότερα λαϊκό αίσθημα. Υπό αυτήν την έννοια, σίγουρα δεν είναι εύκολο να ξαναζωντανέψει η απήχηση, το αποτύπωμα και κυρίως η λειτουργία που είχε σε άλλες εποχές. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, η κάθε εποχή γεννάει αυτό που έχει ανάγκη.
Αν θελήσουμε να δούμε ιστορικά την πορεία του και το μέχρι πού έφτασε το λαϊκό μας τραγούδι, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους που το ορίζουν, νομίζουμε πως θα σταματήσουμε στον Χρήστο Νικολόπουλο. Ο Νικολόπουλος κράτησε ανοιχτό το «μαγαζί» του λαϊκού μας τραγουδιού, σχεδόν μόνος του για πολλά χρόνια. Δεν παραγνωρίζουμε την προσφορά και άλλων συνθετών – όπως για παράδειγμα του Βαγγέλη Κορακάκη -, όμως ως παραγωγή, διάρκεια, ποιότητα και αποδοχή ο Νικολόπουλος είναι ο τελευταίος μεγάλος.
Γεννημένος το 1947, άρχισε να δίνει σπουδαία τραγούδια ήδη από την ηλικία των 20 χρόνων και με τον δίσκο «Υπάρχω» το 1975, με τους στίχους του Πυθαγόρα και τις ερμηνείες του Στέλιου Καζαντζίδη, καθιερώνεται ως ένας πηγαίος λαϊκός δημιουργός με προσωπικό σημάδι αλλά και βαθιά γνώση της δουλειάς όλων των μεγάλων μαστόρων που προηγήθηκαν.
Εξαίρετος σολίστας στο μπουζούκι και ουσιαστικά αυτοδίδακτος, αποτέλεσε μέρος της ορχήστρας σημαντικών συνθετών. Υπάρχουν ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που ίσα που διακρίνεται στο πάλκο, κάπου στην άκρη της ορχήστρας, λίγο πριν κλείσει τα 20 του χρόνια.
Πρόλαβε να γνωρίσει και να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Ζαμπέτα και να αποτελέσει ο ίδιος ίνδαλμα για πολλούς νέους συνθέτες αλλά και σολίστες του λαϊκού τραγουδιού. Τραγούδια του ερμήνευσαν ο Γαβαλάς, η Βιτάλη, η Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Πάριος, ο Διονυσίου και πολλοί ακόμη, προσθέτοντας ο καθένας μικρά διαμάντια στο προσωπικό του ρεπερτόριο.
Πολυγραφότατος, έχει γράψει μέχρι σήμερα – παραμένοντας ενεργός – περίπου χίλια τραγούδια. Ακόμη και οι εισαγωγές που έγραψε για πολλά τραγούδια του είναι σχολείο ολόκληρο για όποιον θέλει να γράψει επάνω σε αυτόν τον κώδικα του τραγουδιού μας.
Αν θελήσουμε να δούμε ιστορικά την πορεία του και το μέχρι πού έφτασε το λαϊκό μας τραγούδι, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους που το ορίζουν, νομίζουμε πως θα σταματήσουμε στον Χρήστο Νικολόπουλο. Έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία τα τελευταία
χρόνια γύρω από το λαϊκό μας τραγούδι. Πολλοί μιλούν για τον αμετάκλητο θάνατό του, άλλοι για μια απλή υποχώρηση και κάποιοι για τη μετεξέλιξή του με βάση τις ανάγκες της εποχής. Η αλήθεια είναι πως το λαϊκό τραγούδι, πέρα από κώδικας, είναι πολύ περισσότερα. Δεν είναι μόνο οι ρυθμοί, ο ήχος, η ορχήστρα και οι δρόμοι. Δεν μπορείς να το δεις αποκομμένο από τη συγκυρία και το γενικότερα λαϊκό αίσθημα. Υπό αυτήν την έννοια, σίγουρα δεν είναι εύκολο να ξαναζωντανέψει η απήχηση, το αποτύπωμα και κυρίως η λειτουργία που είχε σε άλλες εποχές. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, η κάθε εποχή γεννάει αυτό που έχει ανάγκη.
Αν θελήσουμε να δούμε ιστορικά την πορεία του και το μέχρι πού έφτασε το λαϊκό μας τραγούδι, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους που το ορίζουν, νομίζουμε πως θα σταματήσουμε στον Χρήστο Νικολόπουλο. Ο Νικολόπουλος κράτησε ανοιχτό το «μαγαζί» του λαϊκού μας τραγουδιού, σχεδόν μόνος του για πολλά χρόνια. Δεν παραγνωρίζουμε την προσφορά και άλλων συνθετών – όπως για παράδειγμα του Βαγγέλη Κορακάκη -, όμως ως παραγωγή, διάρκεια, ποιότητα και αποδοχή ο Νικολόπουλος είναι ο τελευταίος μεγάλος.
Γεννημένος το 1947, άρχισε να δίνει σπουδαία τραγούδια ήδη από την ηλικία των 20 χρόνων και με τον δίσκο «Υπάρχω» το 1975, με τους στίχους του Πυθαγόρα και τις ερμηνείες του Στέλιου Καζαντζίδη, καθιερώνεται ως ένας πηγαίος λαϊκός δημιουργός με προσωπικό σημάδι αλλά και βαθιά γνώση της δουλειάς όλων των μεγάλων μαστόρων που προηγήθηκαν.
Εξαίρετος σολίστας στο μπουζούκι και ουσιαστικά αυτοδίδακτος, αποτέλεσε μέρος της ορχήστρας σημαντικών συνθετών. Υπάρχουν ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που ίσα που διακρίνεται στο πάλκο, κάπου στην άκρη της ορχήστρας, λίγο πριν κλείσει τα 20 του χρόνια.
Πρόλαβε να γνωρίσει και να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Ζαμπέτα και να αποτελέσει ο ίδιος ίνδαλμα για πολλούς νέους συνθέτες αλλά και σολίστες του λαϊκού τραγουδιού. Τραγούδια του ερμήνευσαν ο Γαβαλάς, η Βιτάλη, η Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Πάριος, ο Διονυσίου και πολλοί ακόμη, προσθέτοντας ο καθένας μικρά διαμάντια στο προσωπικό του ρεπερτόριο.
Πολυγραφότατος, έχει γράψει μέχρι σήμερα – παραμένοντας ενεργός – περίπου χίλια τραγούδια. Ακόμη και οι εισαγωγές που έγραψε για πολλά τραγούδια του είναι σχολείο ολόκληρο για όποιον θέλει να γράψει επάνω σε αυτόν τον κώδικα του τραγουδιού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.