Του Γιάννη Τσιαμήτρου
Παραθέτουμε ορισμένες μεθόδους θεραπείας σε ασθένειες που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Σ*. αναφέρει τέτοιες μεθόδους και από τη Κοζάνη (αναφέρουμε από εκεί αρκετές), που μπορεί να είναι κοινές και στη Βλάστη. Οι επεξηγήσεις είναι μέσα σε εισαγωγικά («…») και είναι αυτούσιες φράσεις των πληροφοριοδοτών του Σ.Όταν ματώναμε πουθενά. «Όταν ήμασταν παιδιά και βαραίναμε (σ.σ. κτυπούσαμε) πουθενά, στο χέρι ,στο πόδι κλπ, τότε ξούσαμε (σ.σ. ξύναμε) το λουρί από τη μέση μας και τα ξύσματα τα βάναμε επάνω στο ματωμένο μέρος και σταματούσαμε το γαίμα (σ.σ. αίμα). Στο ματωμένο κεφάλι μας έριχναν οι μάνες μας κόκκινο πιπέρι και, άμα μάτωνε η μύτη, τραβούσαν καμιά τρίχα απ’ τη κουρ’ φή απ’ το κεφάλι για να σταματήσει το γαίμα».
Η ατίμητη η πέτρα. Ο βώλος. «Μιτά (σ.σ. μετά), σαράντα μέρες από την αστραπή βγαίνει η ατίμητη η πέτρα στην γής. Άμα πέσει από τον ουρανό, σαράντα μέρες κάμνει στην γής. Σαράντα μέρες άμα καθήσουν τρουγιούρι (σ.σ. γύρω γύρω) οι άνθρωποι και δεν αφήσουν άδειο τον τόπο που έπεσεν η αστραπή, τότε βγαίνει αυτή, η ατίμητη πέτρα. Έτσι λέγεται. Χωρίς φως να κάθεσαι, λάμπει. Άμα παραστρατήσ’ ν και δεν τηρούν εκεί στο μέρος που θα βγει, φυλάει ου δαίμουνας, κατουράει αυτός, μαυρίζει η πέτρα και βγαίνει αυτός ου λίθους που τον λεν: βώλουν. Αν προσέξουν και την αρπάξουν, γίνεται πολύτιμο πράγμα, μάλαμα. Σαράντα μπόϊα, χώνεται στην γής και κάθε μέρα ανεβαίνει ένα μπόϊ. Με το βώλο γιατρεύουν. Όταν είναι κάνας και σκιάζεται. Βαν’ αυτήν την πέτρα, και λίγο νερό σι χουματέϊνου (σ.σ. χωμάτινο) μέρους κι του στρίφν, του αγανών’ (σ.σ. γανώνουν) έτσι και πίνουν το νερό. Η και ολίγον ξουν (σ.σ. ξύνουν) την πέτρα και γιατρεύει εκείνον που σκιάζεται. Τον δίνουν νερό και πίνει: κάθι χαραή στ’ χάση (σ.σ. το χάραμα πριν γεμίσει ο ήλιος). Την έβαναν στο bουχάρι (σ.σ. πάνω στο τζάκι) κι’ έλαμπιν (η πολύτιμη πέτρα). Φύλαξαν 40 μέρες που έπεσεν η αστραπή και την είχαν».
Όταν πέσει κανένας: «Άμα πέσουμι, φτούμι τρεις φουρές στου μέρους που έπισαμι». «Άμα πέσει καένας, παίρνουμι γάλα, καρφί άφουρου (άκαγου), σιμίτι, ζάχαρη κι τα παραχώνουμι ικεί που πέφτει καένας. Πέθανιν ένα κουρίτσι μας. Βασανίσικι τ’ άλλου. - Μαμάκα, δεν πιρπατούν τα πουδάρια μ’. Εξ χρουνών ήταν. Δεν πατούσι, κουλουργιάζουνταν. - Μ’ τώρα τί να κάνουμι; Σ’ ν Κουσμάϊνα (γιούφτσα). Σταύρουνιν αυτή. - Να πάρ’ ς, λέει η γιούφτσα, κι να βάλ’ τι του σκαφίδι (απ’ ζυμώνουμι) ανάπουδα ουπάνω τ’ σαν καπάκι. Κι να του βάλουμι ύστιρα ένα καρφί άφουρου κι σιμίτι κι ζάχαρη κι γάλα ικεί που έπισιν, ικεί που γουνάτσιν. Τα βάλαμι ικεί, τα παράχουσάμι σι μια τρύπα που άνοιξάμι. Γίνκι καλά. Ν’ έχουμι γκουτζιά (σ.σ. μεγάλη) Ζιώλια (σ.σ. όνομα Θεοδώρα».
Φουντανέλλα: «τ’ φουντανέλλα ̕ ν ανοίγ’ ν για υγεία, ξιδιαλέγει του γαίμα. Φκιάνουμι ένα γκουργκόλι κηρί κίτιαρνου απ’ τ’ μιλίσια κι του βάνουμι ικεί σ’ ν αρίδα, σ’ ν άντζα κι ανοίγει τρύπα. Κι τρέχει ̕ γρό, νιρό. Του γαίμα καθαρίζει. ̕̕ Γρό τρέχει, όχι να χυθεί γαίμα. Όσουν κιρό θελτς τ’ αφήντς. Πρώτα το γκουργκόλι μι του κηρί βαν’ κι’ ανοίγει τρύπα κι καθαρίζιτι κι μετά βαν’ ένα σπυρί ρουβίθι να μην κλάει η τρύπα, κάθι μέρα προυϊ βράδυ ̕ ν καθαρίζ’ ν, γιατί μυρίζει».
Κριθαράκι (στο μάτι): «του κριθαράκι για να περάσει του λυχτάει (σ.σ. το φωνάζω σαν να γαυγίζω) όποιος είναι υστερότοκος λέγων τρεις φορές: Αμ ,αμ, κριθαράκι , σήμιρα σ’ είδα, ταχιά να μη σι ιδώ».
Κάλος: «άμα έχουμι κάλουν στου πουδάρι, βάνουν ουπάνου ψημένη ντουμάτσα (σ.σ. μάλλον ντομάτα) κι πέφτει, γιατρεύιτι».
Ψωραφύτης: «Άμα του γαίμα είν’ ακάθαρτου, βγάν’ τα μικρά τα πιδιά σαν έμbγιου στου κιφάλι, στου κουρμί όλου. Αυτά τα λεν’ ψουραφύτη. Τα πλεν’ με κατρανουσάπ’ νου (μαύρου σαπούν’) κι βαν’ αλοιφές, στουbέτσι κι λάδι».
Το πάρσιμο αίματος: «Για υγεία, άμα έχ’ ν κάναν πόνου πουθενά, κάνα πουνουκέφαλου, ζάλη, παίρν’ γαίμα του Μάη πλειότιρου (σ.σ. περισσότερο) με βδέλλις, μια δυό, όσις θελτς, απ’ του σβέρκου».
Σταφυλίτης: «Του κουμπί π’ τουν ουρανίσκου, του σταφυλίτη (σ.σ. σταφυλή), δεν τουν πειράζ’ ν. Γιατί μπουρεί να πιθάνει. Πόσα πέθαναν στα χέρια! Πατούν που μιρές του σταφυλίτη, όχι ουπάνου. Ζ’ λί γ’ ν απού δίπλα μι του δάχτυλου. Τ’ αλατίζ ̕ ν του δάχτυλου ουδί έτσι μι ζάχαρη. Απού κρύουμα θυμώνει ου σταφυλίτ’ ς».̕
Διάρροια: «Στ’ διάρροια πέτσα π’ αγρουγκουρτσιά (σ.σ. άγρια αχλαδιά) τ’ βράζ’ ν κι πίν’ κι πιρνάει».
Τριχόπτωση: «Άμα πεφ’ ν τα μαλλιά π’ τ’ γυναίκα λέμι: να πας σν αγρουγκουρτσιά, να βρεις πέτρα ουπάν’ σν αγρουγκουρτσιά απ’ αυτήν που πουλιόμπσαν (σ.σ. πολεμούσαν παίζοντας ;) τα παιδιά κι στάθ’ κιν ουπάν. Τ’ ρίχν’ στου νιρό στου θιρμάρι, κι γίνιτι του νιρό κι λούζιτι μι τ’ ικείνου του νιρό κι λέει: Όπους στάθ’ κιν η πέτρα, έτσι να σταθούν τα μαλλιά μ’ να μη μιταπέσ’ ν».
Πονόματος: «Στουν πουνόματου βράζουμι βιζιλάνθι (σ.σ. βουζιλάνθη ή κουφοξυλιά ή ζαμπούκος) ικείνη ̕ ν κούκλα του βιζιλάνθι κι του πλακώνουμι».
Ευλογιά: «Σν αυλουϊά νέ ζιουματίζ ̕ ν τα ρούχα νέ βράζ̕̕ ν στου νουντά. Κάτω από το μαξιλάρι του αρρώστου βάνουν γλυκά, καραμέλες, ζάχαρη. Η γειτονιά άμα πληροφορηθεί, αλείφει την πόρτα της η κάθε μια γυναίκα με ζάχαρη, γλυκό, μέλι για να ̕ μ προυσκαλέσει να πιράσει κι’ αυτή γλυκιά, να μη ̕ ρθεί μι άγριου».
Κοκκύτης (καρκαλόβηχας). «Στουν καρκαλόβηχα δίν’ να πχιεί γάλα που γουμάρα».
Λιβάκωμα: «Από την πολλή τη ζέστα μπορεί να λιβακουθείς (σ.σ. από τη λέξη λίβας-πολύ ζεστός αέρας). Τότε σε κόβει (εκείνη που ξέρει) το ραμματάκι που έχουμε ̕ ποκάτω από τη γλώσσα και γίνεσαι καλά».
Κιτιρνοβότανο. Θεραπεία κιτιρνάδας: «Του κιτιρνουβότανου του βρίσκ’ ν στα πράματα, στα ζώα. Άμα του σφάξ’ ν, του βρίσκ’ ν μέσα στου συκώτι κι στ’ χουλή. Είνι σαν καλούπι (σαν φασούλι τρανό). Αφού του στιγνώσ’ ν, του δίν’ σκόνις, σκόνις. Θα πάρ’ ς μια σκόνη, θα τ’ φκιάεις τρία ισύ. Τ’ σκόνη τ’ βάν’ με φλουρί καλό κι μ’ ένα χ’ λιάρι ξύδι σ’ ένα φυλτζιάνι μέσα πουκάτ’ σ’ ν αστρέχα (σ.σ. το γείσο της στέγης που προεξέχει), πουκάτ’ πτου κιραμίδι να μη του βρέχει. Του βράδυ θα του βάλτς, τ’ χαραή θα του πιείς. Τρείς χαραές στ’ χάση. Του ξύδι μι του κιτιρνουβότανου θα του λειώσ’ ν, θα βγάλ’ ν του φλουρί, μάλαμα, κι θα του πχιεί. Άμα του πιεί, μι καμιά β’ δουμάδα χύνιτι η κιτιρνάδα. Άλλη δόση κιτιρνουβότανου μι του ίδιου φλουρί, άλλη μέρα. Ν’ κιτιρνάδα ̕ ν έχει του σώμα όλου. Ν’ καταλαβαίν’ πλειότιρου στα μάτια, στ’ ασπραδάκια».
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 264- 279).
*Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές παρεμβάσεις.
**σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.