Quantcast

http://picasion.com/
http://picasion.com/
http://picasion.com/

Καραμίχος: Ο Βεροιώτης ηθοποιός που υπηρετεί την τέχνη!

Ο Γιώργος Καραμίχος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις ΗΠΑ, όπου διδάσκει αρχαία ελληνική τραγωδία, το Λονδίνο, όπου συμμετέχει στη βρετανική σειρά «The Durells» και την Ελλάδα. Ο Βεροιώτης ηθοποιός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ανήκει στους καλλιτέχνες που υπηρετούν την τέχνη τους με ποιοτικά κριτήρια παραμένοντας δημοφιλείς σε ένα ευρύτερο κοινό. Είναι επίσης από τους ελάχιστους Έλληνες ηθοποιούς (μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού) που έχουν καταφέρει...
να δουλεύουν (και όχι να λένε ότι δουλεύουν) στο εξωτερικό. Τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις ΗΠΑ, όπου διδάσκει αρχαία ελληνική τραγωδία στη περίφημη σχολή της Stella Adler στο Λος Άντζελες, και την Ελλάδα.
Αυτή την περίοδο ωστόσο βρίσκεται στο Λονδίνο εξαιτίας των γυρισμάτων μίας νέας βρετανικής σειράς στην οποία συμμετέχει. Πρόκειται για το «The Durells», που βασίζεται στην αυτοβιογραφική κερκυραϊκή τριλογία που έχει γράψει ο Τζέραλντ Ντάρελ. «Τα γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα και στο Λονδίνο. Η σειρά θα διαδεχτεί το “Downton Abbey” από τον Απρίλιο στο ITV της Αγγλίας και διεθνώς θα διανεμηθεί από το BBC International», με ενημερώνει σχετικά ο Γιώργος. «Παρουσιάζει μια αγγλική οικογένεια που αποφασίζει να μετακομίσει στην Κέρκυρα τη δεκαετία του 1930. Στη σειρά παίζω τον πολυεπιστήμονα και ποιητή Θεόδωρο Στεφανίδη, ο οποίος γίνεται ο μέντορας του μικρού Τζέρι (ο ίδιος ο συγγραφέας) και τον μυεί στα μυστικά και μυστήρια της φύσης και της επιστήμης». Την ίδια στιγμή δίνει το «παρών» και στο θεατρικό γίγνεσθαι εντός Ελλάδος, υπογράφοντας τη σκηνοθεσία στη βιτριολική μαύρη κωμωδία του Ρεμί Ντε Βος «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», που παρουσιάζεται στο Μικρό Γκλόρια με τους Τζέσυ Παπουτσή, Δημήτρη Λιακόπουλο και Μαρλέν Σαΐτη. «Πρόκειται για την ιστορία του Σιμόν, ο οποίος επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια στην πόλη όπου μεγάλωσε.

Αφορμή αποτελεί η κηδεία της γιαγιάς του. Εμπόδιο είναι η σχέση του με τη μητέρα του. Υποσυνείδητη ανάγκη του να ξαναδεί την Αν, τον παιδικό του έρωτα», μου λέει ο Γιώργος βάζοντάς με στο κλίμα. «Το έργο ξεκινά με την είσοδο του Σιμόν με τη μητέρα του και την τεφροδόχο που περιέχει τις στάχτες της γιαγιάς του στο πατρικό σπίτι. Μετά από λίγο έρχεται στο σπίτι και η Αν και εκεί αρχίζει το παιχνίδι των ανατροπών. Ατυχήματα, ψέματα, αλήθειες, όλα προκύπτουν με έναν τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό και απόλυτα παράλογο, όπως ακριβώς και στην ίδια μας τη ζωή». Αυτό που τον εντυπωσίασε εξαρχής στο έργο ήταν η απλότητα του κειμένου. «Είναι μια απλή ιστορία, ιδομένη με τον πιο απλό τρόπο. Μ
οιάζει σα να αφαίρεσε ο συγγραφέας οτιδήποτε περιττό προκειμένου να αναδείξει τις ποιότητες των χαρακτήρων και την αρχετυπική δομή των σχέσεων» παρατηρεί. «Τι είναι αυτό που ενώνει και χαρακτηρίζει τους τρεις κεντρικούς ήρωες του έργου;» τον ρωτάω. «Θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουν πώς και γι αυτό ασχολούνται περισσότερο με το πρόβλημα παρά με τη λύση. Και όπως κάνουμε όλοι μας, προσπαθούν να βάλουν τάξη στη μνήμη τους προκειμένου να βρουν τι έφταιξε και έχουν καταντήσει έτσι» μου απαντά ο Γιώργος και συνεχίζει: «Η μητέρα, που ως μεγαλύτερη προφανώς ευθύνεται και για τη συναισθηματική εξέλιξη των παιδιών καλείται να βρει τη λύση ξεκινώντας από τη συγχώρεση και εμβαθύνοντας στην άμεση ανάγκη επιτέλους να εκφράσει την αγάπη της.
Η κωμωδία προκύπτει από την ωμή αλήθεια των ρόλων». Ο ίδιος προσπάθησε να ακολουθήσει τη ρυθμολογία του κειμένου και το στοιχείο του παραλόγου. «Φωτιστικά και αισθητικά ζήτησα από τους συνεργάτες μου να τονίσουν το βασικό στοιχείο του έργου που κατά τη γνώμη μου είναι η αποστεωμένη αλήθεια. Ο λόγος χτυπάει κατευθείαν στο ψαχνό, γι' αυτό προσπάθησα και κινησιολογικά να υποστηρίξω μία φόρμα χωρίς σκηνοθετικά τερτίπια και δηθενιές», μου λέει αναφορικά με τη σκηνοθετική του προσέγγιση. Στο «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος» ο Έρωτας και ο Θάνατος χορεύουν τανγκό. Δίπλα στην τεφροδόχο με τις στάχτες της γιαγιάς τα βλέμματα του Σιμόν και της Αν πετάνε σπίθες. «Ο Έρωτας και ο Θάνατος είναι σα να κινούνται ταυτόχρονα μέσα στην ίδια σπείρα. Γνωρίζουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αλλά πάντα ο ένας έρχεται μετά τον άλλο, όπως η νύχτα μετά τη μέρα ή η μέρα μετά τη νύχτα. Κι όλο το ενδιάμεσο είναι ζωή», σχολιάζει ο Γιώργος. «Όταν βρισκόμαστε στα δίχτυα του Έρωτα ή του Θανάτου ο χρόνος παύει να ισχύει με τα δεδομένα που ξέρουμε. Γι' αυτό τους φοβόμαστε και τους δυο. Όποιος λέει ότι δεν φοβάται έστω λίγο να ερωτευτεί ή να πεθάνει, δεν είναι άνθρωπος ή δεν παίζει καθαρό παιχνίδι με τον εαυτό του. Είναι αυτή η μαγεία πριν το άγνωστο που μας κάνει όλους να τρέμουμε. Και να δημιουργούμε». Η ανάγκη για δημιουργία σε συνδυασμό με αυτό το φλερτ με το άγνωστο ήταν κι αυτά που ώθησαν τον Γιώργο να πάρει τη μεγάλη απόφαση να αναζητήσει νέες προκλήσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Κάποιες φορές με κουράζει που δεν έχω κοντά μου όλα τα αγαπημένα μου πλάσματα και τοπία σε φυσικό σώμα μαζί ταυτόχρονα. Κατά βάθος όμως ξέρω και νιώθω ότι όπου και να πάω οι αγάπες μου είναι στην καρδιά μου. Φύλακες άγγελοι και δαίμονες μαζί που με κάνουν να είμαι αυτό που είμαι και να κάνω αυτό που κάνω. Δε γίνεται αλλιώς προς το παρόν. Ίσως κάποια στιγμή και μάλιστα σύντομα να σταματήσω τη μετακίνηση και να αράξω το φυσικό μου σώμα κάπου (εύχομαι στη Νίσυρο) και να αφήσω να με επισκέπτονται όλα εκεί εκ των έσω αντί να τρέχω εγώ να τα βρω ανά τον κόσμο», μου εξομολογείται. Και η Ελλάδα; Πώς βλέπει τα πράγματα στην Ελλάδα τώρα που έχει την πολυτέλεια της παρατήρησής τους και από μακριά; «Η κατάσταση είναι ομολογουμένως δραματική. Και κυρίως για τις ευπαθείς ομάδες που αναγκαστικά άγονται και φέρονται. Το άσχημο είναι ότι δυστυχώς εδώ και κάποιες δεκαετίες οι περισσότεροι Έλληνες συμπεριφερόμαστε σαν ευπαθείς ομάδες. Σα να μην έχουμε την ευθύνη και τη δύναμη να ζήσουμε τη ζωή που έχουμε ονειρευτεί. Αυτή είναι μια χαμηλή συνειδητότητα που εύχομαι να καταφέρουμε σύντομα να αποτινάξουμε από πάνω μας γιατί δεν μας ταιριάζει», μου λέει και με μια δόση νοσταλγίας και βαθιάς αγάπης για την πατρίδα καταλήγει: «Η Ελλάδα είναι η ομορφότερη χώρα στον κόσμο κατά τη γνώμη μου. Ευλογημένη από το σύμπαν και τους Θεούς. Και ο ελληνικός λαός από τους πιο γενναιόδωρους, εμπνευσμένους και ευαίσθητους λαούς στον κόσμο. Δεν μας πάει η μιζέρια και η κακοψυχιά. Καταντήσαμε να έχουμε μίζερους και κακόψυχους πολιτικούς που ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα και το όνομα. Κάτι μέσα μας έχει ανάγκη να καθρεφτιστεί σ’ αυτό το κακέκτυπο του εαυτού μας. Εύχομαι να είναι παροδικό κρούσμα και σύντομα να αποτελέσουμε και πάλι τους πρωτοπόρους σε αγάπη, σεβασμό, ανεκτικότητα, δημιουργικότητα, φιλοξενία και ρίσκο. Γιατί αυτός είναι ο πυρήνας του «είναι» μας».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ