«Εγώ δεν κάνω τέχνη για να γίνω διάσημη»
Είναι μια από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της κλασικής μουσικής παγκοσμίως. Έχει απόλυτη συνείδηση του ποια είναι και τι «φέρει», μέσα από συνταρακτικά γεγονότα της ζωής της που τη σημάδεψαν βαθιά - ως άνθρωπο και ως
φωνή. Ο λόγος φυσικά για την διάσημη Βεροιώτισσα σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου. Όποιος ακούσει τα τραγούδια της διαπιστώνει, για άλλη μια φορά, πως έχει κάτι βαθιά μυσταγωγικό η χροιά της φωνής της, μοιάζει με ένα αόρατο χέρι που ακουμπάει τον ουρανό. Καθόλου τυχαίο που έχει εμφανιστεί, μέχρι σήμερα, στα πιο σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου ενώ, ως σολίστ, έχει δώσει πολυάριθμες συναυλίες και ρεσιτάλ τραγουδιού, μαζί με τους πιο διάσημους μαέστρους και ορχήστρες παγκοσμίως.
«Η μουσική είναι η ύπαρξή μου, ο ανώτερός μου εαυτός, η αναπνοή μου. Ανήκω στους τυχερούς εκείνους ανθρώπους που γνώριζα από μικρή με τι θα ήθελα να ασχοληθώ, αν και δεν ήξερα ακόμη σε τι είδος τραγουδιού θα μπορούσα να αφοσιωθώ. Μέχρι που άκουσα τη Μαρία Κάλλας στο ραδιόφωνο… Τότε την έδειξα με το μικρό μου δαχτυλάκι και είπα: “Εγώ αυτό θα γίνω!”. Ήμουνα μόλις τεσσάρων ετών». «Ήμουνα τρόπον τινά τυχερή, αν σκεφτείς ότι στο σπίτι μου άκουγαν Χατζιδάκι, Θεοδωράκη – το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας μου είχε καφενείο, αλλά οι ρίζες -και των δυο- ήταν αριστοκρατικές – με καταγωγή από τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Λέγανε, θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως η πρόγιαγιά μου, η Σόνια, «δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στη γη», με την έννοια ότι ήταν πλούσιοι και κουβαλούσαν αστική κουλτούρα – αυτό φαινόταν, άλλωστε, και από τον τρόπο συμπεριφοράς της γιαγιάς μου που, όταν πηγαίναμε επίσκεψη, για παράδειγμα, έπρεπε να της φιλάμε το χέρι ή να έχουμε τα μαλλιά μας πιασμένα κότσο. Ο πατέρας μου καταγόταν κι εκείνος από πολύ πλούσια οικογένεια – ο παππούς μου ήταν μεγαλοκτηματίας. Η τάση, λοιπόν, και των δύο μου γονιών, κουβαλώντας αυτή την κουλτούρα, ήταν να μας σπουδάσουν, να μορφωθούμε και όχι να παντρευτούμε και να “βολευτούμε”».
φωνή. Ο λόγος φυσικά για την διάσημη Βεροιώτισσα σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου. Όποιος ακούσει τα τραγούδια της διαπιστώνει, για άλλη μια φορά, πως έχει κάτι βαθιά μυσταγωγικό η χροιά της φωνής της, μοιάζει με ένα αόρατο χέρι που ακουμπάει τον ουρανό. Καθόλου τυχαίο που έχει εμφανιστεί, μέχρι σήμερα, στα πιο σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου ενώ, ως σολίστ, έχει δώσει πολυάριθμες συναυλίες και ρεσιτάλ τραγουδιού, μαζί με τους πιο διάσημους μαέστρους και ορχήστρες παγκοσμίως.
«Η μουσική είναι η ύπαρξή μου, ο ανώτερός μου εαυτός, η αναπνοή μου. Ανήκω στους τυχερούς εκείνους ανθρώπους που γνώριζα από μικρή με τι θα ήθελα να ασχοληθώ, αν και δεν ήξερα ακόμη σε τι είδος τραγουδιού θα μπορούσα να αφοσιωθώ. Μέχρι που άκουσα τη Μαρία Κάλλας στο ραδιόφωνο… Τότε την έδειξα με το μικρό μου δαχτυλάκι και είπα: “Εγώ αυτό θα γίνω!”. Ήμουνα μόλις τεσσάρων ετών». «Ήμουνα τρόπον τινά τυχερή, αν σκεφτείς ότι στο σπίτι μου άκουγαν Χατζιδάκι, Θεοδωράκη – το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι. Η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας μου είχε καφενείο, αλλά οι ρίζες -και των δυο- ήταν αριστοκρατικές – με καταγωγή από τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Λέγανε, θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως η πρόγιαγιά μου, η Σόνια, «δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στη γη», με την έννοια ότι ήταν πλούσιοι και κουβαλούσαν αστική κουλτούρα – αυτό φαινόταν, άλλωστε, και από τον τρόπο συμπεριφοράς της γιαγιάς μου που, όταν πηγαίναμε επίσκεψη, για παράδειγμα, έπρεπε να της φιλάμε το χέρι ή να έχουμε τα μαλλιά μας πιασμένα κότσο. Ο πατέρας μου καταγόταν κι εκείνος από πολύ πλούσια οικογένεια – ο παππούς μου ήταν μεγαλοκτηματίας. Η τάση, λοιπόν, και των δύο μου γονιών, κουβαλώντας αυτή την κουλτούρα, ήταν να μας σπουδάσουν, να μορφωθούμε και όχι να παντρευτούμε και να “βολευτούμε”».
«Η πιο σημαντική στιγμή μου στο τραγούδι είναι η αυριανή – η κάθε αυριανή. Όμως υπάρχουν και στο παρελθόν πράγματα που έχουν γίνει με τέτοιο τρόπο, που αισθάνθηκα πως σταμάτησε ο χρόνος κι είπα “αν πεθάνω τώρα, σε ευχαριστώ!” – μία από αυτές ήταν στη “Βασιλική Όπερα” των Βρυξελλών, σε μία όπερα του Πουτσίνι, όταν άκουγα τον κόσμο -δυόμισι χιλιάδες ανθρώπους- να κλαίει γοερά. Ή, όταν ηχογραφούσα Καβάφη και τραγουδούσα το “Επέστρεφε” με 100 άτομα ορχήστρα, που το ψιθύριζα και έμοιαζε με ερωτική πράξη. Είναι πολλά, πάρα πολλά, τι να πρωτοθυμηθώ… Μου είχε απονεμηθεί, πολύ νέα ακόμη, το βραβείο των υποτροφιών “Μαρία Κάλλας” και, ως υπότροφος, συνέχισα τις σπουδές μου στην “Ανώτατη Μουσική Ακαδημία” της Κολονίας και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Ήταν και αυτό μία ευτυχής συγκυρία – η ζωή μού φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα. Έμεινα στο εξωτερικό 35 χρόνια – τραγουδούσα στη Γερμανία, στο Λονδίνο, έμεινα 13 χρόνια στην Ελβετία και μετά στις Βρυξέλλες, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο σχεδόν με τη μουσική μου. Συχνά με ρωτούν κάποιοι φίλοι: “Μα, δεν κάνεις τίποτ’ άλλο όλη την ημέρα, εκτός από ό,τι αφορά στη μουσική;”. Και τότε μου έρχεται στο μυαλό πάλι ο Καβάφης: “Και μες στην Τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ τη δούλεψή της…”. Ναι, η Τέχνη σου δίνει αυτά τα δώρα!».
«Με τον Μάνο Χατζιδάκι γνωριστήκαμε στο Γ’ Πρόγραμμα. Σημάδεψε τη ζωή μου! Ήμουνα μικρή, με είχαν πάρει στη χορωδία του Γ’ Προγράμματος και, μέσα από αυτό, εγώ τραγουδούσα το σήμα του Τρίτου. Μου είχε πει, θυμάμαι, πως είμαι η Μαρίκα Νίνου του κλασικού τραγουδιού – αυτό κρατώ. Κάποτε, έπαιζα πιάνο. Θυμάμαι, για να επιβιώσω, σε κάτι ταβέρνες και ρεστοράν και, μια μέρα, του λέω: “Αυτός δεν μου δίνει τα λεφτά απ’ το μισθό μου και θέλει να με φιλήσει για να μου τα δώσει!”. Με βάζει αμέσως σε ένα ταξί, πάμε εκεί που ήταν το αφεντικό, σκέφτομαι “θα καθαρίσει τώρα ο Χατζιδάκις!”, μπαίνουμε μέσα και του φωνάζει “γουρούνι!” -με εκείνη τη χαρακτηριστική χροιά που είχε το “ρ” του- και φεύγει έξαλλος (χαμογελά). Το θυμάμαι σαν τώρα αυτό, χαρακτηριστικό του ανθρώπου και του τρόπου σκέψης του. Ή, τότε που ήμουνα στην Ελβετία, αν χτυπούσε το τηλέφωνο μετά τη 1 η ώρα τα ξημερώματα, έλεγα: “Ένα από τα δύο Χ θα είναι – ή ο Χάρος ή ο Χατζιδάκις!” (γελάει). Θυμάμαι κι άλλα πολλά από τον Μάνο – την κολόνια του, τα παπούτσια του, αυτούς τους κούκλους που έβγαιναν απ’ το σπίτι του, αυτή την προσωπικότητα, την τόσο αντρική μέσα στην ομοφυλοφιλία του. Τόσο άντρας! Όταν έλεγε κάτι, αυτό ήτανε! Σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς ήταν άσχημος – αλλά σε μάγευε κι ήταν πανέμορφος! Ο Μάνος, ο Χρήστος Λαμπράκης -ο δεύτερός μου πατέρας- η δασκάλα μου, η Βέρα Ρόζα, είναι μερικοί απ’ τους ανθρώπους που επηρέασαν βαθιά τη θέση μου και την αντίληψή μου στη μουσική…».
«Εγώ δεν κάνω Τέχνη για να γίνω διάσημη. Κάνω Τέχνη για να αναπτυχθώ πνευματικά, να πάρω και να δώσω χαρά. Αν μέσα σ’ αυτό γίνω και γνωστή έχει καλώς, αλλά ο σκοπός μου δεν είναι αυτός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.