Ο Παύλος Καρασαββίδης, ποντιακής καταγωγής από τη Βέροια, είναι μαζί με τον αδελφό του Κώστα οι ιδιοκτήτες του τελευταίου ελληνικού καφενείου στο Μόλενμπεκ. Αφού χόρεψε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, έρχεται συγκινημένος να μαζέψει τα πιάτα. «Είμαι 50 χρόνια εδώ» λέει και βγάζει από την τσέπη του μια ξεφτισμένη ελληνική ταυτότητα. «Κοίτα, είμαι 17 χρόνων στη φωτογραφία.
Καμία αξία δεν έχει πια. Αλλά την κουβαλάω μαζί μου, για ενθύμιο». Το Μόλενμπεκ, στα βορειοδυτικά της πόλης των Βρυξελλών, είναι η περιοχή που τη χρόνια που πέρασε, και μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες, έγινε παγκοσμίως γνωστή ως ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της ισλαμικής τρομοκρατίας και άντρο τζιχαντιστών. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Τη δεκαετία του '60 και του '70 το Μόλενμπεκ ήταν γεμάτο Έλληνες. Ο πατέρας του Παύλου και του Κώστα Καρασαββίδη ήρθε στις Βρυξέλλες στις αρχές του ΄60 και εργάστηκε πρώτα στη βιομηχανία. Το 1962 ήρθε η γυναίκα του Σοφία με την κόρη τους, Χρυσούλα και τον μικρό Κώστα. Ο μεγαλύτερος γιος του, o Παύλος, έμεινε στην Ελλάδα για να τελειώσει το σχολείο και ήρθε ύστερα από μισό χρόνο μόνο του με το τρένο. Την εποχή εκείνη έχουν πλέον σταματήσει να δίνουν «κοντράτα» για δουλειά στα ορυχεία, και πολλοί από τους Έλληνες που αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στο Βέλγιο έρχονται ως «τουρίστες», όπως λένε, και εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα, προσπαθώντας να βρουν μια απασχόληση. Άλλοι σε εργοστάσια και στο Μετρό, που κατασκευάζεται τότε, και άλλοι που καταφέρνουν να ασχοληθούν με το εμπόριο και φυσικά την εστίαση.
«Ήρθα με ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Πήγαινα από δουλειά σε δουλειά. Μέχρι που κατάφερα να φτιάξω τη δική μου επιχείρηση. Για χρόνια διατηρούσα ένα παντοπωλείο εδώ στο Μόλενμπεκ» λέει ο κ. Σταύρος, ενώ μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους κάνουμε μια βόλτα «στη χαμένη γωνιά» του Μόλενμπεκ, χαρτογραφώντας ένα προς ένα όλα τα παλιά ελληνικά καφενεία της περιοχής.
Ξεναγός μας είναι ο Κώστας Καρασαββίδης, ο οποίος παράλληλα μας μεταφέρει την εικόνα και τη μυρωδιά της εποχής. «Να εδώ που τώρα είναι αυτή η πιτσαρία ήταν ένα ελληνικό καφέ. Του φίλου μου του Κώστα από τη Θεσσαλονίκη. Με τον Κώστα βγαίναμε πάντα μαζί.Χορεύαμε, σπάγαμε πιάτα. Πηγαίναμε σ’ ένα ελληνοβελγικό εστιατόριο που είχε και μουσική, εδώ πιο κάτω. Το είχε η Μαρία από τη Ρόδο, που είχε παντρευτεί Βέλγο», λέει, νοσταλγώντας τις μέρες που «η περιοχή έσφυζε από ζωντάνια». Την εποχή εκείνη νοσταλγεί και ο κ. Αμάρ, φίλος της οικογένειας Καρασαββίδη και πελάτης του καφενείου. Με καταγωγή από την Αλγερία, εγκαταστάθηκε στο Μόλενμπεκ το 1964 και έμεινε εκεί μέχρι το 2002. Άνθρωπος πιο χαμηλών τόνων, μεταφέρει εικόνες ηρεμίας και καλής γειτονίας, σ’ ένα πλαίσιο πολυπολιτισμικής συνύπαρξης και ανταλλαγής. «Δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Ήμασταν όλοι ξένοι και μοιραζόμασταν τα πάντα. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο» λέει ο κ. Αμάρ και παραδέχεται πως είδε την περιοχή να αλλάζει δραματικά.
Όσο «αναβαθμίζονται» οικονομικά οι Έλληνες, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι μετανάστες που είχαν εγκατασταθεί εκεί, εγκαταλείπουν σιγά - σιγά τη φτωχή περιοχή του Μόλενμπεκ, αφήνοντας πίσω τους άδεια ολόκληρα τετράγωνα πολυκατοικιών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, εξηγεί ο κ. Αμάρ, η περιοχή κατοικείται εν πολλοίς από νέες μεταναστευτικές κοινότητες που έρχονται από το Μαρόκο, την Τουρκία, το Πακιστάν.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό αλλαγών, οι αδελφοί Καρασαββίδη ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν το «Λευκό Τριαντάφυλλο», όπως ονομάζεται το καφενείο τους, φτάνοντάς το μέχρι τις μέρες μας. Πλέον, όμως, είναι από τα ελάχιστα μαγαζιά στο Μόλενμπεκ που σερβίρουν αλκοόλ, ανάμεσα στα δεκάδες αραβικά «σαλόν ντε τε», με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι της περιοχής να μην το βλέπουν με καλό μάτι.
Προς απογοήτευση, μάλιστα, των πελατών του -μεταξύ των οποίων και ο κ. Αμάρ, ο οποίος συνεχίζει να συχνάζει στο καφενείο των αδελφών Καρασαββίδη- πριν από δύο χρόνια μαθεύτηκε ότι το «Λευκό Τριαντάφυλλο» μάλλον θα πωληθεί. Το τζαμί που βρίσκεται ακριβώς δίπλα ενδιαφέρεται να το αγοράσει. Είναι το τζαμί στο οποίο προσευχόταν ο κ. Αμάρ, όταν ήταν ακόμα κάτοικος της περιοχής.
Το ενδεχόμενο κλείσιμο του τελευταίου ελληνικού καφενείου του Μόλενμπεκ ενέπνευσε τον Φλαμανδό σκηνοθέτη και επίσης πελάτη του μαγαζιού, Κρις Καρτς, και την ελληνικής καταγωγής ιστορικό Πολυξένη Ρουμελιώτη να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ που θα αφηγείται την ιστορία της οικογένειας και των πελατών του καφέ, διατηρώντας το «Λευκό Τριαντάφυλλο» ζωντανό στη μνήμη της πόλης. «Ανακάλυψα το καφέ το 2006, και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και αρκετά περίεργο. Δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα μαγαζιά. Πουλούσε αλκοόλ, η πελατεία του ήταν ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων, από γέρους Φλαμανδούς, Μαροκάνους, Τούρκους, Βαλκάνιους. Από τότε επέστρεφα συχνά» λέει ο κ. Καρτς. Ωστόσο, όπως εξηγεί, σκοπός του ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει δεν είναι να «σώσει» το τελευταίο ελληνικό καφέ του Μόλενμπεκ, το οποίο παρ' όλο που το σχέδιο ήταν να κλείσει το καλοκαίρι παραμένει ακόμα ανοιχτό. «Κανείς δεν ξέρει για πόσο, αυτό εξαρτάται από τους ιδιοκτήτες» λέει.
Επί της ουσίας, εξηγούν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ, πρόκειται για ένα κοινωνικο-καλλιτεχνικό έργο το οποίο υπηρετεί τη διαφορετικότητα και στόχο έχει να γίνει η αφορμή για «συναντήσεις» μεταξύ ανθρώπων. «Πιστεύω πως είναι ενδιαφέρον για όλους εκείνους έξω από την περιοχή να έρθουν σε επαφή με ένα Μόλενμπεκ που δεν φαίνεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά υπάρχει και είναι γεμάτο ανθρωπιά» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Γι' αυτό και παράλληλα με τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα στο «Λευκό Τριαντάφυλλο» διάφορες δραστηριότητες, όπως εκθέσεις φωτογραφίας, ρεμπέτικες βραδιές και θέατρο σκιών. Στο πλαίσιο αυτό διοργανώθηκε και η βόλτα στα παλιά ελληνικά καφενεία, με συμμετοχή παλιών κατοίκων και όχι μόνο. «Οι Έλληνες ξέρουν καλά να προσαρμόζονται και να βρίσκουν τον δρόμο τους. Ξέρουν επίσης και από διπλωματία» λέει με νόημα ο κ. Καρτς, καθώς ακούγονται ρεμπέτικα τραγούδια και το μαγαζί γεμίζει από μουσικούς ποικίλων εθνικοτήτων με τα παραδοσιακά τους όργανα και νέους πελάτες απ’ όλες της γωνιές των Βρυξελλών. Η «ζεστή ατμόσφαιρα» αυτού του καφέ, σε συνδυασμό με τον «κοσμοπολίτικο χαρακτήρα» των Ελλήνων, παίζει, έστω και συμβολικά, έναν ρόλο «ισορροπητικό» σε μια εποχή σαν κι αυτή, καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Καμία αξία δεν έχει πια. Αλλά την κουβαλάω μαζί μου, για ενθύμιο». Το Μόλενμπεκ, στα βορειοδυτικά της πόλης των Βρυξελλών, είναι η περιοχή που τη χρόνια που πέρασε, και μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες, έγινε παγκοσμίως γνωστή ως ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της ισλαμικής τρομοκρατίας και άντρο τζιχαντιστών. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Τη δεκαετία του '60 και του '70 το Μόλενμπεκ ήταν γεμάτο Έλληνες. Ο πατέρας του Παύλου και του Κώστα Καρασαββίδη ήρθε στις Βρυξέλλες στις αρχές του ΄60 και εργάστηκε πρώτα στη βιομηχανία. Το 1962 ήρθε η γυναίκα του Σοφία με την κόρη τους, Χρυσούλα και τον μικρό Κώστα. Ο μεγαλύτερος γιος του, o Παύλος, έμεινε στην Ελλάδα για να τελειώσει το σχολείο και ήρθε ύστερα από μισό χρόνο μόνο του με το τρένο. Την εποχή εκείνη έχουν πλέον σταματήσει να δίνουν «κοντράτα» για δουλειά στα ορυχεία, και πολλοί από τους Έλληνες που αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στο Βέλγιο έρχονται ως «τουρίστες», όπως λένε, και εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα, προσπαθώντας να βρουν μια απασχόληση. Άλλοι σε εργοστάσια και στο Μετρό, που κατασκευάζεται τότε, και άλλοι που καταφέρνουν να ασχοληθούν με το εμπόριο και φυσικά την εστίαση.
«Ήρθα με ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι. Πήγαινα από δουλειά σε δουλειά. Μέχρι που κατάφερα να φτιάξω τη δική μου επιχείρηση. Για χρόνια διατηρούσα ένα παντοπωλείο εδώ στο Μόλενμπεκ» λέει ο κ. Σταύρος, ενώ μαζί με άλλους ενδιαφερόμενους κάνουμε μια βόλτα «στη χαμένη γωνιά» του Μόλενμπεκ, χαρτογραφώντας ένα προς ένα όλα τα παλιά ελληνικά καφενεία της περιοχής.
Ξεναγός μας είναι ο Κώστας Καρασαββίδης, ο οποίος παράλληλα μας μεταφέρει την εικόνα και τη μυρωδιά της εποχής. «Να εδώ που τώρα είναι αυτή η πιτσαρία ήταν ένα ελληνικό καφέ. Του φίλου μου του Κώστα από τη Θεσσαλονίκη. Με τον Κώστα βγαίναμε πάντα μαζί.Χορεύαμε, σπάγαμε πιάτα. Πηγαίναμε σ’ ένα ελληνοβελγικό εστιατόριο που είχε και μουσική, εδώ πιο κάτω. Το είχε η Μαρία από τη Ρόδο, που είχε παντρευτεί Βέλγο», λέει, νοσταλγώντας τις μέρες που «η περιοχή έσφυζε από ζωντάνια». Την εποχή εκείνη νοσταλγεί και ο κ. Αμάρ, φίλος της οικογένειας Καρασαββίδη και πελάτης του καφενείου. Με καταγωγή από την Αλγερία, εγκαταστάθηκε στο Μόλενμπεκ το 1964 και έμεινε εκεί μέχρι το 2002. Άνθρωπος πιο χαμηλών τόνων, μεταφέρει εικόνες ηρεμίας και καλής γειτονίας, σ’ ένα πλαίσιο πολυπολιτισμικής συνύπαρξης και ανταλλαγής. «Δεν υπήρχε εγκληματικότητα. Ήμασταν όλοι ξένοι και μοιραζόμασταν τα πάντα. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο» λέει ο κ. Αμάρ και παραδέχεται πως είδε την περιοχή να αλλάζει δραματικά.
Όσο «αναβαθμίζονται» οικονομικά οι Έλληνες, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι μετανάστες που είχαν εγκατασταθεί εκεί, εγκαταλείπουν σιγά - σιγά τη φτωχή περιοχή του Μόλενμπεκ, αφήνοντας πίσω τους άδεια ολόκληρα τετράγωνα πολυκατοικιών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, εξηγεί ο κ. Αμάρ, η περιοχή κατοικείται εν πολλοίς από νέες μεταναστευτικές κοινότητες που έρχονται από το Μαρόκο, την Τουρκία, το Πακιστάν.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό αλλαγών, οι αδελφοί Καρασαββίδη ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν το «Λευκό Τριαντάφυλλο», όπως ονομάζεται το καφενείο τους, φτάνοντάς το μέχρι τις μέρες μας. Πλέον, όμως, είναι από τα ελάχιστα μαγαζιά στο Μόλενμπεκ που σερβίρουν αλκοόλ, ανάμεσα στα δεκάδες αραβικά «σαλόν ντε τε», με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι της περιοχής να μην το βλέπουν με καλό μάτι.
Προς απογοήτευση, μάλιστα, των πελατών του -μεταξύ των οποίων και ο κ. Αμάρ, ο οποίος συνεχίζει να συχνάζει στο καφενείο των αδελφών Καρασαββίδη- πριν από δύο χρόνια μαθεύτηκε ότι το «Λευκό Τριαντάφυλλο» μάλλον θα πωληθεί. Το τζαμί που βρίσκεται ακριβώς δίπλα ενδιαφέρεται να το αγοράσει. Είναι το τζαμί στο οποίο προσευχόταν ο κ. Αμάρ, όταν ήταν ακόμα κάτοικος της περιοχής.
Το ενδεχόμενο κλείσιμο του τελευταίου ελληνικού καφενείου του Μόλενμπεκ ενέπνευσε τον Φλαμανδό σκηνοθέτη και επίσης πελάτη του μαγαζιού, Κρις Καρτς, και την ελληνικής καταγωγής ιστορικό Πολυξένη Ρουμελιώτη να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ που θα αφηγείται την ιστορία της οικογένειας και των πελατών του καφέ, διατηρώντας το «Λευκό Τριαντάφυλλο» ζωντανό στη μνήμη της πόλης. «Ανακάλυψα το καφέ το 2006, και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και αρκετά περίεργο. Δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα μαγαζιά. Πουλούσε αλκοόλ, η πελατεία του ήταν ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων, από γέρους Φλαμανδούς, Μαροκάνους, Τούρκους, Βαλκάνιους. Από τότε επέστρεφα συχνά» λέει ο κ. Καρτς. Ωστόσο, όπως εξηγεί, σκοπός του ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει δεν είναι να «σώσει» το τελευταίο ελληνικό καφέ του Μόλενμπεκ, το οποίο παρ' όλο που το σχέδιο ήταν να κλείσει το καλοκαίρι παραμένει ακόμα ανοιχτό. «Κανείς δεν ξέρει για πόσο, αυτό εξαρτάται από τους ιδιοκτήτες» λέει.
Επί της ουσίας, εξηγούν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ, πρόκειται για ένα κοινωνικο-καλλιτεχνικό έργο το οποίο υπηρετεί τη διαφορετικότητα και στόχο έχει να γίνει η αφορμή για «συναντήσεις» μεταξύ ανθρώπων. «Πιστεύω πως είναι ενδιαφέρον για όλους εκείνους έξω από την περιοχή να έρθουν σε επαφή με ένα Μόλενμπεκ που δεν φαίνεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά υπάρχει και είναι γεμάτο ανθρωπιά» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Γι' αυτό και παράλληλα με τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα στο «Λευκό Τριαντάφυλλο» διάφορες δραστηριότητες, όπως εκθέσεις φωτογραφίας, ρεμπέτικες βραδιές και θέατρο σκιών. Στο πλαίσιο αυτό διοργανώθηκε και η βόλτα στα παλιά ελληνικά καφενεία, με συμμετοχή παλιών κατοίκων και όχι μόνο. «Οι Έλληνες ξέρουν καλά να προσαρμόζονται και να βρίσκουν τον δρόμο τους. Ξέρουν επίσης και από διπλωματία» λέει με νόημα ο κ. Καρτς, καθώς ακούγονται ρεμπέτικα τραγούδια και το μαγαζί γεμίζει από μουσικούς ποικίλων εθνικοτήτων με τα παραδοσιακά τους όργανα και νέους πελάτες απ’ όλες της γωνιές των Βρυξελλών. Η «ζεστή ατμόσφαιρα» αυτού του καφέ, σε συνδυασμό με τον «κοσμοπολίτικο χαρακτήρα» των Ελλήνων, παίζει, έστω και συμβολικά, έναν ρόλο «ισορροπητικό» σε μια εποχή σαν κι αυτή, καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Πηγή: avgi.gr