Σημαντική εκμετάλλευση των μεταναστών που απασχολούνται εποχικά στον αγροτικό τομέα και η οποία τείνει να γίνει γενικός κανόνας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, διαπιστώνει έρευνα του καθηγητή του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Απόστολου Παπαδόπουλου, και της ερευνήτριας, Λουκίας - Μαρίας Φρατσέα. Η έρευνα προέκυψε από επεξεργασία στοιχείων,
συνεντεύξεις με εργάτες και φορείς χάραξης πολιτικής, δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων από το 2008 μέχρι σήμερα και βιβλιογραφικές πηγές. Οι ερευνητές ασχολήθηκαν με την εποχική απασχόληση στον πρωτογενή τομέα, καθώς εκτός των μεγάλων πόλεων, στην υπόλοιπη Ελλάδα η απασχόληση των μεταναστών ξεκίνησε από τον τομέα αυτό. Όπως αναφέρεται, για τους μετανάστες η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα εγγυάται ένα εισόδημα αφορολόγητο, μόνο όμως για όσους θεωρούν τους εαυτούς τους ως προσωρινά εργαζόμενους και δεν έχουν φιλοδοξίες να βελτιώσουν τον τρόπο ζωής τους στην αγροτική Ελλάδα. Μακροπρόθεσμα, τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας επιβάλλουν σοβαρούς περιορισμούς σε όσους μετανάστες επιθυμούν να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο στη χώρα.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαδόπουλος, πολλοί από τους πιο παλιούς μετανάστες μετακινήθηκαν από τον πρωτογενή τομέα σε άλλους κλάδους, όπως τις κατασκευές και τον τουρισμό, αλλά με την οικονομική κρίση ξαναγύρισαν στη γεωργία.
Στον πρωτογενή τομέα υπάρχει, εξάλλου, διαρκής προβληματισμός των παραγωγών για προϊόντα ανταγωνιστικά σε τιμές και η συμπίεση των τιμών επηρεάζει τους όρους απασχόλησης των εργατών.
Βαρύτητα δίνεται στη διερεύνηση των συνθηκών εργασίας στη δυτική Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Ηλεία, όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούν τις κύριες οικονομικές δραστηριότητες μαζί με τον τουρισμό, ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, η εποχική εργασία είναι διαδεδομένη και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως στη Νάουσα, τη Βέροια, τη Σκάλα Λακωνίας, την Αργολίδα και τη Μεσσηνία.
Οι νομοί με τα υψηλότερα ποσοστά εποχικής απασχόλησης στον αγροτικό τομέα
Σύμφωνα με στοιχεία, τα υψηλότερα ποσοστά εποχικής απασχόλησης στον αγροτικό τομέα εμφανίζονται στην Πέλλα (20,8%), την Ηλεία (20,4%), την Ημαθία (20,1%), τα Δωδεκάνησα (19,9%), τη Χαλκιδική (19,5%), την Αττική (19,5%), τη Βοιωτία (18,2%), την Κορινθία (17,5%), την Πιερία (16%) και τη Φθιώτιδα (15,6%). Στην Ηλεία το ποσοστό της εποχικής απασχόλησης στη γεωργία αυξήθηκε στο 25% μέχρι το 2003, συνέχισε να παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέχρι το 2010, και άρχισε να πέφτει στη συνέχεια φτάνοντας το 20,4% το 2013. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των μεταναστών στην Ηλεία ανέρχεται στο 9% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Μανωλάδα και η καλλιέργεια της φράουλας, ενός προϊόντος με σημαντική εμπορική αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό. Εκεί η συμπίεση του κόστους παραγωγής επιτυγχάνεται με υπερεκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από όρους εντατικοποίησης της εργασίας, χαμηλής αμοιβής των ανθρώπων και προσπάθειας διατήρησης των ημερομισθίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα με νέες προσλήψεις. Στην περίπτωση των φαινομένων καταναγκαστικής εργασίας στη Μανωλάδα η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αυτή η τακτική υπερεκμετάλλευσης, διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, δεν εμφανίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις περιοχές με σημαντική αγροτική ανάπτυξη, ωστόσο το ιδιαίτερο στοιχείο στο ελληνικό ζήτημα είναι «ότι υπάρχει αδυναμία εφαρμογής ενός ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου από την πλευρά του ελληνικού κράτος». Μία από τις προσπάθειες που έγιναν από την ελληνική Πολιτεία για να δοθούν λύσεις ήταν η θέσπιση του νόμου για τους μετακλητούς εργάτες από τρίτες χώρες, κάτι το οποίο όπως εκτιμά ο κ. Παπαδόπουλος δεν έχει επιφέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη λύση, όπου γίνεται σύνδεση των μετακλητών εργατών με συγκεκριμένους εργοδότες προκαλεί ακόμα ένα πρόβλημα, όπως διαπιστώνεται στην έρευνα. «Όταν με βάση τις υπουργικές αποφάσεις μετακαλούνται οι μετανάστες από συγκεκριμένο εργοδότη, δημιουργείται ένα δέσιμο με πολύ σημαντικούς όρους εξάρτησης και οικονομικού καταναγκασμού που δεν προάγει τα δικαιώματα των ανθρώπων αυτών», παρατηρεί ο καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Διαφοροποιήσεις στους όρους εργασίας ανά εθνικότητα
Μέσα από την έρευνα φωτίζονται, επίσης, διαφοροποιήσεις στους όρους εργασίας ανά εθνικότητα, οι οποίες προκύπτουν από διαφορές στον τύπο της απασχόλησης, στις δεξιότητες, στο νομικό καθεστώς παραμονής τους στην Ελλάδα και στο χρόνο παραμονής τους στην Ελλάδα. Όπως διαπιστώνεται, οι Αλβανοί που ήρθαν νωρίτερα και έκαναν προσπάθειες για να ενταχθούν στις τοπικές κοινωνίες, έχουν αξιοποιηθεί σε καλύτερες θέσεις σε σχέση με τους Ασιάτες, οι οποίοι συμβιώνουν περισσότερο μεταξύ τους και δεν ανοίγονται στην τοπική κοινωνία. Επίσης, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι που απασχολούνται εποχικά, δεν είναι και αυτοί ενταγμένοι στις τοπικές κοινωνίες, λόγω κυρίως της κυκλικής μετακίνησής τους από και προς τις αγροτικές περιοχές.
Ωστόσο, προκύπτει και το συμπέρασμα ότι οι μετανάστες πέφτουν θύμα εκμετάλλευσης ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθώς «η εκμετάλλευση έχει να κάνει με το καθεστώς της απασχόλησης και όχι με τη χώρα προέλευσής τους», όπως διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος. «Απλώς κάποιες εθνικότητες ξεφεύγουν σε κάποιο βαθμό από την υπερεκμετάλλευση γιατί έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν επαγγέλματα ή περιοχή ή εργοδότες», προσθέτει.
Οι διαφορετικές ταχύτητες εργαζομένων που συναντώνται στον αγροτικό τομέα έχουν να κάνουν κυρίως με το αν αυτοί έχουν μόνιμη ή εποχική σχέση εργασίας, με τους μόνιμα εργαζόμενους να αντιμετωπίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εκεί βρίσκεται κατά τον κ. Παπαδόπουλο και το κλειδί για την αντιμετώπιση των φαινομένων εργασιακής εκμετάλλευσης: να επεκταθούν τα εργασιακά δικαιώματα και προς όφελος των εποχικά εργαζόμενων, προκειμένου όχι μόνο να διαβιούν καλύτερα, αλλά και να μπορεί να δικαιολογήσει ο παραγωγός την ποιότητα των προϊόντων του.
Ο καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου θέτει μάλιστα το ερώτημα πώς μπορούμε να μιλάμε για ποιοτικά προϊόντα, όταν σε πολλά από αυτά η εργασία που χρησιμοποιείται γίνεται πολύ λίγες φορές με κανόνες που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας των ανθρώπων.
Η επιστροφή των Ελλήνων στον πρωτογενή τομέα
Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται επιστροφή των Ελλήνων στον πρωτογενή τομέα. Αναφορικά με τη θέση των μεταναστών στις αγροτικές περιοχές με βάση τα νέα δεδομένα ο κ. Παπαδόπουλος απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτή η επιστροφή υπάρχει «σημειακά, αλλά όχι συνολικά, καθώς μικροί αριθμοί Ελλήνων έχουν πάει στις αγροτικές περιοχές για να εργαστούν». Πάντως υπογραμμίζει ότι «η παρουσία των μεταναστών σε αυτές τις περιοχές δεδομένης και της παρουσίας Ελλήνων είναι σημαντική, καθώς οι νέοι Έλληνες που γυρνάνε στην ύπαιθρο και προσπαθούν να αναπτύξουν μια δραστηριότητα έχουν ανάγκη ανθρώπινου δυναμικού». Επίσης, υπενθυμίζει ότι «το 80-90% της χειρωνακτικής εργασίας γίνεται από τους αλλοδαπούς και όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται».
Η έρευνα των Απόστολου Παπαδόπουλου και Λουκίας- Μαρίας Φρατσέα διεξήχθη για λογαριασμό του γερμανικού ιδρύματος «Heinrich Boell» και θα παρουσιαστεί στο 5ο Διεθνές Συνέδριο για τη Μετανάστευση, το οποίο θα φιλοξενηθεί από τις 23 ως τις 26 Αυγούστου στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
συνεντεύξεις με εργάτες και φορείς χάραξης πολιτικής, δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων από το 2008 μέχρι σήμερα και βιβλιογραφικές πηγές. Οι ερευνητές ασχολήθηκαν με την εποχική απασχόληση στον πρωτογενή τομέα, καθώς εκτός των μεγάλων πόλεων, στην υπόλοιπη Ελλάδα η απασχόληση των μεταναστών ξεκίνησε από τον τομέα αυτό. Όπως αναφέρεται, για τους μετανάστες η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα εγγυάται ένα εισόδημα αφορολόγητο, μόνο όμως για όσους θεωρούν τους εαυτούς τους ως προσωρινά εργαζόμενους και δεν έχουν φιλοδοξίες να βελτιώσουν τον τρόπο ζωής τους στην αγροτική Ελλάδα. Μακροπρόθεσμα, τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας επιβάλλουν σοβαρούς περιορισμούς σε όσους μετανάστες επιθυμούν να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο στη χώρα.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαδόπουλος, πολλοί από τους πιο παλιούς μετανάστες μετακινήθηκαν από τον πρωτογενή τομέα σε άλλους κλάδους, όπως τις κατασκευές και τον τουρισμό, αλλά με την οικονομική κρίση ξαναγύρισαν στη γεωργία.
Στον πρωτογενή τομέα υπάρχει, εξάλλου, διαρκής προβληματισμός των παραγωγών για προϊόντα ανταγωνιστικά σε τιμές και η συμπίεση των τιμών επηρεάζει τους όρους απασχόλησης των εργατών.
Βαρύτητα δίνεται στη διερεύνηση των συνθηκών εργασίας στη δυτική Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Ηλεία, όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούν τις κύριες οικονομικές δραστηριότητες μαζί με τον τουρισμό, ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, η εποχική εργασία είναι διαδεδομένη και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως στη Νάουσα, τη Βέροια, τη Σκάλα Λακωνίας, την Αργολίδα και τη Μεσσηνία.
Οι νομοί με τα υψηλότερα ποσοστά εποχικής απασχόλησης στον αγροτικό τομέα
Σύμφωνα με στοιχεία, τα υψηλότερα ποσοστά εποχικής απασχόλησης στον αγροτικό τομέα εμφανίζονται στην Πέλλα (20,8%), την Ηλεία (20,4%), την Ημαθία (20,1%), τα Δωδεκάνησα (19,9%), τη Χαλκιδική (19,5%), την Αττική (19,5%), τη Βοιωτία (18,2%), την Κορινθία (17,5%), την Πιερία (16%) και τη Φθιώτιδα (15,6%). Στην Ηλεία το ποσοστό της εποχικής απασχόλησης στη γεωργία αυξήθηκε στο 25% μέχρι το 2003, συνέχισε να παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέχρι το 2010, και άρχισε να πέφτει στη συνέχεια φτάνοντας το 20,4% το 2013. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των μεταναστών στην Ηλεία ανέρχεται στο 9% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Μανωλάδα και η καλλιέργεια της φράουλας, ενός προϊόντος με σημαντική εμπορική αξία και εξαγωγικό προσανατολισμό. Εκεί η συμπίεση του κόστους παραγωγής επιτυγχάνεται με υπερεκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από όρους εντατικοποίησης της εργασίας, χαμηλής αμοιβής των ανθρώπων και προσπάθειας διατήρησης των ημερομισθίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα με νέες προσλήψεις. Στην περίπτωση των φαινομένων καταναγκαστικής εργασίας στη Μανωλάδα η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αυτή η τακτική υπερεκμετάλλευσης, διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, δεν εμφανίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις περιοχές με σημαντική αγροτική ανάπτυξη, ωστόσο το ιδιαίτερο στοιχείο στο ελληνικό ζήτημα είναι «ότι υπάρχει αδυναμία εφαρμογής ενός ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου από την πλευρά του ελληνικού κράτος». Μία από τις προσπάθειες που έγιναν από την ελληνική Πολιτεία για να δοθούν λύσεις ήταν η θέσπιση του νόμου για τους μετακλητούς εργάτες από τρίτες χώρες, κάτι το οποίο όπως εκτιμά ο κ. Παπαδόπουλος δεν έχει επιφέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη λύση, όπου γίνεται σύνδεση των μετακλητών εργατών με συγκεκριμένους εργοδότες προκαλεί ακόμα ένα πρόβλημα, όπως διαπιστώνεται στην έρευνα. «Όταν με βάση τις υπουργικές αποφάσεις μετακαλούνται οι μετανάστες από συγκεκριμένο εργοδότη, δημιουργείται ένα δέσιμο με πολύ σημαντικούς όρους εξάρτησης και οικονομικού καταναγκασμού που δεν προάγει τα δικαιώματα των ανθρώπων αυτών», παρατηρεί ο καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Διαφοροποιήσεις στους όρους εργασίας ανά εθνικότητα
Μέσα από την έρευνα φωτίζονται, επίσης, διαφοροποιήσεις στους όρους εργασίας ανά εθνικότητα, οι οποίες προκύπτουν από διαφορές στον τύπο της απασχόλησης, στις δεξιότητες, στο νομικό καθεστώς παραμονής τους στην Ελλάδα και στο χρόνο παραμονής τους στην Ελλάδα. Όπως διαπιστώνεται, οι Αλβανοί που ήρθαν νωρίτερα και έκαναν προσπάθειες για να ενταχθούν στις τοπικές κοινωνίες, έχουν αξιοποιηθεί σε καλύτερες θέσεις σε σχέση με τους Ασιάτες, οι οποίοι συμβιώνουν περισσότερο μεταξύ τους και δεν ανοίγονται στην τοπική κοινωνία. Επίσης, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι που απασχολούνται εποχικά, δεν είναι και αυτοί ενταγμένοι στις τοπικές κοινωνίες, λόγω κυρίως της κυκλικής μετακίνησής τους από και προς τις αγροτικές περιοχές.
Ωστόσο, προκύπτει και το συμπέρασμα ότι οι μετανάστες πέφτουν θύμα εκμετάλλευσης ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθώς «η εκμετάλλευση έχει να κάνει με το καθεστώς της απασχόλησης και όχι με τη χώρα προέλευσής τους», όπως διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος. «Απλώς κάποιες εθνικότητες ξεφεύγουν σε κάποιο βαθμό από την υπερεκμετάλλευση γιατί έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν επαγγέλματα ή περιοχή ή εργοδότες», προσθέτει.
Οι διαφορετικές ταχύτητες εργαζομένων που συναντώνται στον αγροτικό τομέα έχουν να κάνουν κυρίως με το αν αυτοί έχουν μόνιμη ή εποχική σχέση εργασίας, με τους μόνιμα εργαζόμενους να αντιμετωπίζουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εκεί βρίσκεται κατά τον κ. Παπαδόπουλο και το κλειδί για την αντιμετώπιση των φαινομένων εργασιακής εκμετάλλευσης: να επεκταθούν τα εργασιακά δικαιώματα και προς όφελος των εποχικά εργαζόμενων, προκειμένου όχι μόνο να διαβιούν καλύτερα, αλλά και να μπορεί να δικαιολογήσει ο παραγωγός την ποιότητα των προϊόντων του.
Ο καθηγητής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου θέτει μάλιστα το ερώτημα πώς μπορούμε να μιλάμε για ποιοτικά προϊόντα, όταν σε πολλά από αυτά η εργασία που χρησιμοποιείται γίνεται πολύ λίγες φορές με κανόνες που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας των ανθρώπων.
Η επιστροφή των Ελλήνων στον πρωτογενή τομέα
Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται επιστροφή των Ελλήνων στον πρωτογενή τομέα. Αναφορικά με τη θέση των μεταναστών στις αγροτικές περιοχές με βάση τα νέα δεδομένα ο κ. Παπαδόπουλος απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι αυτή η επιστροφή υπάρχει «σημειακά, αλλά όχι συνολικά, καθώς μικροί αριθμοί Ελλήνων έχουν πάει στις αγροτικές περιοχές για να εργαστούν». Πάντως υπογραμμίζει ότι «η παρουσία των μεταναστών σε αυτές τις περιοχές δεδομένης και της παρουσίας Ελλήνων είναι σημαντική, καθώς οι νέοι Έλληνες που γυρνάνε στην ύπαιθρο και προσπαθούν να αναπτύξουν μια δραστηριότητα έχουν ανάγκη ανθρώπινου δυναμικού». Επίσης, υπενθυμίζει ότι «το 80-90% της χειρωνακτικής εργασίας γίνεται από τους αλλοδαπούς και όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται».
Η έρευνα των Απόστολου Παπαδόπουλου και Λουκίας- Μαρίας Φρατσέα διεξήχθη για λογαριασμό του γερμανικού ιδρύματος «Heinrich Boell» και θα παρουσιαστεί στο 5ο Διεθνές Συνέδριο για τη Μετανάστευση, το οποίο θα φιλοξενηθεί από τις 23 ως τις 26 Αυγούστου στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.