Λύση που δεν θα χρειαστεί ούτε καν νομοθετική παρέμβαση εξετάζουν οι τράπεζες σχετικά με τα “κόκκινα” στεγαστικά δάνεια. Το μοντέλο που εξετάζεται σύμφωνα με την Ημερησία είναι αυτό της Ισλανδίας, που προβλέπει διαγραφή μέρους του στεγαστικού, υπό προϋποθέσεις. Στις προϋποθέσεις βέβαια θα παίζουν ρόλο η πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη,
η οικονομική του κατάσταση, οι πληρωμές που έχει κάνει στο παρελθόν και γενικότερα το προφίλ του, τα οποία βέβαια θα εξετάζονται εξονυχιστικά από τις τράπεζες.
Το «κούρεμα» στα δάνεια θα γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και θα συνδέεται με την «αρνητική καθαρή αξία» του υποθηκευμένου ακινήτου. Θα εξετάζεται το Loan to Value ratio (LTV) που είναι ο λόγος του ύψους του στεγαστικού δανείου προς την εμπορική αξία του ακινήτου.
Αν το ακίνητο έχει αρνητική καθαρή αξία (δηλαδή το ποσό που μένει αν από την εμπορική αξία αφαιρεθεί το υπόλοιπο δανείου) τότε θα γίνεται το «κούρεμα». Όπως αναφέρει στην «Ημερησία» τραπεζικό στέλεχος: «Αν κάποιος δανειολήπτης έχει υπόλοιπο δανείου 150 χιλιάδες ευρώ και το ακίνητό του εκτιμηθεί από την τράπεζα 120 χιλιάδες ευρώ τότε έχει αρνητική καθαρή αξία 30 χιλ. ευρώ. Θα μπορούμε να παρέμβουμε και να κουρέψουμε αυτό το ποσό, αφού πρώτα ο δανειολήπτης κριθεί ότι δεν είναι σε θέση να αποπληρώνει το δάνειό του».
Η λύση που προκρίνεται, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θέλει καν νομοθετική ρύθμιση, αλλά είναι στρατηγική που θα μπορούν να χαράξουν οι τράπεζες. Αλλωστε, γι’ αυτό τον λόγο οι τραπεζίτες ζητούν το ακαταδίωκτο για διαγραφή οφειλών, όχι μόνο σε νοικοκυριά αλλά και σε επιχειρήσεις. Μάλιστα, και στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχει σχετική πρόβλεψη για διαγραφή μέρους ή όλου. Συγκεκριμένα η ΤτΕ αναφέρει ότι είναι δυνατή η οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του ιδρύματος, ώστε η εναπομείνασα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
Επίσης, υπάρχει και η πρόβλεψη για ολική διαγραφή της οφειλής όταν δεν υπάρχουν ρευστοποιήσιμα στοιχεία και δεν αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση.
Με τη λύση αυτή εκτιμάται ότι μπορούν να επιτευχθούν δύο βασικοί στόχοι:
Να μειωθούν αν όχι να μην υπάρξουν καθόλου πλειστηριασμοί ακινήτων οικογενειών με σοβαρή οικονομική αδυναμία που έχουν «γονατίσει» και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το δάνειό τους. Ετσι, θα αποσοβηθούν και ακραίες καταστάσεις σαν κι αυτές που συμβαίνουν κάθε Τετάρτη στα Ειρηνοδικεία.
Να αποφευχθεί ο κίνδυνος να περάσουν σε ξένα funds πακέτα δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους δανειολήπτες αλλά και την κυβέρνηση.
Τη διαγραφή μέρους οφειλών, κυρίως σε στεγαστικά δάνεια, έχουν προτείνει κι άλλοι παράγοντες της αγοράς. Συγκεκριμένα ο με μέχρι πρότινος επικεφαλής της Πειραιώς, Μιχάλης Σάλλας, είχε πει ότι μπορεί να γίνει γενναία ρύθμιση που θα προβλέπει τα εξής:
Το πρώτο μέρος του δανείου που θα αντιστοιχεί π.χ. στο 90% της αξίας του ακινήτου, θα προτείνεται από την τράπεζα για «sales and lease back», επεκτείνοντας αντίστοιχα τη διάρκειά του και μειώνοντας σημαντικά το ύψος της μηνιαίας εξυπηρέτησης σύμφωνα με τις δυνατότητες του δανειολήπτη. Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο μέρος του δανείου, εφόσον σε μία περίοδο π.χ. πέντε ετών δεν αποκαθίστανται οι αξίες των ακινήτων, να διαγράφεται το 50% της διαφοράς ανάμεσα στο συνολικό ύψος του δανείου και του ποσού που έχει μετατραπεί σε sales and lease back. Το υπόλοιπο 50% θα διαγράφεται στην επόμενη πενταετία, εάν και πάλι δεν έχουν μεταβληθεί προς τα πάνω οι αξίες των ακινήτων. Εάν ωστόσο έχει αποπληρωθεί μέρος του δανείου εξυπακούεται ότι αυτό θα συνεκτιμηθεί.
Προϋποθέσεις
Βασική προϋπόθεση για να προωθηθεί η λύση του κουρέματος μέρους των στεγαστικών δανείων είναι να μπορούν οι τράπεζες να ξεχωρίζουν τους «μπαταχτσήδες» από όσους έχουν πραγματική οικονομική αδυναμία. Διότι μια γενικευμένη απόφαση για διαγραφή οφειλών, όπως έγινε στους μη ενήμερους δανειολήπτες στην Ισλανδία, θα ευνοούσε και όσους δεν πληρώνουν παρά το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Πολύ σημαντικό ρόλο στο σχέδιο αυτό θα παίξουν οι εκτιμητές ακινήτων που θα ορίζει η τράπεζα, προκειμένου να εκτιμά την εμπορική αξία του ακινήτου και να βγάζει την αρνητική καθαρή αξία, σε σχέση με το υπόλοιπο της οφειλής. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε συνδυασμό με το σχέδιο της κυβέρνησης για εξομοίωση των εμπορικών τιμών με τις αντικειμενικές αξίες.
η οικονομική του κατάσταση, οι πληρωμές που έχει κάνει στο παρελθόν και γενικότερα το προφίλ του, τα οποία βέβαια θα εξετάζονται εξονυχιστικά από τις τράπεζες.
Το «κούρεμα» στα δάνεια θα γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και θα συνδέεται με την «αρνητική καθαρή αξία» του υποθηκευμένου ακινήτου. Θα εξετάζεται το Loan to Value ratio (LTV) που είναι ο λόγος του ύψους του στεγαστικού δανείου προς την εμπορική αξία του ακινήτου.
Αν το ακίνητο έχει αρνητική καθαρή αξία (δηλαδή το ποσό που μένει αν από την εμπορική αξία αφαιρεθεί το υπόλοιπο δανείου) τότε θα γίνεται το «κούρεμα». Όπως αναφέρει στην «Ημερησία» τραπεζικό στέλεχος: «Αν κάποιος δανειολήπτης έχει υπόλοιπο δανείου 150 χιλιάδες ευρώ και το ακίνητό του εκτιμηθεί από την τράπεζα 120 χιλιάδες ευρώ τότε έχει αρνητική καθαρή αξία 30 χιλ. ευρώ. Θα μπορούμε να παρέμβουμε και να κουρέψουμε αυτό το ποσό, αφού πρώτα ο δανειολήπτης κριθεί ότι δεν είναι σε θέση να αποπληρώνει το δάνειό του».
Η λύση που προκρίνεται, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θέλει καν νομοθετική ρύθμιση, αλλά είναι στρατηγική που θα μπορούν να χαράξουν οι τράπεζες. Αλλωστε, γι’ αυτό τον λόγο οι τραπεζίτες ζητούν το ακαταδίωκτο για διαγραφή οφειλών, όχι μόνο σε νοικοκυριά αλλά και σε επιχειρήσεις. Μάλιστα, και στον Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχει σχετική πρόβλεψη για διαγραφή μέρους ή όλου. Συγκεκριμένα η ΤτΕ αναφέρει ότι είναι δυνατή η οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του ιδρύματος, ώστε η εναπομείνασα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
Επίσης, υπάρχει και η πρόβλεψη για ολική διαγραφή της οφειλής όταν δεν υπάρχουν ρευστοποιήσιμα στοιχεία και δεν αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση.
Με τη λύση αυτή εκτιμάται ότι μπορούν να επιτευχθούν δύο βασικοί στόχοι:
Να μειωθούν αν όχι να μην υπάρξουν καθόλου πλειστηριασμοί ακινήτων οικογενειών με σοβαρή οικονομική αδυναμία που έχουν «γονατίσει» και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το δάνειό τους. Ετσι, θα αποσοβηθούν και ακραίες καταστάσεις σαν κι αυτές που συμβαίνουν κάθε Τετάρτη στα Ειρηνοδικεία.
Να αποφευχθεί ο κίνδυνος να περάσουν σε ξένα funds πακέτα δανείων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους δανειολήπτες αλλά και την κυβέρνηση.
Τη διαγραφή μέρους οφειλών, κυρίως σε στεγαστικά δάνεια, έχουν προτείνει κι άλλοι παράγοντες της αγοράς. Συγκεκριμένα ο με μέχρι πρότινος επικεφαλής της Πειραιώς, Μιχάλης Σάλλας, είχε πει ότι μπορεί να γίνει γενναία ρύθμιση που θα προβλέπει τα εξής:
Το πρώτο μέρος του δανείου που θα αντιστοιχεί π.χ. στο 90% της αξίας του ακινήτου, θα προτείνεται από την τράπεζα για «sales and lease back», επεκτείνοντας αντίστοιχα τη διάρκειά του και μειώνοντας σημαντικά το ύψος της μηνιαίας εξυπηρέτησης σύμφωνα με τις δυνατότητες του δανειολήπτη. Σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο μέρος του δανείου, εφόσον σε μία περίοδο π.χ. πέντε ετών δεν αποκαθίστανται οι αξίες των ακινήτων, να διαγράφεται το 50% της διαφοράς ανάμεσα στο συνολικό ύψος του δανείου και του ποσού που έχει μετατραπεί σε sales and lease back. Το υπόλοιπο 50% θα διαγράφεται στην επόμενη πενταετία, εάν και πάλι δεν έχουν μεταβληθεί προς τα πάνω οι αξίες των ακινήτων. Εάν ωστόσο έχει αποπληρωθεί μέρος του δανείου εξυπακούεται ότι αυτό θα συνεκτιμηθεί.
Προϋποθέσεις
Βασική προϋπόθεση για να προωθηθεί η λύση του κουρέματος μέρους των στεγαστικών δανείων είναι να μπορούν οι τράπεζες να ξεχωρίζουν τους «μπαταχτσήδες» από όσους έχουν πραγματική οικονομική αδυναμία. Διότι μια γενικευμένη απόφαση για διαγραφή οφειλών, όπως έγινε στους μη ενήμερους δανειολήπτες στην Ισλανδία, θα ευνοούσε και όσους δεν πληρώνουν παρά το γεγονός ότι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Πολύ σημαντικό ρόλο στο σχέδιο αυτό θα παίξουν οι εκτιμητές ακινήτων που θα ορίζει η τράπεζα, προκειμένου να εκτιμά την εμπορική αξία του ακινήτου και να βγάζει την αρνητική καθαρή αξία, σε σχέση με το υπόλοιπο της οφειλής. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε συνδυασμό με το σχέδιο της κυβέρνησης για εξομοίωση των εμπορικών τιμών με τις αντικειμενικές αξίες.