Είναι γνωστό ότι η χώρα μας, χωρίς να ευθύνεται,και ενώ η ίδια βιώνει μια βαθιά οικονομική κρίση, βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης που αποτελεί ταυτόχρονα και πρόκληση για ολόκληρη την Ευρώπη. Το προσφυγικό ζήτημα αποκαλύπτει την ανεπάρκεια και αποτυχία της κυρίαρχης σήμερα ευρωπαϊκής πολιτικής. Συγχρόνως, αναδεικνύει την κύρια αιτία του προβλήματος, που είναι ο πόλεμος και οι στρατιωτικές επεμβάσεις. Η ανάδειξη της προσφυγικής κρίσης ως ευρωπαϊκό πρόβλημα από την ελληνική κυβέρνηση ώθησε εξελίξεις , αναδεικνύοντας το αίτημα για μια πραγματικά ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της με όρους συλλογικής ευθύνης των κρατών – μελών της Ε.Ε. Στηρίζουμε μια συγκροτημένη διαδικασία επανεγκατάστασης προσφύγων απευθείας από την Τουρκία προς την Ευρώπη και ταυτόχρονα μετεγκατάστασης για όσους ήδη έχουν περάσει στην Ελλάδα προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες ,οι οποίες θα πρέπει να σεβαστούν τις δεσμεύσεις με τους συγκεκριμένους αριθμούς. Είναι γνωστές οι προσπάθειες της χώρας, οι προσπάθειες της κυβέρνησης και των αρχών αλλά και των απλών πολιτών στα νησιά μας, για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης με ανθρωπιά αλλά και αποτελεσματικότητα. Ωστόσο το προσφυγικό είναι ένα θέμα που προκαλεί αντιδράσεις σε τοπικές κοινωνίες για τη δημιουργία κέντρων φιλοξενίας ( hot spots ), όπως δεσμεύτηκε η ελληνική (και η ιταλική) κυβέρνηση. Η δημιουργία κέντρων υποδοχής, καταγραφής και ταυτοποίησης μεταναστών και προσφύγων, τόσο στα νησιά, όσο και στην ενδοχώρα είναι απόλυτη προτεραιότητα για την Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς διαδραματίζει έναν τριπλό ρόλο: 1. Διαχωρίζει τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας από τους παράτυπους μετανάστες, προκειμένου οι πρώτοι να προστατευθούν σύμφωνα με τις διεθνείς, ευρωπαϊκές συμβάσεις αλλά και τον ελληνικό Νόμο, και οι δεύτεροι να επιστραφούν εκούσια ή ακούσια στη χώρα προέλευσής τους ή στην Τουρκία μέσω του Συμφώνου Επανεισδοχής. 2. Προστατεύει τους πρόσφυγες αλλά και τις τοπικές κοινωνίες από τις δυσμενείς συνέπειες της αιφνίδιας έλευσης μεγαλύτερων ή μικρότερων ομάδων διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών . 3.Αποτελεί προϋπόθεση για την ικανοποίηση υποχρεώσεων της χώρας μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κέντρα καταγραφής και ταυτοποίησης (hotspots) λειτουργούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, σε συνεργασία με την Ελληνική Αστυνομία και το Λιμενικό Σώμα. Στις δομές χορηγείται ιατρικός έλεγχος, ενώ λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια τόσο των εισερχομένων, όσο και του ντόπιου πληθυσμού. Θεωρούμε πως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξαντλείται κάθε περιθώριο διαλόγου με τους φορείς της αυτοδιοίκησης και με τις τοπικές κοινωνίες. Επίσης είναι απαραίτητη η φροντίδα ώστε να μην υπάρχει καμία αρνητική επίπτωση από τους χώρους υποδοχής. Έχουν αναλυθεί οι λεπτομέρειες των κέντρων υποδοχής και δεν αφήνουν αμφιβολία ότι υπάρχει σχεδιασμός και αυτό είναι που θα υλοποιηθεί. Όμως αυτή τη στιγμή ξεδιπλώνονται, εκτός από ένα τεράστιο κύμα παραπληροφόρησης, και ακραίες φωνές μισαλλοδοξίας και ρατσισμού στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες βασίζονται σε μια παραφιλολογία η οποία έχει στηθεί γύρω από τα κέντρα υποδοχής.
Πρέπει να σταθούμε απέναντι σε τέτοιες φωνές τα κόμματα, το κίνημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των προσφύγων, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν με την κυβερνητική πολιτική. Θα πρέπει να στηριχτούν οι ανοιχτοί χώροι υποδοχής των προσφύγων, θα πρέπει επίσης να στηριχτούν κι εκείνες οι φωνές στην αυτοδιοίκηση οι οποίες έχουν στείλει μήνυμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης όπως και το τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης των ανθρώπων στα νησιά που υποδέχονται τους πρόσφυγες με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ασκηθεί πίεση για πολιτική διευθέτηση της συριακής σύγκρουσης που θα τερματίσει τις επιθέσεις εναντίον των αμάχων και θα αντιμετωπίζει την τρομοκρατία –μια διευθέτηση που θα δημιουργεί συνθήκες για συμφιλίωση και για επιστροφή των Σύρων στα σπίτια τους. Οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες υπήρξαν πρόσφυγες στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα και έτυχαν διεθνούς προστασίας και συμπαράστασης. Για αυτό το λόγο η ελληνική κοινωνία δε χρειάζεται να επιδεικνύει καμιά ανοχή στους κήρυκες της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας σε βάρος των μεταναστών και προσφύγων που αναζητούν καταφύγιο στη χώρα μας. Και εφόσον μιλάμε για τους πρόσφυγες που είναι, κατά κύριο λόγο, θύματα πολέμων, να θυμόμαστε ότι ζήτημα προτεραιότητας για τον ελληνικό λαό και τη σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να αποτελεί ο αγώνας για την ειρήνη, η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες και η ανάδειξή της σε σταθερό παράγοντα σταθερότητας και συνεργασίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Πρέπει να σταθούμε απέναντι σε τέτοιες φωνές τα κόμματα, το κίνημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των προσφύγων, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να υπάρχουν με την κυβερνητική πολιτική. Θα πρέπει να στηριχτούν οι ανοιχτοί χώροι υποδοχής των προσφύγων, θα πρέπει επίσης να στηριχτούν κι εκείνες οι φωνές στην αυτοδιοίκηση οι οποίες έχουν στείλει μήνυμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης όπως και το τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης των ανθρώπων στα νησιά που υποδέχονται τους πρόσφυγες με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ασκηθεί πίεση για πολιτική διευθέτηση της συριακής σύγκρουσης που θα τερματίσει τις επιθέσεις εναντίον των αμάχων και θα αντιμετωπίζει την τρομοκρατία –μια διευθέτηση που θα δημιουργεί συνθήκες για συμφιλίωση και για επιστροφή των Σύρων στα σπίτια τους. Οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες υπήρξαν πρόσφυγες στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα και έτυχαν διεθνούς προστασίας και συμπαράστασης. Για αυτό το λόγο η ελληνική κοινωνία δε χρειάζεται να επιδεικνύει καμιά ανοχή στους κήρυκες της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας σε βάρος των μεταναστών και προσφύγων που αναζητούν καταφύγιο στη χώρα μας. Και εφόσον μιλάμε για τους πρόσφυγες που είναι, κατά κύριο λόγο, θύματα πολέμων, να θυμόμαστε ότι ζήτημα προτεραιότητας για τον ελληνικό λαό και τη σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας πρέπει να αποτελεί ο αγώνας για την ειρήνη, η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες και η ανάδειξή της σε σταθερό παράγοντα σταθερότητας και συνεργασίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.