Γράφει ο Νίκος Μπουρλάκης
Τα ρετρό αρέσουν. Όχι μόνο σε εσάς αλλά και σε εμάς. Φέρνουν νοσταλγία και αναμνήσεις. Σηκώνουν πολλή κουβέντα διότι μπορεί και να διαφωνήσουμε. Ή να συζητάμε για ώρες πολλά και όμορφα πράγματα. Από το μπάσκετ που όσο κι αν προσπαθούν να μας το πάρουν, δεν θα τα καταφέρουν. Αποφάσισα σήμερα να γυρίσω πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Και να θυμηθώ εκείνο το εξαιρετικό πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής Κατηγορίας, με πολλές σπουδαίες ομάδες, τρομερούς παίκτες και άξιους προπονητές. Είμαστε στην σεζόν 1989-1990. Η αφεντιά μου… νεούδι στην δημοσιογραφία ως συντάκτης στο «7ήμερο του μπάσκετ» του Θοδωρή Κοτσώνη (παρένθεση: Με την άδειά του πιθανότατα να δημοσιεύσω κάμποσα ρεπορτάζ από εκείνη την εποχή. Συνεχίζουμε).
Ασχολούμαι με την Β’ Εθνική. Για την ακρίβεια οργώνουμε τα γήπεδα μαζί με άλλα… νεούδια της εποχής. Και κάπως έτσι, κάθε Κυριακή μεσημέρι στα γήπεδα αλλά και Σάββατο πρωί στα ξενοδοχεία για γνωριμίες με τις αποστολές που έρχονται στην Αθήνα, αντιλαμβάνομαι πόσο όμορφο, συναρπαστικό και σκληρό πρωτάθλημα είναι.
Έτσι γινόταν τότε το ρεπορτάζ. Με «ζωντανή» επαφή. Όχι με τα γραφεία Τύπου (τα ποια, τότε;) ή τα ομαδικά inbox ή τα copy paste. Με ανθρώπινες σχέσεις που χτίζονταν μέρα με τη μέρα. Φανταστείτε ότι μιλάμε για εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα ή internet. Στη νέα γενιά αυτά φαίνονται τρομερά… Και παλαιολιθικά πιθανότατα.
Η Β’ Εθνική της σεζόν 1989-1990, είχε σπουδαίες ομάδες. Συναρπαστική εξέλιξη και κατάληξη. Και τρεις ΟΜΑΔΑΡΕΣ (με όλη τη σημασία της λέξεως) που προβιβάστηκαν στην Α2. Τον υπέροχο Νέστορα του Παναγιώτη Μαυρουδή, του Γάκη, του Σουανίδη, του Χρηστίδη, του Τσιτάκη, του μακαρίτη του Γιαννακούλα που έπαιζε ΠΑΝΕΡΜΟΡΦΟ μπάσκετ. Τον τρομερό Δημόκριτο του Θόδωρου Ροδόπουλου με τον σούπερ Σάρπη, τον Τσαχτάνη, τον Κουματσιώτη, τον Τσαλμπούρη, τον Δόσπρα και τόσους ακόμα. Τον φοβερό Κρόνο του αλησμόνητου Αχιλλέα Μέντζου, με τον παιχταρά τον Μυριούνη, τον σουτέρ Σαφρανιώτη, τον Χάτον, τον Περαντωνάκη και φυσικά του αείμνηστου Νίκου Σερέτη.
Πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν οι τρεις ομάδες που άξιζαν να ανέβουν. Όμως εκείνη τη χρονιά είδαμε και μια ομάδα, που χτιζόταν τα προηγούμενα χρόνια και στάθηκε άτυχη. Διότι ενώ έπαιζε ΤΡΟΜΕΡΟ μπάσκετ τελικά έπεσε επάνω σε τρεις ΟΜΑΔΑΡΕΣ (που προαναφέραμε). Κι έτσι έμεινε στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα που ποτέ δεν ανέβηκε…
Ο Φίλιππος Βέροιας του Αγάπιου Μεϊμαρίδη, με το δίδυμο ψηλών Χατζηχαρίση- Γκίμα, με τους περιφερειακούς Σταυριανό, Χαραλαμπίδη, Μπλατσιώτη (ήταν τραυματίας αν θυμάμαι καλά), με τον εξαιρετικό σουτέρ Χατζητρύφωνα, με τον σκληρό Ποταμόπουλο. Και άλλους που δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή (και ζητώ συγγνώμη ειλικρινά).
Ήταν μια υπέροχη ομάδα. Που όμως είχε την παραπάνω ατυχία. Να πέσει σε ομάδες που βρίσκονταν στην πιο ώριμη εποχή τους. Όπως κι ένα χρόνο πριν που είχε πέσει επάνω σε Παπάγου, Δάφνη και Μαρούσι.
Πάντως το μπάσκετ που είδαμε απ’ εκείνη την ομάδα (κι επί εποχής Μιχάλη Γιαννουζάκου που έκανε μεγάλη δουλειά και άλλαξε όλο το μπάσκετ στην Βέροια) έχει μείνει. Μαζί μ’ εκείνο το τεράστιο «ΚΡΙΜΑ».
Ασχολούμαι με την Β’ Εθνική. Για την ακρίβεια οργώνουμε τα γήπεδα μαζί με άλλα… νεούδια της εποχής. Και κάπως έτσι, κάθε Κυριακή μεσημέρι στα γήπεδα αλλά και Σάββατο πρωί στα ξενοδοχεία για γνωριμίες με τις αποστολές που έρχονται στην Αθήνα, αντιλαμβάνομαι πόσο όμορφο, συναρπαστικό και σκληρό πρωτάθλημα είναι.
Έτσι γινόταν τότε το ρεπορτάζ. Με «ζωντανή» επαφή. Όχι με τα γραφεία Τύπου (τα ποια, τότε;) ή τα ομαδικά inbox ή τα copy paste. Με ανθρώπινες σχέσεις που χτίζονταν μέρα με τη μέρα. Φανταστείτε ότι μιλάμε για εποχή που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα ή internet. Στη νέα γενιά αυτά φαίνονται τρομερά… Και παλαιολιθικά πιθανότατα.
Η Β’ Εθνική της σεζόν 1989-1990, είχε σπουδαίες ομάδες. Συναρπαστική εξέλιξη και κατάληξη. Και τρεις ΟΜΑΔΑΡΕΣ (με όλη τη σημασία της λέξεως) που προβιβάστηκαν στην Α2. Τον υπέροχο Νέστορα του Παναγιώτη Μαυρουδή, του Γάκη, του Σουανίδη, του Χρηστίδη, του Τσιτάκη, του μακαρίτη του Γιαννακούλα που έπαιζε ΠΑΝΕΡΜΟΡΦΟ μπάσκετ. Τον τρομερό Δημόκριτο του Θόδωρου Ροδόπουλου με τον σούπερ Σάρπη, τον Τσαχτάνη, τον Κουματσιώτη, τον Τσαλμπούρη, τον Δόσπρα και τόσους ακόμα. Τον φοβερό Κρόνο του αλησμόνητου Αχιλλέα Μέντζου, με τον παιχταρά τον Μυριούνη, τον σουτέρ Σαφρανιώτη, τον Χάτον, τον Περαντωνάκη και φυσικά του αείμνηστου Νίκου Σερέτη.
Πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν οι τρεις ομάδες που άξιζαν να ανέβουν. Όμως εκείνη τη χρονιά είδαμε και μια ομάδα, που χτιζόταν τα προηγούμενα χρόνια και στάθηκε άτυχη. Διότι ενώ έπαιζε ΤΡΟΜΕΡΟ μπάσκετ τελικά έπεσε επάνω σε τρεις ΟΜΑΔΑΡΕΣ (που προαναφέραμε). Κι έτσι έμεινε στην ιστορία ως η καλύτερη ομάδα που ποτέ δεν ανέβηκε…
Ο Φίλιππος Βέροιας του Αγάπιου Μεϊμαρίδη, με το δίδυμο ψηλών Χατζηχαρίση- Γκίμα, με τους περιφερειακούς Σταυριανό, Χαραλαμπίδη, Μπλατσιώτη (ήταν τραυματίας αν θυμάμαι καλά), με τον εξαιρετικό σουτέρ Χατζητρύφωνα, με τον σκληρό Ποταμόπουλο. Και άλλους που δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή (και ζητώ συγγνώμη ειλικρινά).
Ήταν μια υπέροχη ομάδα. Που όμως είχε την παραπάνω ατυχία. Να πέσει σε ομάδες που βρίσκονταν στην πιο ώριμη εποχή τους. Όπως κι ένα χρόνο πριν που είχε πέσει επάνω σε Παπάγου, Δάφνη και Μαρούσι.
Πάντως το μπάσκετ που είδαμε απ’ εκείνη την ομάδα (κι επί εποχής Μιχάλη Γιαννουζάκου που έκανε μεγάλη δουλειά και άλλαξε όλο το μπάσκετ στην Βέροια) έχει μείνει. Μαζί μ’ εκείνο το τεράστιο «ΚΡΙΜΑ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.