Ο Ιωάννης Κωττούνιος (1572-1657) (στην λατινική υπέγραφε ως Joannes Cottunius ενώ ελληνόγλωσσο κείμενό του φέρει την υπογραφή Κουττούνιος αλλά ήταν γνωστός και ως Κωττούνης) ήταν νεοαριστοτελικός φιλόσοφος και ευεργέτης του 17ου αιώνα από τη Βέροια. Γνώριζε πολλές γλώσσες και θεωρούνταν από τους μεγαλύτερους πνευματικούς ανθρώπους εκείνης της εποχής. Ο πατέρας του Δημήτριος καταγόταν από τα Κύθηρα. Η οικογένειά του ήταν εγκατεστημένη στη Βέροια, ίσως επειδή είχε εμπορικές σχέσεις με την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη...
και ήθελε να κάνει την Mακεδονική πόλη κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Έτσι, ο Ιωάννης Κωττούνιος γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας το 1577. Συνοδεύοντας τον πατέρα τους ο Δημήτριος και τα αδέλφια του σε εμπορικό ταξίδι στην Βλαχία αιχμαλωτίσθηκαν από Τατάρους που είχαν κάνει επιδρομή. Αφού εξαγόρασαν την ελευθερία τους, άγνωστο πως, κατέφυγαν στη Γερμανία. Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Ιωάννης Κωττούνιος, με συστατική επιστολή του πατριαρχη Ραφαήλ Β΄, ταξίδεψε στηΓερμανία για τη συλλογή χρημάτων υπέρ του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και εκεί,στην Τυβίγγη συνδέθηκε με το θεολόγο και φιλέλληνα Μαρτίνο Κρούσιο. Ένα με δύο χρόνια πρέπει να έμεινε στην Τυβίγγη, αφού στα 1604 βρίσκεται στην αυλή του Ροδόλφου. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη και στα τέλη του 1605 γράφτηκε στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, μολονότι ήταν σε προχωρημένη για σπουδές ηλικία, όπου σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία και αναγορεύτηκε διδάκτορας των επιστημών αυτών το 1613. Εκεί δίδαξε ελληνική γραμματική και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς στους νεότερους μαθητές του κολλεγίου. Κατά την περίοδο της φοίτησής του στο Κολλέγιο ασπάστηκε το ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε μέλος της θρησκευτικής κοινότητας της Παρθένου Μαρίας. Τη διετία 1614-1615 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα υπό τον καθηγητή και νεοαριστοτελικό φιλόσοφο Τσέζαρε Κρεμονίνι και το1615 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας και ιατρικής του ίδιου πανεπιστημίου. Επίσης κατά τη διάρκεια των σπουδών του κατέλαβε το αξίωμα του προέδρου του Συνδέσμου των σπουδαστών του Κολλεγίου. Από το 1616 μέχρι το 1633 διετέλεσε καθηγητής των ελληνικών και της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια όπου δίδαξε τη Ρητορική, τηνΠοιητική, τα Πολιτικά και άλλα έργα του Αριστοτέλη καθώς και την Πολιτεία του Πλάτωνα. Η Βενετική Δημοκρατία του προσέφερε την πρώτη έδρα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα (έκτακτος το 1632, τακτικός καθηγητής πέντε χρόνια αργότερα)όπου δίδαξε μέχρι το θάνατό του. Στην πόλη αυτή ίδρυσε το 1653 το «Κωττουνιανό ή Κωττούνειο Ελληνομουσείον», ως παράρτημα του πανεπιστημίου, που λειτούργησε ως το 1797 και άφησε κληροδότημα με το οποίο σπούδαζαν Έλληνες περίπου για έναν αιώνα. Πέθανε το 1657 και τάφηκε στον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβας.
Συγγραφικό έργο
Όλα τα έργα του είναι γραμμένα στη λατινική γλώσσα εκτός από το Ελληνικών Επιγραμμάτων βιβλία δύο Ιωάννου του Κουττουνίου, του εκ Βερροίας, ιππέως, φιλοσοφίας, ιατρικής και θεολογίας διδασκάλου και εν τω του Παταυΐου Λυκείω πρώτου φιλοσόφου (Πάντοβα 1653) το οποίο το αφιέρωσε στο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΔ'. Με το έργο αυτό περνά στην πρώτη θέση των επιγραμματοποιών του 17ου αιώνα. Πολλά από τα επιγράμματά του αναφέρονται είτε σε ιστορικά πρόσωπα της Γαλλίας, όπως οκαρδινάλιος Ρισελιέ,ή της Ευρώπης, όπως η Άννα της Αυστρίας κ.α. Επίσης αναφέρεται σε ιστορικά συμβάντα (νίκη του βενετικού στόλου κατά του Τουρκικού (1649), περιέχουν στοιχεία από την ελληνική ιστορία και μυθολογία. Επιδίωξή του είναι να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των ισχυρών της Ευρώπης για τους υπόδουλους Έλληνες. Έτσι η συλλογή του εντάσσεται στις πρώτες συνθέσεις-εκκλήσεις Ελλήνων λογίων υπέρ των συμπατριωτών τους. Το πανεπιστήμιο της Μπολόνια ανήγειρε προς τιμήν του μνημείο στον περίβολό του.
και ήθελε να κάνει την Mακεδονική πόλη κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων της. Έτσι, ο Ιωάννης Κωττούνιος γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας το 1577. Συνοδεύοντας τον πατέρα τους ο Δημήτριος και τα αδέλφια του σε εμπορικό ταξίδι στην Βλαχία αιχμαλωτίσθηκαν από Τατάρους που είχαν κάνει επιδρομή. Αφού εξαγόρασαν την ελευθερία τους, άγνωστο πως, κατέφυγαν στη Γερμανία. Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Ιωάννης Κωττούνιος, με συστατική επιστολή του πατριαρχη Ραφαήλ Β΄, ταξίδεψε στηΓερμανία για τη συλλογή χρημάτων υπέρ του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και εκεί,στην Τυβίγγη συνδέθηκε με το θεολόγο και φιλέλληνα Μαρτίνο Κρούσιο. Ένα με δύο χρόνια πρέπει να έμεινε στην Τυβίγγη, αφού στα 1604 βρίσκεται στην αυλή του Ροδόλφου. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη και στα τέλη του 1605 γράφτηκε στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, μολονότι ήταν σε προχωρημένη για σπουδές ηλικία, όπου σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία και αναγορεύτηκε διδάκτορας των επιστημών αυτών το 1613. Εκεί δίδαξε ελληνική γραμματική και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς στους νεότερους μαθητές του κολλεγίου. Κατά την περίοδο της φοίτησής του στο Κολλέγιο ασπάστηκε το ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε μέλος της θρησκευτικής κοινότητας της Παρθένου Μαρίας. Τη διετία 1614-1615 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα υπό τον καθηγητή και νεοαριστοτελικό φιλόσοφο Τσέζαρε Κρεμονίνι και το1615 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας και ιατρικής του ίδιου πανεπιστημίου. Επίσης κατά τη διάρκεια των σπουδών του κατέλαβε το αξίωμα του προέδρου του Συνδέσμου των σπουδαστών του Κολλεγίου. Από το 1616 μέχρι το 1633 διετέλεσε καθηγητής των ελληνικών και της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια όπου δίδαξε τη Ρητορική, τηνΠοιητική, τα Πολιτικά και άλλα έργα του Αριστοτέλη καθώς και την Πολιτεία του Πλάτωνα. Η Βενετική Δημοκρατία του προσέφερε την πρώτη έδρα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα (έκτακτος το 1632, τακτικός καθηγητής πέντε χρόνια αργότερα)όπου δίδαξε μέχρι το θάνατό του. Στην πόλη αυτή ίδρυσε το 1653 το «Κωττουνιανό ή Κωττούνειο Ελληνομουσείον», ως παράρτημα του πανεπιστημίου, που λειτούργησε ως το 1797 και άφησε κληροδότημα με το οποίο σπούδαζαν Έλληνες περίπου για έναν αιώνα. Πέθανε το 1657 και τάφηκε στον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβας.
Συγγραφικό έργο
Όλα τα έργα του είναι γραμμένα στη λατινική γλώσσα εκτός από το Ελληνικών Επιγραμμάτων βιβλία δύο Ιωάννου του Κουττουνίου, του εκ Βερροίας, ιππέως, φιλοσοφίας, ιατρικής και θεολογίας διδασκάλου και εν τω του Παταυΐου Λυκείω πρώτου φιλοσόφου (Πάντοβα 1653) το οποίο το αφιέρωσε στο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΔ'. Με το έργο αυτό περνά στην πρώτη θέση των επιγραμματοποιών του 17ου αιώνα. Πολλά από τα επιγράμματά του αναφέρονται είτε σε ιστορικά πρόσωπα της Γαλλίας, όπως οκαρδινάλιος Ρισελιέ,ή της Ευρώπης, όπως η Άννα της Αυστρίας κ.α. Επίσης αναφέρεται σε ιστορικά συμβάντα (νίκη του βενετικού στόλου κατά του Τουρκικού (1649), περιέχουν στοιχεία από την ελληνική ιστορία και μυθολογία. Επιδίωξή του είναι να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των ισχυρών της Ευρώπης για τους υπόδουλους Έλληνες. Έτσι η συλλογή του εντάσσεται στις πρώτες συνθέσεις-εκκλήσεις Ελλήνων λογίων υπέρ των συμπατριωτών τους. Το πανεπιστήμιο της Μπολόνια ανήγειρε προς τιμήν του μνημείο στον περίβολό του.