Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον κατάμεστο παλαιό Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Αγίων Αποστόλων Παύλου και Πέτρου Βεροίας. Στο τέλος ο Σεβασμιώτατος προχείρισε τον Ιερόπαιδα του Ιερού Ναού κ. Σωκράτη Μπούσκα σε Αναγνώστη. Διαβάστε
αναλυτικά ολόκληρη την ομιλία του Σεβασμιωτάτου:
«Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν».
Μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφητάνακτα Δαβίδ ἀναπέμψαμε καί ἐμεῖς κραυγή ἱκεσίας σήμερα πρός τόν Θεό καί τόν παρακαλέσαμε νά ἀναστηθεῖ, νά σηκωθεῖ, καί νά κρίνει τή γῆ.
Καί μπορεῖ νά ἠχεῖ περίεργο τό νά καλοῦμε ἐμεῖς οἱἄνθρωποι τόν Θεό νά κρίνει τόν κόσμο, καθώς καί ἐμεῖς ἀνήκουμε στόν κόσμο καί ἡ κρίση προκαλεῖ πάντοτε φόβο καί ἀνησυχία ἀλλά ἡ φωνή καί ἡἱκεσία αὐτή εἶναι ἡφωνή τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ φωνή ἐκείνων πού τόσες ἡμέρες ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ νά προδίδεται ἀπό τόν μαθητή του, νά συλλαμβάνεται, νά ὁδηγεῖται στούς ἀρχιερεῖς, νά κρίνεται καί νά κατακρίνεται, νά ἐμπτύεται καί νά μαστιγώνεται, νά χλευάζεται καί νά φέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο, νά σηκώνει τόν Σταυρό καί νά ἀνηφορίζει στόν Γολγοθᾶ, νά σταυρώνεται καί νά παραδίδει τό πνεῦμα στόν Θεό-Πατέρα του ἔχοντας ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι ἡ φωνή καί ἡἱκεσία ὅλων ὅσων κατανοοῦσαν ὅτι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἐκείνη πού ὁδήγησε στόν Σταυρό τόν Ἰησοῦ καί ἡἀγνωμοσύνη τους ἦταν ἐκείνη πού τούς ἔκανε νά σηκώσουν «πτέρναν κατά τοῦεὐεργέτου».
Καί τώρα πού τελείωσαν ὅλα αὐτά, τώρα πού ὁ Χριστός κατῆλθε στόν Ἅδη γιά νά κηρύξει καί ἐκεῖ καί νά ἐλευθερώσει τούς ἀπ᾽ αἰῶνος πεπεδημένους, ἐπιζητοῦν τή δικαίωση, ἐπιζητοῦν τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης, ἐπιζητοῦν νά φανεῖὅτι ὁ Χριστός, ὁ διδάσκαλός τους, δέν ἦταν «ἐκεῖνος ὁ πλάνος», ὅπως ἔλεγαν οἱἸουδαῖοι, πού ὑποστήριζε μόνο ὅτι θά ἀναστηθεῖ τήν τρίτη ἡμέρα, ἀλλά ἦταν ὄντως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού θυσιάσθηκε ἑκουσίως γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὄντως «ἡἀνάσταση καί ἡ ζωή».
Καί γι᾽ αὐτό ζητοῦν οἱ πιστοί νά ἀναστηθεῖὁ Χριστός. Ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ὅπως ὅταν θά ἔρθει κατά τή Δευτέρα καί ἔνδοξο παρουσία, ἀλλά γιατί ἡἈνάστασή του θά ἀποτελέσει ἀπό μόνη της τήν κρίση καί τήν κατάκριση ἐκείνων πού τόν συκοφαντοῦσαν καί τόν χλεύαζαν, ἐκείνων πού τόν ἀμφισβητοῦσαν καί δέν τόν πίστευαν, ἐκείνων πού εἶχαν τήν ἐντύπωση ὅτι ζητώντας ἀπό τόν Πιλάτο νά τούς διαθέσει κουστωδία γιά νά φρουρεῖτόν τάφο, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τό νεκρό σῶμα τοῦἸησοῦὁἸωσήφ ὁἀπό Ἀριμαθαίας, θά τόν κρατήσουν δέσμιο τοῦ θανάτου καί οἱ μαθητές του δέν θά μπορέσουν νά κλέψουν τό σῶμα του καί νά ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε.
ἩἈνάστασή του θά ἀποτελέσει τήν πιό πανηγυρική διάψευση καί χλεύη ὅλων ἐκείνων πού δέν πίστευσαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί νόμισαν ὅτι θανατώνοντάς τον τόν ἐξαφάνισαν· ὅλων ἐκείνων πού ἔκαναν τούς μαθητές του νά φοβοῦνται καί νά κρύβονται γιά νά ἀποφύγουν τήν κακία καί τή μοχθηρία τῶν ἐχθρῶν του.
«Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν».
Αὐτό ζητήσαμε καί ἐμεῖς ἀπό τόν Χριστό πρό ὀλίγου, στόν ἱστορικό αὐτό παλαιό μητροπολιτικό ναό τῆς πόλεώς μας, προγευόμενοι τή χαρά τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί τόν θρίαμβο τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ μας· προγευόμενοι τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐλπίδος καί τῆς πίστεώς μας, διότι καί στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν κάποιοι πού ἀμφισβητοῦν τήν Ἀνάσταση, πού ἀμφισβητοῦν τό ἅγιο Φῶς πού ἐκπηγάζει ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου μας, πού ἀμφισβητοῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σημασία τῆς πίστεως εἰς αὐτόν καί ἐπιδιώκουν νά τήν βγάλουν ἀπό τή ζωή μας, νά τήν βάλουν στό περιθώριο, νά τήν ἐξαφανίσουν, ὥστε νά μήν τούςἐνοχλεῖ, ὥστε νά μήν τούς ἐλέγχει, ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὁ Χριστός καί ἡἘκκλησία του, πού ἀποτελοῦν τό στήριγμα τῶν ἀνθρώπων.
Ζητοῦμε ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί γιά μᾶς· διότι ἀποτελεῖ γιά ὅλους ὅσους τόν πιστεύουμε τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί τῆς ἀληθινῆς αἰσιοδοξίας μας γιά τή ζωή. Ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς ἐλπίδος μας ὅτι ὁθάνατος δέν ἔχει δύναμη καί εἶναι μόνο προσωρινός, γιατί ἡἈνάσταση τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτεῖ καί τή δική μας προσωπική ἀνάσταση, τήν ἀνάστασή μας ἀπό τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τήν ἀνάσταση στήν αἰώνια ζωή τήν ὁποία μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός. Διότι, ὅπως γράφει καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὁἱδρυτής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, «εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται κενόν τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ὑμῶν».
Γιά ἐμᾶς ὅμως δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνουμε μέ χαρά καί βεβαιότητα γιά ἀκόμη φορά σήμερα τό «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν», ἀναμένοντας τήν Ἀνάστασή του.
αναλυτικά ολόκληρη την ομιλία του Σεβασμιωτάτου:
«Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν».
Μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφητάνακτα Δαβίδ ἀναπέμψαμε καί ἐμεῖς κραυγή ἱκεσίας σήμερα πρός τόν Θεό καί τόν παρακαλέσαμε νά ἀναστηθεῖ, νά σηκωθεῖ, καί νά κρίνει τή γῆ.
Καί μπορεῖ νά ἠχεῖ περίεργο τό νά καλοῦμε ἐμεῖς οἱἄνθρωποι τόν Θεό νά κρίνει τόν κόσμο, καθώς καί ἐμεῖς ἀνήκουμε στόν κόσμο καί ἡ κρίση προκαλεῖ πάντοτε φόβο καί ἀνησυχία ἀλλά ἡ φωνή καί ἡἱκεσία αὐτή εἶναι ἡφωνή τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ φωνή ἐκείνων πού τόσες ἡμέρες ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ νά προδίδεται ἀπό τόν μαθητή του, νά συλλαμβάνεται, νά ὁδηγεῖται στούς ἀρχιερεῖς, νά κρίνεται καί νά κατακρίνεται, νά ἐμπτύεται καί νά μαστιγώνεται, νά χλευάζεται καί νά φέρει τόν ἀκάνθινο στέφανο, νά σηκώνει τόν Σταυρό καί νά ἀνηφορίζει στόν Γολγοθᾶ, νά σταυρώνεται καί νά παραδίδει τό πνεῦμα στόν Θεό-Πατέρα του ἔχοντας ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι ἡ φωνή καί ἡἱκεσία ὅλων ὅσων κατανοοῦσαν ὅτι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἐκείνη πού ὁδήγησε στόν Σταυρό τόν Ἰησοῦ καί ἡἀγνωμοσύνη τους ἦταν ἐκείνη πού τούς ἔκανε νά σηκώσουν «πτέρναν κατά τοῦεὐεργέτου».
Καί τώρα πού τελείωσαν ὅλα αὐτά, τώρα πού ὁ Χριστός κατῆλθε στόν Ἅδη γιά νά κηρύξει καί ἐκεῖ καί νά ἐλευθερώσει τούς ἀπ᾽ αἰῶνος πεπεδημένους, ἐπιζητοῦν τή δικαίωση, ἐπιζητοῦν τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης, ἐπιζητοῦν νά φανεῖὅτι ὁ Χριστός, ὁ διδάσκαλός τους, δέν ἦταν «ἐκεῖνος ὁ πλάνος», ὅπως ἔλεγαν οἱἸουδαῖοι, πού ὑποστήριζε μόνο ὅτι θά ἀναστηθεῖ τήν τρίτη ἡμέρα, ἀλλά ἦταν ὄντως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού θυσιάσθηκε ἑκουσίως γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ὄντως «ἡἀνάσταση καί ἡ ζωή».
Καί γι᾽ αὐτό ζητοῦν οἱ πιστοί νά ἀναστηθεῖὁ Χριστός. Ὄχι γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ὅπως ὅταν θά ἔρθει κατά τή Δευτέρα καί ἔνδοξο παρουσία, ἀλλά γιατί ἡἈνάστασή του θά ἀποτελέσει ἀπό μόνη της τήν κρίση καί τήν κατάκριση ἐκείνων πού τόν συκοφαντοῦσαν καί τόν χλεύαζαν, ἐκείνων πού τόν ἀμφισβητοῦσαν καί δέν τόν πίστευαν, ἐκείνων πού εἶχαν τήν ἐντύπωση ὅτι ζητώντας ἀπό τόν Πιλάτο νά τούς διαθέσει κουστωδία γιά νά φρουρεῖτόν τάφο, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τό νεκρό σῶμα τοῦἸησοῦὁἸωσήφ ὁἀπό Ἀριμαθαίας, θά τόν κρατήσουν δέσμιο τοῦ θανάτου καί οἱ μαθητές του δέν θά μπορέσουν νά κλέψουν τό σῶμα του καί νά ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε.
ἩἈνάστασή του θά ἀποτελέσει τήν πιό πανηγυρική διάψευση καί χλεύη ὅλων ἐκείνων πού δέν πίστευσαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί νόμισαν ὅτι θανατώνοντάς τον τόν ἐξαφάνισαν· ὅλων ἐκείνων πού ἔκαναν τούς μαθητές του νά φοβοῦνται καί νά κρύβονται γιά νά ἀποφύγουν τήν κακία καί τή μοχθηρία τῶν ἐχθρῶν του.
«Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν».
Αὐτό ζητήσαμε καί ἐμεῖς ἀπό τόν Χριστό πρό ὀλίγου, στόν ἱστορικό αὐτό παλαιό μητροπολιτικό ναό τῆς πόλεώς μας, προγευόμενοι τή χαρά τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί τόν θρίαμβο τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ μας· προγευόμενοι τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐλπίδος καί τῆς πίστεώς μας, διότι καί στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν κάποιοι πού ἀμφισβητοῦν τήν Ἀνάσταση, πού ἀμφισβητοῦν τό ἅγιο Φῶς πού ἐκπηγάζει ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου μας, πού ἀμφισβητοῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σημασία τῆς πίστεως εἰς αὐτόν καί ἐπιδιώκουν νά τήν βγάλουν ἀπό τή ζωή μας, νά τήν βάλουν στό περιθώριο, νά τήν ἐξαφανίσουν, ὥστε νά μήν τούςἐνοχλεῖ, ὥστε νά μήν τούς ἐλέγχει, ὥστε νά μήν ὑπάρχει ὁ Χριστός καί ἡἘκκλησία του, πού ἀποτελοῦν τό στήριγμα τῶν ἀνθρώπων.
Ζητοῦμε ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί γιά μᾶς· διότι ἀποτελεῖ γιά ὅλους ὅσους τόν πιστεύουμε τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί τῆς ἀληθινῆς αἰσιοδοξίας μας γιά τή ζωή. Ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς ἐλπίδος μας ὅτι ὁθάνατος δέν ἔχει δύναμη καί εἶναι μόνο προσωρινός, γιατί ἡἈνάσταση τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτεῖ καί τή δική μας προσωπική ἀνάσταση, τήν ἀνάστασή μας ἀπό τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τήν ἀνάσταση στήν αἰώνια ζωή τήν ὁποία μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός. Διότι, ὅπως γράφει καί ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ὁἱδρυτής τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, «εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται κενόν τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ὑμῶν».
Γιά ἐμᾶς ὅμως δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνουμε μέ χαρά καί βεβαιότητα γιά ἀκόμη φορά σήμερα τό «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν», ἀναμένοντας τήν Ἀνάστασή του.