Του Τσιαμήτρου Γιάννη
Tα Χριστούγεννα είναι μια κατεξοχήν οικογενειακή γιορτή, όπου είθισται να συγκεντρώνονται τα μέλη της οικογένειας, αλλά και να μνημονεύονται τα πρόσωπα που απουσιάζουν από κοντά μας. Με τον ερχομό των γιορτών αισθάνομαι την ανάγκη να αποτίσω φόρο
τιμής στη μνήμη του μακαρίτη θείου μου, τρίτου ξάδερφο του πατέρα μου, του Τσαμήτρου Νίκου-Κοτρώνη (1940-2018), από το Ξηρολίβαδο.
Το σόι των Τσ(ι)αμητραίων του Ξηρολιβάδου είναι μεγάλο και κάθε οικογένεια παλιά είχε το παρατσούκλι της για να τους ξεχωρίζουν. Ακόμα και τώρα για να διευκρινίσουμε για ποιόν μιλάμε λέμε, για παράδειγμα, ο Ηλίας του Κώστα του Ψωμά. Οπότε οι συγχωριανοί καταλαβαίνουν για ποιόν μιλάμε. Τα συνηθισμένα παρατσούκλια των Τσαμητραίων ήταν Τσίτρος, Ψωμάς, Κοτρώνης, Κουσταφάκης, Γιαντσούλης, Γιάντσος, Καρακώστας, Κατσιάκος, Μαργαρίτης, Ανταρίκος (παλιό), Λαφογιάννης (πολύ παλιό) κλπ. Μερικά μάλιστα παρατσούκλια έγιναν και κανονικά επώνυμα, όπως Μαργαρίτης, Καρακώστας και τώρα τελευταία Λαφογιάννης.
Εγώ προσωπικά ανήκω στους Ψωμάδες, γιατί ο προπάππος μου ήταν φούρναρης στη Βέροια και γιαυτό ο μακαρίτης πατέρας μου σε μνήμη του παππού του, όταν βγήκε στη σύνταξη, τα καλοκαίρια έκανε τον φούρναρη (/τσιριπάρου/ = /ψωμάς/ στα βλάχικα) στο Ξηρολίβαδο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του χωριού.
Ερχόμαστε τώρα στον Νίκο τον Κοτρώνη. Αυτός αποτελούσε μέλος της οικογένειας του Αποστόλη Τσαμήτρου-Κοτρώνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος. Τα υπόλοιπα μέλη είναι ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Θανάσης και η Κατερίνα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που του έκανα ερωτήσεις σε στυλ συνέντευξης και άντλησα πληροφορίες-μαρτυρίες για λαογραφικά θέματα του Ξηρολιβάδου και της ευρύτερης περιοχής (τραγούδια, χοροί, παροιμίες, τοπωνύμια, έθιμα του αρραβώνα & του γάμου, του Δωδεκαημέρου, της Αποκριάς, του Πάσχα, της γέννησης, της βάπτισης, αινίγματα, παραμύθια, λαϊκές ιστορίες & δοξασίες κλπ). Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο με τέτοια μνήμη και τόσο καθαρό μυαλό. Ήταν ένας ασταμάτητος και ‘χειμαρρώδης ποταμός’ γνώσεων γύρω από τα θέματα που με ενδιέφεραν.
Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά, ήταν πρώτος μαθητής στη τάξη του στο δημοτικό και όλα τα μάθαινε στο σχολείο. Ήταν σε θέση να διηγείται ιστορίες με κινηματογραφική ακρίβεια, συνέχεια και παραστατικότητα, χωρίς να κομπιάζει. Θα μπορούσε, αν σπούδαζε, να γίνει καταπληκτικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ιστορικός κλπ. Τον θαύμαζα για τη παραστατικότητα, τη λαϊκή και έμμετρη εκφραστικότητα των τραγουδιών που μου απάγγελνε με απίστευτη γρηγοράδα και ευφράδεια.
Μάθαινε μικρός τα τραγούδια αποστήθιση μικρός (5-10 ετών) στη δεκαετία του 1940 από τη γιαγιά του, Δέσποινα, το γένος Καραγεωργίου, με απώτερη καταγωγή το βλαχοχώρι, Σμίξη των Γρεβενών. Μέσα σε ένα βράδυ μπορούσε να μάθει μέχρι και πέντε τραγούδια! Όλα στα ελληνικά. Τον ρωτούσα επίμονα: Τραγούδια στη βλάχικη γλώσσα ξέρεις; ‘- Ξέρω, - μου απαντούσε -, αλλά πολύ λίγα είχαμε. Τα περισσότερα, που μου έλεγε η γιαγιά μου, ήταν στα ελληνικά. Και ο Τάκης ο Κυρίτσης από το Ξηρολίβαδο, που τραγουδούσε καλά, τα περισσότερα που έλεγε ήταν στα ελληνικά’. Αν κάνουμε ένα υπολογισμό, διαπιστώνουμε ότι αυτά τα τραγούδια είναι τουλάχιστον 200 ετών, αφού η γιαγιά του τα είχε μάθει από τους προγόνους της στα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα παραθέσω τους τίτλους μερικών από τα τραγούδια που μου είπε (τα έχω καταγεγραμμένα όλα σε ήχο και λόγια αναλυτικά):
1. Εσείς πουλιά πετούμενα, 2. Ζιάκαμ’ απ’τα Γρεβενά, 3. Μια μάνα μια σκυλούμανα, 4. Σε τούτο το καφκόϊπουλο, 5. Τρει-ν-ημερών ήμαν γαμπρός, 6. Μας χάραξε η Ανατολή, 7. Τρεις χρόνους εβολεύτηκα, 8. Διψούν οι κάμποι για βροχή, 9. Πέρα σ’εκείνο τόϊ βουνό Ι, 10. Πέρα σ’εκείνο τόϊ βουνό ΙΙ, 11.Τσιομπάνους που κοιμήθηκε, 12. Φώτη μου τι σκέφτεσαι, 13. Βαθιά βαθιά στη ρεματιά, 14. Ενύχτωσε και βράδιασε, 15. Φέξε μου φεγγαράκι μου, 16. Ένα πουλάκι λάλησε, 17. Ποιος λεβέντης σαν κι εσένα, 18. Γλέντα καημένη μου καρδιά τα νιάτα και τη λεβεντιά, 19. Ποιος είναι αυτός που ‘τσουλκανάει’, 20. Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, κ.ά.
Ο Γκαίτε είπε ότι «Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχο του δεν υπάρχει στο κόσμο». Οι εικόνες του δημοτικού μας τραγουδιού είναι εκπληκτικές: Φανταστείτε δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους. Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι για να μην το πιάσουν οι Τούρκοι, αλλά και να μη το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη. Φανταστείτε έναν νεαρό βοσκό να παλεύει με το Χάρο, σαν ίσος προς ίσο. Με ένα τέτοιο τραγούδι, που κατέγραψα από τον Νίκο τον Κοτρώνη, τελειώνω το παρόν σημείωμα:
«Πέρα σ’ εκείνο τόϊ βουνό, πούναι ψηλό και μέγα,
πούχει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα,
στη ρίζα βόσκουν πρόβατα και στη κορφή τα γίδια,
μήνα τσιουμπάνους τά βοσκε, μήνα τσιουμπάνους (τα) βόσκει,
σαν κίνησε ο νιούτσικος (μικρός τσιομπάνος), στο σπίτι του να πάει,
στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει,
μον’ τραγουδούσι κ’ ίλιγε, μον’ τραγουδάει κι λέει:
-Εγώ δε - ώ - δε σκιάζομαι, το Χάρο δεν φοβάμαι.
Κι ο Χάροντας τον άκουσε, στο δρόμο τον περιμένει.
-Καλημέρα σου, γέρο μου - Καλώς το παλικάρι.
Παλικάριμ’ από πούθε (ν) έρχισι και πούθε κατιβαίνις;
-Από τα πρόβατα (ν) έρχουμι, στο σπίτι μου πηγαίνω,
να πάρω αλάτι και ψωμί τσαρούχια τον τσιουμπάνο.
- (ν) Εμέ θεός με έστειλε, να πάρω τη ψυχή σου!
-Δίχως αστένεια κι αρρώστια, Χάρε τι ψυχή γυρεύεις.
Άϊντι για να παλέψουμι, σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι αν με νικήσεις Χάρε, θα πάρεις τη ψυχή μου,
κι αν σο νικήσω Χάρε, θα πάρω το σπαθί σου.
Τρεις μέρες επαλέψανε, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
κι ο νιούτσικος μαραίνιτι, γυρνά και γονατίζει.
-Άσε με Χάρε άσε με, ακόμα πέντε - έξι χρόνια,
γιατί έχω γυναίκα παρανιά (πολύ νέα) και χήρα και δεν την πρέπει,
γιατί έχω πιδιά παραμικρά (πολύ μικρά), κι ορφάνια δεν τους πρέπει».
Καλές γιορτές, Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένος ο νέος Χρόνος!!
τιμής στη μνήμη του μακαρίτη θείου μου, τρίτου ξάδερφο του πατέρα μου, του Τσαμήτρου Νίκου-Κοτρώνη (1940-2018), από το Ξηρολίβαδο.
Το σόι των Τσ(ι)αμητραίων του Ξηρολιβάδου είναι μεγάλο και κάθε οικογένεια παλιά είχε το παρατσούκλι της για να τους ξεχωρίζουν. Ακόμα και τώρα για να διευκρινίσουμε για ποιόν μιλάμε λέμε, για παράδειγμα, ο Ηλίας του Κώστα του Ψωμά. Οπότε οι συγχωριανοί καταλαβαίνουν για ποιόν μιλάμε. Τα συνηθισμένα παρατσούκλια των Τσαμητραίων ήταν Τσίτρος, Ψωμάς, Κοτρώνης, Κουσταφάκης, Γιαντσούλης, Γιάντσος, Καρακώστας, Κατσιάκος, Μαργαρίτης, Ανταρίκος (παλιό), Λαφογιάννης (πολύ παλιό) κλπ. Μερικά μάλιστα παρατσούκλια έγιναν και κανονικά επώνυμα, όπως Μαργαρίτης, Καρακώστας και τώρα τελευταία Λαφογιάννης.
Εγώ προσωπικά ανήκω στους Ψωμάδες, γιατί ο προπάππος μου ήταν φούρναρης στη Βέροια και γιαυτό ο μακαρίτης πατέρας μου σε μνήμη του παππού του, όταν βγήκε στη σύνταξη, τα καλοκαίρια έκανε τον φούρναρη (/τσιριπάρου/ = /ψωμάς/ στα βλάχικα) στο Ξηρολίβαδο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του χωριού.
Ερχόμαστε τώρα στον Νίκο τον Κοτρώνη. Αυτός αποτελούσε μέλος της οικογένειας του Αποστόλη Τσαμήτρου-Κοτρώνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος. Τα υπόλοιπα μέλη είναι ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Θανάσης και η Κατερίνα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που του έκανα ερωτήσεις σε στυλ συνέντευξης και άντλησα πληροφορίες-μαρτυρίες για λαογραφικά θέματα του Ξηρολιβάδου και της ευρύτερης περιοχής (τραγούδια, χοροί, παροιμίες, τοπωνύμια, έθιμα του αρραβώνα & του γάμου, του Δωδεκαημέρου, της Αποκριάς, του Πάσχα, της γέννησης, της βάπτισης, αινίγματα, παραμύθια, λαϊκές ιστορίες & δοξασίες κλπ). Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο με τέτοια μνήμη και τόσο καθαρό μυαλό. Ήταν ένας ασταμάτητος και ‘χειμαρρώδης ποταμός’ γνώσεων γύρω από τα θέματα που με ενδιέφεραν.
Όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά, ήταν πρώτος μαθητής στη τάξη του στο δημοτικό και όλα τα μάθαινε στο σχολείο. Ήταν σε θέση να διηγείται ιστορίες με κινηματογραφική ακρίβεια, συνέχεια και παραστατικότητα, χωρίς να κομπιάζει. Θα μπορούσε, αν σπούδαζε, να γίνει καταπληκτικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ιστορικός κλπ. Τον θαύμαζα για τη παραστατικότητα, τη λαϊκή και έμμετρη εκφραστικότητα των τραγουδιών που μου απάγγελνε με απίστευτη γρηγοράδα και ευφράδεια.
Μάθαινε μικρός τα τραγούδια αποστήθιση μικρός (5-10 ετών) στη δεκαετία του 1940 από τη γιαγιά του, Δέσποινα, το γένος Καραγεωργίου, με απώτερη καταγωγή το βλαχοχώρι, Σμίξη των Γρεβενών. Μέσα σε ένα βράδυ μπορούσε να μάθει μέχρι και πέντε τραγούδια! Όλα στα ελληνικά. Τον ρωτούσα επίμονα: Τραγούδια στη βλάχικη γλώσσα ξέρεις; ‘- Ξέρω, - μου απαντούσε -, αλλά πολύ λίγα είχαμε. Τα περισσότερα, που μου έλεγε η γιαγιά μου, ήταν στα ελληνικά. Και ο Τάκης ο Κυρίτσης από το Ξηρολίβαδο, που τραγουδούσε καλά, τα περισσότερα που έλεγε ήταν στα ελληνικά’. Αν κάνουμε ένα υπολογισμό, διαπιστώνουμε ότι αυτά τα τραγούδια είναι τουλάχιστον 200 ετών, αφού η γιαγιά του τα είχε μάθει από τους προγόνους της στα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα παραθέσω τους τίτλους μερικών από τα τραγούδια που μου είπε (τα έχω καταγεγραμμένα όλα σε ήχο και λόγια αναλυτικά):
1. Εσείς πουλιά πετούμενα, 2. Ζιάκαμ’ απ’τα Γρεβενά, 3. Μια μάνα μια σκυλούμανα, 4. Σε τούτο το καφκόϊπουλο, 5. Τρει-ν-ημερών ήμαν γαμπρός, 6. Μας χάραξε η Ανατολή, 7. Τρεις χρόνους εβολεύτηκα, 8. Διψούν οι κάμποι για βροχή, 9. Πέρα σ’εκείνο τόϊ βουνό Ι, 10. Πέρα σ’εκείνο τόϊ βουνό ΙΙ, 11.Τσιομπάνους που κοιμήθηκε, 12. Φώτη μου τι σκέφτεσαι, 13. Βαθιά βαθιά στη ρεματιά, 14. Ενύχτωσε και βράδιασε, 15. Φέξε μου φεγγαράκι μου, 16. Ένα πουλάκι λάλησε, 17. Ποιος λεβέντης σαν κι εσένα, 18. Γλέντα καημένη μου καρδιά τα νιάτα και τη λεβεντιά, 19. Ποιος είναι αυτός που ‘τσουλκανάει’, 20. Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, κ.ά.
Ο Γκαίτε είπε ότι «Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχο του δεν υπάρχει στο κόσμο». Οι εικόνες του δημοτικού μας τραγουδιού είναι εκπληκτικές: Φανταστείτε δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους. Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι για να μην το πιάσουν οι Τούρκοι, αλλά και να μη το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη. Φανταστείτε έναν νεαρό βοσκό να παλεύει με το Χάρο, σαν ίσος προς ίσο. Με ένα τέτοιο τραγούδι, που κατέγραψα από τον Νίκο τον Κοτρώνη, τελειώνω το παρόν σημείωμα:
«Πέρα σ’ εκείνο τόϊ βουνό, πούναι ψηλό και μέγα,
πούχει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα,
στη ρίζα βόσκουν πρόβατα και στη κορφή τα γίδια,
μήνα τσιουμπάνους τά βοσκε, μήνα τσιουμπάνους (τα) βόσκει,
σαν κίνησε ο νιούτσικος (μικρός τσιομπάνος), στο σπίτι του να πάει,
στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει,
μον’ τραγουδούσι κ’ ίλιγε, μον’ τραγουδάει κι λέει:
-Εγώ δε - ώ - δε σκιάζομαι, το Χάρο δεν φοβάμαι.
Κι ο Χάροντας τον άκουσε, στο δρόμο τον περιμένει.
-Καλημέρα σου, γέρο μου - Καλώς το παλικάρι.
Παλικάριμ’ από πούθε (ν) έρχισι και πούθε κατιβαίνις;
-Από τα πρόβατα (ν) έρχουμι, στο σπίτι μου πηγαίνω,
να πάρω αλάτι και ψωμί τσαρούχια τον τσιουμπάνο.
- (ν) Εμέ θεός με έστειλε, να πάρω τη ψυχή σου!
-Δίχως αστένεια κι αρρώστια, Χάρε τι ψυχή γυρεύεις.
Άϊντι για να παλέψουμι, σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι αν με νικήσεις Χάρε, θα πάρεις τη ψυχή μου,
κι αν σο νικήσω Χάρε, θα πάρω το σπαθί σου.
Τρεις μέρες επαλέψανε, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
κι ο νιούτσικος μαραίνιτι, γυρνά και γονατίζει.
-Άσε με Χάρε άσε με, ακόμα πέντε - έξι χρόνια,
γιατί έχω γυναίκα παρανιά (πολύ νέα) και χήρα και δεν την πρέπει,
γιατί έχω πιδιά παραμικρά (πολύ μικρά), κι ορφάνια δεν τους πρέπει».
Καλές γιορτές, Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένος ο νέος Χρόνος!!
Κώστας Τσιαμήτρος-Ψωμάς και ο γιός του Γιάννης, 1984 |
Οικογένεια Γεωργούλα Τσαμήτρου 1908 |
Οικογένεια Γιώργη Τσαμήτρου-Ψωμά |
Τσαμήτρος-Τσίτρος με τη γυναίκα του |
Νίκος Τσαμήτρος-Κοτρώνης στο Ξηρολίβαδο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.