Γράφει ο δικηγόρος Χρήστος Αποστολίδης
Ανέκαθεν κυρίαρχη τάση στην πλατιά μάζα του εκλογικού σώματος διαδραμάτιζε η λογική της ήσσονος προσπάθειας. Η εξασφάλιση δηλαδή της επιβίωσης αρχικά και ακολούθως των προνομίων και του κοινωνικού ρόλου, άκοπα, χωρίς αγώνα και
προσπάθεια, χωρίς μελέτη και πολύωρη εργασία. Η πλειοψηφία απολαμβάνει να μη σκέφτεται, να μη δημιουργεί, να ζει εγκλωβισμένη στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας που δεν περιέχει καμία πρωτοτυπία, αλλά αντίθετα εξαντλείται στην αποχαύνωση της τηλεόρασης και στην «απόλαυση» του καφέ, που απαραιτήτως εμπλουτίζεται από τον χωρίς όριο κοινωνικό σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων.
Κάθε Έλληνας νομίζει ότι κρύβει μέσα του έναν εν δυνάμει ηγέτη, έναν παντογνώστη που αν είχε τη δύναμη και την εξουσία θα τα άλλαζε όλα, από την παιδεία έως την υγεία και από την οικονομία έως τον αθλητισμό, αλλά δυστυχώς «ασύμμετρες παρασκηνιακές δυνάμεις» δεν του επιτρέπουν να μεγαλουργήσει.
Την παγιωμένη, αλλά θλιβερή αυτή νοοτροπία, συνειδητά καλλιεργεί και ενθαρρύνει διαχρονικά το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό. Κινούμενο ευφυώς από ένα ισχυρό ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, οριοθετεί τις δράσεις του στο πλαίσιο της ικανοποίησης των απαιτήσεων του κυρίαρχου λαού (στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ασκείται η εξουσία !) για αποκόμιση πάσης φύσεως οφέλους και παροχής πληθώρας διευκολύνσεων με το πρόσχημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας.
Έτσι όμως αυτός που αριστεύει, που ονειρεύεται και προσπαθεί να δημιουργήσει, που επενδύει χρόνο και χρήμα σε ιδέες θέτοντας στόχους και κοπιάζει να πετύχει, καταντά δακτυλοδεικτούμενος αλλά δυστυχώς για τους λάθος λόγους. Δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά αντίθετα παράδειγμα προς αποφυγή.
Εδώ όμως προκύπτει ακέραιη η ευθύνη όσων βρίσκονται στο τιμόνι της διοίκησης αυτής της χώρας. Να αλλάξουν επιτέλους τη νοοτροπία αυτού του λαού που γεννιέται και μεγαλώνει, ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια μνημόνια και δραστικές περικοπές, με το όνειρο του διορισμού στο Δημόσιο (έστω και με σύμβαση) ή της πρόωρης συνταξιοδότησης ή που συνειδητά επιλέγει την αεργία για να καρπώνεται τα ποικίλα επιδόματα που με τις ευρυματικές τους ονομασίες κυριαρχούν στην επικαιρότητα.
Ο στόχος της «ανάπτυξης» με τον θεωρητικό τρόπο που περιγράφεται, καταντά ένα πουκάμισο αδειανό, μια ανεφάρμοστη ιδεαλιστική προσέγγιση μιας ουτοπίας. Το μοντέλο της επιδοματικής κοινωνικής πολιτικής των χρόνων της μεταπολίτευσης απέτυχε. Η σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα απέδειξε πως πρόοδος με δανεικά δε γίνεται. Αν δεν παράγουμε ως χώρα πλούτο, αν δεν κουραστούμε και δεν εργαστούμε σκληρά από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής μέχρι τη βιομηχανία και την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών, είμαστε καταδικασμένοι να αποτελούμε τον τελευταίο τροχό της αμάξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χρειζόμαστε λοιπόν ηγέτες που θα εμπνεύσουν, που θα επιλέξουν να διαμορφώσουν τις εξελίξεις του μέλλοντος, που δε θα διστάσουν να συγκρουστούν με νοοτροπίες και λογικές του παρελθόντος, που θα δημιουργήσουν κίνητρα και προϋποθέσεις ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα, αναγνωρίζοντας την καίρια συνδρομή του ως αιμοδότη της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους. Οφείλουμε να επιλέγουμε ηγέτες που θα συμπαρασύρουν το λαό στην υπηρέτηση του ονείρου τους και δε θα παρασύρονται από αυτόν στην εξυπηρέτηση της βόλεψης του. Που θα καταστούν σαφές ότι οι άριστοι θα επιλέγονται για τη στελέχωση των καίριων θέσεων του κρατικού μηχανισμού ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, οικονομικής κατάστασης, πολιτικών πεποιθήσεων. Ηγέτες που θα αντιλαμβάνονται την υψηλή θέση τους ως αποστολή και θα είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν προς όφελος του λαού τους και της Πατρίδας τους.
Αναρωτιέμαι: Έχουμε, άραγε, τη βούληση να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και να κοπιάσουμε για το κοινό καλό; Μπορούμε να υπερβούμε το εγώ εντασσοντάς το στο εμείς, αντιλαμβανόμενοι ότι η συνολική επιτυχία αντανακλά στον καθένα χωριστά; Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.
Ανέκαθεν κυρίαρχη τάση στην πλατιά μάζα του εκλογικού σώματος διαδραμάτιζε η λογική της ήσσονος προσπάθειας. Η εξασφάλιση δηλαδή της επιβίωσης αρχικά και ακολούθως των προνομίων και του κοινωνικού ρόλου, άκοπα, χωρίς αγώνα και
προσπάθεια, χωρίς μελέτη και πολύωρη εργασία. Η πλειοψηφία απολαμβάνει να μη σκέφτεται, να μη δημιουργεί, να ζει εγκλωβισμένη στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας που δεν περιέχει καμία πρωτοτυπία, αλλά αντίθετα εξαντλείται στην αποχαύνωση της τηλεόρασης και στην «απόλαυση» του καφέ, που απαραιτήτως εμπλουτίζεται από τον χωρίς όριο κοινωνικό σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων.
Κάθε Έλληνας νομίζει ότι κρύβει μέσα του έναν εν δυνάμει ηγέτη, έναν παντογνώστη που αν είχε τη δύναμη και την εξουσία θα τα άλλαζε όλα, από την παιδεία έως την υγεία και από την οικονομία έως τον αθλητισμό, αλλά δυστυχώς «ασύμμετρες παρασκηνιακές δυνάμεις» δεν του επιτρέπουν να μεγαλουργήσει.
Την παγιωμένη, αλλά θλιβερή αυτή νοοτροπία, συνειδητά καλλιεργεί και ενθαρρύνει διαχρονικά το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό. Κινούμενο ευφυώς από ένα ισχυρό ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, οριοθετεί τις δράσεις του στο πλαίσιο της ικανοποίησης των απαιτήσεων του κυρίαρχου λαού (στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ασκείται η εξουσία !) για αποκόμιση πάσης φύσεως οφέλους και παροχής πληθώρας διευκολύνσεων με το πρόσχημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας.
Έτσι όμως αυτός που αριστεύει, που ονειρεύεται και προσπαθεί να δημιουργήσει, που επενδύει χρόνο και χρήμα σε ιδέες θέτοντας στόχους και κοπιάζει να πετύχει, καταντά δακτυλοδεικτούμενος αλλά δυστυχώς για τους λάθος λόγους. Δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, αλλά αντίθετα παράδειγμα προς αποφυγή.
Εδώ όμως προκύπτει ακέραιη η ευθύνη όσων βρίσκονται στο τιμόνι της διοίκησης αυτής της χώρας. Να αλλάξουν επιτέλους τη νοοτροπία αυτού του λαού που γεννιέται και μεγαλώνει, ακόμη και σήμερα μετά από τόσα χρόνια μνημόνια και δραστικές περικοπές, με το όνειρο του διορισμού στο Δημόσιο (έστω και με σύμβαση) ή της πρόωρης συνταξιοδότησης ή που συνειδητά επιλέγει την αεργία για να καρπώνεται τα ποικίλα επιδόματα που με τις ευρυματικές τους ονομασίες κυριαρχούν στην επικαιρότητα.
Ο στόχος της «ανάπτυξης» με τον θεωρητικό τρόπο που περιγράφεται, καταντά ένα πουκάμισο αδειανό, μια ανεφάρμοστη ιδεαλιστική προσέγγιση μιας ουτοπίας. Το μοντέλο της επιδοματικής κοινωνικής πολιτικής των χρόνων της μεταπολίτευσης απέτυχε. Η σκληρή μνημονιακή πραγματικότητα απέδειξε πως πρόοδος με δανεικά δε γίνεται. Αν δεν παράγουμε ως χώρα πλούτο, αν δεν κουραστούμε και δεν εργαστούμε σκληρά από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής μέχρι τη βιομηχανία και την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών, είμαστε καταδικασμένοι να αποτελούμε τον τελευταίο τροχό της αμάξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χρειζόμαστε λοιπόν ηγέτες που θα εμπνεύσουν, που θα επιλέξουν να διαμορφώσουν τις εξελίξεις του μέλλοντος, που δε θα διστάσουν να συγκρουστούν με νοοτροπίες και λογικές του παρελθόντος, που θα δημιουργήσουν κίνητρα και προϋποθέσεις ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα, αναγνωρίζοντας την καίρια συνδρομή του ως αιμοδότη της οικονομίας και του κοινωνικού κράτους. Οφείλουμε να επιλέγουμε ηγέτες που θα συμπαρασύρουν το λαό στην υπηρέτηση του ονείρου τους και δε θα παρασύρονται από αυτόν στην εξυπηρέτηση της βόλεψης του. Που θα καταστούν σαφές ότι οι άριστοι θα επιλέγονται για τη στελέχωση των καίριων θέσεων του κρατικού μηχανισμού ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, οικονομικής κατάστασης, πολιτικών πεποιθήσεων. Ηγέτες που θα αντιλαμβάνονται την υψηλή θέση τους ως αποστολή και θα είναι διατεθειμένοι να θυσιαστούν προς όφελος του λαού τους και της Πατρίδας τους.
Αναρωτιέμαι: Έχουμε, άραγε, τη βούληση να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και να κοπιάσουμε για το κοινό καλό; Μπορούμε να υπερβούμε το εγώ εντασσοντάς το στο εμείς, αντιλαμβανόμενοι ότι η συνολική επιτυχία αντανακλά στον καθένα χωριστά; Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.