Πεθαίνει ένας χασικλής και πάει στην κόλαση. Όμως η κόλαση δεν ήταν έτσι όπως την είχε φανταστεί, αλλά ένας μακρύς και περίεργος διάδρομος γεμάτος πόρτες. Κοιτάει την πρώτη πόρτα και έγραφε πάνω: «Κόλαση για εκβιαστές». – Χριστέ μου, τι με περιμένει; αναρωτήθηκε. Πάει παρακάτω και βλέπει μια
άλλη πόρτα που έγραφε : «Κόλαση για δολοφόνους». – Θεέ μου, συγχώρα με, πού ήρθα; Στο τέλος του διαδρόμου περνώντας πολλές πόρτες, βλέπει μια που έγραφε: «Κόλαση για χασικλήδες». Αρχίζει να ιδρώνει από αγωνία. Ανοίγει την πόρτα και τι βλέπει; Τεράστιες ποσότητες χασισιού, βουνά ολόκληρα!!! Δεν πιστεύει στα μάτια του ο χασικλής! Η τύχη του ήταν βουνό! Πάνω σε ένα βουνό από χασίς καθόταν ένας τύπος ατάραχος και «έστριβε» τσιγαριλίκια.
Τον πλησιάζει διστακτικά και του λέει: – Ρε φιλαράκο, να πάρω λίγο «χόρτο» για να στρίψω και γω ένα τσιγάρο; – Και το ρωτάς; Πάρε… του λέει αδιάφορα. Αφού στρίβει το πρώτο τσιγάρο ο χασικλής, μετά από λίγη ώρα του ξαναλέει: – Ξέρεις, να πάρω λίγο παραπάνω, για να έχω και για το βράδυ να στρίβω τσιγαρλίκια; – Ακου, λέει. Ολα αυτά δικά μας είναι, ξέρεις. Πάρε χωρίς να ντρέπεσαι. Παίρνει μπόλικο χόρτο και στρίβει καμμιά δεκαριά τσιγάρα. Χωρίς να το σκεφτεί ξαναρωτάει τον τύπο: – Μήπως έχεις μια φωτιά για να ανάψω τα τσιγάρα; Τον κοιτάζει περίεργα ο άλλος και του λέει: – Ρε φίλε, αν είχαμε και φωτιά εδώ μέσα, θα ήταν παράδεισος!!!
άλλη πόρτα που έγραφε : «Κόλαση για δολοφόνους». – Θεέ μου, συγχώρα με, πού ήρθα; Στο τέλος του διαδρόμου περνώντας πολλές πόρτες, βλέπει μια που έγραφε: «Κόλαση για χασικλήδες». Αρχίζει να ιδρώνει από αγωνία. Ανοίγει την πόρτα και τι βλέπει; Τεράστιες ποσότητες χασισιού, βουνά ολόκληρα!!! Δεν πιστεύει στα μάτια του ο χασικλής! Η τύχη του ήταν βουνό! Πάνω σε ένα βουνό από χασίς καθόταν ένας τύπος ατάραχος και «έστριβε» τσιγαριλίκια.
Τον πλησιάζει διστακτικά και του λέει: – Ρε φιλαράκο, να πάρω λίγο «χόρτο» για να στρίψω και γω ένα τσιγάρο; – Και το ρωτάς; Πάρε… του λέει αδιάφορα. Αφού στρίβει το πρώτο τσιγάρο ο χασικλής, μετά από λίγη ώρα του ξαναλέει: – Ξέρεις, να πάρω λίγο παραπάνω, για να έχω και για το βράδυ να στρίβω τσιγαρλίκια; – Ακου, λέει. Ολα αυτά δικά μας είναι, ξέρεις. Πάρε χωρίς να ντρέπεσαι. Παίρνει μπόλικο χόρτο και στρίβει καμμιά δεκαριά τσιγάρα. Χωρίς να το σκεφτεί ξαναρωτάει τον τύπο: – Μήπως έχεις μια φωτιά για να ανάψω τα τσιγάρα; Τον κοιτάζει περίεργα ο άλλος και του λέει: – Ρε φίλε, αν είχαμε και φωτιά εδώ μέσα, θα ήταν παράδεισος!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.