Το απόγευμα της Δευτέρας 21/10 στο καφέ Εκτός Χάρτη – art gallery Papatzikou στην Βέροια παρουσιάστηκε το βιβλίο του Κώστα Κουτρουμπάκη «Ο Μαραγκός» με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Φιλολόγων νομού Ημαθίας. Την εκδήλωση άνοιξε και στη συνέχεια συντόνισε η πρόεδρος του
Συνδέσμου Ευγενία Καβαλλάρη. Η φιλόλογος Μαρία Βεργιώτη ανάμεσα στ’ άλλα υπογράμμισε: «Ο Κώστας Κουτρουμπάκης στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τον εμβληματικό τίτλο «Ο μαραγκός» παρουσιάζει 16 μικροδιηγήματα που καταδύονται στα βάθη της ψυχής αποκαλύπτονται σκέψεις, ιδέες, προβληματισμούς με συνεκτικό ιστό που εντέλει καθορίζει την ίδια τη ζωή. Προτάσσει ως μότο, ένα στίχο από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γ. Ρίτσου «Το τρακτέρ»…»και ταπεινός, σα μαραγκός στην άκρη των ωρών» και επιλέγοντας ως εικονογράφηση για εξώφυλλο του βιβλίου ένα έργο του ζωγράφου Δημήτρη Παπαστάμου εμπνευσμένο από τα εργαλεία και τα σύνεργα του μαραγκού μας προϊδεάζει για τον κοινωνικό ταξικό χώρο τον οποίο θέλει να παρουσιάσει και να ταυτιστεί μαζί του… Δεκαέξι μικροδιηγήματα που τα διαπερνά η νοσταλγική διάθεση του συγγραφέα για τη χαμένη παιδική αθωότητα και η αδήριτη ανάγκη του για πέταγμα προς την ελευθερία. Τα προσωπικά του βιώματα αποτελούν. Το ερέθισμα και την αφορμή για να συνθέσει έναν καμβά με τόπους, πρόσωπα, καταστάσεις που όσο γήινα φαίνονται, άλλο τόσο φαντάζουν εξώκοσμα- ονειρώδη…» Στη συνέχεια μίλησε ο δημοσιογράφος συγγραφέας Αλέκος Χατζηκώστας που τόνισε: «Το βιβλίο είναι «μικρό το δέμας», άρα δεν «τρομάζει» αρχικά τον αναγνώστη- ιδιαίτερα σε εποχές όπου κυριαρχεί η πλάγια ανάγνωση οθονών και άρα μπορεί να γίνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα για να το πάρει κάποιος στα χέρια του. Ο τίτλος, το εξώφυλλο με τα εργαλεία της ξυλουργικής, το μικρό μέγεθος του βιβλίου, ως βιβλίο τσέπης, η έκδοσή του στη σειρά «Σύντομα Όνειρα» και ο στίχος του Ρίτσου «και ταπεινός σα μαραγκός στην άκρη των ωρών» ορίζουν το πλαίσιο, το μέγεθος, τον τρόπο και τα εργαλεία του συγγραφέα, που αποπειράται να εκθέσει για πρώτη φορά τα τεχνήματά του. Όμως ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν ενδείκνυται για επιδερμικές αναγνώσεις..Είναι ένα βιβλίο που μέσα από τις 16 μικρές ιστορίες του ο συγγραφέας βουτάει με τη γραφή του στη μνήμη τη δική του (παιδική ηλικία) αλλά και την μνήμη όλων όσων έχουμε τουλάχιστον μία ηλικία κάθε άλλο παρά νεανική. Παρελθόν, παιδικότητα που έχει χαθεί, αλλά και είναι παρούσα σε κοινωνικά ζητήματα που είναι επίκαιρα. .Έχει άποψη ο συγγραφέας και πρέπει κατά τη γνώμη μου πάντα να την καταθέτει (θέση πολιτική, ταξική, ανθρώπινη). Η γλώσσα, περιλαμβάνει λέξεις ιδιωματικές, λόγιες, από τη μουσική, από επαγγέλματα, από την καθημερινότητα. Με γλώσσα ξεχωριστή, πραγματική έκπληξη για την οικονομία του λόγου και τη μεστότητά της. Με λέξεις προσεχτικά επιλεγμένες, διαλεγμένες με σεβασμό, αρμονικά συνταιριαγμένες, σπάει κλασικές φόρμες και δημιουργεί ένα δικό του καλούπι, το οποίο στη συνέχεια θα το σπάσει κι αυτό για να δουλέψει τις λεπτομέρειες του λόγου στο χέρι. Κάθε λέξη, μία μία, θα την πλανίσει, θα τη λειάνει για να αρμόσει με τη διπλανή και όλες μαζί να φτιάξουν μια στέρεη κατασκευή, καθόλου πρόχειρη, που δεν θα χρησιμεύσει ως διακοσμητικό αντικείμενο αλλά ως σπάνιο χειροποίητο φυλακτό. Με το πριόνι θα αφαιρέσει κάθε τι περιττό. Θυμίζει Παπαδιαμάντη, Ιωάννου…». Στο τέλος ο συγγραφέας συζήτησε με τους παρευρισκόμενους, ενώ τους αποζημίωσε με την κιθάρα του παρουσιάζοντας μία από τις συνθέσεις του , καθότι και μουσικός.
Συνδέσμου Ευγενία Καβαλλάρη. Η φιλόλογος Μαρία Βεργιώτη ανάμεσα στ’ άλλα υπογράμμισε: «Ο Κώστας Κουτρουμπάκης στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τον εμβληματικό τίτλο «Ο μαραγκός» παρουσιάζει 16 μικροδιηγήματα που καταδύονται στα βάθη της ψυχής αποκαλύπτονται σκέψεις, ιδέες, προβληματισμούς με συνεκτικό ιστό που εντέλει καθορίζει την ίδια τη ζωή. Προτάσσει ως μότο, ένα στίχο από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γ. Ρίτσου «Το τρακτέρ»…»και ταπεινός, σα μαραγκός στην άκρη των ωρών» και επιλέγοντας ως εικονογράφηση για εξώφυλλο του βιβλίου ένα έργο του ζωγράφου Δημήτρη Παπαστάμου εμπνευσμένο από τα εργαλεία και τα σύνεργα του μαραγκού μας προϊδεάζει για τον κοινωνικό ταξικό χώρο τον οποίο θέλει να παρουσιάσει και να ταυτιστεί μαζί του… Δεκαέξι μικροδιηγήματα που τα διαπερνά η νοσταλγική διάθεση του συγγραφέα για τη χαμένη παιδική αθωότητα και η αδήριτη ανάγκη του για πέταγμα προς την ελευθερία. Τα προσωπικά του βιώματα αποτελούν. Το ερέθισμα και την αφορμή για να συνθέσει έναν καμβά με τόπους, πρόσωπα, καταστάσεις που όσο γήινα φαίνονται, άλλο τόσο φαντάζουν εξώκοσμα- ονειρώδη…» Στη συνέχεια μίλησε ο δημοσιογράφος συγγραφέας Αλέκος Χατζηκώστας που τόνισε: «Το βιβλίο είναι «μικρό το δέμας», άρα δεν «τρομάζει» αρχικά τον αναγνώστη- ιδιαίτερα σε εποχές όπου κυριαρχεί η πλάγια ανάγνωση οθονών και άρα μπορεί να γίνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα για να το πάρει κάποιος στα χέρια του. Ο τίτλος, το εξώφυλλο με τα εργαλεία της ξυλουργικής, το μικρό μέγεθος του βιβλίου, ως βιβλίο τσέπης, η έκδοσή του στη σειρά «Σύντομα Όνειρα» και ο στίχος του Ρίτσου «και ταπεινός σα μαραγκός στην άκρη των ωρών» ορίζουν το πλαίσιο, το μέγεθος, τον τρόπο και τα εργαλεία του συγγραφέα, που αποπειράται να εκθέσει για πρώτη φορά τα τεχνήματά του. Όμως ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν ενδείκνυται για επιδερμικές αναγνώσεις..Είναι ένα βιβλίο που μέσα από τις 16 μικρές ιστορίες του ο συγγραφέας βουτάει με τη γραφή του στη μνήμη τη δική του (παιδική ηλικία) αλλά και την μνήμη όλων όσων έχουμε τουλάχιστον μία ηλικία κάθε άλλο παρά νεανική. Παρελθόν, παιδικότητα που έχει χαθεί, αλλά και είναι παρούσα σε κοινωνικά ζητήματα που είναι επίκαιρα. .Έχει άποψη ο συγγραφέας και πρέπει κατά τη γνώμη μου πάντα να την καταθέτει (θέση πολιτική, ταξική, ανθρώπινη). Η γλώσσα, περιλαμβάνει λέξεις ιδιωματικές, λόγιες, από τη μουσική, από επαγγέλματα, από την καθημερινότητα. Με γλώσσα ξεχωριστή, πραγματική έκπληξη για την οικονομία του λόγου και τη μεστότητά της. Με λέξεις προσεχτικά επιλεγμένες, διαλεγμένες με σεβασμό, αρμονικά συνταιριαγμένες, σπάει κλασικές φόρμες και δημιουργεί ένα δικό του καλούπι, το οποίο στη συνέχεια θα το σπάσει κι αυτό για να δουλέψει τις λεπτομέρειες του λόγου στο χέρι. Κάθε λέξη, μία μία, θα την πλανίσει, θα τη λειάνει για να αρμόσει με τη διπλανή και όλες μαζί να φτιάξουν μια στέρεη κατασκευή, καθόλου πρόχειρη, που δεν θα χρησιμεύσει ως διακοσμητικό αντικείμενο αλλά ως σπάνιο χειροποίητο φυλακτό. Με το πριόνι θα αφαιρέσει κάθε τι περιττό. Θυμίζει Παπαδιαμάντη, Ιωάννου…». Στο τέλος ο συγγραφέας συζήτησε με τους παρευρισκόμενους, ενώ τους αποζημίωσε με την κιθάρα του παρουσιάζοντας μία από τις συνθέσεις του , καθότι και μουσικός.
Όπως πάντα στις συγκεντρώσεις του ΚΚΕ λαοθάλασσα. Έρχονται και φεύγουν όλοι με ένα ΤΑΧΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφή