ΗΘΟΠΟΙΑΡΑ Ο ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ - ΜΕΤΡΙΑ Η ΠΑΠΠΑ
Το Αμφιθέατρο «Μελίνα Μερκούρη» φιλοξένησε χθες το βράδυ μια παράσταση την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Το έργο αποτελεί ένα διαχρονικό σχόλιο στην αλαζονεία της εξουσίας, ιδιαίτερα επίκαιρο στην κρίσιμη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα, όπου το μικρόβιο της πολιτικής μονομανίας...
δοκιμάζει ευρωπαϊκούς θεσμούς και διαπραγματευτικούς μηχανισμούς επιβολής και εξόντωσης. Ο Σοφοκλής εκπροσωπεί δραματουργικά την μορφική τελειότητα και τον ιδεαλισμό, ενώ του έχει αποδοθεί πρωτεϊσμός, καθώς τα έργα του επιδέχονται πολλαπλές ειδολογικές μεταμορφώσεις και παρουσιάζουν σημαντικές υφολογικές και δραματουργικές διαφοροποιήσεις.
Στην Ποιητική υπάρχει η ομολογία του για την ουσία της χαρακτηρολογίας του: «Παριστάνω τους ανθρώπους όπως θα έπρεπε να είναι». Αυτή η επιτακτική δεοντολογική χροιά διατρέχει όλους τους ήρωές του, οι οποίοι έχοντας οξυμένες συνειδησιακά δυνάμεις καθορίζονται και προδιαγράφουν την πορεία τους βάσει ενός αυστηρού και συνεπή αξιολογικού κώδικα. Οι ήρωές του όμως δεν φανερώνονται μέσα από την ιδεολογία τους, αλλά μέσα από τις πράξεις και την παθολογία τους, που είναι βαθιά εμποτισμένη από ένα εσωτερικό χρέος.
Δεν φιλοσοφούν επί σκηνής, όπως θα κάνουν αργότερα οι τύποι του Ευριπίδη, αλλά πράττουν ενσυνείδητα και πάσχουν ανενδοίαστα. Στο δραματολόγιό του έκδηλη είναι η διττότητα της ανθρώπινης φύσης που από την μια διψά για ηρωικό μεγαλείο και από την άλλη είναι παγιδευμένη σε μια ανήμπορη και απαράβατη θνητότητα. Το μόνο που παραμένει αναλλοίωτο και σταθερό είναι οι θεϊκοί νόμοι. Οι ήρωες παραμένουν σε όλη την διάρκεια του δράματος εξιδανικευμένοι, ωστόσο ο ιδεαλισμός τους δεν τους απαλλάσσει από τις βαρύτατες συνέπειες που η αμείλικτη πραγματικότητα επιβάλλει.
δοκιμάζει ευρωπαϊκούς θεσμούς και διαπραγματευτικούς μηχανισμούς επιβολής και εξόντωσης. Ο Σοφοκλής εκπροσωπεί δραματουργικά την μορφική τελειότητα και τον ιδεαλισμό, ενώ του έχει αποδοθεί πρωτεϊσμός, καθώς τα έργα του επιδέχονται πολλαπλές ειδολογικές μεταμορφώσεις και παρουσιάζουν σημαντικές υφολογικές και δραματουργικές διαφοροποιήσεις.
Στην Ποιητική υπάρχει η ομολογία του για την ουσία της χαρακτηρολογίας του: «Παριστάνω τους ανθρώπους όπως θα έπρεπε να είναι». Αυτή η επιτακτική δεοντολογική χροιά διατρέχει όλους τους ήρωές του, οι οποίοι έχοντας οξυμένες συνειδησιακά δυνάμεις καθορίζονται και προδιαγράφουν την πορεία τους βάσει ενός αυστηρού και συνεπή αξιολογικού κώδικα. Οι ήρωές του όμως δεν φανερώνονται μέσα από την ιδεολογία τους, αλλά μέσα από τις πράξεις και την παθολογία τους, που είναι βαθιά εμποτισμένη από ένα εσωτερικό χρέος.
Δεν φιλοσοφούν επί σκηνής, όπως θα κάνουν αργότερα οι τύποι του Ευριπίδη, αλλά πράττουν ενσυνείδητα και πάσχουν ανενδοίαστα. Στο δραματολόγιό του έκδηλη είναι η διττότητα της ανθρώπινης φύσης που από την μια διψά για ηρωικό μεγαλείο και από την άλλη είναι παγιδευμένη σε μια ανήμπορη και απαράβατη θνητότητα. Το μόνο που παραμένει αναλλοίωτο και σταθερό είναι οι θεϊκοί νόμοι. Οι ήρωες παραμένουν σε όλη την διάρκεια του δράματος εξιδανικευμένοι, ωστόσο ο ιδεαλισμός τους δεν τους απαλλάσσει από τις βαρύτατες συνέπειες που η αμείλικτη πραγματικότητα επιβάλλει.
H Αντιγόνη είναι ένα βαθύτατα πολιτικό έργο, το οποίο επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα με τα εκάστοτε πολιτισμικά και ιστορικά συμφραζόμενα, ενώ θέτει ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης κυρίως μέσω της χαρακτηρολογίας του. Ο Κρέων, ο άρχοντας της Θήβας εκδίδει διάταγμα που απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη που φέρει την μομφή της εθνικής προδοσίας. Απειθάρχητη στην εντολή θα μείνει η Αντιγόνη που επικαλείται τόσο το αδερφικό χρέος όσο και τους άγραφους θεϊκούς νόμους.
Θα τιμωρηθεί με θάνατο, ενώ όταν ο Κρέων συνειδητοποιήσει το σφάλμα του θα είναι αργά, καθώς η Αντιγόνη έχει ήδη αυτοκτονήσει, όπως και ο γιος του, πάνω στο νεκρό σώμα της αγαπημένης του. Το έργο συμβολοποιεί την σύγκρουση δύο δικαίων και δύο νοοτροπιών, καθώς από την μια είναι η εξορθολογισμένη κρατική εξουσία και από την άλλη ο ιδεαλισμός μιας επαναστατημένης ψυχής.
Η Αντιγόνη είναι ταμένη στον θάνατο πριν ακόμη αποφασιστεί η τιμωρία της και πενθεί ζώσα τον θάνατό της με τον οποίο συνδέεται με μια ερωτική εμμονή, αν ερμηνεύσουμε φροϋδικά (νύμφη του Χάροντα). Ο Κρέων τυφλωμένος από την αλαζονεία της εξουσίας διεκδικεί μια πολιτική παντοδυναμία, η οποία θα τον οδηγήσει σε υβριστική συμπεριφορά και έτσι θα επέλθει η πτώση του. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο αντικρουόμενα ήθη σε δυναμικά σε αυτήν την αδυσώπητη σύγκρουση διαφεύγει στην ύστατη παθητική πράξη την αυτοκτονία. Αντίθετα, η αυτοκτονία της Αντιγόνης είναι μια πράξη ενεργητική, καθώς διαδηλώνει την αφοβία της και την υπέρβαση του θανάτου υπερασπιζόμενη τις βαθιά ανθρωπιστικές της ιδέες. Η κληρονομική κατάρα των Λαβδακιδών είναι αυτή που προδιαγράφει εξάλλου το τέλος της και εμποτίζει την ιδιοσυγκρασία της. Βασικός εννοιολογικός άξονας του δράματος είναι ο φόβος. Αυτός οδηγεί τον χορό στην σιωπή και την συνενοχή, αλλά αυτός θα οδηγήσει και τον Κρέοντα στην μεταστροφή του, όταν όμως θα είναι πλέον έκπτωτος και θα τον καταστήσει κατεξοχήν τραγικό ήρωα του έργου.
O Nικήτας Τσακίρογλου απέδωσε αριστοτεχνικά τον αλαζόνα και στην συνέχεια εκπεπτωκότα Κρέοντα, αποδεικνύοντας το υποκριτικό του κύρος, τόσο με την φωνητική όσο και με την κινησιολογική του δυναμική. Χειρίστηκε με εξαιρετική δεξιοτεχνία την μεταβολή των συγκυριών, που είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη ψυχική του μεταστροφή και το πολλαπλό πλήγμα που δέχθηκε ως άνδρας, ως πατέρας και ως εξουσιαστής. Αντίθετα, η Ιωάννα Παππά δεν απέδωσε την Αντιγόνη με το απαραίτητο τραγικό βάθος. Η αέρινη σκηνική παρουσία της ήταν κατάλληλη για αυτό το «παλιοκόριτσο» της Θήβας, ωστόσο το περιορισμένο φωνητικό της εύρος, δυσχέραινε την απόδοση του τραγικού μεγαλείου της ηρωίδας. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ήταν σύμφωνη με την χαμηλών τόνων Ισμήνη που διχάζεται ανάμεσα στην αδερφική αγάπη και τον φόβο της ανυπακοής, παρότι η παρουσία της είναι περισσότερο ταιριαστή με τα αστικά δράματα παρά με το αρχαιοελληνικό δράμα. Ο Νίκος Αρβανίτης είχε την αρμόζουσα βαρύτητα για τον ρόλο του Τειρεσία του διερμηνέα των θεϊκών αποφάσεων, ενώ ο Σταύρος Ζαλμάς απέδωσε με ειλικρίνεια και εκφραστικότητα τον αγγελιοφόρο σε όλη την κωμικοτραγική εμβέλεια, καθώς αποτύπωνε την γυμνή και απροκάλυπτη ευθύτητα των οργάνων της εξουσίας.
Ο χορός ήταν σύμφωνος με την σκηνοθετική γραμμή, ενώ ξεχώρισε ιδιαίτερα ο Χρήστος Πλαΐνης με την καθαρότητα της φωνής του, ταιριαστής στις επιταγές του τραγικού χορού. Ο Θέμης Μουμουλίδης επέλεξε ένα σκηνικό μινιμαλιστικό σύμφωνο με μια κυβιστική οπτική μεταμοντέρνου χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε μια ατμόσφαιρα διατοπική και διαχρονική, που συντελεί στην ανάδειξη των αιώνια επανερχόμενων πολιτικών μηνυμάτων της τραγωδίας.
Τα μαύρα υπηρεσιακά κουστούμια του χορού και τα σημειωματάρια ήταν ταιριαστά με την απόδοση της αυτοματοποιημένης λογικής των οργάνων της εξουσίας, που έχουν απανθρωποποιηθεί και μαζοποιηθεί. Ωστόσο, η σχεδόν παντελής απουσία χορού και τραγουδιού από τον χορό αποδυνάμωσε το ύφος της τραγωδίας, καθώς έπασχε βασικός συστατικός του συντελεστής. Η ατονική μουσική του Σταύρου Γασπαράτου ήταν ιδιαίτερα ταιριαστή με αυτήν την προσπάθεια τοποθέτησης του έργου σε ένα διαχρονικό βεληνεκές.
Η παράσταση παρ' όλες τις αδυναμίες της είναι ιδιαίτερη επίκαιρη σε μια εποχή όπου το δίκαιο της πυγμής και της ισχύος προσπαθεί να καταπατήσει θεσμούς που θεμελιώθηκαν με επαναστάσεις και γεννήθηκαν στην εποχή του Σοφοκλή. Ο Κρέων και η εξορθολογισμένη εξουσιαστική του δύναμη αρμόζει με τις προσπάθειες ορισμένων ευρωπαίων να ιδρύσουν μια οικονομική μονοκρατορία, χωρίς να υπολογίζουν ότι η ύβρις τους θα κριθεί και θα καταδικαστεί από την ίδια την ιστορία. Όσο ισχυρά κι αν είναι τα διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα και οι πολιτικές φιλοδοξίες οι ανθρωπιστικές αξίες και τα ιδεώδη δεν μπορεί παρά να επικρατήσουν μέσα από οραματιστές και ιδεολόγους.
Με πληροφορίες από το http://artic.gr/