Ήταν 25 Μαΐου 2011. Το facebook, το twitter και γενικότερα τα social media, φιλοξένησαν κινηματικά καλέσματα δράσης, κατά των μνημονίων και της λιτότητας. Η πρώτη ημέρα ήταν η σπίθα που άναψε την μεγάλη φωτιά στο κίνημα των «Αγανακτισμένων». Οι διαμαρτυρίες και οι αντιδράσεις στην Πλατεία Δημαρχείου της Βέροιας ήταν σε καθημερινή βάση.
Μέσα σε λίγο καιρό, κατάφεραν να συσσωρεύσουν υποστηρικτές και αντιπάλους, τόσο στα Αριστερά όσο και στα Δεξιά. Από τους μεν άλλοτε αποθεώνονταν, ως εισηγητές της «άμεσης δημοκρατίας» ή της «εισαγωγής των μαζών στις πολιτικές εξελίξεις» και άλλοτε απορρίπτονταν ως «ανερμάτιστοι», χωρίς στοιχειώδη ταξική αντίληψη της πραγματικότητας και φορείς ενός λανθάνοντα εθνικισμού. Από τους δε, ενίοτε κανακεύονταν ως φορείς του ελληνικού φιλότιμου που ξύπνησε και ενίοτε παρουσιάζονταν ως η απόδειξη ότι οι Έλληνες παραμένουν ένας κακομαθημένος λαός. Ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι το φαινόμενο της «Αγανάκτησης» διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του πιο εντυπωσιακού διάττοντα αστέρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Θεωρούμενο από πολλούς ως ικανό να αλλάξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και να ανοίξει τον δρόμο για κάτι διαφορετικό, μοιάζει σήμερα ξεχασμένο και κυρίως με εμφανή την αποτυχία του να αφήσει ίχνη στις κοινωνικές δομές της χώρας.
Και εύλογα αναρωτιέται κανείς. Που στο καλό πήγαν αυτοί οι Αγανακτισμένοι Βεροιώτες; Γιατί και πως χάθηκαν; Που είναι όλοι εκείνοι που μας ζάλιζαν καθημερινά με τα μηνύματά τους, προκειμένου να κατέβουμε στην Πλατεία και ότι αν δεν συμμετείχαμε θα ήμασταν προδότες και γερμανοτσολιάδες; Μήπως είναι ευχαριστημένοι με τα νέα μνημόνια; Δεν αγανακτούν πλέον με τα νέα δυσβάσταχτα μέτρα που φέρνει η νέα κυβέρνηση;
Μέσα σε λίγο καιρό, κατάφεραν να συσσωρεύσουν υποστηρικτές και αντιπάλους, τόσο στα Αριστερά όσο και στα Δεξιά. Από τους μεν άλλοτε αποθεώνονταν, ως εισηγητές της «άμεσης δημοκρατίας» ή της «εισαγωγής των μαζών στις πολιτικές εξελίξεις» και άλλοτε απορρίπτονταν ως «ανερμάτιστοι», χωρίς στοιχειώδη ταξική αντίληψη της πραγματικότητας και φορείς ενός λανθάνοντα εθνικισμού. Από τους δε, ενίοτε κανακεύονταν ως φορείς του ελληνικού φιλότιμου που ξύπνησε και ενίοτε παρουσιάζονταν ως η απόδειξη ότι οι Έλληνες παραμένουν ένας κακομαθημένος λαός. Ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι το φαινόμενο της «Αγανάκτησης» διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο του πιο εντυπωσιακού διάττοντα αστέρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Θεωρούμενο από πολλούς ως ικανό να αλλάξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και να ανοίξει τον δρόμο για κάτι διαφορετικό, μοιάζει σήμερα ξεχασμένο και κυρίως με εμφανή την αποτυχία του να αφήσει ίχνη στις κοινωνικές δομές της χώρας.
Και εύλογα αναρωτιέται κανείς. Που στο καλό πήγαν αυτοί οι Αγανακτισμένοι Βεροιώτες; Γιατί και πως χάθηκαν; Που είναι όλοι εκείνοι που μας ζάλιζαν καθημερινά με τα μηνύματά τους, προκειμένου να κατέβουμε στην Πλατεία και ότι αν δεν συμμετείχαμε θα ήμασταν προδότες και γερμανοτσολιάδες; Μήπως είναι ευχαριστημένοι με τα νέα μνημόνια; Δεν αγανακτούν πλέον με τα νέα δυσβάσταχτα μέτρα που φέρνει η νέα κυβέρνηση;