Συμπληρώνονται 19 χρόνια από το πρώτο γκολ του Βασίλη Τσιάρτα με τη φανέλα της Σεβίγια και ο «Βεροιώτης» θυμάται το πέρασμα του Ναουσαίου «μάγου» της μπάλας από την μεγάλη ομάδα της Ανδαλουσίας. Εξαιρετικά λίγοι είναι οι Έλληνες παίκτες που έχουν αγωνιστεί στο εξωτερικό και έχουν γίνει σύνθημα στα χείλη των φανατικών φιλάθλων της ομάδας τους. Ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που λατρεύτηκαν από την κερκίδα με τον τρόπο που το πέτυχε ο σπουδαίος Βασίλης Τσιάρτας στη Σεβίγια.
Ο "μάγος", όπως συνεχίζουν να τον αποκαλούν στη Σεβίλλη, άφησε παρακαταθήκη στην πόλη του Γουαδαλκιβίρ μια ποδοσφαιρική τετραετία γεμάτη θέαμα και ουσία, πραγματοποιώντας ένα τόσο πετυχημένο πέρασμα, ώστε μετά από σχεδόν δυο δεκαετίες, να μνημονεύονται το όνομα και η προσφορά του με αγάπη και σεβασμό. Η τρανή απόδειξη είναι ότι σε κάθε επιστροφή του στην πόλη, ο "Βασίλη" απολαμβάνει τις εκδηλώσεις λατρείας και αναγνώρισης από τους απλούς φίλαθλους της Σεβίγια, σα να μην πέρασε μια μέρα.
Ο "μάγος", όπως συνεχίζουν να τον αποκαλούν στη Σεβίλλη, άφησε παρακαταθήκη στην πόλη του Γουαδαλκιβίρ μια ποδοσφαιρική τετραετία γεμάτη θέαμα και ουσία, πραγματοποιώντας ένα τόσο πετυχημένο πέρασμα, ώστε μετά από σχεδόν δυο δεκαετίες, να μνημονεύονται το όνομα και η προσφορά του με αγάπη και σεβασμό. Η τρανή απόδειξη είναι ότι σε κάθε επιστροφή του στην πόλη, ο "Βασίλη" απολαμβάνει τις εκδηλώσεις λατρείας και αναγνώρισης από τους απλούς φίλαθλους της Σεβίγια, σα να μην πέρασε μια μέρα.
Ιούνιος 1996. Τελευταία αγωνιστική της Πριμέρα Ντιβισιόν. Η Σεβίγια αντιμετωπίζει τη Σαλαμάνκα και χρειάζεται οπωσδήποτε τη νίκη για να παραμείνει στην κατηγορία. Ο Ντάβορ Σούκερ, το αστέρι της ομάδας, βρίσκεται στην Κροατία, εκβιάζοντας έτσι τους διοικούντες να του δώσουν μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης. Οι "Μπίρις" - οι φανατικοί της ομάδας - του απευθύνουν ανοιχτή επιστολή να έρθει και να παίξει για τον κόσμο και αυτός νοικιάζει ιδιωτικό αεροπλάνο, φτάνει στη Σεβίλλη τη μέρα του αγώνα, σημειώνει χατ τρικ και μέσα σε αποθέωση αναχωρεί ξανά δύο ώρες μετά τη λήξη του ματς. Αυτή είναι η αρχή μιας δύσκολης περιόδου για τον ιστορικό σύλλογο της Ανδαλουσίας που οφείλεται κυρίως στην κακή διαχείριση ενός κάκιστου προέδρου, του Γκονθάλεθ ντε Κάλδας. Με τη λήξη του πρωταθλήματος η Σεβίλια κάνει τον προγραμματισμό της νέας σεζόν. Ένας πανέξυπνος μάνατζερ, ο Ροσέντο Καβέθας, ρίχνει στο τραπέζι το όνομα του Βασίλη Τσιάρτα. Οι διαπραγματεύσεις με την ΑΕΚ αρχίζουν και καταλήγουν σε συμφωνία. Ο Ναουσαίος άσος φτάνει στη Σεβίλλη, παρουσιάζεται επίσημα από το σύλλογο, πατάει για πρώτη φορά το χορτάρι του "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν" και προλαβαίνει να χαζέψει τους φιλάθλους σηκώνοντας με 12 διαφορετικούς τρόπους τη μπάλα μέσα σε πέντε λεπτά. "Φαινόταν σα να της μίλαγε", θα γράψει την επόμενη μέρα εκστασιασμένος ο δημοσιογράφος της Marca.
Λίγες μέρες αργότερα ο Ροσέντο Καβέθας προτείνει την απόκτηση ενός ακόμα Έλληνα παίκτη. Όλοι θυμούνται τα παιχνίδια της περασμένης χρονιάς (1995) με τον Ολυμπιακό στο ΟΥΕΦΑ και τον κορυφαίο "ερυθρόλευκο" σε αυτές τις συναντήσεις, τον Πέτρο Μαρινάκη. Η συμφωνία κλείνει στο λιμάνι και η Σεβίγια γίνεται η πρώτη ξένη ομάδα με δύο Έλληνες παίκτες στο ρόστερ της και έναν Έλληνα άγιο στον πάγκο, τον προστάτη τού συλλόγου Άγιο Νεκτάριο. Ο ενθουσιασμός των "σεβιγίστας" κορυφώνεται με την απόκτηση του Χοσέ Αντόνιο Καμάτσο στη θέση του τεχνικού. Όλοι μιλούν για την καλύτερη ομάδα της δεκαετίας και κάνουν όνειρα για έξοδο στην Ευρώπη. Όμως η πραγματικότητα αποδεικνύεται διαφορετική. Στις πρώτες εννιά αγωνιστικές η Σεβίγια πετυχαίνει μόλις μια νίκη και ηττάται έξι φορές. Η μουρμούρα αρχίζει από τα πέταλα και εξαπλώνεται σιγά-σιγά σε όλο το γήπεδο. Ο εγωιστής και ξεροκέφαλος Καμάτσο δε χρησιμοποιεί πολύ τους Έλληνες γιατί δεν είναι δικές του επιλογές. Σε μια συνέντευξη τύπου δηλώνει ότι ο Τσιάρτας δεν τρέχει καθόλου ενώ ο Μαρινάκης τρέχει παραπάνω από όσο πρέπει. Ο Βασίλης απαντά με το περίφημο: "δε χρειάζεται να τρέχω, τρέχει η μπάλα για μένα"και η κόντρα γίνεται επίσημη. Τα άσχημα αποτελέσματα αναγκάζουν τον Καμάτσο να δώσει συμμετοχές στο Μαρινάκη. Ο "Ίντιο" (Ινδιάνος), όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά οι φίλαθλοι, αρπάζει την ευκαιρία και κάνει συνεχόμενα καλά παιχνίδια.
Οι ελληνικές σημαίες κάνουν την εμφάνισή τους στις κερκίδες και το "μηχανάκι" τής Σεβίγια αποθεώνεται όταν κερδίζει πέναλτι με αντίπαλο την Αθλέτικ του Μπιλμπάο (από τον Ουρούτια, σημερινό πρόεδρο των Βάσκων) στη μεγαλύτερη νίκη των "ροχιμπλάνκος" με 4-2.Είναι όμως απλά μια παρένθεση. Η ομάδα δε μπορεί να βρει αγωνιστικό προσανατολισμό, λείπει ο οργανωτής αφού ο Καμάτσο χρησιμοποιεί τον Τσιάρτα μόνο σαν αλλαγή και το κακό κλίμα μεταφέρεται στα αποδυτήρια, όπου η σχέση παικτών - προπονητή είναι πλέον τεταμένες. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να τελειώσει ο πρώτος γύρος με απογοητευτικούς αριθμούς για τη Σεβίγια. Σε 21 αγώνες η συγκομιδή είναι μόλις πέντε νίκες, τρεις ισοπαλίες και δεκατρείς ήττες.
Ο δεύτερος γύρος αρχίζει με τη Ρεάλ Σοθιεδάδ φιλοξενούμενη στο "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν". Η βραδιά εξελίσσεται θετικά για τους γηπεδούχους που προηγούνται με 2-0 λίγο πριν το τέλος του παιχνιδιού. Όμως από το 84’ μέχρι το 89’ θα γυρίσουν όλα ανάποδα. Η Σεβίγια θα δεχτεί τρία γκολ στα έξι τελευταία λεπτά, θα χάσει με 2-3 και η οργή των φιλάθλων θα ξεσπάσει επί δικαίων και αδίκων. Στα επίσημα επιτίθενται στον πρόεδρο, ο οποίος φυγαδεύεται την τελευταία στιγμή και κρύβεται επί δυο ώρες στα γραφεία του γηπέδου. Στην αίθουσα Τύπου εισβάλλουν οι εκτός ελέγχου "Μπίρις" και προπηλακίζουν τον προπονητή. Την ίδια ώρα πάνω από τριάντα χιλιάδες εξαγριωμένοι οπαδοί μπλοκάρουν τις εξόδους και περιμένουν τους παίκτες με άγριες διαθέσεις, ενώ λίγο αργότερα γίνεται γνωστή η παραίτηση τού Καμάτσο. Εκείνη η νύχτα (2/2/1997) είναι σίγουρα μια από τις πιο δύσκολες στην καριέρα του Βασίλη Τσιάρτα. Τις προηγούμενες μέρες ο Ντε Κάλδας με δηλώσεις του σε δημοσιογράφους καλλιεργεί κλίμα εναντίον του Έλληνα παίκτη, διαδίδοντας ότι δεν έχει το μυαλό του στις προπονήσεις αλλά στις δόσεις που του χρωστάει ο σύλλογος. Το πλήθος έξω από το "Σάντσεθ Πιθχουάν" επαναλαμβάνει συνεχώς το σύνθημα "πεσετέρο" (πεσέτες, το τότε ισπανικό νόμισμα), απευθυνόμενο στον Τσιάρτα και η αστυνομία αποφασίζει να τον φυγαδεύσει από το γήπεδο μέσα σε κλούβα για λόγους ασφάλειας (όπως συμβαίνει και με άλλους παίκτες), λες και είναι αυτός που ευθύνεται για το χάλι της διοίκησης και της ομάδας, παίζοντας δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα σε κάθε αγώνα. Εκείνο το βράδυ στο Νερβιόν, κανείς δεν φαντάζεται ότι ένα μήνα αργότερα, ολόκληρο το γήπεδο θα αποθεώνει τον παίκτη που ο Ντε Κάλδας έχει μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο της δικής του ανικανότητας.
Ο δεύτερος γύρος αρχίζει με τη Ρεάλ Σοθιεδάδ φιλοξενούμενη στο "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν". Η βραδιά εξελίσσεται θετικά για τους γηπεδούχους που προηγούνται με 2-0 λίγο πριν το τέλος του παιχνιδιού. Όμως από το 84’ μέχρι το 89’ θα γυρίσουν όλα ανάποδα. Η Σεβίγια θα δεχτεί τρία γκολ στα έξι τελευταία λεπτά, θα χάσει με 2-3 και η οργή των φιλάθλων θα ξεσπάσει επί δικαίων και αδίκων. Στα επίσημα επιτίθενται στον πρόεδρο, ο οποίος φυγαδεύεται την τελευταία στιγμή και κρύβεται επί δυο ώρες στα γραφεία του γηπέδου. Στην αίθουσα Τύπου εισβάλλουν οι εκτός ελέγχου "Μπίρις" και προπηλακίζουν τον προπονητή. Την ίδια ώρα πάνω από τριάντα χιλιάδες εξαγριωμένοι οπαδοί μπλοκάρουν τις εξόδους και περιμένουν τους παίκτες με άγριες διαθέσεις, ενώ λίγο αργότερα γίνεται γνωστή η παραίτηση τού Καμάτσο. Εκείνη η νύχτα (2/2/1997) είναι σίγουρα μια από τις πιο δύσκολες στην καριέρα του Βασίλη Τσιάρτα. Τις προηγούμενες μέρες ο Ντε Κάλδας με δηλώσεις του σε δημοσιογράφους καλλιεργεί κλίμα εναντίον του Έλληνα παίκτη, διαδίδοντας ότι δεν έχει το μυαλό του στις προπονήσεις αλλά στις δόσεις που του χρωστάει ο σύλλογος. Το πλήθος έξω από το "Σάντσεθ Πιθχουάν" επαναλαμβάνει συνεχώς το σύνθημα "πεσετέρο" (πεσέτες, το τότε ισπανικό νόμισμα), απευθυνόμενο στον Τσιάρτα και η αστυνομία αποφασίζει να τον φυγαδεύσει από το γήπεδο μέσα σε κλούβα για λόγους ασφάλειας (όπως συμβαίνει και με άλλους παίκτες), λες και είναι αυτός που ευθύνεται για το χάλι της διοίκησης και της ομάδας, παίζοντας δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα σε κάθε αγώνα. Εκείνο το βράδυ στο Νερβιόν, κανείς δεν φαντάζεται ότι ένα μήνα αργότερα, ολόκληρο το γήπεδο θα αποθεώνει τον παίκτη που ο Ντε Κάλδας έχει μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο της δικής του ανικανότητας.
Η επόμενη μέρα βρίσκει την ομάδα σε αναζήτηση προπονητή και ηρεμίας. Και τα δυο όμως είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν. Η διοίκηση έχει να αντιμετωπίσει τη γενική κατακραυγή. Όλοι ζητούν από τον Ντε Κάλδας να παραιτηθεί. Καταφθάνει ο Αργεντίνος παγκόσμιος πρωταθλητής Κάρλος Μπιλάρδο, παρουσιάζεται σε συνέντευξη τύπου ως ο νέος τεχνικός και τρεις εβδομάδες αργότερα, μετά την εντός έδρας ήττα από την Λογρονιές με 1-4, φεύγει, μιλώντας για πρωτόγνωρο ερασιτεχνισμό των διοικούντων. Σε μια τελευταία κίνηση εντυπωσιασμού ο πρόεδρος φέρνει τον Βραζιλιάνο Μπεμπέτο, του υπόσχεται ένα καράβι λεφτά, αλλά κι αυτός αναχωρεί λίγες εβδομάδες μετά για τη Βραζιλία. Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας ο Μαρινάκης αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα. Σπάει το συμβόλαιό του και αφήνει πικραμένος τη Σεβίλλη.
Μπροστά στο ολοκληρωτικό αδιέξοδο ο Ντε Κάλδας αναγκάζεται να παραιτηθεί και αναλαμβάνει ο Ραφαέλ Καριόν, ο οποίος αναβαθμίζει τον προπονητή της Σεβίγια Β’, Χουλιάν Ρούβιο, και του εμπιστεύεται τον πάγκο τής πρώτης ομάδας. Ο Ρούβιο κάνει απλές κινήσεις. Προωθεί στην πρώτη ομάδα τον πιτσιρικά Χοσέ Μάρι και δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Τσιάρτα, θέλοντας να εκμεταλλευτεί το δημιουργικό του παιχνίδι και τις πάσες-μισά γκολ προς τους επιθετικούς, δηλαδή τον Ρόμπερτ Προσινέτσκι, τον Σάλβα Μπαγέστα και τον νεαρό Χοσέ Μάρι. Κάπως έτσι αρχίζει μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας για την Σεβίγια που βρίσκεται στην προτελευταία θέση (πρωτάθλημα 22 ομάδων με τους 4 τελευταίους να υποβιβάζονται αυτόματα).
Μέσα σε ελάχιστες αγωνιστικές ο Βασίλης αναγορεύεται σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Σεβίγια. Οργανώνει το παιχνίδι, σκοράρει με όλους τους πιθανούς τρόπους, μοιράζει ασίστ, ηρεμεί τον ρυθμό όταν χρειάζεται και τον επιταχύνει με τις κάθετες πάσες του στις αντεπιθέσεις. Η μεταστροφή των φιλάθλων και των ΜΜΕ προς το πρόσωπό του είναι καθολική. Η φανέλα με το νούμερο 10 γίνεται ανάρπαστη στις μπουτίκ του συλλόγου. Και οι ενέργειές του στο γήπεδο προβάλλονται στα highlights των κυριακάτικων αθλητικών εκπομπών. Ποδοσφαιρικές προσωπικότητες του ισπανικού και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου μιλάνε με τα πιο κολακευτικά λόγια για την τεχνική του.
Μπροστά στο ολοκληρωτικό αδιέξοδο ο Ντε Κάλδας αναγκάζεται να παραιτηθεί και αναλαμβάνει ο Ραφαέλ Καριόν, ο οποίος αναβαθμίζει τον προπονητή της Σεβίγια Β’, Χουλιάν Ρούβιο, και του εμπιστεύεται τον πάγκο τής πρώτης ομάδας. Ο Ρούβιο κάνει απλές κινήσεις. Προωθεί στην πρώτη ομάδα τον πιτσιρικά Χοσέ Μάρι και δίνει απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Τσιάρτα, θέλοντας να εκμεταλλευτεί το δημιουργικό του παιχνίδι και τις πάσες-μισά γκολ προς τους επιθετικούς, δηλαδή τον Ρόμπερτ Προσινέτσκι, τον Σάλβα Μπαγέστα και τον νεαρό Χοσέ Μάρι. Κάπως έτσι αρχίζει μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας για την Σεβίγια που βρίσκεται στην προτελευταία θέση (πρωτάθλημα 22 ομάδων με τους 4 τελευταίους να υποβιβάζονται αυτόματα).
Μέσα σε ελάχιστες αγωνιστικές ο Βασίλης αναγορεύεται σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Σεβίγια. Οργανώνει το παιχνίδι, σκοράρει με όλους τους πιθανούς τρόπους, μοιράζει ασίστ, ηρεμεί τον ρυθμό όταν χρειάζεται και τον επιταχύνει με τις κάθετες πάσες του στις αντεπιθέσεις. Η μεταστροφή των φιλάθλων και των ΜΜΕ προς το πρόσωπό του είναι καθολική. Η φανέλα με το νούμερο 10 γίνεται ανάρπαστη στις μπουτίκ του συλλόγου. Και οι ενέργειές του στο γήπεδο προβάλλονται στα highlights των κυριακάτικων αθλητικών εκπομπών. Ποδοσφαιρικές προσωπικότητες του ισπανικού και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου μιλάνε με τα πιο κολακευτικά λόγια για την τεχνική του.
"Έχει το πιο επικίνδυνο κόρνερ που έχω δει στη ζωή μου", λέει ο Λόμπο Καράσκο, παλιός διεθνής παίκτης της Μπαρτσελόνα και σχολιαστής.
"Δεν καταλαβαίνω γιατί λέμε ότι τα φάουλ του είναι μισά γκολ, αφού πηγαίνουν πάντα μέσα", δηλώνει ο Μάικλ Ρόμπινσον, βετεράνος της μεγάλης Λίβερπουλ και παρουσιαστής αθλητικής εκπομπής στο Canal+.
"Το δεκάρι της Σεβίγια είναι ένας παίκτης που θα έπρεπε να ασχοληθεί μαζί του η Ρεάλ", λέει ο μεγάλος Αλφρέδο Ντι Στέφανο, επίτιμος πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης.
Η ομάδα μαζεύει δύσκολα βαθμούς, αλλά δείχνει αποφασισμένη να παλέψει μέχρι το τέλος. Ο "el mago", όπως τον αποκαλούν πλέον σε όλη την Ισπανία, ψηφίζεται καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος για τον Ιούνιο και του απονέμεται το ειδικό βραβείο της Marca, ένα βραβείο, το οποίο τους προηγούμενους μήνες έχουν πάρει ανάμεσα σε άλλους οι Ρονάλντο, Ριβάλντο και Ραούλ. Και σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του, μετά από το 5-0 εναντίον της Έρκουλες και την καταπληκτική του απόδοση, η Marca της επόμενης μέρας κυκλοφορεί με τον πηχυαίο τίτλο στο πρωτοσέλιδο "O Rei Tsartas", δίνοντάς του το προσωνύμιο του Πελέ.
Η κατάσταση ωστόσο μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ο οίστρος του Βασίλη και το ταλέντο των πιτσιρικάδων δεν φτάνουν για να κρατήσουν την ομάδα στην κατηγορία. Το πρωτάθλημα είναι το πιο ανταγωνιστικό της Ευρώπης και το ρόστερ της Σεβίγια υστερεί αρκετά σε σχέση με τα αντίστοιχα των αντιπάλων της στον αγώνα για την αποφυγή του υποβιβασμού. Την 1η Ιουνίου 1997 στο γήπεδο "Κάρλος Ταρτιέρε" του Οβιέδο, η Σεβίγια, παρά την καλή της εμφάνιση, ηττάται 1-0 από την τοπική ομάδα. Την ίδια στιγμή, σε μια από τις πιο μαύρες στιγμές της ιστορίας της, η Μπέτις του Λορένθο Σέρα Φερέρ, υποκινούμενη από τον φανατισμό των φιλάθλων της εναντίον της συμπολίτισσας, χάνει στην έδρα της με κατεβασμένα χέρια από τη Σπόρτιγκ του Χιχόν – άμεση αντίπαλο της Σεβίγια στην υπόθεση του υποβιβασμού – σε ένα παιχνίδι πραγματική ντροπή για την ιστορία των "βερδιμπλάνκος".
Το γκολ της Σπόρτιγκ πανηγυρίζεται έξαλλα από τους "μπέτικος" και υποβιβάζει μαθηματικά την ομάδα του Τσιάρτα στην Σεγούντα, ενώ απομένουν δύο αγωνιστικές για το τέλος της περιόδου. (Για την ιστορία, λίγα χρόνια αργότερα η Σεβίγια θα πληρώσει την Μπέτις με το ίδιο νόμισμα και θα τη ρίξει κατηγορία χάνοντας στην έδρα της με τον ίδιο απαράδεκτο τρόπο). Οι σκηνές που διαδραματίζονται στο αεροδρόμιο της Σεβίλλης κατά την επιστροφή της αποστολής είναι αντάξιες ενός μεγάλου συλλόγου. Χιλιάδες πιστών φιλάθλων κατακλύζουν κάθε γωνιά της αίθουσας αφίξεων, αποθεώνουν τους παίκτες και τον Ρούβιο και συνοδεύουν το πούλμαν μέχρι το "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν", τραγουδώντας "Ahora más que nunca Sevilla Fútbol Club" (τώρα περισσότερο από ποτέ, Σεβίγια).
Για την ιστορία η Σεβίγια τερματίζει στη 20 θέση (σε σύνολο 22 ομάδων) με 12 νίκες, 7 ισοπαλίες και 23 ήττες. Ακολουθούν δύο σεζόν στη Σεγούντα Ντιβισιόν. Στην πρώτη (1997-98) η ομάδα τερματίζει στην 7η θέση, 17 βαθμούς μακριά από την απευθείας άνοδο και 11 μακριά από τα πλέι οφ. Ο Βασίλης συνεχίζει να πρωταγωνιστεί, όμως είναι η επόμενη χρονιά που θα κάνει τα "μαγικά" του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1998 όλα δείχνουν ότι θα αφήσει τη Σεβίγια για να επιστρέψει στην Πριμέρα με τη φανέλα της Ράθινγκ. Η Σανταντέρ καταθέτει πρόταση για να αποκτήσει τον Βασίλη και τον Σάλβα Μπαγέστα. Η Σεβίγια πραγματοποιεί την προετοιμασία της στο Μονταρίθ της Γαλικίας και όταν επιστρέφει στη βάση της, οι δυο παίκτες αναχωρούν για τον νέο τους προορισμό. Τελικά ο προπονητής των "σεβιγίστας", Φερνάντο Κάστρο, "χαλάει" τη συμφωνία, επειδή η διοίκηση δεν του φέρνει κάποιον παίκτη για να αναπληρωθεί το κενό και ο Τσιάρτας γυρίζει στη Σεβίλλη, απογοητευμένος από την εξέλιξη, αλλά και αποφασισμένος να (ξανα)δείξει τί αξίζει.
Το γκολ της Σπόρτιγκ πανηγυρίζεται έξαλλα από τους "μπέτικος" και υποβιβάζει μαθηματικά την ομάδα του Τσιάρτα στην Σεγούντα, ενώ απομένουν δύο αγωνιστικές για το τέλος της περιόδου. (Για την ιστορία, λίγα χρόνια αργότερα η Σεβίγια θα πληρώσει την Μπέτις με το ίδιο νόμισμα και θα τη ρίξει κατηγορία χάνοντας στην έδρα της με τον ίδιο απαράδεκτο τρόπο). Οι σκηνές που διαδραματίζονται στο αεροδρόμιο της Σεβίλλης κατά την επιστροφή της αποστολής είναι αντάξιες ενός μεγάλου συλλόγου. Χιλιάδες πιστών φιλάθλων κατακλύζουν κάθε γωνιά της αίθουσας αφίξεων, αποθεώνουν τους παίκτες και τον Ρούβιο και συνοδεύουν το πούλμαν μέχρι το "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν", τραγουδώντας "Ahora más que nunca Sevilla Fútbol Club" (τώρα περισσότερο από ποτέ, Σεβίγια).
Για την ιστορία η Σεβίγια τερματίζει στη 20 θέση (σε σύνολο 22 ομάδων) με 12 νίκες, 7 ισοπαλίες και 23 ήττες. Ακολουθούν δύο σεζόν στη Σεγούντα Ντιβισιόν. Στην πρώτη (1997-98) η ομάδα τερματίζει στην 7η θέση, 17 βαθμούς μακριά από την απευθείας άνοδο και 11 μακριά από τα πλέι οφ. Ο Βασίλης συνεχίζει να πρωταγωνιστεί, όμως είναι η επόμενη χρονιά που θα κάνει τα "μαγικά" του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1998 όλα δείχνουν ότι θα αφήσει τη Σεβίγια για να επιστρέψει στην Πριμέρα με τη φανέλα της Ράθινγκ. Η Σανταντέρ καταθέτει πρόταση για να αποκτήσει τον Βασίλη και τον Σάλβα Μπαγέστα. Η Σεβίγια πραγματοποιεί την προετοιμασία της στο Μονταρίθ της Γαλικίας και όταν επιστρέφει στη βάση της, οι δυο παίκτες αναχωρούν για τον νέο τους προορισμό. Τελικά ο προπονητής των "σεβιγίστας", Φερνάντο Κάστρο, "χαλάει" τη συμφωνία, επειδή η διοίκηση δεν του φέρνει κάποιον παίκτη για να αναπληρωθεί το κενό και ο Τσιάρτας γυρίζει στη Σεβίλλη, απογοητευμένος από την εξέλιξη, αλλά και αποφασισμένος να (ξανα)δείξει τί αξίζει.
Το ξεκίνημα της σεζόν 1998/99 δεν είναι ιδανικό. Με την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου, η Σεβίγια είναι 12η στον βαθμολογικό πίνακα, όμως ο ερχομός των Μάρκος Αλόνσο και Όσκαρ "ελ Πρόφε" Ορτέγα τον Ιανουάριο του 1999 στον πάγκο της ομάδας, αποδεικνύεται καταλυτικός. Υπό την καθοδήγησή του Αλόνσο, ο Τσιάρτας παίρνει την ομάδα στις πλάτες του (πρώτος σε συμμετοχές, ασίστ, γκολ, επιτυχημένα απευθείας φάουλ και καλύτερος ξένος παίκτης σε όλο το πρωτάθλημα) και την οδηγεί στην τέταρτη θέση της Σεγούντα και τα πλέι οφ της ανόδου. Αντίπαλος εκεί είναι η Βιγιαρεάλ. Στο πρώτο παιχνίδι στο "Ελ Μαδριγάλ", ο Βασίλης πετυχαίνει και τα δυο γκολ της Σεβίγια στο τελικό 0-2, που δίνει ξεκάθαρο προβάδισμα στους "νερβιονένσες". Ο επαναληπτικός στο κατάμεστο "Σάντσεθ Πιθχουάν" είναι μια γιορτή. Η ασίστ του "μάγου" στον Κεβέδο και το 1-0, είναι αρκετά για να σφραγίσουν την επιστροφή στην Πριμέρα Ντιβισιόν.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1999, ο Βασίλης μπαίνει στο στόχαστρο της Ρεάλ Μαδρίτης. Είναι ο ίδιος ο Καμάτσο (πόσο οξύμωρο...) που προωθεί την υπόθεση, το ενδιαφέρον εκδηλώνεται από τους "μερένγκες", όμως τελικά δεν ευδοκιμεί. Ο ίδιος προτείνει στη διοίκηση μια τριάδα παικτών, ώστε η ομάδα να γίνει ανταγωνιστική στην Πριμέρα. Πρόκειται για τους Μακάι, Φόρτιουν και Μπαράχα, αντί γι' αυτούς όμως, ο Καριόν επιλέγει να φέρει ένα "καράβι" Ουρουγουανούς (Rabadja, Podesta, Silva, Olivera, Otero, Zalayeta). Τελικά η πορεία της ομάδας αποδεικνύεται εκ διαμέτρου αντίθετη. Ο Βασίλης συνεχίζει στους ρυθμούς της περασμένης διετίας, η Σεβίγια όμως δεν τον ακολουθεί και στο φινάλε υποβιβάζεται εκ νέου. Τα οικονομικά προβλήματα του συλλόγου συνεχίζουν να είναι μεγάλα και άλυτα και ο Τσιάρτας επιστρέφει στην Ελλάδα και την ΑΕΚ ολοκληρώνοντας έτσι το πρώτο ελληνικό κεφάλαιο στην ποδοσφαιρική ιστορία της Σεβίγια. Τα επόμενα χρόνια, ο σύλλογος του Νερβιόν με τον Χουάντε Ράμος στον πάγκο του, κατακτάει αμέτρητα τρόπαια και εισέρχεται σε μια καινούργια περίοδο δυναμικής που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Όμως οι φίλαθλοι της Σεβίγια δεν ξεχνούν τον δικό τους "μάγο" σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας τους. Η διοίκηση του Χοσέ Μαρία ντελ Νίδο τον προσκαλεί τον Μάιο του 2011 ως κεντρικό τιμώμενο πρόσωπο στις εκδηλώσεις της "εβδομάδας των φιλάθλων" και ο πρώην παίκτης της Σεβίγια γνωρίζει την αποθέωση από τις κερκίδες του "Ραμόν Σάντσεθ Πιθχουάν".
Ο Βασίλης Τσιάρτας αγωνίστηκε τέσσερα χρόνια στη Σεβίγια. Από την περίοδο 1996-97 μέχρι και την περίοδο 1999-2000. Τον πρώτο και τον τελευταίο χρόνο αγωνίστηκε στην Πριμέρα Ντιβισιόν, παίζοντας σε 65 παιχνίδια, στα οποία σημείωσε 18 τέρματα. Τις άλλες δυο χρονιές αγωνίστηκε στην Σεγούντα Ντιβισιόν, έπαιξε σε 75 παιχνίδια πετυχαίνοντας 26 γκολ. Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια έδωσε συνολικά 54 ασίστ στους συμπαίκτες του. Διετέλεσε αρχηγός της ομάδας και λόγω της ποδοσφαιρικής του αξίας οι φίλαθλοι της Σεβίγια του χάρισαν το παρατσούκλι "el mago". Στην τετραετή καριέρα του στην Ανδαλουσία έβαλε 46 γκολ σε 142 επίσημα ματς.
Δείτε στο βίντεο όλα τα γκολ του Βασίλη Τσιάρτα με την Σεβίγια:
Δείτε στο βίντεο όλα τα γκολ του Βασίλη Τσιάρτα με την Σεβίγια:
Ξεχωρίζουν δυο πραγματικά αριστουργήματα: Το πρώτο στο 5:06 (θαυμάστε τον τρόπο με τον οποίο πλασάρει) και το δεύτερο στο 6:35 (δείτε την αντίδραση του συμπαίκτη του που τραβάει τα μαλλιά του, αδυνατώντας να πιστέψει ότι έχει μπει αυτό το γκολ)!