Την Δευτέρα της Διακαινησίμου 9 Απριλίου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων Βεργίνας. Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου στην Θεία Λειτουργία: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε». Μέ τήν κατηγορηματική αὐτή φράση ὁ
ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀναφέρεται στόν Θεό-Πατέρα. Τόν Θεό δέν τόν ἔχει δεῖ κανείς μέχρι τώρα, μᾶς λέγει.
Ὅμως αὐτόν τόν Θεό, πού κανείς ἀπό τούς δικαίους καί τούς ὁσίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν μπόρεσε νά τόν δεῖ, μᾶς τόν ἀποκάλυψε ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος του, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦλθε στόν κόσμο, πού ἔπαθε καί σταυρώθηκε γιά χάρη μας, πού ἀναστήθηκε, συνανιστώντας μαζί του καί τήν ἀνθρώπινη φύση μας, καί ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τό βάρος καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἀπαλλαγή αὐτή ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή του, μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά δοῦμε πλέον τόν Θεό, «κεκαθαρμέναις διανοίαις», διότι «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται», κατά τόν μακαρισμό τοῦ Κυρίου.
Αὐτό ὅμως ἰσχύει ὑπό μία προϋπόθεση. Καί ἡ προϋπόθεση αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτήν πού ἀναφέρει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης: «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ …, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν».
Ἡ συμμετοχή μας στόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν βιώνουμε μέσα στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, μέ τή νηστεία, μέ τήν ἄσκηση, μέ τόν πνευματικό ἀγώνα καί τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἔχει ὡς σκοπό νά ζήσουμε καί ἐμεῖς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ μέ τήν «καινότητα τῆς ζωῆς» γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος.
Διότι, ἐάν ἑορτάσαμε χθές τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐάν χαρήκαμε καί πανηγυρίσαμε, ἀλλά στή ζωή μας, στή συμπεριφορά μας, στήν ψυχή μας δέν ἔχει μεταβληθεῖ τίποτε· ἐάν δέν αἰσθανόμεθα ὅτι στή θέση τοῦ παλαιοῦ, τό ὁποῖο προσπαθήσαμε νά νεκρώσουμε καί νά ἐκριζώσουμε, δέν ὑπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό ἀπό ὅ,τι ὑπῆρχε πρίν, κάτι πού νά ἀντικατέστησε τίς ἀδυναμίες μας καί τά πάθη μας καί νά ἐκφράζει τήν ἀπόφασή μας νά περιπατήσουμε «ἐν καινότητι ζωῆς», νά βαδίσουμε δηλαδή τόν δρόμο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας, τότε δέν ἔχει νόημα γιά μᾶς ἡ Ἀνάσταση πού ἑορτάσαμε. Τότε ὁ κόπος καί ἡ προσπάθεια πού κάναμε δέν ἔχουν ἀντίκρισμα στή ζωή μας. Τότε ἡ δωρεά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ παραμένει γιά μᾶς ἀνενεργή καί μάταιη.
Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ «καινότης» μέ τήν ὁποία μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά βαδίσουμε στή ζωή μας;
Εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ ζωή στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη μας. Ἡ ζωή στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ μέριμνες καί οἱ φροντίδες τοῦ κόσμου καί τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ἡ ζωή στήν ὁποία τό ἐνδιαφέρον μας ἑστιάζεται στόν Χριστό καί σέ ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σέ Ἐκεῖνον.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι νά ἀφήσουμε πίσω μας ὅ,τι μᾶς συνδέει μέ τό παρελθόν· ὅ,τι μᾶς κρατοῦσε μακριά ἀπό τόν Θεό· ὅ,τι σκίαζε τή σχέση μας μαζί του ἀλλά καί ὅ,τι δέν ἔκανε τή ζωή μας, τή συμπεριφορά μας, τήν ἀναστροφή μας νά εἶναι μία μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ζωή καθαρότητος ψυχικῆς καί σωματικῆς. Γιατί κάθε τι καινούργιο εἶναι καθαρό, καί ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μέ τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή του τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔπλυνε μέ τό αἷμα του καί καθάρισε τίς ψυχές μας ἀπό τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μποροῦμε νά κάνουμε μία νέα ἀρχή.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ζωή χαρᾶς καί ἐλπίδος, γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰτία χαρᾶς, ἀκόμη καί στή μεγαλύτερη θλίψη, γιατί τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ «οὐδείς αἴρει ἀφ᾽ ἡμῶν».
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ἡ διαρκής προσπάθεια νά φρονοῦμε «τά ἄνω», τά ὁποῖα εἶναι καί ὁ τελικός προορισμός μας. Καί ὅταν ὁ νοῦς μας καί ἡ ψυχή μας εἶναι στά «ἄνω», ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ ἀναστάς Κύριος, τότε τό ἐνδιαφέρον μας γιά τά ἐπίγεια, γιά τά ταπεινά, γιά τά χαμηλά θά περιορίζεται, καί ἔτσι δέν θά μποροῦν νά σκιάζουν τήν πνευματική μας ὁρατότητα, δέν θά μποροῦν νά ἀμαυρώνουν τήν ψυχή μας, δέν θά μποροῦν νά θολώνουν τά μάτια μας, ὥστε νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τή δυνατότητα νά βλέπουμε σάν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί σάν τίς μυροφόρες γυναῖκες τό πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, νά αἰσθανόμεθα τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως νά πληροῖ τίς ψυχές μας, ὄχι μόνο αὐτές τίς ἡμέρες ἀλλά καί «πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν».
ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀναφέρεται στόν Θεό-Πατέρα. Τόν Θεό δέν τόν ἔχει δεῖ κανείς μέχρι τώρα, μᾶς λέγει.
Ὅμως αὐτόν τόν Θεό, πού κανείς ἀπό τούς δικαίους καί τούς ὁσίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν μπόρεσε νά τόν δεῖ, μᾶς τόν ἀποκάλυψε ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος του, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦλθε στόν κόσμο, πού ἔπαθε καί σταυρώθηκε γιά χάρη μας, πού ἀναστήθηκε, συνανιστώντας μαζί του καί τήν ἀνθρώπινη φύση μας, καί ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τό βάρος καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἀπαλλαγή αὐτή ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή του, μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά δοῦμε πλέον τόν Θεό, «κεκαθαρμέναις διανοίαις», διότι «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται», κατά τόν μακαρισμό τοῦ Κυρίου.
Αὐτό ὅμως ἰσχύει ὑπό μία προϋπόθεση. Καί ἡ προϋπόθεση αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτήν πού ἀναφέρει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης: «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ …, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν».
Ἡ συμμετοχή μας στόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν βιώνουμε μέσα στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, μέ τή νηστεία, μέ τήν ἄσκηση, μέ τόν πνευματικό ἀγώνα καί τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἔχει ὡς σκοπό νά ζήσουμε καί ἐμεῖς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ μέ τήν «καινότητα τῆς ζωῆς» γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος.
Διότι, ἐάν ἑορτάσαμε χθές τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐάν χαρήκαμε καί πανηγυρίσαμε, ἀλλά στή ζωή μας, στή συμπεριφορά μας, στήν ψυχή μας δέν ἔχει μεταβληθεῖ τίποτε· ἐάν δέν αἰσθανόμεθα ὅτι στή θέση τοῦ παλαιοῦ, τό ὁποῖο προσπαθήσαμε νά νεκρώσουμε καί νά ἐκριζώσουμε, δέν ὑπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό ἀπό ὅ,τι ὑπῆρχε πρίν, κάτι πού νά ἀντικατέστησε τίς ἀδυναμίες μας καί τά πάθη μας καί νά ἐκφράζει τήν ἀπόφασή μας νά περιπατήσουμε «ἐν καινότητι ζωῆς», νά βαδίσουμε δηλαδή τόν δρόμο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας, τότε δέν ἔχει νόημα γιά μᾶς ἡ Ἀνάσταση πού ἑορτάσαμε. Τότε ὁ κόπος καί ἡ προσπάθεια πού κάναμε δέν ἔχουν ἀντίκρισμα στή ζωή μας. Τότε ἡ δωρεά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ παραμένει γιά μᾶς ἀνενεργή καί μάταιη.
Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ «καινότης» μέ τήν ὁποία μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά βαδίσουμε στή ζωή μας;
Εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ ζωή στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη μας. Ἡ ζωή στήν ὁποία δέν κυριαρχοῦν οἱ μέριμνες καί οἱ φροντίδες τοῦ κόσμου καί τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ἡ ζωή στήν ὁποία τό ἐνδιαφέρον μας ἑστιάζεται στόν Χριστό καί σέ ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σέ Ἐκεῖνον.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι νά ἀφήσουμε πίσω μας ὅ,τι μᾶς συνδέει μέ τό παρελθόν· ὅ,τι μᾶς κρατοῦσε μακριά ἀπό τόν Θεό· ὅ,τι σκίαζε τή σχέση μας μαζί του ἀλλά καί ὅ,τι δέν ἔκανε τή ζωή μας, τή συμπεριφορά μας, τήν ἀναστροφή μας νά εἶναι μία μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ζωή καθαρότητος ψυχικῆς καί σωματικῆς. Γιατί κάθε τι καινούργιο εἶναι καθαρό, καί ὁ Χριστός μᾶς χάρισε μέ τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάστασή του τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔπλυνε μέ τό αἷμα του καί καθάρισε τίς ψυχές μας ἀπό τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μποροῦμε νά κάνουμε μία νέα ἀρχή.
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ζωή χαρᾶς καί ἐλπίδος, γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰτία χαρᾶς, ἀκόμη καί στή μεγαλύτερη θλίψη, γιατί τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ «οὐδείς αἴρει ἀφ᾽ ἡμῶν».
«Καινότης» ζωῆς εἶναι ἡ διαρκής προσπάθεια νά φρονοῦμε «τά ἄνω», τά ὁποῖα εἶναι καί ὁ τελικός προορισμός μας. Καί ὅταν ὁ νοῦς μας καί ἡ ψυχή μας εἶναι στά «ἄνω», ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ὁ ἀναστάς Κύριος, τότε τό ἐνδιαφέρον μας γιά τά ἐπίγεια, γιά τά ταπεινά, γιά τά χαμηλά θά περιορίζεται, καί ἔτσι δέν θά μποροῦν νά σκιάζουν τήν πνευματική μας ὁρατότητα, δέν θά μποροῦν νά ἀμαυρώνουν τήν ψυχή μας, δέν θά μποροῦν νά θολώνουν τά μάτια μας, ὥστε νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τή δυνατότητα νά βλέπουμε σάν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί σάν τίς μυροφόρες γυναῖκες τό πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, νά αἰσθανόμεθα τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως νά πληροῖ τίς ψυχές μας, ὄχι μόνο αὐτές τίς ἡμέρες ἀλλά καί «πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν».