Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/
http://picasion.com/

Έτσι διασκέδαζαν οι Βεροιώτες στα μπουζούκια το 1980

ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΤΗ «ΒΕΡΟΙΩΤΙΣΣΑ», ΤΟ «TZITZI» KAI THN «ΑΔΥΝΑΜΙΑ»;
Ζεις μέσα σ' ένα ξέφρενο πάρτι που φαίνεται ότι δεν θα τελειώσει ποτέ. Κρατάει επτά ημέρες την εβδομάδα. Φοράς τα πιο ακριβά ρούχα, τινάζεις τα μαλλιά σου και ο κόσμος παραληρεί. Ανοίγει σαμπάνιες στα πόδια σου, σε ραίνει με λουλούδια, σπάει πιάτα για να σου τραβήξει την προσοχή. Ολα σου φαίνονται φυσικά, όταν ζεις στη νυχτερινή διασκέδαση...

της Βέροιας την χρυσή δεκαετία του 1980. Κοιμάσαι στις 7.00 το πρωί και ξυπνάς στις 7.00 το βράδυ. Και πάλι απ’ την αρχή. Ζεις. Και μετά, ξυπνάς. Η δεκαετία του 1980 κατάφερε να μετατρέψει τη νυχτερινή Βέροια σ' ένα μεγάλο κοσμικό πάρτι. Μπορεί να ζαλιζόσουν, να πήγαινες στη δουλειά με πονοκέφαλο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μετανιώσεις επειδή ήσουν εκεί. Ο «Βεροιώτης» μίλησε μ' έναν από τους πρωταγωνιστές εκείνης της δεκαετίας. Ένας επαγγελματίας που έζησε από κοντά εκείνη την εποχή και γνωρίζει όσο λίγοι τι επικρατούσε στη νύχτα της Βέροιας. «Τη χρυσή δεκαετία των μπουζουκιών, από το 1980 ως το 1990 δηλαδή, έρχονταν κάθε βράδυ πολιτικοί. Σαν κοινοβούλιο ήταν από κάτω. Οι ράτσες μας στην Ελλάδα είχαν χτυπηθεί και έβγαλαν όλον τον καημό και το άχτι τους μαζεμένο μέσα σε 10 χρόνια. Από το ’80, που άρχισε ο τζερτζελές, μέχρι το 1990. Τότε ξέδινε ο κάθε ακροατής, την έβρισκε, έφευγε το μυαλό του. Από την άλλη, όμως, έπρεπε την επομένη να πάει στη δουλειά και δεν σηκωνόταν. Το έβλεπα από τότε ότι κάποια στιγμή θα πέθαινε αυτό το επτά ημέρες την εβδομάδα. Ελεγα στους φίλους μου τότε: Τι να την κάνετε τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη; Αφήστε τον κόσμο να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά του, να ξεκουράζεται κι εμάς η φωνή μας. Το ’βλεπα το τσουνάμι να ’ρχεται. Ούτε οι πλούσιοι δεν είχαν τόσο χρόνο να ξενυχτήσουν. Τα μπουζούκια πέθαναν. Όλοι αυτό δεν λένε; Για πήγαινε να δεις, όμως, τι γίνεται. Νομίζω ότι αναβιώνει η εποχή των 80s. Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι πλέον είναι όλα σε ένα. Και το λαϊκό πρόγραμμα, και o dj, και το χιπ-χόπ. Μπαίνεις στις 11.00 το βράδυ, βγαίνεις στις 6.00 το πρωί, και τα ’χεις δει και τα ’χεις ακούσει όλα». Μιλώντας με τον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του, ένας μύθος των μπουζουκιών καταρρίπτεται πρώτος πρώτος. Οτι έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας όταν δούλευαν επτά ημέρες την εβδομάδα. Αλλος ένας μύθος είναι ότι δυσανασχετούσαν με τον νόμο που ήθελε τα μαγαζιά να κλείνουν νωρίς και όχι τα άγρια χαράματα: «Εφτασε μια στιγμή που μετά το ξενύχτι πήγαινα κατευθείαν σπίτι μου. Τότε βγήκε ο νόμος που έλεγε ότι τα μπουζούκια έπρεπε να κλείνουν στις 2.00 π.μ. Σε πληροφορώ ότι ο κόσμος διασκέδαζε μια χαρά κι εμείς κοιμόμασταν σαν άνθρωποι. Το θεώρησα ό,τι καλύτερο είχε συμβεί στη ζωή μου. Πάντως, για να λέμε την αλήθεια, το άγριο ξενύχτι το επιβάλλει ακόμη ο κόσμος και ακολουθούν οι επιχειρηματίες. Αν ο Βεροιώτης δεν βγει χαράματα από το μαγαζί, να φάει και την σούπα του, νιώθει ότι τον κορόιδεψαν, ότι αυτό που είδε δεν άξιζε τα λεφτά του. Η νύχτα πρέπει να γίνει μέρα για να γυρίσει σπίτι». Η ένταση της διασκέδασης ήταν η ίδια όπως θυμάται. Απλώς δεν υπήρχαν τόσο εντυπωσιακοί, «κυριλέ» όπως τους αποκαλούν, χώροι. Τα λουλούδια υπήρχαν και τότε, τότε όμως υπήρχαν και πιάτα. Γύψινα. Οι τραγουδίστριες κατέληγαν πάρα πολλές φορές με τραυματισμένα πόδια στο Α΄ Βοηθειών. Οι άνδρες πατούσαν με τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους πάνω σε σωρούς από πιάτα και κιβώτια σαμπάνιες. Για μερικά λεπτά, πάνω στο τσακίρ κέφι, έκανε σόλο η σκούπα: ανέβαιναν δυο-τρεις σερβιτόροι και τα μάζευαν όλα στην άκρη. Ηταν πολύ αστείο θέαμα, σχεδόν καρτουνίστικο. Η τρελή επίδειξη πλούτου και το αλόγιστο ξόδεμα χρήματος ήταν καθημερινά, καθε βραδινά μάλλον, φαινόμενα. Δεν τους έκαναν εντύπωση γιατί τα έβλεπαν κάθε βράδυ, αυτός ήταν ο τρόπος διασκέδασης. Μόνο που παλαιότερα υπήρχαν οι επιφανείς Βεροιώτες που ήταν απολύτως απαραίτητο να πάνε στα μπουζούκια, να βγάλουν την παρέα τους, να κάνουν το κομμάτι τους. Οι εποχές όμως άλλαξαν και οι Βεροιώτες μοιάζουν πλέον να ξενυχτούν περισσότερο, λόγω άγχους παρά λόγω νυχτοπερπατήματος. Κι έτσι αλλάζουν και οι όροι του παιχνιδιού. Οι θαμώνες θέλουν κυνήγι και παρακάλια, δεν έρχονται από μόνοι τους. Για να θεωρείσαι καλός μετρ στα μπουζούκια, πρέπει να έχεις ατζέντα. Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, αλλά ποιους ξέρεις. Το μαγαζί πρέπει να δείχνει γεμάτο, ακόμη και αν δεν υπάρχουν κρατήσεις. Για να μη μιζεριάσει αυτός που έχει κλείσει τραπέζι αν τα διπλανά είναι άδεια. Επιστρατεύουν φίλους από τα παλιά, όλο τους το σόι, αν χρειαστεί. Ολα δωρεάν. Υπήρχαν τραγουδιστές που πολλές φορές την δεκαετία του 1980 τραγουδούσαν και με πυρετό μιας και το μαγαζί ήταν γεμάτο. Αραγε, ένας τραγουδιστής προλαβαίνει να ψυχολογήσει το κοινό όπως νομίζει ότι τον ψυχολογεί κι εκείνο παρατηρώντας και αναλύοντας την κάθε του κίνηση επί σκηνής; «Ενας επαγγελματίας που έβγαινε στη σκηνή, με τα χρόνια της πείρας, μαθαίνει να σκανάρει. Ξέρεις τι κόσμο έχεις μέσα στο μαγαζί. Από το δεύτερο τραγούδι ξεκαθαρίζει το τοπίο». Σε ποια τραπέζια κάθονται οι αγαπημένοι; Τα μαγαζιά πλέον δεν γεμίζουν από μόνα τους. Βασίζονται σε χορούς συλλόγων, εκδρομές φοιτητών, πούλμαν από επαρχία, κουπόνια εφημερίδων. Ενα νέο φαινόμενο που βοηθάει τη νύχτα είναι τα «ντιλάδικα», τα sites που σου κλείνουν τραπέζι μέσω Internet σε πολύ καλύτερη τιμή.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ