Επιφανής νομικός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων από τις 21 Ιανουαρίου 1924 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1925. Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν γεννήθηκε το 1865 στην Μαγχεστρία της Αγγλίας (το Μάντσεστερ στη λόγια ελληνική του 19ου αιώνα),
όπου ο πατέρας του Δημήτριος Ρακτιβάν, με καταγωγή από τη Βέροια, είχε αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτορας το 1884. Δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1887 και στη συνέχεια διορίστηκε πρωτοδίκης στη Σύρο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1889, για να επιδοθεί εκ νέου στη δικηγορία έως το 1912.
όπου ο πατέρας του Δημήτριος Ρακτιβάν, με καταγωγή από τη Βέροια, είχε αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτορας το 1884. Δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1887 και στη συνέχεια διορίστηκε πρωτοδίκης στη Σύρο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1889, για να επιδοθεί εκ νέου στη δικηγορία έως το 1912.
Διετέλεσε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου τότε Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (1909) και κατόπιν πρόεδρός του (1910-1912). Πολιτεύθηκε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και εξελέγη βουλευτής Αττικής (1910, 1912, 1915). Στην Α' και τη Β' Αναθεωρητική Βουλή (1910 και 1911) διετέλεσε μέλος και εισηγητής της αναθεωρητικής επιτροπής του Συντάγματος. Από τη θέση αυτή συνέβαλε καθοριστικά στην τελική διαμόρφωση του περιεχομένου των διατάξεων του Συντάγματος του 1911. Έμπιστος και πολύτιμος συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου, διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης (18 Μαΐου 1912 - 25 Φεβρουαρίου 1915 και 10 Αυγούστου 1915 - 24 Σεπτεμβρίου 1915). Μετά τη διετία του Εθνικού Διχασμού (1915-1917), όταν ο Βενιζέλος επανήλθε στη διακυβέρνηση της χώρας, ο Ρακτιβάν διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών (3 Ιανουαρίου 1918 - 4 Νοεμβρίου 1920), ενώ στις εκλογές του 1923 εκλέχθηκε βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Στις 21 Ιανουαρίου 1924 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής (Εθνοσυνέλευσης) και παρέμεινε στη θέση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της έως τη διάλυσή της από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο στις 30 Σεπτεμβρίου 1925. Στη διάρκεια της προεδρίας του άρχισε η λειτουργία του πολιτεύματος της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας και υποβλήθηκε στην κυβέρνηση το αρχικό σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης. Ως νομικός συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση βασικών θεσμών τής ελληνικής πολιτείας. Ουσιαστική υπήρξε η συμβολή του στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1911, στη θέσπιση του νόμου ΔΡΛΔ/1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς καταλαμβανομένων χωρών», βάσει του οποίου οργανώθηκε η διοίκηση της Μακεδονίας και αντιμετωπίστηκαν οι βουλγαρικές βλέψεις εκεί και στη Δυτική Θράκη, και του νόμου 3713/1928 «περί Συμβουλίου της Επικράτειας», του οποίου υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος από την επανασύστασή του το 1929 έως το 1935, συντελώντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση της αρχικής νομολογίας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας.
Παράλληλα με την νομοπαρασκευαστική του εργασία εξελίχθηκε το θεωρητικό, νομικό του έργο, δημοσιευμένο στο νομικό Τύπο της εποχής και στις εισηγητικές εκθέσεις διαφόρων νομοθετημάτων. Σημαντικότερες από τις μονογραφίες του θεωρούνται οι εξής: «Μελέτη επί του νόμου ΠΞΕ' της 22 Μαΐου 1882 περί τόκου υπερημερίας και τόκου τόκων (1887), «Τινά περί προκαταρκτικών συμβάσεων» (1888), «Ζητήματα τινά σχετικά προς την δικαστικήν προστασίαν των ανηλίκων» (1890), «Περί της μετά την λύσιν τού γάμου τύχης της προικός, κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον» (1892), «Τα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των νέων χωρών» (1916) και «Η συνταγματική προστασία της εργασίας».
Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν διετέλεσε, επίσης, πρόεδρος του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926 και πρόεδρός της από το 1933. Πέθανε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1935, σε ηλικία 70 ετών.
Στις 21 Ιανουαρίου 1924 εξελέγη πρόεδρος της Βουλής (Εθνοσυνέλευσης) και παρέμεινε στη θέση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της έως τη διάλυσή της από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο στις 30 Σεπτεμβρίου 1925. Στη διάρκεια της προεδρίας του άρχισε η λειτουργία του πολιτεύματος της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας και υποβλήθηκε στην κυβέρνηση το αρχικό σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης. Ως νομικός συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση βασικών θεσμών τής ελληνικής πολιτείας. Ουσιαστική υπήρξε η συμβολή του στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1911, στη θέσπιση του νόμου ΔΡΛΔ/1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς καταλαμβανομένων χωρών», βάσει του οποίου οργανώθηκε η διοίκηση της Μακεδονίας και αντιμετωπίστηκαν οι βουλγαρικές βλέψεις εκεί και στη Δυτική Θράκη, και του νόμου 3713/1928 «περί Συμβουλίου της Επικράτειας», του οποίου υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος από την επανασύστασή του το 1929 έως το 1935, συντελώντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση της αρχικής νομολογίας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας.
Παράλληλα με την νομοπαρασκευαστική του εργασία εξελίχθηκε το θεωρητικό, νομικό του έργο, δημοσιευμένο στο νομικό Τύπο της εποχής και στις εισηγητικές εκθέσεις διαφόρων νομοθετημάτων. Σημαντικότερες από τις μονογραφίες του θεωρούνται οι εξής: «Μελέτη επί του νόμου ΠΞΕ' της 22 Μαΐου 1882 περί τόκου υπερημερίας και τόκου τόκων (1887), «Τινά περί προκαταρκτικών συμβάσεων» (1888), «Ζητήματα τινά σχετικά προς την δικαστικήν προστασίαν των ανηλίκων» (1890), «Περί της μετά την λύσιν τού γάμου τύχης της προικός, κατά το εν Ελλάδι κρατούν ρωμαϊκόν και βυζαντινόν δίκαιον» (1892), «Τα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των νέων χωρών» (1916) και «Η συνταγματική προστασία της εργασίας».
Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν διετέλεσε, επίσης, πρόεδρος του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926 και πρόεδρός της από το 1933. Πέθανε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1935, σε ηλικία 70 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι σύντομα και να χρησιμοποιείτε nickname για τη διευκόλυνση του διαλόγου. Ο «Βεροιώτης» δεν υιοθετεί τις απόψεις των σχολιαστών, οι οποίοι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτές.