Του Γιάννη Τσιαμήτρου
Ο Νεοελληνικός χορός εμφανίζει πλούτο χορευτικών μορφών, ρυθμών και χρώματος. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα χρονικής πολλαπλότητας αποτελεί ο χορός που ακούγεται στο όνομα «το τσάμικο», και που άλλοτε χορεύεται κατ’ έθιμο, άλλοτε σε γλέντι, σε χαρές κλπ, είναι δε παράδειγμα και προσωπικής χορευτικής έκφρασης. Το «τσάμικο» στην βιβλιογραφία της Λαογραφίας, της μουσικολογίας, της Ιστορίας χαρακτηρίζεται με τους όρους «Κλέφτικος, Πηδηχτός, Πανελλήνιος, Ανδρικός Πυρρίχιος» κλπ (περιηγητής Pouqueville, Γ. Α. Κουσιάδης, Π. Αραβαντινός, Κ. Ρωμαίος, περιοδικό ‘Πανδώρα’ κλπ).
Πρώτα από όλα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο λανθασμένο όρο «τσάμικος» και στο λαϊκό όρο «το τσάμικο». Ο όρος «τσάμικος» (ουσιαστικό) που υπάρχει στα λεξικά, επιβλήθηκε και χρησιμοποιείται από όλους όσοι ασχολούνται με τη διδασκαλία, την έρευνα, την μελέτη του ελληνικού χορού και με θέματα τα οποία σχετίζονται με τον χορό όπως μουσική, τραγούδι, λαογραφία κλπ. Τον όρο «το τσάμικο» τον χρησιμοποιούσαν και τον χρησιμοποιούν οι λαϊκοί άνθρωποι όταν τους γίνεται ερώτηση τι χορεύουν (ιδώ χουρεύουμι του τσάμκου…., μας αρέσει του τσάμκου κλπ).
Το τσάμικο μπορεί να χορευτεί και από όλη την κοινότητα ομαδικά (δηλαδή, όλοι να χορεύουν τα ίδια βήματα-κινήσεις, τα οποία ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές: Συρράκο, Μέτσοβο, Κόνιτσα και ευρύτερα Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος κλπ), αλλά και ατομικά, όπου ο πρωτοχορευτής σολάρει, αυτοσχεδιάζοντας και εκφράζοντας τον εαυτό του.
Στα αρχαία ποιητικά, μουσικά μέτρα και την προσωδία (προφορά και εναλλαγή μακρών και βραχέων) το τσάμικο έχει τροχαϊκό ρυθμό (- υ τρίσημος ρυθμός) σε 3 /4 και 6/8. Το διαπιστώνει κανείς κι από τον τονισμό της μελωδίας στα ηπειρώτικα τσάμικα, όπου ακούγονται καθαρά μακροί και τονισμένοι, και βραχείς και άτονοι χρόνοι. Αυτό φαίνεται και από το ακκοπανιαμέντο των συνοδευτικών οργάνων, αλλά και από τα ίδια βήματα το χορού. Για να το πούμε πιο πρακτικά και κατανοητά, όταν χορεύουμε τον ομαδικό τσάμικο σε δέκα κινήσεις, μέσα σε αυτές τις κινήσεις έχουμε πέντε μουσικά μέτρα. Κάθε μουσικό μέτρο έχει δύο κινήσεις: ένα - δύο. Το «ένα» είναι μακρύ-μεγάλο σε διάρκεια και το «δύο» είναι βραχύ - μικρό σε διάρκεια. Δεν έχει κανείς παρά να το χορέψει και θα το διαπιστώσει.
Σχετικά με το ρυθμό του τσάμικου ο S. Baud Bovy, διάσημος Ελβετός εθνικομουσικολόγος, παρατηρεί πως είναι όμοιος με το ρυθμό που έχει το τραγούδι του Σείκιλου. Η επιτύμβια στήλη του Σεικίλου (2ος αι. π. Χ.) είναι το πιο σημαντικό μνημείο που έχουμε στην αρχαία ελληνική μουσική. Ανακαλύφτηκε κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Μ. Ασίας και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο της Κοπεγχάγης. Στην επιγραφή της στήλης πάνω από τα γράμματα που αποδίδουν το ύψος των φθόγγων υπάρχουν σημεία που καθορίζουν και τη διάρκειά τους. Οι στίχοι της επιγραφής είναι οι εξής στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής: ‘Όσον ζης φαίνου, μηδέν όλως λυπού. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί’= απόδοση στα νέα ελληνικά: Όσο ζεις λάμπε, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του.
Ο χορός αυτός έχει χαρακτηριστεί ως Πανελλήνιος χορός. Παρόλα αυτά δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πανελλήνιο χορό (δεν χορεύεται σε νησιωτικές περιοχές, Θράκη κλπ). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το τσάμικο χορεύεται κυρίως στις περιοχές, που εκτείνονται γύρω από τον ορεινό όγκο «ραχοκοκαλιά» της Πίνδου, της οποίας η προέκταση φθάνει ως τα ορεινά της Πελοποννήσου. Η σχέση του τσάμικου με την ορεινή στεριανή Ελλάδα μπορεί να δώσει και εξήγηση για τη σχέση του με το κλέφτικο κίνημα (γι’ αυτό άλλωστε λέγεται και κλέφτικος). Χορεύεται δε περισσότερο από άντρες, χωρίς να σημαίνει ότι δεν τον χορεύουν και οι γυναίκες.
Ο όρος «τσάμικο» δεν αναφέρεται σε στοιχεία καταγωγής αλλά σε εξωτερικό εκφραστικό περίγραμμα (κατηγόρημα - προσδιορισμός). Αναφέρουμε παρακάτω συνήθεις φράσεις που σχετίζονται με τον όρο του χορού, και που λέγονται με μεταφορική έννοια, όπως: -«Τσαμ’ς είσαι σήμερα», δηλαδή, η ενδυμασία σου είναι πολύ ωραία, πολύ προσεγμένη. -«Μη του γυρνάς στου τσάμκου», δηλαδή, μη γυρνάς τη συζήτηση σε κατεύθυνση που σε βολεύει -«Όποιος φορεί τα τσάμικα και τ’ άσπρα τα πουκάμισα», δηλαδή, το καλαίσθητο της φορεσιάς της φουστανέλας.
Έχει αναζητηθεί η καταγωγή του από ορισμένους, ενώ δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μας, κάποιος ιδιαίτερος λόγος καταγωγής. Οι διάφορες αναφορές δεν έχουν σωστή επιστημονική ερμηνεία, αλληλοσυγκρούονται και οδηγούν σε σύγχυση και παραποίηση της πραγματικότητας, εν όψει μάλιστα και των πολιτικών θεμάτων, που προβάλλουν στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί, για την καταγωγή του τσάμικου χορού με βάση τις λέξεις Τσάμης, Τσαμουριά και με τη βάση, μάλλον χωρίς επιστημονική στήριξη, ότι δεν πρόκειται για ελληνικές λέξεις. Επίσης, χωρίς επιστημονική ερμηνεία, ορισμένοι ταυτίζουν τη καταγωγή του χορού με κατοίκους, μιας περιοχής (Τσαμουριά), επειδή συμβαίνει και σ’ αυτήν να χορεύεται το τσάμικο.
Ως προς την προέλευση των όρων Τσάμης- Τσαμουριά-Τσάμικο σύμφωνα με τη γλωσσολογία, το τ σ έχει διάφορες εκδοχές προέλευσης. Για παράδειγμα :
τ σ: από αρχ. ν θ, ακανθάβραχα > κατσάβραχα. τ σ :από θ σ, κάθησε > κάτσε.
τ σ: ίσως από δ ι της προθέσεως δια: τσάγαλ > διάγαλο, τσακίζομαι < διακίζομαι, τσαλακώνω.
τ σ :από αρχ. θι, θεία > τσα > τσατσά, όπου τσατσά ή θεία (αναδίπλωση του τσα < θεία, κατά το γιαγιά, μαμά, μπαμπά) και θύαμις > Τσάμης-Τσαμουριά (Μ. Φιλήντα, γλωσσογνωσία και Γλωσσογεωγραφία, 1,149). «Το όνομα Τσαμουριά (Θεσπρωτία) και Τσάμηδες» δεν είναι ούτε Αλβανικό ούτε Τούρκικο. Αποτελεί παραφθορά του ονόματος Θυαμουριά (μεσαιωνικό όνομα της Θεσπρωτίας), το οποίο προέρχεται από το όνομα τοπικού ποταμού, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Θύαμις και σήμερα Καλαμάς. Οι Θεσπρωτοί συχνά αποκαλούσαν τους εαυτούς των «Τσάμηδες» (Σταύρος Λυγερός 1992 «Η αλήθεια για τους τσάμηδες» στην εφημ. «Καθημερινή» Κυριακή 5 Απριλίου. Βλ. επίσης Φ. Κ. Βώρου 1992, διπλωματικός «Τσάμικος», στο: Τα Εκπαιδευτικά 27-28 σελ. 83).
Οι λέξεις λοιπόν Τσάμης, Τσαμουριά και Τσάμικο, σύμφωνα με τις εκδοχές της προέλευσης του τσ, είναι κατά πάσα πιθανότητα λέξεις ε λ λ η ν ι κ έ ς.
Το «τσάμικο» είναι παραδειγματική περίπτωση Νεοελληνικής χορευτικής έκφρασης. Να μερικά στοιχεία:
1) «Το καλοκαίρι του 1989, ο Βασίλης Λιαζός ή Τσιαμάτης, που εθεωρείτο και θεωρείται το καλύτερο κλαρίνο στην Αλβανία (ζει στα Τίρανα) και ο Σταύρος Ντέρος, από το Γεωργουτσάτι, δεν εγνώριζαν τον τσάμικο, στη μελωδική και ρυθμική μορφή που το γνωρίζουμε εμείς. Στον γάμο του κ. Τσώνη στην Ελλάδα, ενώ του παρήγγειλαν Τσάμικο, δεν ήξερε να το παίξει».
2) «Στο φεστιβάλ Αργυρόκαστρου, το 1984, ούτε μια φορά δεν ακούστηκε Τσάμικο, όπου συμμετείχαν χορευτικά από όλες τις εθνότητες της Αλβανίας».
3) «Όλα τα χορευτικά συγκροτήματα της Αλβανίας, στις περιοδείες τους στην Ελλάδα, δεν χόρεψαν Τσάμικο, εκτός από κάποιο γύρισμα ελάχιστων δευτερολέπτων, στο τέλος τραγουδιού, που θύμιζε τσάμικο».
Από την άλλη, στην Ελλάδα παντού παίζεται το τσάμικο σε κάθε χορευτική εκδήλωση ακόμα και εκτός Ελλάδας. Σημειώνουμε, τέλος, την βαρύνουσα μαρτυρία του S. Baud Bovy, τον οποίο αναφέραμε προηγουμένως, το 1984, στο «δοκίμιο για το ελληνικό τραγούδι» (εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρ. Ναύπλιο), που γράφει, «τον ελληνικό χορό τσάμικο δεν φαίνεται να τον χορεύουν οι Αρβανίτες Τσάμηδες».
Ενώ έχουμε πολλά τσάμικα σε όλη την Ελλάδα (διαφορετικό αριθμό βημάτων, πιο βαριά στην Ήπειρο, Μακεδονία, πιο πεταχτά στην νότιο Ελλάδα) το κοινό στοιχείο είναι ότι στο τσάμικο αποτυπώνεται το πνεύμα της Νεοελληνικής παλικαριάς και λεβεντιάς. Πρόκειται για χορό συλλογικής διαδικασίας, στην οποία μπορεί να συμμετέχει ακόμα και το σύνολο της κοινότητας, όμως εξαίρεται και η ατομικότητα. Το άτομο, ως πρόσωπο συγκεκριμένο προβάλλεται, ενισχύεται, ενθαρρύνεται, δείχνεται, φανερώνεται σε περιβάλλον χορού: φωτεινό, χαρούμενο, γελαστό ομιλητικό διαλογικό. Έτσι το Τσάμικο είναι έργο ελεύθερης έκφρασης, φαντασίας και διαλόγου, υπό τους όρους της τοπικής πολιτιστικής «παιδείας», της ατομικότητας και της συλλογικότητας.
Τέλος, αποτελεί τυπική περίπτωση χ ο ρ ο γ έ ν ε σ η ς και χ ο ρ ο γ ρ α φ ί α ς Νεοελληνικού χορού, όπου εμφανίζεται μια απέραντη ρυθμική και αρμονική συνοχή, κοινότητας, ατομικότητας, παράδοσης και πορείας προς το διαρκώς ν έ ο, χωρίς αδιαφορία ή λήθη για το π α λ α ι ό ανθρώπινο και ιστορικό.
Πηγές:
-Προσωπική εμπειρία Τσιαμήτρου Ιωάννη.
-‘Τα αρχαία ποιητικά μέτρα και οι ρυθμοί της δημοτικής μουσικής’, Νίκου Μπαζιάνα.
- «Ο χορός ‘το τσάμικο’ παραδειγματική περίπτωση της νεοελληνικής χορευτικής έκφρασης», Άννας Παναγιωτοπούλου).
Πρώτα από όλα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο λανθασμένο όρο «τσάμικος» και στο λαϊκό όρο «το τσάμικο». Ο όρος «τσάμικος» (ουσιαστικό) που υπάρχει στα λεξικά, επιβλήθηκε και χρησιμοποιείται από όλους όσοι ασχολούνται με τη διδασκαλία, την έρευνα, την μελέτη του ελληνικού χορού και με θέματα τα οποία σχετίζονται με τον χορό όπως μουσική, τραγούδι, λαογραφία κλπ. Τον όρο «το τσάμικο» τον χρησιμοποιούσαν και τον χρησιμοποιούν οι λαϊκοί άνθρωποι όταν τους γίνεται ερώτηση τι χορεύουν (ιδώ χουρεύουμι του τσάμκου…., μας αρέσει του τσάμκου κλπ).
Το τσάμικο μπορεί να χορευτεί και από όλη την κοινότητα ομαδικά (δηλαδή, όλοι να χορεύουν τα ίδια βήματα-κινήσεις, τα οποία ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές: Συρράκο, Μέτσοβο, Κόνιτσα και ευρύτερα Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος κλπ), αλλά και ατομικά, όπου ο πρωτοχορευτής σολάρει, αυτοσχεδιάζοντας και εκφράζοντας τον εαυτό του.
Στα αρχαία ποιητικά, μουσικά μέτρα και την προσωδία (προφορά και εναλλαγή μακρών και βραχέων) το τσάμικο έχει τροχαϊκό ρυθμό (- υ τρίσημος ρυθμός) σε 3 /4 και 6/8. Το διαπιστώνει κανείς κι από τον τονισμό της μελωδίας στα ηπειρώτικα τσάμικα, όπου ακούγονται καθαρά μακροί και τονισμένοι, και βραχείς και άτονοι χρόνοι. Αυτό φαίνεται και από το ακκοπανιαμέντο των συνοδευτικών οργάνων, αλλά και από τα ίδια βήματα το χορού. Για να το πούμε πιο πρακτικά και κατανοητά, όταν χορεύουμε τον ομαδικό τσάμικο σε δέκα κινήσεις, μέσα σε αυτές τις κινήσεις έχουμε πέντε μουσικά μέτρα. Κάθε μουσικό μέτρο έχει δύο κινήσεις: ένα - δύο. Το «ένα» είναι μακρύ-μεγάλο σε διάρκεια και το «δύο» είναι βραχύ - μικρό σε διάρκεια. Δεν έχει κανείς παρά να το χορέψει και θα το διαπιστώσει.
Σχετικά με το ρυθμό του τσάμικου ο S. Baud Bovy, διάσημος Ελβετός εθνικομουσικολόγος, παρατηρεί πως είναι όμοιος με το ρυθμό που έχει το τραγούδι του Σείκιλου. Η επιτύμβια στήλη του Σεικίλου (2ος αι. π. Χ.) είναι το πιο σημαντικό μνημείο που έχουμε στην αρχαία ελληνική μουσική. Ανακαλύφτηκε κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Μ. Ασίας και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο της Κοπεγχάγης. Στην επιγραφή της στήλης πάνω από τα γράμματα που αποδίδουν το ύψος των φθόγγων υπάρχουν σημεία που καθορίζουν και τη διάρκειά τους. Οι στίχοι της επιγραφής είναι οι εξής στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής: ‘Όσον ζης φαίνου, μηδέν όλως λυπού. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί’= απόδοση στα νέα ελληνικά: Όσο ζεις λάμπε, καθόλου μη λυπάσαι. Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του.
Ο χορός αυτός έχει χαρακτηριστεί ως Πανελλήνιος χορός. Παρόλα αυτά δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πανελλήνιο χορό (δεν χορεύεται σε νησιωτικές περιοχές, Θράκη κλπ). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το τσάμικο χορεύεται κυρίως στις περιοχές, που εκτείνονται γύρω από τον ορεινό όγκο «ραχοκοκαλιά» της Πίνδου, της οποίας η προέκταση φθάνει ως τα ορεινά της Πελοποννήσου. Η σχέση του τσάμικου με την ορεινή στεριανή Ελλάδα μπορεί να δώσει και εξήγηση για τη σχέση του με το κλέφτικο κίνημα (γι’ αυτό άλλωστε λέγεται και κλέφτικος). Χορεύεται δε περισσότερο από άντρες, χωρίς να σημαίνει ότι δεν τον χορεύουν και οι γυναίκες.
Ο όρος «τσάμικο» δεν αναφέρεται σε στοιχεία καταγωγής αλλά σε εξωτερικό εκφραστικό περίγραμμα (κατηγόρημα - προσδιορισμός). Αναφέρουμε παρακάτω συνήθεις φράσεις που σχετίζονται με τον όρο του χορού, και που λέγονται με μεταφορική έννοια, όπως: -«Τσαμ’ς είσαι σήμερα», δηλαδή, η ενδυμασία σου είναι πολύ ωραία, πολύ προσεγμένη. -«Μη του γυρνάς στου τσάμκου», δηλαδή, μη γυρνάς τη συζήτηση σε κατεύθυνση που σε βολεύει -«Όποιος φορεί τα τσάμικα και τ’ άσπρα τα πουκάμισα», δηλαδή, το καλαίσθητο της φορεσιάς της φουστανέλας.
Έχει αναζητηθεί η καταγωγή του από ορισμένους, ενώ δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μας, κάποιος ιδιαίτερος λόγος καταγωγής. Οι διάφορες αναφορές δεν έχουν σωστή επιστημονική ερμηνεία, αλληλοσυγκρούονται και οδηγούν σε σύγχυση και παραποίηση της πραγματικότητας, εν όψει μάλιστα και των πολιτικών θεμάτων, που προβάλλουν στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί, για την καταγωγή του τσάμικου χορού με βάση τις λέξεις Τσάμης, Τσαμουριά και με τη βάση, μάλλον χωρίς επιστημονική στήριξη, ότι δεν πρόκειται για ελληνικές λέξεις. Επίσης, χωρίς επιστημονική ερμηνεία, ορισμένοι ταυτίζουν τη καταγωγή του χορού με κατοίκους, μιας περιοχής (Τσαμουριά), επειδή συμβαίνει και σ’ αυτήν να χορεύεται το τσάμικο.
Ως προς την προέλευση των όρων Τσάμης- Τσαμουριά-Τσάμικο σύμφωνα με τη γλωσσολογία, το τ σ έχει διάφορες εκδοχές προέλευσης. Για παράδειγμα :
τ σ: από αρχ. ν θ, ακανθάβραχα > κατσάβραχα. τ σ :από θ σ, κάθησε > κάτσε.
τ σ: ίσως από δ ι της προθέσεως δια: τσάγαλ > διάγαλο, τσακίζομαι < διακίζομαι, τσαλακώνω.
τ σ :από αρχ. θι, θεία > τσα > τσατσά, όπου τσατσά ή θεία (αναδίπλωση του τσα < θεία, κατά το γιαγιά, μαμά, μπαμπά) και θύαμις > Τσάμης-Τσαμουριά (Μ. Φιλήντα, γλωσσογνωσία και Γλωσσογεωγραφία, 1,149). «Το όνομα Τσαμουριά (Θεσπρωτία) και Τσάμηδες» δεν είναι ούτε Αλβανικό ούτε Τούρκικο. Αποτελεί παραφθορά του ονόματος Θυαμουριά (μεσαιωνικό όνομα της Θεσπρωτίας), το οποίο προέρχεται από το όνομα τοπικού ποταμού, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Θύαμις και σήμερα Καλαμάς. Οι Θεσπρωτοί συχνά αποκαλούσαν τους εαυτούς των «Τσάμηδες» (Σταύρος Λυγερός 1992 «Η αλήθεια για τους τσάμηδες» στην εφημ. «Καθημερινή» Κυριακή 5 Απριλίου. Βλ. επίσης Φ. Κ. Βώρου 1992, διπλωματικός «Τσάμικος», στο: Τα Εκπαιδευτικά 27-28 σελ. 83).
Οι λέξεις λοιπόν Τσάμης, Τσαμουριά και Τσάμικο, σύμφωνα με τις εκδοχές της προέλευσης του τσ, είναι κατά πάσα πιθανότητα λέξεις ε λ λ η ν ι κ έ ς.
Το «τσάμικο» είναι παραδειγματική περίπτωση Νεοελληνικής χορευτικής έκφρασης. Να μερικά στοιχεία:
1) «Το καλοκαίρι του 1989, ο Βασίλης Λιαζός ή Τσιαμάτης, που εθεωρείτο και θεωρείται το καλύτερο κλαρίνο στην Αλβανία (ζει στα Τίρανα) και ο Σταύρος Ντέρος, από το Γεωργουτσάτι, δεν εγνώριζαν τον τσάμικο, στη μελωδική και ρυθμική μορφή που το γνωρίζουμε εμείς. Στον γάμο του κ. Τσώνη στην Ελλάδα, ενώ του παρήγγειλαν Τσάμικο, δεν ήξερε να το παίξει».
2) «Στο φεστιβάλ Αργυρόκαστρου, το 1984, ούτε μια φορά δεν ακούστηκε Τσάμικο, όπου συμμετείχαν χορευτικά από όλες τις εθνότητες της Αλβανίας».
3) «Όλα τα χορευτικά συγκροτήματα της Αλβανίας, στις περιοδείες τους στην Ελλάδα, δεν χόρεψαν Τσάμικο, εκτός από κάποιο γύρισμα ελάχιστων δευτερολέπτων, στο τέλος τραγουδιού, που θύμιζε τσάμικο».
Από την άλλη, στην Ελλάδα παντού παίζεται το τσάμικο σε κάθε χορευτική εκδήλωση ακόμα και εκτός Ελλάδας. Σημειώνουμε, τέλος, την βαρύνουσα μαρτυρία του S. Baud Bovy, τον οποίο αναφέραμε προηγουμένως, το 1984, στο «δοκίμιο για το ελληνικό τραγούδι» (εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρ. Ναύπλιο), που γράφει, «τον ελληνικό χορό τσάμικο δεν φαίνεται να τον χορεύουν οι Αρβανίτες Τσάμηδες».
Ενώ έχουμε πολλά τσάμικα σε όλη την Ελλάδα (διαφορετικό αριθμό βημάτων, πιο βαριά στην Ήπειρο, Μακεδονία, πιο πεταχτά στην νότιο Ελλάδα) το κοινό στοιχείο είναι ότι στο τσάμικο αποτυπώνεται το πνεύμα της Νεοελληνικής παλικαριάς και λεβεντιάς. Πρόκειται για χορό συλλογικής διαδικασίας, στην οποία μπορεί να συμμετέχει ακόμα και το σύνολο της κοινότητας, όμως εξαίρεται και η ατομικότητα. Το άτομο, ως πρόσωπο συγκεκριμένο προβάλλεται, ενισχύεται, ενθαρρύνεται, δείχνεται, φανερώνεται σε περιβάλλον χορού: φωτεινό, χαρούμενο, γελαστό ομιλητικό διαλογικό. Έτσι το Τσάμικο είναι έργο ελεύθερης έκφρασης, φαντασίας και διαλόγου, υπό τους όρους της τοπικής πολιτιστικής «παιδείας», της ατομικότητας και της συλλογικότητας.
Τέλος, αποτελεί τυπική περίπτωση χ ο ρ ο γ έ ν ε σ η ς και χ ο ρ ο γ ρ α φ ί α ς Νεοελληνικού χορού, όπου εμφανίζεται μια απέραντη ρυθμική και αρμονική συνοχή, κοινότητας, ατομικότητας, παράδοσης και πορείας προς το διαρκώς ν έ ο, χωρίς αδιαφορία ή λήθη για το π α λ α ι ό ανθρώπινο και ιστορικό.
Πηγές:
-Προσωπική εμπειρία Τσιαμήτρου Ιωάννη.
-‘Τα αρχαία ποιητικά μέτρα και οι ρυθμοί της δημοτικής μουσικής’, Νίκου Μπαζιάνα.
- «Ο χορός ‘το τσάμικο’ παραδειγματική περίπτωση της νεοελληνικής χορευτικής έκφρασης», Άννας Παναγιωτοπούλου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.