Γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
Ασφαλώς και όλη η συζήτηση που προϋπήρχε γύρω από την περιβόητη ανάπτυξη σε αυτήν τη χρονική στιγμή γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια συνεχούς ύφεσης η ελληνική οικονομία κλείνει με ρυθμούς του 1,4%, θετικούς για πρώτηφορά παρότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του 1,4% δε στηρίζεται σε πραγματική μεγέθυνση, αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν θα αναλυθεί εδώ. Για την οικονομία του κειμένου θα μείνω στους αριθμούς που δεν έχω λόγο να αμφισβητώ. Η πρόβλεψη για τη μεγέθυνση του 2018 είναι στο 2,2% του ΑΕΠ και μετά από κάποια αναθεώρηση η ανάπτυξη για τη χρονιά που διανύουμε θα ανέλθει περί το 1,8 - 1,9%.
Για μένα οι ρυθμοί αυτοί δεν έχουν δυναμική να αυξηθούν και αν το κάνουν η ανάπτυξή τους θα είναι μικρότερη των προσδοκιών πολύ κάτω του ψυχολογικού 3%. Είναι πολλοί οι λόγοι που τα επόμενα χρόνια η μεγέθυνση στην Ελλάδα θα είναι ανεμική αλλά ο κυριότερος είναι τα συμφωνημένα υψηλά πλεονάσματα. Περάσαμε ελαφρά τη καρδία αυτό το γεγονός απλώς και μόνο για να κλείσει η τελική συμφωνία αλλά είναι σίγουρο πως αυτά τα πλεονάσματα, σε κάποιο βαθμό θα είναι θηλιά για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 2022 και ας χαμηλώνουν από εκείνη τη χρονιά τα ύψη των πλεονασμάτων. Ούτε λίγο ούτε πολύ συμφωνήσαμε σε πλεονάσματα του 3,5% για το 2019, 2020, 2021 αλλά και 2022, και σε 2,2% μεσοσταθμικά ως το 2060 παρακαλώ.
Είναι προφανές πως μιλάμε για πολλά πολλά δισεκατομμύρια που θα λείψουν από την ελληνική οικονομία. Είναι η κρίσιμη ρευστότητα η οποία αν υπήρχε θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια μεγάλη αλλαγή για ισχυρή μεγέθυνση της τάξης του 5% αν αυτό μπορούσε να συνδυαστεί με μια αύξηση στην κατανάλωση και τις εγχώριες επενδύσεις. Όταν κάθε χρόνο, για τόσα πολλά χρόνια υποχρεώνεσαι για ένα τρομακτικό πλεόνασμα είναι βέβαιο πως θα δυσκολευτείς να στηρίξεις την ανάπτυξη με ότι αυτό συνεπάγεται. Γιατί αν ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι ανίσχυρος, τότε και η μείωση της ανεργίας θα είναι με χαμηλό ρυθμό, πιθανόν θα μειώνεται με 0,5% το χρόνο ή και λιγότερο.
Η ανεμική μεγέθυνση στην παρούσα φάση δημιουργεί ντόμινο αρνητικών εξελίξεων για την οικονομία σε ένα κομβικό σημείο που θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει πολύ καλύτερα απλά με συμφωνία για λίγο χαμηλότερα πλεονάσματα, πλεονάσματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι βιώσιμα αφενός, και αφετέρου με τη διαφορά (υπολογίστε ότι με συμφωνημένο πλεόνασμα μικρότερο κατά 1%, στο 2,5% αντί για 3,5% το 2020 εξοικονομείται περίπου 1,8 δις το οποίο θα μπορούσε να ανεβάσει την ανάπτυξη σε ένα 4% χωρίς να υπολογίσουμε τα ψυχολογικά οφέλη της εμπιστοσύνης και της αλλαγής κλίματος που σηματοδοτεί μια ισχυρή μεγέθυνση για μια οικονομία). Θα έρθουμε σε ένα σημείο που θα χρειαστεί η αναθεώρηση αυτών των αριθμών. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο για την οικονομία, αφού θα είναι πιο ελεύθερη και να μεγαλώσει, και να καινοτομήσει, και να γίνει πιο εξωστρεφής αν μπορεί να στηριχτεί με επιπλέον ρευστότητα και μάλιστα φτηνή.
Αν δεν προχωρήσουμε στην αναθεώρηση πιθανόν να βαλτώσουμε σε μια στάσιμα κατάσταση ανεμικής μεγέθυνσης ακόμη και κάτω του 1% για τα επόμενα χρόνια και είναι κρίμα, γιατί πραγματικά μπορούμε να τα πάμε πολύ καλύτερα, και να επανέλθουμε πολύ πιο γρήγορα. Να πετύχουμε γρηγορότερα μια σταθερή ανάπτυξη και μια σταθερή μείωση της ανεργίας. Γιατί να βάλουμε σε αυτό το σημείο την οικονομία μας να σηκώσει άλλο ένα βαρίδιο και να μην το ελαφρύνουμε κάπως για να πατήσει στα πόδια της.
Είναι προφανές πως μιλάμε για πολλά πολλά δισεκατομμύρια που θα λείψουν από την ελληνική οικονομία. Είναι η κρίσιμη ρευστότητα η οποία αν υπήρχε θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια μεγάλη αλλαγή για ισχυρή μεγέθυνση της τάξης του 5% αν αυτό μπορούσε να συνδυαστεί με μια αύξηση στην κατανάλωση και τις εγχώριες επενδύσεις. Όταν κάθε χρόνο, για τόσα πολλά χρόνια υποχρεώνεσαι για ένα τρομακτικό πλεόνασμα είναι βέβαιο πως θα δυσκολευτείς να στηρίξεις την ανάπτυξη με ότι αυτό συνεπάγεται. Γιατί αν ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι ανίσχυρος, τότε και η μείωση της ανεργίας θα είναι με χαμηλό ρυθμό, πιθανόν θα μειώνεται με 0,5% το χρόνο ή και λιγότερο.
Η ανεμική μεγέθυνση στην παρούσα φάση δημιουργεί ντόμινο αρνητικών εξελίξεων για την οικονομία σε ένα κομβικό σημείο που θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει πολύ καλύτερα απλά με συμφωνία για λίγο χαμηλότερα πλεονάσματα, πλεονάσματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι βιώσιμα αφενός, και αφετέρου με τη διαφορά (υπολογίστε ότι με συμφωνημένο πλεόνασμα μικρότερο κατά 1%, στο 2,5% αντί για 3,5% το 2020 εξοικονομείται περίπου 1,8 δις το οποίο θα μπορούσε να ανεβάσει την ανάπτυξη σε ένα 4% χωρίς να υπολογίσουμε τα ψυχολογικά οφέλη της εμπιστοσύνης και της αλλαγής κλίματος που σηματοδοτεί μια ισχυρή μεγέθυνση για μια οικονομία). Θα έρθουμε σε ένα σημείο που θα χρειαστεί η αναθεώρηση αυτών των αριθμών. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο για την οικονομία, αφού θα είναι πιο ελεύθερη και να μεγαλώσει, και να καινοτομήσει, και να γίνει πιο εξωστρεφής αν μπορεί να στηριχτεί με επιπλέον ρευστότητα και μάλιστα φτηνή.
Αν δεν προχωρήσουμε στην αναθεώρηση πιθανόν να βαλτώσουμε σε μια στάσιμα κατάσταση ανεμικής μεγέθυνσης ακόμη και κάτω του 1% για τα επόμενα χρόνια και είναι κρίμα, γιατί πραγματικά μπορούμε να τα πάμε πολύ καλύτερα, και να επανέλθουμε πολύ πιο γρήγορα. Να πετύχουμε γρηγορότερα μια σταθερή ανάπτυξη και μια σταθερή μείωση της ανεργίας. Γιατί να βάλουμε σε αυτό το σημείο την οικονομία μας να σηκώσει άλλο ένα βαρίδιο και να μην το ελαφρύνουμε κάπως για να πατήσει στα πόδια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.