Η σεξουαλική λειτουργία είναι η μεγαλύτερη ανησυχία των γυναικών που έχουν προγραμματισμένη υστερεκτομή, σύμφωνα με τον Νευρολόγο–Ψυχίατρο, Διδάκτορα Ψυχιατρικής του Παν/μιου Αθηνών, Διευθυντή του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας και Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Αγωγής Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας κ. Θάνο Ασκητή. Όπως σημείωσε, έρευνα που έγινε με 100 σεξουαλικά ενεργές γυναίκες μετά την υστερεκτομή, έδειξε ότι όλες έπασχαν από κάποια σεξουαλική...
δυσλειτουργία, ενώ άλλη μελέτη που έγινε σε γυναίκες που είχαν υποστεί σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή διαπίστωσε ότι το 73% των γυναικών αυτών έπασχαν από υποτονική σεξουαλική επιθυμία. Όπως ανέφερε ο κ. Ασκητής, η ικανοποίηση που οι γυναίκες λάμβαναν από τη σχέση τους, η χρήση τοπικών κολπικών οιστρογόνων και τα χαμηλότερα επίπεδα σωματικού πόνου αποτελούν δείκτες που μειώνουν την πιθανότητα ανάπτυξης διαταραχής υποτονικής επιθυμίας.
Μια ακόμα μελέτη που έγινε για την ποιότητα ζωής των γυναικών που είχαν επιβιώσει μετά από καρκίνο των ωοθηκών, έδειξε ότι παρόλο που 5 χρόνια μετά τη διάγνωση είχαν εξαιρετική συνολική ποιότητα ζωής, τα σεξουαλικά συμπτώματα συνεχίζονταν, με το 57% των ασθενών να αναφέρουν πτώση της σεξουαλικής τους λειτουργίας εξαιτίας του καρκίνου.
Η ηλικία φαίνεται να παίζει ρόλο στις μακροπρόθεσμες σεξουαλικές συνέπειες, ανεξαρτήτως διάγνωσης, σημειώνει ο κ. Ασκητής. Μια νεότερη μελέτη που αξιολόγησε την ποιότητα ζωής επιζώντων με γυναικολογικό καρκίνο, συνέκρινε γυναίκες κάτω των 45 ετών και γυναίκες άνω των 45, σχεδόν 3 χρόνια μετά τη θεραπεία τους. Οι νεότερες γυναίκες φάνηκε να έχουν χειρότερη σεξουαλική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων και υψηλότερων ποσοστών φτωχής εικόνας σώματος, χειρότερη κολπική λειτουργία και βαρύτερα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Σύμφωνα με τον κ. Ασκητή θέματα σεξουαλικότητας και σεξουαλικής οικειότητας επηρεάζουν σημαντικά τις ασθενείς μετά από τη διάγνωση και τη θεραπεία γυναικολογικού καρκίνου. Η σεξουαλική νοσηρότητα είναι συχνά ένα οδυνηρό πρόβλημα που υποθεραπεύεται ανάμεσα στις επιζώντες με γυναικολογικό καρκίνο. Όπως είπε, οι γυναίκες που διαγιγνώσκονται με γυναικολογικό καρκίνο, βιώνουν αρνητικές συνέπειες στη σεξουαλική τους ζωή εξαιτίας της ασθένειας. Πέρα από τις οργανικές συνέπειες (δυσπαρευνία, κολπική αιμορραγία), υπάρχουν και ψυχολογικοί καθώς και σχεσιακοί παράγοντες που επίσης επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργία.
δυσλειτουργία, ενώ άλλη μελέτη που έγινε σε γυναίκες που είχαν υποστεί σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή διαπίστωσε ότι το 73% των γυναικών αυτών έπασχαν από υποτονική σεξουαλική επιθυμία. Όπως ανέφερε ο κ. Ασκητής, η ικανοποίηση που οι γυναίκες λάμβαναν από τη σχέση τους, η χρήση τοπικών κολπικών οιστρογόνων και τα χαμηλότερα επίπεδα σωματικού πόνου αποτελούν δείκτες που μειώνουν την πιθανότητα ανάπτυξης διαταραχής υποτονικής επιθυμίας.
Μια ακόμα μελέτη που έγινε για την ποιότητα ζωής των γυναικών που είχαν επιβιώσει μετά από καρκίνο των ωοθηκών, έδειξε ότι παρόλο που 5 χρόνια μετά τη διάγνωση είχαν εξαιρετική συνολική ποιότητα ζωής, τα σεξουαλικά συμπτώματα συνεχίζονταν, με το 57% των ασθενών να αναφέρουν πτώση της σεξουαλικής τους λειτουργίας εξαιτίας του καρκίνου.
Η ηλικία φαίνεται να παίζει ρόλο στις μακροπρόθεσμες σεξουαλικές συνέπειες, ανεξαρτήτως διάγνωσης, σημειώνει ο κ. Ασκητής. Μια νεότερη μελέτη που αξιολόγησε την ποιότητα ζωής επιζώντων με γυναικολογικό καρκίνο, συνέκρινε γυναίκες κάτω των 45 ετών και γυναίκες άνω των 45, σχεδόν 3 χρόνια μετά τη θεραπεία τους. Οι νεότερες γυναίκες φάνηκε να έχουν χειρότερη σεξουαλική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων και υψηλότερων ποσοστών φτωχής εικόνας σώματος, χειρότερη κολπική λειτουργία και βαρύτερα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Σύμφωνα με τον κ. Ασκητή θέματα σεξουαλικότητας και σεξουαλικής οικειότητας επηρεάζουν σημαντικά τις ασθενείς μετά από τη διάγνωση και τη θεραπεία γυναικολογικού καρκίνου. Η σεξουαλική νοσηρότητα είναι συχνά ένα οδυνηρό πρόβλημα που υποθεραπεύεται ανάμεσα στις επιζώντες με γυναικολογικό καρκίνο. Όπως είπε, οι γυναίκες που διαγιγνώσκονται με γυναικολογικό καρκίνο, βιώνουν αρνητικές συνέπειες στη σεξουαλική τους ζωή εξαιτίας της ασθένειας. Πέρα από τις οργανικές συνέπειες (δυσπαρευνία, κολπική αιμορραγία), υπάρχουν και ψυχολογικοί καθώς και σχεσιακοί παράγοντες που επίσης επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργία.