Για τον φαντάρο Αλέξανδρο Παναγούλη, που το 1968, υπηρετώντας τη θητεία του σε μονάδα πυροβολικού της Βέροιας, λιποτάκτησε για να επιχειρήσει την απαλλαγή της Ελλάδας από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, μίλησε τη Δευτέρα στην Σχολή Δικαστών στη Θεσσαλονίκη ο βιογράφος του, δημοσιογράφος Κώστας
Μαρδάς, στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η ομιλία του ήταν στο πλαίσιο της Σχολής για να έρθουν οι σπουδαστές σε επαφή με πρόσωπα που απασχόλησαν την Δικαιοσύνη και τη Λογοτεχνία, σύμφωνα με την ιδέα του Προέδρου της Ένωσης Διοικητικών Εφετών Ηλία Κοντοζαμάνη.
Το πλήρες κείμενο-μάθημα έχει ως εξής:
Την πρωτομαγιά του 1976 ο Θάνατος έγραψε στην ατζέντα του: «Αλέξανδρος Παναγούλης». Στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης με κατεύθυνση στo Σαρωνικό, νύχτα Παρασκευής προς Σάββατο, ώρα 2 παρά πέντε, ο βουλευτής, που λίγες μέρες είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το κόμμα της Ένωσης Κέντρου προετοιμάζοντας τη δημοσιοποίηση των αρχείων της στρατιωτικής αστυνομίας , οδηγεί το αυτοκίνητό του. Αφού επέστρεψε στο ξενοδοχείο τους ένα φιλικό του ζευγάρι, που τον είχε βοηθήσει στην αντίσταση, πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι στη Γλυφάδα. Αλλά δεν έφθασε ποτέ . Ένα αυτοκίνητο τρέχει δίπλα του, ενώ ένα άλλο πίσω του προσκρούει στο δικό του, με αποτέλεσμα ,το αυτοκίνητό του ,μέσα σε ένα φοβερό δίδυμο κρότο , μπαίνει στο χωμάτινο παράδρομο χτυπώντας σε ένα τσιμεντένιο στηθαίο και σφηνώνεται στη ράμπα ενός φανοποιείου. Ο οδηγός του ύποπτου αυτοκινήτου σταματάει λίγο πιο κάτω, βγαίνει έξω και, βλέποντας περίοικους να τρέχουν στο σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο, επιστρέφει στο δικό του και εξαφανίζεται. Αλλά κανείς δεν έμαθε ποιο ήταν το τρίτο αυτοκίνητο.
Από εκείνη την ημέρα ο Αλέξανδρος Παναγούλης πέρασε στην ιστορική αθανασία. Προηγουμένως, είχε ανέλθει στο υπερώο των ηρώων αγωνιζόμενος κατά της χούντας, βασανιζόμενος και ζώντας –τρόπος του λέγειν – σε ένα κελί-τάφο. Εκεί τον είχε ρίξει ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ,τον οποίο επιχείρησε να εκτελέσει, πιστός στο ψήφισμα του δήμου της αρχαίας Αθήνας που επιτάσσει την υποχρέωση του δημοκρατικού πολίτη να απαλλάξει την πόλη από την παρουσία του τυράννου. Και πιστός στο άρθρο 114 του Συντάγματος που αφιέρωνε την υπεράσπισή του, σε όλους τους πολίτες. Υπεράσπιση δια παντός μέσου.
Κυρίες και κύριοι, ελάτε να παρακολουθήσουμε την ιστορία ενός μεγάλου σταρ αγωνιστή, παράφορα ερωτευμένου με την Ελευθερία!
Ο σύγχρονος έλληνας τυραννοκτόνος γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1939 στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε μια μέση ελληνική οικογένεια δημοκρατικών στρατιωτικών. Ο πατέρας του Βασίλειος, καταγόμενος από το χωριό Δίβρη της Ηλείας ,απόγονος των αγωνιστών του ’21, αξιωματικός εξ εφέδρων, έφθασε μέχρι το βαθμό του αντισυνταγματάρχη τιμημένος στο πόλεμο του 40. Η μητέρα του Αθηνά ,καταγόμενη από το χωριό Σίβρος της Λευκάδας, τελειόφοιτη του Σχολαρχείου, με πατέρα που είχε υποστεί διώξεις από τους βασιλόφρονες.
Πριν από τον Αλέξανδρο, γέννησε το 1938 τον Γιώργο. ο οποίος έγινε αξιωματικός των καταδρομών με πρωτοφανείς επιδόσεις στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Το 1946 γέννησε τον Στάθη, που κατόπιν εντάχθηκε κι αυτός στον αγώνα κατά της χούντας, όπως και ο καταδρομέας αδερφός του, ο οποίος εγκατέλειψε τον στρατό, κατέφυγε στο Ισραήλ πηγαίνοντας για την Ευρώπη αλλά οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες τον έστειλαν στην Ελλάδα πεσκέσι στον δικτάτορα . Χάθηκε πιθανότατα στα νερά του Σαρωνικού. Θα έλεγε κανείς ότι τους έγινε οικογενειακή υπόθεση η πάλη κατά της δικτατορίας με προσωπικό κόστος ζωής και θανάτου.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν άριστος μαθητής, ατίθασος νέος, συναισθηματικός στις παρέες του, βακχικός στις διασκεδάσεις του. Από εφηβική ηλικία είχε ενταχθεί στην νεολαία της Ενώσεως Κέντρου πρωτοστατούσε στις διαδηλώσεις και ήταν γνώριμος της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, δύο θεσμοί που κυριαρχούντο από το κράτος της τότε Δεξιάς.
Όντας φοιτητής του τμήματος μηχανολόγων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του το 1966 και, υπηρετώντας σε μονάδα πυροβολικού στη Βέροια, λιποτάκτησε από το στρατό της χούντας για να στρατευτεί στον δυναμικό αγώνα κατά της δικτατορίας. Χρησιμοποιώντας ένα διαβατήριο φίλου του και συναγωνιστή του φοιτητή του Παντείου, Κύπριου, ταξίδεψε αεροπορικώς στην Κύπρο όπου τον έκρυψαν ομοϊδεάτες του στα σπίτια τους. Ήρθε σε επαφή με τον αγωνιστή της ΕΟΚΑ, την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, Ανδρέα Παναγιώτου ο οποίος τον ενημέρωνε πώς να ξεφεύγει από τους διώκτες του της μυστικής υπηρεσίας της Κύπρου, καθώς οι δικτάτορες στην Αθήνα είχαν κοινοποιήσει στις εφημερίδες την φωτογραφία του, καταζητώντας τον για λιποταξία. Μη αντέχοντας όμως άλλο να κρύβεται ζήτησε από τον Ανδρέα Παναγιώτου να τον πάει στο γραφείο του υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας, Πολύκαρπου Γεωργκάτζη ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παναγιώτου, άνθρωπος ο οποίος είχε γίνει μυθικό όνομα, καθώς είχε ξεφύγει πλειστάκις από τα μπλόκα των άγγλων αποικιοκρατών.
Μαρδάς, στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η ομιλία του ήταν στο πλαίσιο της Σχολής για να έρθουν οι σπουδαστές σε επαφή με πρόσωπα που απασχόλησαν την Δικαιοσύνη και τη Λογοτεχνία, σύμφωνα με την ιδέα του Προέδρου της Ένωσης Διοικητικών Εφετών Ηλία Κοντοζαμάνη.
Το πλήρες κείμενο-μάθημα έχει ως εξής:
Την πρωτομαγιά του 1976 ο Θάνατος έγραψε στην ατζέντα του: «Αλέξανδρος Παναγούλης». Στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης με κατεύθυνση στo Σαρωνικό, νύχτα Παρασκευής προς Σάββατο, ώρα 2 παρά πέντε, ο βουλευτής, που λίγες μέρες είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το κόμμα της Ένωσης Κέντρου προετοιμάζοντας τη δημοσιοποίηση των αρχείων της στρατιωτικής αστυνομίας , οδηγεί το αυτοκίνητό του. Αφού επέστρεψε στο ξενοδοχείο τους ένα φιλικό του ζευγάρι, που τον είχε βοηθήσει στην αντίσταση, πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι στη Γλυφάδα. Αλλά δεν έφθασε ποτέ . Ένα αυτοκίνητο τρέχει δίπλα του, ενώ ένα άλλο πίσω του προσκρούει στο δικό του, με αποτέλεσμα ,το αυτοκίνητό του ,μέσα σε ένα φοβερό δίδυμο κρότο , μπαίνει στο χωμάτινο παράδρομο χτυπώντας σε ένα τσιμεντένιο στηθαίο και σφηνώνεται στη ράμπα ενός φανοποιείου. Ο οδηγός του ύποπτου αυτοκινήτου σταματάει λίγο πιο κάτω, βγαίνει έξω και, βλέποντας περίοικους να τρέχουν στο σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο, επιστρέφει στο δικό του και εξαφανίζεται. Αλλά κανείς δεν έμαθε ποιο ήταν το τρίτο αυτοκίνητο.
Από εκείνη την ημέρα ο Αλέξανδρος Παναγούλης πέρασε στην ιστορική αθανασία. Προηγουμένως, είχε ανέλθει στο υπερώο των ηρώων αγωνιζόμενος κατά της χούντας, βασανιζόμενος και ζώντας –τρόπος του λέγειν – σε ένα κελί-τάφο. Εκεί τον είχε ρίξει ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ,τον οποίο επιχείρησε να εκτελέσει, πιστός στο ψήφισμα του δήμου της αρχαίας Αθήνας που επιτάσσει την υποχρέωση του δημοκρατικού πολίτη να απαλλάξει την πόλη από την παρουσία του τυράννου. Και πιστός στο άρθρο 114 του Συντάγματος που αφιέρωνε την υπεράσπισή του, σε όλους τους πολίτες. Υπεράσπιση δια παντός μέσου.
Κυρίες και κύριοι, ελάτε να παρακολουθήσουμε την ιστορία ενός μεγάλου σταρ αγωνιστή, παράφορα ερωτευμένου με την Ελευθερία!
Ο σύγχρονος έλληνας τυραννοκτόνος γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1939 στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε μια μέση ελληνική οικογένεια δημοκρατικών στρατιωτικών. Ο πατέρας του Βασίλειος, καταγόμενος από το χωριό Δίβρη της Ηλείας ,απόγονος των αγωνιστών του ’21, αξιωματικός εξ εφέδρων, έφθασε μέχρι το βαθμό του αντισυνταγματάρχη τιμημένος στο πόλεμο του 40. Η μητέρα του Αθηνά ,καταγόμενη από το χωριό Σίβρος της Λευκάδας, τελειόφοιτη του Σχολαρχείου, με πατέρα που είχε υποστεί διώξεις από τους βασιλόφρονες.
Πριν από τον Αλέξανδρο, γέννησε το 1938 τον Γιώργο. ο οποίος έγινε αξιωματικός των καταδρομών με πρωτοφανείς επιδόσεις στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Το 1946 γέννησε τον Στάθη, που κατόπιν εντάχθηκε κι αυτός στον αγώνα κατά της χούντας, όπως και ο καταδρομέας αδερφός του, ο οποίος εγκατέλειψε τον στρατό, κατέφυγε στο Ισραήλ πηγαίνοντας για την Ευρώπη αλλά οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες τον έστειλαν στην Ελλάδα πεσκέσι στον δικτάτορα . Χάθηκε πιθανότατα στα νερά του Σαρωνικού. Θα έλεγε κανείς ότι τους έγινε οικογενειακή υπόθεση η πάλη κατά της δικτατορίας με προσωπικό κόστος ζωής και θανάτου.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν άριστος μαθητής, ατίθασος νέος, συναισθηματικός στις παρέες του, βακχικός στις διασκεδάσεις του. Από εφηβική ηλικία είχε ενταχθεί στην νεολαία της Ενώσεως Κέντρου πρωτοστατούσε στις διαδηλώσεις και ήταν γνώριμος της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, δύο θεσμοί που κυριαρχούντο από το κράτος της τότε Δεξιάς.
Όντας φοιτητής του τμήματος μηχανολόγων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του το 1966 και, υπηρετώντας σε μονάδα πυροβολικού στη Βέροια, λιποτάκτησε από το στρατό της χούντας για να στρατευτεί στον δυναμικό αγώνα κατά της δικτατορίας. Χρησιμοποιώντας ένα διαβατήριο φίλου του και συναγωνιστή του φοιτητή του Παντείου, Κύπριου, ταξίδεψε αεροπορικώς στην Κύπρο όπου τον έκρυψαν ομοϊδεάτες του στα σπίτια τους. Ήρθε σε επαφή με τον αγωνιστή της ΕΟΚΑ, την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, Ανδρέα Παναγιώτου ο οποίος τον ενημέρωνε πώς να ξεφεύγει από τους διώκτες του της μυστικής υπηρεσίας της Κύπρου, καθώς οι δικτάτορες στην Αθήνα είχαν κοινοποιήσει στις εφημερίδες την φωτογραφία του, καταζητώντας τον για λιποταξία. Μη αντέχοντας όμως άλλο να κρύβεται ζήτησε από τον Ανδρέα Παναγιώτου να τον πάει στο γραφείο του υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας, Πολύκαρπου Γεωργκάτζη ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παναγιώτου, άνθρωπος ο οποίος είχε γίνει μυθικό όνομα, καθώς είχε ξεφύγει πλειστάκις από τα μπλόκα των άγγλων αποικιοκρατών.
Τους οποίους χτυπούσε αλύπητα. Κατά την τετ α τετ συνάντηση στο υπουργικό γραφείο, ο καταδιωκόμενος από τους μυστικούς πράκτορες του αρμόδιου υπουργού Γεωργκάτζη, έπεισε τον αρμόδιο… διώκτη του να του χορηγήσει διαβατήριο προς την Ευρώπη αφού προηγουμένως του έθεσε το ζήτημα ή να τον βοηθήσει να εξοντώσει τον έλληνα δικτάτορα ή να τον παραδώσει καταπατώντας τον προηγούμενο αγωνιστή εαυτό του. Ο υπουργός Γεωργκάτζης συγκλονισμένος από τη στάση του νεαρού υποψήφιου τυραννοκτόνου, δέχθηκε να τον βοηθήσει με όλα τα μέσα. Του προσέφερε μια ομάδα αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που τότε είχαν ενταχθεί στην υπηρεσία πληροφοριών και δίωξης του νέου κυπριακού κράτους υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και τον εκπαίδευσαν στις εκρήξεις σε μυστικούς χώρους. Του προσέφερε οικονομική βοήθεια και του διέθεσε ομάδα μυστικών αστυνομικών που τον φρουρούσαν διακριτικά, μέχρις ότου πήγε στην Ευρώπη για να οργανώσει τον πρώτο πυρήνα.
Ήρθε στην Αθήνα όπου μεγάλωσε την αντιστασιακή του ομάδα, έχοντας πάλι την απίθανη βοήθεια του κύπριου υπουργού. Με ποιο τρόπο; Ο υπουργός Γεωργκάτζης, όταν συναντιόταν με τον κουμπάρο του δικτάτορα Παπαδόπουλο (ο Παπαδόπουλος του είχε βαφτίσει το γιο του ), του αποσπούσε πληροφορίες για τις κινήσεις του τις οποίες κατέγραφε σε μαγνητόφωνο, ενημερώνοντας τον Παναγούλη. Και το πιο κινηματογραφικό: ο Γεωργκάτζης έδωσε εντολή σε ανθρώπους του να προμηθεύσουν τα αναγκαία εκρηκτικά στον Παναγούλη μέσω του διπλωματικού σάκου της εν Αθήναις κυπριακής πρεσβείας. Ένας μυημένος στην οργάνωση πήγαινε στην πρεσβεία και ζητούσε το δέμα με τα… βιβλία που περίμενε από την Λευκωσία.
Με μια ομάδα συμφοιτητών του, φίλων του και συναγωνιστών του από την Ένωση Κέντρου, συγκρότησαν την οργάνωση Ελληνική Αντίσταση με εκείνον αρχηγό.
Ήταν Τρίτη και 13 Αυγούστου του 1968, ώρα 8 παρά είκοσι το πρωί στο 31ο χιλιόμετρο της οδού Αθηνών Σουνίου, όταν ο αποφασισμένος τυραννοκτόνος πυροδότησε τα εκρηκτικά που είχε τοποθετήσει μέρες πριν με συντρόφους του. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα η πυροδότηση καθυστέρησε και το αυτοκίνητο του δικτάτορα πέρασε από το υπονομευμένο σημείο της ασφάλτου . Από την έκρηξη ανοίχθηκε ένας μεγάλος κρατήρας. Ο Παναγούλης έτρεξε. Κρύφτηκε στα βράχια. Αλλά εντοπίστηκε μέσα σε μία εσοχή βράχου από εκατοντάδες αστυνομικούς, στρατιωτικούς, λιμενικούς που χτένισαν όλη την περιοχή. Μεταφέρθηκε με αυτοκινητοπομπή στο ειδικό ανακριτικό τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και από την πρώτη στιγμή έπεσαν πάνω του βρίζοντας τον, χτυπώντας τον σε όλα τα σημεία του σώματος, κρεμώντας τον μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Όμως δεν άνοιξε το στόμα του. Δεν μίλησε. Δεν έδωσε το όνομα κανενός. Αντίθετα έβριζε τους βασανιστές του. Τους έφτυνε, τους δάγκωνε. Έκανε απεργία πείνας. Ακόμα και ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, αναγκάστηκε να πάει στο κελί του για να δει από κοντά αυτόν τον μετρίου αναστήματος άνθρωπο, που είχε ορθώσει το ανάστημά του την ώρα που η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού συνέχιζε ήσυχα τη δουλειά της.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1968 ξεκίνησε η δίκη του στο στρατοδικείο μαζί με τους συγκατηγορούμενους του. Στη δίκη ήταν με τις χειροπέδες. Τους τις έβγαλαν μετά από διαμαρτυρίες του ιδίου. Στην απολογία του, κατήγγειλε τα φοβερά βασανιστήρια. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του βουλεύματος δια του οποίου παραπέμφηκαν σε δίκη οι διαβόητοι αξιωματικοί της αστυνομίας Μάλλιος και Μπάμπαλης: «Υπέβαλον από κοινού εις βασάνους τον Αλέξανδρον Παναγούλη, ον εκτύπουν δια των γρόθων αυτόν και αστυνομικής ράβδου εις το σώμα, ελάκτιζαν αυτόν εις τα γεννητικά όργανα και υπέβαλον τούτον εις το μαρτύριον της φάλαγγος μέχρι λιποθυμίας. Εισήγαγον εις την ουρήθραν αυτού βελόνην και έκαιαν το έν άκρον ταύτης και δι’ αναμμένου σιγαρέττου προξένησαν εγκαύματα εις διάφορα μέρη του σώματός του».
Κατά την απολογία του ζήτησε να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου αναλαμβάνοντας ο ίδιος όλη την ευθύνη της απόπειρας, προσποιούμενος οτι ο Γεωρκάτζης ήταν αμέτοχος. Η καταληκτική φράση του, εντυπωσίασε ακόμα και αυτούς τους θρασύδειλους στρατοδίκες που του είχαν επιβάλλει την ποινή δις εις θάνατον:
«Το ωραιότερον κύκνειον άσμα παντός αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος».
Μεταφέρθηκε στις φυλακές Αίγινας όπου θα γινόταν η εκτέλεση. Τον ξύπνησαν στις 25 Νοεμβρίου και του είπαν να ετοιμαστεί, ενώ από το προαύλιο ακουγόταν ο ήχος των όπλων του αγήματος που βρισκόταν ήδη εκεί για να εκτελεστεί η απόφαση του στρατοδικείου. Παρά τις επανειλημμένες προτροπές των χουντικών αξιωματικών να υπογράψει αίτηση χάριτος, εκείνος αρνιόταν μέχρι τέλους.
Οι δικτάτορες δεν τόλμησαν να τον εκτελέσουν διότι ένα πανευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης είχε οργανωθεί με επικεφαλής τον αδερφό του Στάθη. Δυστυχώς, αυτό που έκανε ο γραμματέας του ΟΗΕ, ο Πάπας της Ρώμης και εκατοντάδες προσωπικότητες και μέσα ενημέρωσης της Δύσης, δεν το έκανε η ελληνική Εκκλησία στην οποία προσέφυγε το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, ζητώντας από τον τότε αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να παρακαλέσει τον δικτάτορα να αποφύγει την εκτέλεση, κάνοντας έκκληση των αρχών της επιείκειας και του ελέους, που επιβάλλει ο Χριστιανισμός. Ο Αρχιεπίσκοπος, απαντώντας στη σχετική επιστολή, σημείωσε «Φοβούμαι ότι η πλειονότης της Εκκλησίας της Ελλάδος θα χαρακτηρίσει την ενέργειά σας ως πολιτική και θα την απορρίψει. Η μέθοδος της δολοφονίας ως πολιτικής πράξεως, η οποία έχει εισαχθεί προσφάτως σε ορισμένα κράτη, είναι ιδιαιτέρως αποκρουστική στη δημόσια γνώμη της Ελλάδος ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως. Δια τούτο, μια επέμβαση προς βοήθεια δολοφόνου, θα ήτο εναντίον αυτού». Όμως, αυτό που δεν έκανε η ηγεσία της εκκλησίας το έπραξε ο ίδιος ο δικτάτορας επιδεικνύοντας επιείκεια. Η εκτέλεση του Παναγούλη αναβλήθηκε και μεταφέρθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου.
Επί έξι μήνες κοιμόταν στο δάπεδο και έτρωγε φορώντας τις χειροπέδες. Συνέχισε τις διαμαρτυρίες, τις προκλήσεις και τις λεκτικές επιθέσεις, στοχοποιώντας τον ίδιο τον διευθυντή των φυλακών. Σε τέτοιο βαθμό ,που του δημιούργησε ψυχολογικά προβλήματα ,καθώς διέδιδε διάφορα γύρω από τις προτιμήσεις του…
Όταν χαλάρωσαν τα βασανιστήρια πήρε δυνάμεις. Τη νύχτα της 5ης προς την 6η Ιουνίου του 1969 δραπέτευσε από τις φυλακές μαζί με τον φρουρό εκείνης της βραδιάς, τον δημοκρατικό κρητικό Γιώργο Μοράκη ο οποίος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία και ο οποίος, μη αντέχοντας να βλέπει τις άθλιες συνθήκες κράτησης, του προμήθευσε μια στολή στρατιώτη, του άνοιξε το κελί και, υπερπηδώντας την περιτείχιση του στρατοπέδου, πήραν το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Σε ένα διαμέρισμα της οδού Πάτμου στα Πατήσια φιλοξενήθηκαν από ένα ξάδερφο του Παναγούλη ο οποίος συγκατοικούσε με έναν άλλο φίλο του. Εν τω μεταξύ, η δικτατορία είχε επικηρύξει τον Παναγούλη με το ποσόν των 500 χιλιάδων δραχμών. Την τρίτη ημέρα η αστυνομία, έχοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος, μπήκε αιφνιδιαστικά και τον συνέλαβε μαζί με τον απελευθερωτή του Μοράκη. Ο ξάδερφος, όπως προκύπτει από έγγραφα που παρουσιάζω στο βιβλίο μου «Αλέξανδρος Παναγούλης – Πρόβες θανάτου», είχε εισπράξει με τον συγκάτοικό του το εν λόγω ποσόν… Επιπλέον, εξασφάλισαν και οι δύο διορισμούς στο δημόσιο. Ο ένας διορίστηκε στη γραμματεία του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο άλλος στην Ολυμπιακή. Λίγους μήνες μετά, ο Παναγούλης σε γράμμα προς το πανευρωπαϊκό κοινό που κατάφερε να στείλει μέσω επισκεπτηρίου της μητέρας του, κατονόμασε τους καταδότες του: Πατίστας και Περδικάρης.
Το 1971, μέσω δεσμοφυλάκων του- βασανιστών, που λόγω των τύψεων τους τον βοηθούσαν , κατόρθωσε να στείλει στον αδερφό του Στάθη στην Ιταλία ποιήματα γραμμένα σε μικροσκοπικά χαρτάκια. Εκδόθηκαν με την επιμέλεια του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού και με πρόλογο του κορυφαίου σκηνοθέτη και κινηματογραφιστή Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Πρόκειται για ποιήματα που υπερέβαιναν βαθμηδόν την ρητορικότητα και κατακτούσαν το ύψος της αυθεντικής ποίησης.
«Θέλω να προσευχηθώ με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω Θέλω να τιμωρήσω με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω Θέλω να νικήσω αφού δεν μπορώ να νικηθώ»
Στην δεύτερη ποιητική συλλογή έγραψε:
«Ζωντάνεψα τους στίχους φωνή τους έδωσα πιο φιλική να γίνουν συντροφιά. Και οι δεσμοφύλακες ζητούσαν να μάθουνε που βρήκα τη μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού το μυστικό το κράτησαν κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού .
Όμως μπογιά δε βρήκαν.
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν στις φλέβες μου να ψάξουν»
Όπως γράφει στη σημείωση κάτω από το ποίημα, τιμωρημένος με απαγόρευση μολυβιού και χαρτιού μετά από μια νέα απόπειρα απόδρασης, έκοβε τις φλέβες του και με ένα σπίρτο έγραφε με το αίμα του συνθήματα στους τοίχους για να ομορφαίνουν – όπως λέει χαρακτηριστικά – το κελί του.
Ο χρόνος της Χούντας περνούσε με τον ισοπεδωτικό τρόπο που περνάει ένα τανκ πάνω σε άνθη. Αλλά η ιστορία έχει αντιφάσεις. Έχει ανόδους και καθόδους. Επιφυλάσσει εκπλήξεις στους πάντες. Και παίζει κρυφτούλι με δικτάτορες και δημοκράτες.Μετά το κίνημα του Βασιλικού Ναυτικού το Μάιο του 1973 ο Παπαδόπουλος κατάργησε το θεσμό της βασιλείας, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, ψήφισε Σύνταγμα με νόθο δημοψήφισμα που προέβλεπε επταετή θητεία και ανάθεσε στον παλαιό αρχηγό του κόμματος των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη να πολιτικοποιήσει το καθεστώς παρέχοντας αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους.
Όταν στις 20 Αυγούστου του 1973, ημέρα Δευτέρα, ο διευθυντής των φυλακών Νικόλας Ζαχαράκης, πήγε στο κελί του για να του αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός της αποφυλάκισης του με αίτηση χάριτος που έπρεπε να υπογράψει, ο Παναγούλης αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες παρακλήσεις των δεσμωτών του. Ο δικτάτορας αναγκάστηκε να αλλάξει το νομοθετικό διάταγμα ώστε η διαδικασία χάριτος να κινείται αυτεπαγγέλτως με απόφαση του υπουργού δικαιοσύνης και χωρίς αίτηση του καταδικασθέντος. Τελικά, βγήκε από την φυλακή και κατευθύνθηκε στο χώρο όπου έγινε η σχετική τελετή αναγγελίας της χάριτος από τον εισαγγελέα, αφού προηγουμένως απαίτησε από τους βασανιστές-αξιωματικούς να του προμηθεύσουν γαλλικό άρωμα, καπνό για την πίπα του και να του παρουσιάσουν όπλα…
Λίγες μόλις μέρες από την έξοδό του από τη φυλακή έδωσε συνέντευξη στην κορυφαία ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι και στην ιταλική τηλεόραση αποκαλώντας τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας- δικτάτορα και των συν αυτώ… «παλιόσκυλα». Με ταξίδια του στην Ευρώπη συνέχισε τον αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας.
Το 1974, στις 13 Αυγούστου – ημερομηνία της απόπειρας κατά του Παπαδόπουλου, επέστρεψε στην Αθήνα γενόμενος στο αεροδρόμιο δεκτός από συντρόφους του, καθώς είχε πέσει η χούντα από την προδοσία της Κύπρου. Μέσα σε εκείνο το πυρακτωμένο επαναστατικό κλίμα, αντιστάθηκε με τις ομιλίες του στους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές του χώρου του, που εμφανίσθηκαν από τους κρυψώνες του καιροσκοπισμού τους, παριστάνοντας, αναδρομικά, τους υπερεπαναστάτες.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1974 – ημέρα καταδίκης του εις θάνατον το 1968 εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, αλλά με τη δεύτερη κατανομή, μόλις και με τα βίας, αφού οι Έλληνες τον ανταμείψαμε με μόλις εννέα χιλιάδες ψήφους αποδεικνύοντας το κόμπλεξ, την μικρότητα και τη δειλία μας.
Εκείνος όμως απέδειξε για άλλη μια φορά το μεγαλείο του. Τον Αύγουστο του 1975, όταν το πενταμελές εφετείο, μετά από πολυήμερη δίκη, επέβαλε στους πρωταίτιους του πραξικοπήματος την ποινή του θανάτου , ορθώθηκε πάλι και ως ευγενικός ιππότης, ζήτησε να μην εκτελεστεί η ποινή του θανάτου ,υπογραμμίζοντας ότι : « Η Δημοκρατία δεν είχε ανάγκη από τάφους».
Επίλογος: Ο οδηγός του μοιραίου αυτοκινήτου, που χτύπησε το αυτοκίνητο του μεγάλου ήρωα, ονόματι Μιχάλης Στέφας, επάγγελμα βιοτέχνης ενδυμάτων και προοδευτικών- κατά δήλωσή του- αρχών, τιμωρήθηκε από το δικαστήριο για τροχαίο αδίκημα. Έντεκα μήνες φυλακή που εξαγόρασε προς 150 δραχμές την ημέρα και αφέθηκε ελεύθερος.
Κυρίες και κύριοι σας διαβάζω το ολιγόλογο, τελευταίο ποίημα της συλλογής του:
«Αγάπης λέξεις ξεχασμένες.
Αναστημένες.
Με φέρνουν πάλι στη ζωή».
Αντιστασιακό, αλλά αλλιώς…
Πηγή
Ήρθε στην Αθήνα όπου μεγάλωσε την αντιστασιακή του ομάδα, έχοντας πάλι την απίθανη βοήθεια του κύπριου υπουργού. Με ποιο τρόπο; Ο υπουργός Γεωργκάτζης, όταν συναντιόταν με τον κουμπάρο του δικτάτορα Παπαδόπουλο (ο Παπαδόπουλος του είχε βαφτίσει το γιο του ), του αποσπούσε πληροφορίες για τις κινήσεις του τις οποίες κατέγραφε σε μαγνητόφωνο, ενημερώνοντας τον Παναγούλη. Και το πιο κινηματογραφικό: ο Γεωργκάτζης έδωσε εντολή σε ανθρώπους του να προμηθεύσουν τα αναγκαία εκρηκτικά στον Παναγούλη μέσω του διπλωματικού σάκου της εν Αθήναις κυπριακής πρεσβείας. Ένας μυημένος στην οργάνωση πήγαινε στην πρεσβεία και ζητούσε το δέμα με τα… βιβλία που περίμενε από την Λευκωσία.
Με μια ομάδα συμφοιτητών του, φίλων του και συναγωνιστών του από την Ένωση Κέντρου, συγκρότησαν την οργάνωση Ελληνική Αντίσταση με εκείνον αρχηγό.
Ήταν Τρίτη και 13 Αυγούστου του 1968, ώρα 8 παρά είκοσι το πρωί στο 31ο χιλιόμετρο της οδού Αθηνών Σουνίου, όταν ο αποφασισμένος τυραννοκτόνος πυροδότησε τα εκρηκτικά που είχε τοποθετήσει μέρες πριν με συντρόφους του. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα η πυροδότηση καθυστέρησε και το αυτοκίνητο του δικτάτορα πέρασε από το υπονομευμένο σημείο της ασφάλτου . Από την έκρηξη ανοίχθηκε ένας μεγάλος κρατήρας. Ο Παναγούλης έτρεξε. Κρύφτηκε στα βράχια. Αλλά εντοπίστηκε μέσα σε μία εσοχή βράχου από εκατοντάδες αστυνομικούς, στρατιωτικούς, λιμενικούς που χτένισαν όλη την περιοχή. Μεταφέρθηκε με αυτοκινητοπομπή στο ειδικό ανακριτικό τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και από την πρώτη στιγμή έπεσαν πάνω του βρίζοντας τον, χτυπώντας τον σε όλα τα σημεία του σώματος, κρεμώντας τον μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Όμως δεν άνοιξε το στόμα του. Δεν μίλησε. Δεν έδωσε το όνομα κανενός. Αντίθετα έβριζε τους βασανιστές του. Τους έφτυνε, τους δάγκωνε. Έκανε απεργία πείνας. Ακόμα και ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, αναγκάστηκε να πάει στο κελί του για να δει από κοντά αυτόν τον μετρίου αναστήματος άνθρωπο, που είχε ορθώσει το ανάστημά του την ώρα που η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού συνέχιζε ήσυχα τη δουλειά της.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1968 ξεκίνησε η δίκη του στο στρατοδικείο μαζί με τους συγκατηγορούμενους του. Στη δίκη ήταν με τις χειροπέδες. Τους τις έβγαλαν μετά από διαμαρτυρίες του ιδίου. Στην απολογία του, κατήγγειλε τα φοβερά βασανιστήρια. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του βουλεύματος δια του οποίου παραπέμφηκαν σε δίκη οι διαβόητοι αξιωματικοί της αστυνομίας Μάλλιος και Μπάμπαλης: «Υπέβαλον από κοινού εις βασάνους τον Αλέξανδρον Παναγούλη, ον εκτύπουν δια των γρόθων αυτόν και αστυνομικής ράβδου εις το σώμα, ελάκτιζαν αυτόν εις τα γεννητικά όργανα και υπέβαλον τούτον εις το μαρτύριον της φάλαγγος μέχρι λιποθυμίας. Εισήγαγον εις την ουρήθραν αυτού βελόνην και έκαιαν το έν άκρον ταύτης και δι’ αναμμένου σιγαρέττου προξένησαν εγκαύματα εις διάφορα μέρη του σώματός του».
Κατά την απολογία του ζήτησε να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου αναλαμβάνοντας ο ίδιος όλη την ευθύνη της απόπειρας, προσποιούμενος οτι ο Γεωρκάτζης ήταν αμέτοχος. Η καταληκτική φράση του, εντυπωσίασε ακόμα και αυτούς τους θρασύδειλους στρατοδίκες που του είχαν επιβάλλει την ποινή δις εις θάνατον:
«Το ωραιότερον κύκνειον άσμα παντός αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος».
Μεταφέρθηκε στις φυλακές Αίγινας όπου θα γινόταν η εκτέλεση. Τον ξύπνησαν στις 25 Νοεμβρίου και του είπαν να ετοιμαστεί, ενώ από το προαύλιο ακουγόταν ο ήχος των όπλων του αγήματος που βρισκόταν ήδη εκεί για να εκτελεστεί η απόφαση του στρατοδικείου. Παρά τις επανειλημμένες προτροπές των χουντικών αξιωματικών να υπογράψει αίτηση χάριτος, εκείνος αρνιόταν μέχρι τέλους.
Οι δικτάτορες δεν τόλμησαν να τον εκτελέσουν διότι ένα πανευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης είχε οργανωθεί με επικεφαλής τον αδερφό του Στάθη. Δυστυχώς, αυτό που έκανε ο γραμματέας του ΟΗΕ, ο Πάπας της Ρώμης και εκατοντάδες προσωπικότητες και μέσα ενημέρωσης της Δύσης, δεν το έκανε η ελληνική Εκκλησία στην οποία προσέφυγε το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, ζητώντας από τον τότε αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να παρακαλέσει τον δικτάτορα να αποφύγει την εκτέλεση, κάνοντας έκκληση των αρχών της επιείκειας και του ελέους, που επιβάλλει ο Χριστιανισμός. Ο Αρχιεπίσκοπος, απαντώντας στη σχετική επιστολή, σημείωσε «Φοβούμαι ότι η πλειονότης της Εκκλησίας της Ελλάδος θα χαρακτηρίσει την ενέργειά σας ως πολιτική και θα την απορρίψει. Η μέθοδος της δολοφονίας ως πολιτικής πράξεως, η οποία έχει εισαχθεί προσφάτως σε ορισμένα κράτη, είναι ιδιαιτέρως αποκρουστική στη δημόσια γνώμη της Ελλάδος ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως. Δια τούτο, μια επέμβαση προς βοήθεια δολοφόνου, θα ήτο εναντίον αυτού». Όμως, αυτό που δεν έκανε η ηγεσία της εκκλησίας το έπραξε ο ίδιος ο δικτάτορας επιδεικνύοντας επιείκεια. Η εκτέλεση του Παναγούλη αναβλήθηκε και μεταφέρθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου.
Επί έξι μήνες κοιμόταν στο δάπεδο και έτρωγε φορώντας τις χειροπέδες. Συνέχισε τις διαμαρτυρίες, τις προκλήσεις και τις λεκτικές επιθέσεις, στοχοποιώντας τον ίδιο τον διευθυντή των φυλακών. Σε τέτοιο βαθμό ,που του δημιούργησε ψυχολογικά προβλήματα ,καθώς διέδιδε διάφορα γύρω από τις προτιμήσεις του…
Όταν χαλάρωσαν τα βασανιστήρια πήρε δυνάμεις. Τη νύχτα της 5ης προς την 6η Ιουνίου του 1969 δραπέτευσε από τις φυλακές μαζί με τον φρουρό εκείνης της βραδιάς, τον δημοκρατικό κρητικό Γιώργο Μοράκη ο οποίος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία και ο οποίος, μη αντέχοντας να βλέπει τις άθλιες συνθήκες κράτησης, του προμήθευσε μια στολή στρατιώτη, του άνοιξε το κελί και, υπερπηδώντας την περιτείχιση του στρατοπέδου, πήραν το λεωφορείο της γραμμής για την Αθήνα. Σε ένα διαμέρισμα της οδού Πάτμου στα Πατήσια φιλοξενήθηκαν από ένα ξάδερφο του Παναγούλη ο οποίος συγκατοικούσε με έναν άλλο φίλο του. Εν τω μεταξύ, η δικτατορία είχε επικηρύξει τον Παναγούλη με το ποσόν των 500 χιλιάδων δραχμών. Την τρίτη ημέρα η αστυνομία, έχοντας τα κλειδιά του διαμερίσματος, μπήκε αιφνιδιαστικά και τον συνέλαβε μαζί με τον απελευθερωτή του Μοράκη. Ο ξάδερφος, όπως προκύπτει από έγγραφα που παρουσιάζω στο βιβλίο μου «Αλέξανδρος Παναγούλης – Πρόβες θανάτου», είχε εισπράξει με τον συγκάτοικό του το εν λόγω ποσόν… Επιπλέον, εξασφάλισαν και οι δύο διορισμούς στο δημόσιο. Ο ένας διορίστηκε στη γραμματεία του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο άλλος στην Ολυμπιακή. Λίγους μήνες μετά, ο Παναγούλης σε γράμμα προς το πανευρωπαϊκό κοινό που κατάφερε να στείλει μέσω επισκεπτηρίου της μητέρας του, κατονόμασε τους καταδότες του: Πατίστας και Περδικάρης.
Το 1971, μέσω δεσμοφυλάκων του- βασανιστών, που λόγω των τύψεων τους τον βοηθούσαν , κατόρθωσε να στείλει στον αδερφό του Στάθη στην Ιταλία ποιήματα γραμμένα σε μικροσκοπικά χαρτάκια. Εκδόθηκαν με την επιμέλεια του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού και με πρόλογο του κορυφαίου σκηνοθέτη και κινηματογραφιστή Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Πρόκειται για ποιήματα που υπερέβαιναν βαθμηδόν την ρητορικότητα και κατακτούσαν το ύψος της αυθεντικής ποίησης.
«Θέλω να προσευχηθώ με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω Θέλω να τιμωρήσω με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω Θέλω να νικήσω αφού δεν μπορώ να νικηθώ»
Στην δεύτερη ποιητική συλλογή έγραψε:
«Ζωντάνεψα τους στίχους φωνή τους έδωσα πιο φιλική να γίνουν συντροφιά. Και οι δεσμοφύλακες ζητούσαν να μάθουνε που βρήκα τη μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού το μυστικό το κράτησαν κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού .
Όμως μπογιά δε βρήκαν.
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν στις φλέβες μου να ψάξουν»
Όπως γράφει στη σημείωση κάτω από το ποίημα, τιμωρημένος με απαγόρευση μολυβιού και χαρτιού μετά από μια νέα απόπειρα απόδρασης, έκοβε τις φλέβες του και με ένα σπίρτο έγραφε με το αίμα του συνθήματα στους τοίχους για να ομορφαίνουν – όπως λέει χαρακτηριστικά – το κελί του.
Ο χρόνος της Χούντας περνούσε με τον ισοπεδωτικό τρόπο που περνάει ένα τανκ πάνω σε άνθη. Αλλά η ιστορία έχει αντιφάσεις. Έχει ανόδους και καθόδους. Επιφυλάσσει εκπλήξεις στους πάντες. Και παίζει κρυφτούλι με δικτάτορες και δημοκράτες.Μετά το κίνημα του Βασιλικού Ναυτικού το Μάιο του 1973 ο Παπαδόπουλος κατάργησε το θεσμό της βασιλείας, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, ψήφισε Σύνταγμα με νόθο δημοψήφισμα που προέβλεπε επταετή θητεία και ανάθεσε στον παλαιό αρχηγό του κόμματος των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη να πολιτικοποιήσει το καθεστώς παρέχοντας αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους.
Όταν στις 20 Αυγούστου του 1973, ημέρα Δευτέρα, ο διευθυντής των φυλακών Νικόλας Ζαχαράκης, πήγε στο κελί του για να του αναγγείλει το χαρμόσυνο γεγονός της αποφυλάκισης του με αίτηση χάριτος που έπρεπε να υπογράψει, ο Παναγούλης αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες παρακλήσεις των δεσμωτών του. Ο δικτάτορας αναγκάστηκε να αλλάξει το νομοθετικό διάταγμα ώστε η διαδικασία χάριτος να κινείται αυτεπαγγέλτως με απόφαση του υπουργού δικαιοσύνης και χωρίς αίτηση του καταδικασθέντος. Τελικά, βγήκε από την φυλακή και κατευθύνθηκε στο χώρο όπου έγινε η σχετική τελετή αναγγελίας της χάριτος από τον εισαγγελέα, αφού προηγουμένως απαίτησε από τους βασανιστές-αξιωματικούς να του προμηθεύσουν γαλλικό άρωμα, καπνό για την πίπα του και να του παρουσιάσουν όπλα…
Λίγες μόλις μέρες από την έξοδό του από τη φυλακή έδωσε συνέντευξη στην κορυφαία ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι και στην ιταλική τηλεόραση αποκαλώντας τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας- δικτάτορα και των συν αυτώ… «παλιόσκυλα». Με ταξίδια του στην Ευρώπη συνέχισε τον αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας.
Το 1974, στις 13 Αυγούστου – ημερομηνία της απόπειρας κατά του Παπαδόπουλου, επέστρεψε στην Αθήνα γενόμενος στο αεροδρόμιο δεκτός από συντρόφους του, καθώς είχε πέσει η χούντα από την προδοσία της Κύπρου. Μέσα σε εκείνο το πυρακτωμένο επαναστατικό κλίμα, αντιστάθηκε με τις ομιλίες του στους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές του χώρου του, που εμφανίσθηκαν από τους κρυψώνες του καιροσκοπισμού τους, παριστάνοντας, αναδρομικά, τους υπερεπαναστάτες.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1974 – ημέρα καταδίκης του εις θάνατον το 1968 εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, αλλά με τη δεύτερη κατανομή, μόλις και με τα βίας, αφού οι Έλληνες τον ανταμείψαμε με μόλις εννέα χιλιάδες ψήφους αποδεικνύοντας το κόμπλεξ, την μικρότητα και τη δειλία μας.
Εκείνος όμως απέδειξε για άλλη μια φορά το μεγαλείο του. Τον Αύγουστο του 1975, όταν το πενταμελές εφετείο, μετά από πολυήμερη δίκη, επέβαλε στους πρωταίτιους του πραξικοπήματος την ποινή του θανάτου , ορθώθηκε πάλι και ως ευγενικός ιππότης, ζήτησε να μην εκτελεστεί η ποινή του θανάτου ,υπογραμμίζοντας ότι : « Η Δημοκρατία δεν είχε ανάγκη από τάφους».
Επίλογος: Ο οδηγός του μοιραίου αυτοκινήτου, που χτύπησε το αυτοκίνητο του μεγάλου ήρωα, ονόματι Μιχάλης Στέφας, επάγγελμα βιοτέχνης ενδυμάτων και προοδευτικών- κατά δήλωσή του- αρχών, τιμωρήθηκε από το δικαστήριο για τροχαίο αδίκημα. Έντεκα μήνες φυλακή που εξαγόρασε προς 150 δραχμές την ημέρα και αφέθηκε ελεύθερος.
Κυρίες και κύριοι σας διαβάζω το ολιγόλογο, τελευταίο ποίημα της συλλογής του:
«Αγάπης λέξεις ξεχασμένες.
Αναστημένες.
Με φέρνουν πάλι στη ζωή».
Αντιστασιακό, αλλά αλλιώς…
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.