Του Γιάννη Τσιαμήτρου
Ο Σ. με τον τίτλο ενδυμασία περιλαμβάνει εδώ όλα τα είδη, με τα οποία το σπίτι και οι άνθρωποι ‘ντύνονταν’ (στρωσίδια, ενδύματα, σκουτιά = ρουχισμός, φορέματα, υποδήματα κλπ). Οι κτηνοτρόφοι τα φορέματα και τα σκεπάσματα τα ονομάζουν στράνια (ζντράνια οι
Κοζανίτες). Πρώτη ύλη ήταν το μαλλί και οι γυναίκες των κτηνοτροφικών οικογενειών κάλυπταν όλες τους τις ανάγκες με την εργασία τους (βιοτεχνία, οικοτεχνία), έχοντας ως βάση αυτό και ασφαλώς με τον παραδοσιακό και συντηρητικό τρόπο.
Αλλά και η οικιακή βιοτεχνία των γηγενών με βάση το μαλλί ήταν από τις βασικές ασχολίες των γυναικών σε όλη τη διάρκεια του έτους. Οι αργαλειοί - ένας μπορεί και δύο σε κάθε σπίτι - δεν έπαυαν να λειτουργούν και το χειμώνα.
Οι κτηνοτρόφοι (νομαδικός βίος) από τη μετακίνηση και την επαφή τους με άλλες ομάδες (Θεσσαλία, Χαλκιδική) δεν υφίσταντο επιδράσεις, παρά μόνο ελάχιστες, ενώ οι γηγενείς είχαν περισσότερες επιδράσεις (ξενιτειά)· οι γυναίκες τους (των γηγενών), ως επί το πλείστον, δεν αποδημούσαν.
Σχετικά με την ενδυμασία, κοινά στοιχεία, αλλά και αρκετές διαφορές υπήρχαν ανάμεσα στους γηγενείς και τους κτηνοτρόφους. Πάντως, ο τρόπος επεξεργασίας όσον αφορά την εγχώριο πρώτη ύλη (εν. μαλλί) ήταν κοινός και στις δυο ομάδες, καθώς και η χρήση του λεξιλογίου, με κύριο φορέα τη γυναίκα.
Γίνεται μια σύντομη περιγραφή της παραδοσιακής επεξεργασίας του μαλλιού (μάζεμα του μαλλιού, πλύσιμο, ξάσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο, τήλιγμα, βάψιμο, ίδιασμα, ύφανση στον αργαλειό, τελικό πλύσιμο στις ντριστέλλες και τα μπατάνια κλπ). Παρατίθενται, επίσης, και λεπτομερή στοιχεία για τα στρωσίδια και σκεπάσματα του σπιτιού (βελέντζες, τέντες, κιλίμια, προσκέφαλα, τουρβάδες, σακιά, κουβέρτες, σεντόνια, κουρτίνες κ.ά.).
Παραθέτουμε ένα δείγμα των πολλών λέξεων, που ο Σ. χρησιμοποιεί στις παραπάνω περιγραφές: πλοκάρια (πλοκάρι = ποσότητα μαλλιού ενός προβάτου), κλόκουρου (κοντό μαλλί), τσιούμα (δεσμίδα μαλλιού), τσικρίκι (σ.σ. ξύλινο εργαλείο σε απλή μορφή κυλίνδρου, συνήθως για γνέσιμο μαλακής και χοντρής κλωστής), κόρδα (το σχοινί από το τσικρίκι), τλιγάδι (η διχαλωτή ράβδος πάνω στην οποία τυλίγουν το νήμα), ιδιάστρα (ο χώρος περάσματος των κουβαριών από καρφιά μπηγμένα στο χώμα), ξυλόχτινου (το χτένι από το οποίο περνούν τα στημόνια), ζάνουζας (όργανο με το οποίο σφίγγουν ή ‘απολνούν’ με το αριστερό χέρι το ‘αντί’ στον αργαλειό), πουστάβι (δεξαμενή), τσέργα (μεγάλη βελέντζα κυρίως στους Βλάχους), γιατάκι (βελέντζα που στρώνεται κάτω στο κρεβάτι, όχι για σκέπασμα), dόγκα (χοντρή βελέντζα στους Βλάχους), τρουβάς ή τρουβατσέλτς (σακίδιο), τσάκκια (διπλά σακίδια), τσιούλι [είδος τάπητα, αλλά και ‘τσίσα’ (κατούρημα στη παιδική γλώσσα)], χαράλ(γ)ια (μεγάλα σακιά των κτηνοτρόφων για τις μετακινήσεις τους), σάϊσμα (σκέπασμα από γιδόμαλλο), κότσα (είδος στρώματος), τσιρτσιάφι (σεντόνι), ούβγια (η κορυφή, η άκρη του υφάσματος), τζαντζάρι (εργαλείο με το οποίο καθάριζαν και άνοιγαν το ακατέργαστο βαμβάκι) κ ά.
Και τώρα ερχόμαστε στην καθαυτό ενδυμασία (φορεσιά των ανθρώπων στη Βλάστη). Ο Σ. δεν εξετάζει ξεχωριστά την ανδρική, τη γυναικεία φορεσιά και αυτή των γηγενών και κτηνοτρόφων, γιατί έχουν μεταξύ τους και κοινά και διακριτά στοιχεία ταυτόχρονα, όπως είναι ευνόητο. Σχετικά με τους κτηνοτρόφους, καταδεικνύει ότι αυτοί έχουν κάποια ‘στάνταρ’ (σταθερά) παραδοσιακά χαρακτηριστικά (θα αναφερθούν αμέσως παρακάτω). Όσον αφορά τους γηγενείς, η παραδοσιακή γνησιότητα ελέγχεται από το είδος της κατασκευής του ανδρικού ενδύματος, δηλ. αν αυτό έγινε από ντόπιας παραγωγής σιαϊάκι (σαγιάκι: είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος). Οι επιδράσεις της μόδας από την επικοινωνία με μεγάλα κέντρα δεν ήταν τότε τέτοια που να επηρέαζε αισθητά τη φορεσιά.
Πάντως τονίζει ότι μέχρι που ήκμαζε ακόμα η κτηνοτροφία στη Βλάστη τα τσιπούνια, η φουστανέλλα, το τζιαμαντάνι, το μαλλιότο (κάπα) και τα τσαρούχια με τις φούντες ανήκαν αποκλειστικά στους κτηνοτρόφους.
Το κατασάρκι (έτσι το έλεγαν και οι Βλάχοι), σε ανοικτό πρασινωπό χρώμα, ήταν κοινό είδος για όλους (άντρες και γυναίκες). Αυτό ήταν μια υφαντή φανέλα που τη φορούσαν πάνω στο κορμί (κατάσαρκα) και την έραβαν συνήθως πρακτικές ράφτριες. Οι παλιοί δεν το έβγαζαν το κατασάρκι από πάνω τους - ακόμα και στις ζέστες - και από συνήθεια και γιατί αυτό απορροφούσε τον ιδρώτα καλύτερα από το βαμβακερό.
Το πουκάμισο (πουκάμπσου ή πουκαμίσα ή αλατζιάς) επίσης ήταν υφαντό, γινόταν με ειδική επεξεργασία άσπρο, με λιμόκοψη, ανοιχτό μπροστά με κουμπιά, με λαγκιόλια στο πλάι και με ταντέλλα συνήθως στο λαιμό (γυναίκες).
Το βρακί ήταν από πανί άσπρο (οι Βλάχοι το έλεγαν συντρόφι, όπως και οι Κοζανίτες) και αξίζει να σημειωθεί ότι προσφέρονταν βρακιά επίσημα ως δώρα από το σόι της νύφης στο σόι του γαμπρού. Αυτά ήταν μεταξένια και πολύ όμορφα κεντημένα.
Οι άντρες φορούσαν παλιότερα τα σιαλβάρια, πουτούρια ή αντιριά. Το ‘σιαλβάρι’ ήταν παντελόνι από σιαϊάκι και φαρδύ προς τα οπίσθια. Υπήρχε κι ένα είδος σιαλβάρας που το έπιαναν κάτω από το γόνατο με κουμπιά κι εκεί ήταν σφικτό (τζίbρα). Το ‘πουτούρι’ ήταν παντελόνι με πολλές πτυχές στο πάνω μέρος και πολύ σφιχτό στο κάτω. Το ‘αντι(ε)ρί’ ήταν ένα είδος χιτώνα με μανίκια και μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, ανατολικής προέλευσης, από βαμβακερό υφαντό, μπροστά διπλωμένο σε δύο φύλλα, χωρίς κουμπιά και στη μέση δεμένο με ζωνάρι. Το φορούσαν μόνο άντρες και παιδιά.
Οι τσιομπαναραίοι και οι τσελιγκάδες (Βλάχοι) είχαν ως αποκλειστικό ένδυμα τη άσπρη με πολλές πτυχές φουστανέλλα (όπως προείπαμε). Το χειμώνα έβαζαν, όσοι ήθελαν, παντελόνια και σακάκια (από σαγιάκι). Ο Σ. τονίζει σε σημείωσή του (σημ. 2, σελ. 193-194) ότι και οι Κοζανίτες είχαν ως παρακαταθήκη για τις μεγάλες γιορτές τη φουστανέλα και τα τσαρούχια με τις φούντες. Φουστανέλα και πισλιά επίσης φορούσαν και οι Κονιάροι (Τούρκοι) της περιοχής Καραγιαννίων, καθώς και οι Βαλαάδες (εξισλαμισμένοι Έλληνες) της Ανασελίτσας. Στην ίδια σημείωση ο Σ. τονίζει ότι αυτό που γράφουν οι Wace & Thompson στο βιβλίο τους με τίτλο ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, ότι δηλ. η φουστανέλλα είναι αλβανικής προέλευσης, δεν φαίνεται να έχει ιστορική απόδειξη.
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 186-194).
Σημ. 1: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές μας παρεμβάσεις.
Σημ. 2: Οι φωτογραφίες που βρίσκονται στο κείμενο είναι παρμένες από το διαδίκτυο και έγινε μια κατά το δυνατόν επεξήγηση χωρίς να σημαίνει ότι δεν επιδέχονται διόρθωσης σε τυχόν λάθη.
σ.σ. = Σημείωση εκδότη (δική μου).
Ο Σ. με τον τίτλο ενδυμασία περιλαμβάνει εδώ όλα τα είδη, με τα οποία το σπίτι και οι άνθρωποι ‘ντύνονταν’ (στρωσίδια, ενδύματα, σκουτιά = ρουχισμός, φορέματα, υποδήματα κλπ). Οι κτηνοτρόφοι τα φορέματα και τα σκεπάσματα τα ονομάζουν στράνια (ζντράνια οι
Κοζανίτες). Πρώτη ύλη ήταν το μαλλί και οι γυναίκες των κτηνοτροφικών οικογενειών κάλυπταν όλες τους τις ανάγκες με την εργασία τους (βιοτεχνία, οικοτεχνία), έχοντας ως βάση αυτό και ασφαλώς με τον παραδοσιακό και συντηρητικό τρόπο.
Αλλά και η οικιακή βιοτεχνία των γηγενών με βάση το μαλλί ήταν από τις βασικές ασχολίες των γυναικών σε όλη τη διάρκεια του έτους. Οι αργαλειοί - ένας μπορεί και δύο σε κάθε σπίτι - δεν έπαυαν να λειτουργούν και το χειμώνα.
Οι κτηνοτρόφοι (νομαδικός βίος) από τη μετακίνηση και την επαφή τους με άλλες ομάδες (Θεσσαλία, Χαλκιδική) δεν υφίσταντο επιδράσεις, παρά μόνο ελάχιστες, ενώ οι γηγενείς είχαν περισσότερες επιδράσεις (ξενιτειά)· οι γυναίκες τους (των γηγενών), ως επί το πλείστον, δεν αποδημούσαν.
Σχετικά με την ενδυμασία, κοινά στοιχεία, αλλά και αρκετές διαφορές υπήρχαν ανάμεσα στους γηγενείς και τους κτηνοτρόφους. Πάντως, ο τρόπος επεξεργασίας όσον αφορά την εγχώριο πρώτη ύλη (εν. μαλλί) ήταν κοινός και στις δυο ομάδες, καθώς και η χρήση του λεξιλογίου, με κύριο φορέα τη γυναίκα.
Γίνεται μια σύντομη περιγραφή της παραδοσιακής επεξεργασίας του μαλλιού (μάζεμα του μαλλιού, πλύσιμο, ξάσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο, τήλιγμα, βάψιμο, ίδιασμα, ύφανση στον αργαλειό, τελικό πλύσιμο στις ντριστέλλες και τα μπατάνια κλπ). Παρατίθενται, επίσης, και λεπτομερή στοιχεία για τα στρωσίδια και σκεπάσματα του σπιτιού (βελέντζες, τέντες, κιλίμια, προσκέφαλα, τουρβάδες, σακιά, κουβέρτες, σεντόνια, κουρτίνες κ.ά.).
Παραθέτουμε ένα δείγμα των πολλών λέξεων, που ο Σ. χρησιμοποιεί στις παραπάνω περιγραφές: πλοκάρια (πλοκάρι = ποσότητα μαλλιού ενός προβάτου), κλόκουρου (κοντό μαλλί), τσιούμα (δεσμίδα μαλλιού), τσικρίκι (σ.σ. ξύλινο εργαλείο σε απλή μορφή κυλίνδρου, συνήθως για γνέσιμο μαλακής και χοντρής κλωστής), κόρδα (το σχοινί από το τσικρίκι), τλιγάδι (η διχαλωτή ράβδος πάνω στην οποία τυλίγουν το νήμα), ιδιάστρα (ο χώρος περάσματος των κουβαριών από καρφιά μπηγμένα στο χώμα), ξυλόχτινου (το χτένι από το οποίο περνούν τα στημόνια), ζάνουζας (όργανο με το οποίο σφίγγουν ή ‘απολνούν’ με το αριστερό χέρι το ‘αντί’ στον αργαλειό), πουστάβι (δεξαμενή), τσέργα (μεγάλη βελέντζα κυρίως στους Βλάχους), γιατάκι (βελέντζα που στρώνεται κάτω στο κρεβάτι, όχι για σκέπασμα), dόγκα (χοντρή βελέντζα στους Βλάχους), τρουβάς ή τρουβατσέλτς (σακίδιο), τσάκκια (διπλά σακίδια), τσιούλι [είδος τάπητα, αλλά και ‘τσίσα’ (κατούρημα στη παιδική γλώσσα)], χαράλ(γ)ια (μεγάλα σακιά των κτηνοτρόφων για τις μετακινήσεις τους), σάϊσμα (σκέπασμα από γιδόμαλλο), κότσα (είδος στρώματος), τσιρτσιάφι (σεντόνι), ούβγια (η κορυφή, η άκρη του υφάσματος), τζαντζάρι (εργαλείο με το οποίο καθάριζαν και άνοιγαν το ακατέργαστο βαμβάκι) κ ά.
Και τώρα ερχόμαστε στην καθαυτό ενδυμασία (φορεσιά των ανθρώπων στη Βλάστη). Ο Σ. δεν εξετάζει ξεχωριστά την ανδρική, τη γυναικεία φορεσιά και αυτή των γηγενών και κτηνοτρόφων, γιατί έχουν μεταξύ τους και κοινά και διακριτά στοιχεία ταυτόχρονα, όπως είναι ευνόητο. Σχετικά με τους κτηνοτρόφους, καταδεικνύει ότι αυτοί έχουν κάποια ‘στάνταρ’ (σταθερά) παραδοσιακά χαρακτηριστικά (θα αναφερθούν αμέσως παρακάτω). Όσον αφορά τους γηγενείς, η παραδοσιακή γνησιότητα ελέγχεται από το είδος της κατασκευής του ανδρικού ενδύματος, δηλ. αν αυτό έγινε από ντόπιας παραγωγής σιαϊάκι (σαγιάκι: είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος). Οι επιδράσεις της μόδας από την επικοινωνία με μεγάλα κέντρα δεν ήταν τότε τέτοια που να επηρέαζε αισθητά τη φορεσιά.
Πάντως τονίζει ότι μέχρι που ήκμαζε ακόμα η κτηνοτροφία στη Βλάστη τα τσιπούνια, η φουστανέλλα, το τζιαμαντάνι, το μαλλιότο (κάπα) και τα τσαρούχια με τις φούντες ανήκαν αποκλειστικά στους κτηνοτρόφους.
Το κατασάρκι (έτσι το έλεγαν και οι Βλάχοι), σε ανοικτό πρασινωπό χρώμα, ήταν κοινό είδος για όλους (άντρες και γυναίκες). Αυτό ήταν μια υφαντή φανέλα που τη φορούσαν πάνω στο κορμί (κατάσαρκα) και την έραβαν συνήθως πρακτικές ράφτριες. Οι παλιοί δεν το έβγαζαν το κατασάρκι από πάνω τους - ακόμα και στις ζέστες - και από συνήθεια και γιατί αυτό απορροφούσε τον ιδρώτα καλύτερα από το βαμβακερό.
Το πουκάμισο (πουκάμπσου ή πουκαμίσα ή αλατζιάς) επίσης ήταν υφαντό, γινόταν με ειδική επεξεργασία άσπρο, με λιμόκοψη, ανοιχτό μπροστά με κουμπιά, με λαγκιόλια στο πλάι και με ταντέλλα συνήθως στο λαιμό (γυναίκες).
Το βρακί ήταν από πανί άσπρο (οι Βλάχοι το έλεγαν συντρόφι, όπως και οι Κοζανίτες) και αξίζει να σημειωθεί ότι προσφέρονταν βρακιά επίσημα ως δώρα από το σόι της νύφης στο σόι του γαμπρού. Αυτά ήταν μεταξένια και πολύ όμορφα κεντημένα.
Οι άντρες φορούσαν παλιότερα τα σιαλβάρια, πουτούρια ή αντιριά. Το ‘σιαλβάρι’ ήταν παντελόνι από σιαϊάκι και φαρδύ προς τα οπίσθια. Υπήρχε κι ένα είδος σιαλβάρας που το έπιαναν κάτω από το γόνατο με κουμπιά κι εκεί ήταν σφικτό (τζίbρα). Το ‘πουτούρι’ ήταν παντελόνι με πολλές πτυχές στο πάνω μέρος και πολύ σφιχτό στο κάτω. Το ‘αντι(ε)ρί’ ήταν ένα είδος χιτώνα με μανίκια και μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, ανατολικής προέλευσης, από βαμβακερό υφαντό, μπροστά διπλωμένο σε δύο φύλλα, χωρίς κουμπιά και στη μέση δεμένο με ζωνάρι. Το φορούσαν μόνο άντρες και παιδιά.
Οι τσιομπαναραίοι και οι τσελιγκάδες (Βλάχοι) είχαν ως αποκλειστικό ένδυμα τη άσπρη με πολλές πτυχές φουστανέλλα (όπως προείπαμε). Το χειμώνα έβαζαν, όσοι ήθελαν, παντελόνια και σακάκια (από σαγιάκι). Ο Σ. τονίζει σε σημείωσή του (σημ. 2, σελ. 193-194) ότι και οι Κοζανίτες είχαν ως παρακαταθήκη για τις μεγάλες γιορτές τη φουστανέλα και τα τσαρούχια με τις φούντες. Φουστανέλα και πισλιά επίσης φορούσαν και οι Κονιάροι (Τούρκοι) της περιοχής Καραγιαννίων, καθώς και οι Βαλαάδες (εξισλαμισμένοι Έλληνες) της Ανασελίτσας. Στην ίδια σημείωση ο Σ. τονίζει ότι αυτό που γράφουν οι Wace & Thompson στο βιβλίο τους με τίτλο ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, ότι δηλ. η φουστανέλλα είναι αλβανικής προέλευσης, δεν φαίνεται να έχει ιστορική απόδειξη.
(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη ‘Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας’, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 186-194).
Σημ. 1: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α. Καλινδέρη (‘Πηγή’ στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά τη ταπεινή μας γνώμη, έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές μας παρεμβάσεις.
Σημ. 2: Οι φωτογραφίες που βρίσκονται στο κείμενο είναι παρμένες από το διαδίκτυο και έγινε μια κατά το δυνατόν επεξήγηση χωρίς να σημαίνει ότι δεν επιδέχονται διόρθωσης σε τυχόν λάθη.
σ.σ. = Σημείωση εκδότη (δική μου).
Ανδρική ενδυμασία Βλάστης |
Αύγουστος 1959 Άννα Μητρούλη Κωτσοπούλου |
Βλάστη 1910 αρχ. Ι. Βαρβαρούση |
Βλάστη 1932 |
Βλάστη 1936 |
Βλάστη 1950 |
Βλάστη 1929 |
Γυναίκα Βλάστης με τοπική ενδυμασία Αρχείο -ΛΕΕΜΘ |
Ενδυμασία ηλικιωμένης Βλάστης Λαογραφικό μουσείο Κοζάνης |
Ηλικιωμένοι Βλάστης 1969 |
Μπλατσιώτισσες δεκαετία 60 |
Ν &Δ Φουρκιώτη Βλάστη 1925 συλ Α. Κουκούδη |
Οικ. Μήλιου Γκαγκανιάρα Α. συλ. Α. Κουκούδη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.