Οι ανατροπές που θέτουν οι «θεσμοί» με το κείμενό τους, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, είναι: -Κατώτατος μισθός: Οι θεσμοί διαπιστώνουν ότι παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ και ότι η δομή του παραμένει «εξαιρετικά περίπλοκη», λόγω της πρόσθετης αποζημίωσης (τριετίες) για διαφορετικά
επίπεδα εμπειρίας. Παρόμοια δομή κατώτατου μισθού δεν υπάρχει σε άλλες χώρες, σημειώνεται στο έγγραφο, θέτοντας ανοιχτά ζήτημα για κατώτερο μισθό απαλλαγμένο από τα επιδόματα που διασώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.-Καθορισμός του μισθού: Οι «θεσμοί», επικαλούμενοι την πρακτική άλλων ευρωπαϊκών κρατών, τονίζουν ότι θα αποφασίζεται από το κράτος, όπως προβλέπει ο νόμος 4172/13, αφού συνεκτιμηθούν οι πραγματικές αντοχές της οικονομίας (επίπεδα ύφεσης ή ανάπτυξης), το ποσοστό ανεργίας, η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και η ανάγκη αύξησης των θέσεων εργασίας. Ο ρόλος των «κοινωνικών εταίρων» δεν θα είναι δεσμευτικός για τον κατώτατο μισθό, παρά μόνο συμβουλευτικός. Πρόκειται για τη διαδικασία που προβλεπόταν να ξεκινήσει από το 2017 και την οποία ο Γ. Κατρούγκαλος παραπέμπει τώρα στα μέσα του 2018, μέχρι να ολοκληρωθεί δηλαδή το τρέχον πρόγραμμα. Μέχρι τότε, ο μισθός θα παραμένει στα 586 και 511 μεικτά, ενώ και μετά είναι ορθάνοιχτος για περαιτέρω μειώσεις.
-Ευελιξία αμοιβών («wage flexibility») και Συλλογικές Συμβάσεις μόνο σε επίπεδο επιχείρησης: Το μέτρο θα δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καθορίζουν διαφορετικά και χαμηλότερα επίπεδα αμοιβών, για να αντέξουν στην κρίση. Ηδη, η νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να υπογράφουν Συμβάσεις με τις ενώσεις προσώπων και να επιβάλουν μειώσεις και θεσμικά κατά το δοκούν.
-Αύξηση του ορίου των απολύσεων έως 10%, όπως ορίζει η κοινοτική οδηγία, και κατάργηση των περιορισμών στις ομαδικές απολύσεις: Στο κείμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «δύο περιοχές μπορεί να χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης: α) Το κατώφλι για τον ορισμό των συλλογικών απολύσεων και β) την απαίτηση για διοικητική έγκριση των ομαδικών απολύσεων».
-Ξήλωμα του συνδικαλιστικού νόμου με κατάργηση συνδικαλιστικών αδειών και άρση της ασυλίας στις απολύσεις: Οι δανειστές ζητούν τη ριζική αναμόρφωση του νόμου και ταυτόχρονα την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που απαιτούνται για την επικύρωση των αποφάσεων για απεργίες, αλλά και τη συμμόρφωση των οργανώσεων με δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τη νομιμότητα των απεργιών. Σε επίπεδο επιχειρήσεων και σε αποφάσεις σωματείων, υποστηρίζουν την ανάγκη οι αποφάσεις να λαμβάνονται με πλειοψηφία των εργαζομένων και όχι με τα ποσοστά της απαρτίας που ορίζονται για τις συνελεύσεις. Πρόκειται για ρύθμιση - ταφόπλακα στο δικαίωμα της απεργίας, με δεδομένη την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο κίνημα, την τρομοκρατία που ασκεί η εργοδοσία και τον υπονομευτικό ρόλο του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
-Επαναφορά του δικαιώματος ανταπεργίας στους εργοδότες: Αυτό προτείνεται να γίνει με δύο μορφές: Το «αμυντικό λοκ άουτ», που θα δίνει το δικαίωμα σε μια επιχείρηση να προστατεύει χώρους και υλικοτεχνική υποδομή κλείνοντας συγκεκριμένα τμήματα, και το «επιθετικό λοκ άουτ» σε καταχρηστικές απεργίες με πλήρη αναστολή όλων των δραστηριοτήτων για μείωση ζημιών.
Η τακτική της κυβέρνησης στόχο έχει να καθησυχάσει τους εργαζόμενους, να τους αποπροσανατολίσει, να καθυστερήσει την οργάνωση και την κινητοποίησή τους. Γι' αυτό, με κάθε αφορμή, προσπαθεί να θολώσει τα νερά, όπως έκανε ο Γ. Κατρούγκαλος, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του κειμένου των «θεσμών» για τα Εργασιακά.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, λέει πως πρόκειται για ένα κείμενο εργασίας και ότι η σθεναρή διαπραγμάτευση της κυβέρνησης θα αποτρέψει τα χειρότερα, όπως έγινε και με το Ασφαλιστικό! Εδώ είναι που δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει...
Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα επιβεβαιώνεται: Οτι οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα βρίσκονται στον προθάλαμο μιας σαρωτικής μεταρρύθμισης στα Εργασιακά, την οποία διευθύνουν από κοινού κυβέρνηση - κουαρτέτο, για λογαριασμό της μεγαλοεργοδοσίας. Στόχος της κυβέρνησης, πέρα από το να κάνει τη βρώμικη δουλειά για το κεφάλαιο, είναι επίσης να ενσωματώσει τις λαϊκές αντιδράσεις, να τις χειραγωγήσει. Γι' αυτό απευθύνει προσκλήσεις σε «κοινωνικό διάλογο».
Επομένως, δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους εργαζόμενους: Ο ένας είναι αυτός που τους προτείνει η κυβέρνηση και οδηγεί με βεβαιότητα σε νέες απώλειες δικαιωμάτων, όπως έγινε και με το Ασφαλιστικό.
Ο άλλος είναι αυτός που οριοθετεί η πρόταση - κάλεσμα των ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων για οργάνωση της πάλης στο μέτωπο των Συλλογικών Συμβάσεων, με πλαίσιο την ανάκτηση των απωλειών, την κατάργηση των αντεργατικών νόμων, τη διεκδίκηση της ικανοποίησης όλων των σύγχρονων αναγκών. Στο χέρι των εργαζομένων είναι να δώσουν ένα γερό μάθημα στην κυβέρνηση και στην εργοδοσία για όσα σχεδιάζουν σε βάρος τους.