Το Σάββατο 13 Ιουνίου το πρωί πραγματοποιήθηκε, στο πλαίσιο των ΚΑ΄ Παυλείων, στον ιερό ναό των αγίων Πέτρου και Παύλου, ημερίδα για τις πρεσβυτέρες και τις μητέρες των άγαμων κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας. Την παρουσίαση είχε ο πρωτοπρεσβύτερος Νεκτάριος Σαββίδης. Χαιρετισμό απηύθυνε ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων. Εισηγήσεις έγιναν από:
α) κ. Μαρία Χαραλαμπίδου, φιλόλογο καθηγήτρια, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Η άσκηση της υπομονής στη ζωή της πρεσβυτέρας» και β) κ. Ειρήνη Αναγνώστου, ψυχολόγος, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Άγχος».
Ο χαιρετισμός του σεβασμιωτάτου στην ημερίδα
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά διοργανώσουμε γιά εἰκοστή πρώτη φορά τά «Παύλεια», τόν πρός τιμήν, δηλαδή, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου, κύκλο ἐκδηλώσεων τόν ὁποῖο πραγματοποιεῖ κάθε Ἰούνιο ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας, θέλοντας νά προβάλλει τήν σεπτή μορφή του σέ ὅλους μας καί νά μᾶς δώσει συγχρόνως τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε τόν λόγο του ὡς «λόγον ζωῆς», νά τόν ἀκούσουμε νά μᾶς νουθετεῖ καί νά μᾶς παρηγορεῖ, ὅπως τό ἔκανε πάντοτε πρός τά πνευματικά του τέκνα.
Καί ἐάν τά «Παύλεια» ἔχουν ἤδη μία διαδρομή εἴκοσι ἕνα χρόνων, μία ἐξίσου μακρά διαδρομή ἔχουν καί οἱ Ἡμερίδες τῶν πρεσβυτέρων, πού ἀπό τήν ἀρχή σχεδόν συμπεριλάβαμε στό πρόγραμμα τῶν Παυλείων, διευρύνοντάς τες στή συνέχεια καί μέ τίς μητέρες τῶν κληρικῶν.
Δέν θά μπορούσαμε, ἄλλωστε, νά μήν ἀφιερώσουμε μία Ἡμερίδα σέ ὅλες σᾶς πού εἶστε μετά ἀπό τούς ἱερεῖς μας, οἱ πιό στενοί συνεργάτες τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, οἱ πιό στενοί συνεργάτες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον μέ τό ἔργο καί μέ τή δράση σας, μέ τή στάση σας καί τή συμπεριφορά σας στηρίζεται τούς ἱερεῖς συζύγους σας ἤ τούς ἱερεῖς παιδιά σας, καί βαστάζετε καί σεῖς μέ τόν τρόπο αὐτό ἕνα μέρος τοῦ βάρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους διακονίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἔκανε, ἄλλωστε, ποτέ διακρίσεις στούς συνεργάτες του, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ὑπῆρχαν καί πολλές γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά μήν εἶχαν τίς ἁρμοδιότητες πού εἶχαν οἱ ἄνδρες συνεργάτες του, βρισκόταν ὅμως πάντοτε στόν κύκλο τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου καί στήριζαν τό ἔργο του μέ συνέπεια καί πιστότητα, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη μέ τήν ὁποία ἀναφέρεται σέ αὐτές στίς ἐπιστολές του.
Τό θέμα τῆς φετινῆς Ἡμερίδος συνδέεται, ὅπως καί κάθε χρόνο, μέ τό γενικό θέμα τῶν «ΚΑ´ Παυλείων» «Ὑπομονή καί καρτερία κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο», καί εἶναι «Διακονία καί ὑπομονή».
Τή σύνδεση τῆς διακονίας μέ τήν ὑπομονή τήν κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου: «ἀλλ᾽ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς».
Ὁ πρωτοκουρφαῖος ἀπόστολος ἀναφέρεται στή δική του διακονία, ὄχι γιά νά περιαυτολογήσει, ἀλλά γιά νά δείξει πώς ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς διακονίας τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ διακόνου τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί ἡ ὑπομονή.
Ἡ σημασία τῆς ὑπομονῆς στή ζωή τοῦ διακόνου στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διττή. Ὁ διάκονος τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται συχνά ἀντιμέτωπος μέ δυσκολίες καί θλίψεις καί πειρασμούς, ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, διότι ὁ ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας ἐπιδιώκει μέ αὐτόν τόν τρόπο νά ἀνακόψει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐμποδίσει τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Προσπαθεῖ ἐπίσης μέ κάθε τρόπο καί μέσο νά κάνει ὅσους ἀγωνίζονται γιά νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ νά ἀπογοητευθοῦν ἀπό τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια καί νά τό ἐγκαταλείψουν.
Τό βλέπουμε στή ζωή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό βλέπουμε στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Βλέπουμε ὅμως συγχρόνως καί τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν ὅλες αὐτές τίς ἀντιξοότητες. Καί αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑπομονή.
Γνωρίζουν οἱ ἅγιοι ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά δοκιμάσει τήν ἀντοχή μας, ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη μας σέ Ἐκεῖνον καί στό ἔργο στό ὁποῖο διακονοῦμε, ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά μήν ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλα ὅσα ἐπιτυγχάνουμε τά κατορθώνουμε μέ τίς δικές μας δυνάμεις καί τίς δικές μας ἱκανότητες. Γι᾽ αὐτό καί χρειάζεται ὑπομονή καί καρτερία γιά νά δείξουμε καί τή σταθερότητά μας στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν ἐμπιστοσύνη μας στήν ἀγάπη του, καί νά ἀνταπεξέλθουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στίς ἀντιξοότητες καί τούς πειρασμούς.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας δεύτερος λόγος γιά τό ὁποῖο ἡ ὑπομονή εἶναι ἀναγκαία γιά τούς διακόνους τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός εἶναι ὅτι μέ τήν ὑπομονή τους δείχνουν στούς ἀνθρώπους πού παρακολουθοῦν τό ἔργο καί τή ζωή τους ὅτι εἶναι πράγματι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἐάν ἀντί νά ὑπομένουμε, ἀγανακτοῦμε, ὀργιζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, κατηγοροῦμε ὅσους ἀποτελοῦν ἴσως αἰτία τῶν προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζουμε ἤ ἐγκαταλείπουμε τήν προσπάθειά μας, τότε δέν διαφέρουμε ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, πού δέν πιστεύουν στή θεία του Πρόνοια καί γιά τούς ὁποίους ἡ ὑπομονή ἀποτελεῖ μία ἄγνωστη λέξη καί μία ἄγνωστη ἀρετή.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ἰδιαιτέρως τήν ὑπομονή ὡς ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό λέγοντας: «ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι».
Ἡ ὑπομονή μας θά εἶναι τά διαπιστευτήριά μας ὡς διακόνων τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι αὐτή πού θά μᾶς κάνει νά ξεχωρίζουμε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὄχι γιά νά ὑπερηφανευόμασθε, ἀλλά γιά νά ἑλκύουμε καί δι᾽ αὐτῆς τούς ἀδελφούς μας κοντά στόν Θεό.
Τό θέμα ὅμως τῆς ὑπομονῆς δέν ἐξαντλεῖται μέ τίς λίγες αὐτές εἰσαγωγικές σκέψεις πού διατύπωσα. Γι᾽ αὐτό καί θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε δύο εἰσηγήσεις πού ἐξετάζουν τό θέμα τῆς ὑπομονῆς σέ σχέση μέ τή διακονία ἀπό μία διαφορετική ὀπτική γωνία ἡ κάθε μία.
Μέ πολλή χαρά, λοιπόν, καλωσορίζω τίς δύο ὁμιλήτριές μας, τήν κ. Μαρία Χαραλαμπίδου, φιλόλογο καθηγήτρια, πού θά μᾶς ἀναπτύξει τό θέμα: «Ἡ ἄσκητης τῆς ὑπομονῆς στή ζωή τῆς πρεσβυτέρας», καί τήν ψυχολόγο κ. Ἀναγνώστου ἡ ὁποία θά μᾶς μιλήσει γιά τό ἄγχος.
Τίς εὐχαριστῶ καί τίς δύο ἀπό καρδίας, γιατί ἀποδέχθηκαν τήν πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, καί εἶμαι βέβαιος ὅτι τά ὅσα θά μᾶς ποῦν θά εἶναι χρήσιμα καί διαφωτιστικά καί θά μᾶς δώσουν ἀφορμή γιά μία ἐνδιαφέρουσα καί ἐποικοδομητική συζήτηση.
Η ομιλία του σεβασμιωτάτου στην θ. Λειτουργία
«Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν».
Παρήγορος, ἀδελφοί μου, ἀκούεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας· παρήγορος, γιατί ὄχι μόνο μᾶς προτρέπει καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη, ἀλλά γιατί συγχρόνως μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς δώσει αὐτά πού τοῦ ζητᾶμε καί θά μᾶς ἀνοίξει τή θύρα πού κρούουμε.
Εἶναι ὅμως παρήγορος καί γιά κάτι ἀκόμη, ἀδελφοί μου· γιατί δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, ἀκόμη καί αὐτοί πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους αὐτάρκη καί ἀνεξάρτητο, πού νά μήν ἔχει ἀνάγκη στή ζωή του νά ζητήσει κάτι· πού νά μήν ἔχει ἀνάγκη νά χτυπήσει μία πόρτα καί νά ζητήσει βοήθεια καί στήριξη.
Καί ποιόν ἄλλον μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό τόν Θεό; Σέ ποιόν μπορεῖ νά ἀπευθυνθεῖ μέ τή βεβαιότητα ὅτι δέν θά τόν ἀπογοητεύσει καί δέν θά τόν προδώσει, παρά μόνο στόν Θεό;
Τό γνωρίζει αὐτό ὁ Χριστός, ὅπως γνωρίζει καί τή φυσική συστολή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἰδιαίτερα ὑπό τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσιτος, τιμωρός καί ἐκδικητής καί ὄχι στοργικός Πατέρας, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι μέσα ἀπό τή διδασκαλία του καί τίς παραβολές πού χρησιμοποίησε γιά νά μᾶς βοηθήσει νά τό κατανοήσουμε καί νά τό πιστεύσουμε.
Σ᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, σ᾽ αὐτό τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαγχνίας του γιά τόν ἄνθρωπο, βασίζονται τά παρήγορα λόγια τοῦ Ἰησοῦ. «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσεται».
Τί μποροῦμε ὅμως νά ζητοῦμε ὅμως ἀπό τόν Θεό; Καί τί μᾶς δίνει ὁ Θεός ἀπό αὐτά πού ζητοῦμε;
Τό ἐρώτημα φαίνεται δικαιολογημένο ἀλλά εἶναι συγχρόνως καί εὔκολο νά ἀπαντηθεῖ. Ὁ Χριστός μᾶς δίνει τήν ἐλευθερία νά ζητήσουμε ὅ,τι θέλουμε καί μᾶς ὑπόσχεται νά μᾶς τό χαρίσει, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐκπληρώνει αἰτήματα πού ἐκκινοῦν ἀπό πάθη καί ἀδυναμίες, ἀπό ἰδιοτέλεια καί ἐμπάθεια, αἰτήματα πού ἀποσκοποῦν στή βλάβη καί τή ζημία τοῦ ἀδελφοῦ μας ἤ καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ Θεός ὡς ἀπόλυτα ἀγαθός δέν εἶναι δυνατόν νά κάνει ἤ νά ἐπιτρέψει νά συμβεῖ κακό σέ ὁποιοδήποτε πλάσμα του, ἀλλά καί ἐπιπλέον δέν εὐαρεστεῖται, ὅταν κάποιος τοῦ ζητᾶ τό κακό τοῦ συνανθρώπου του.
Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν ἀκούει τά αἰτήματά μας. Ἄν δέν ἀνταποκρίνεται, εἶναι γιατί θέλει νά μᾶς δώσει τόν χρόνο νά κατανοήσουμε τή λανθασμένη ἐπιλογή μας καί νά ἀλλάξουμε ἄποψη. Προκειμένου μάλιστα νά μήν ζητοῦμε πράγματα πού δέν μᾶς εἶναι χρήσιμα ἤ ὠφέλιμα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει τί πρέπει νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό λέγοντας: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Νά ζητᾶτε, δηλαδή, μᾶς λέγει, πρῶτα τή βασιλεία καί τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά προστεθοῦν στή ζωή σας ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος αὐτός δέν ἀκυρώνει ἀσφαλῶς τήν ὑπόσχεση πού ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα· μᾶς ὑποδεικνύει ὅμως τίς προτεραιότητες πού πρέπει νά θέτουμε στά αἰτήματά μας καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά πρέπει νά τά ἀξιολογοῦμε. Διότι τό πρώτιστο ἀγαθό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καθώς εἶναι τό μόνιμο καί αἰώνιο ἀγαθό πού πρέπει νά ζητοῦμε. Καί ὅπως, ἐάν βάλουμε ἕνα στόχο στή ζωή μας καί τόν ἐπιδιώκουμε, μποροῦμε νά στερηθοῦμε κάποια πράγματα, μποροῦμε νά ὑπομείνουμε κάποιες ἐλλείψεις καί στερήσεις, ἐάν αὐτές μᾶς ὠφελοῦν στήν ἐπίτευξη τοῦ βασικοῦ μας σκοποῦ, στόν ὁποῖο ἐπικεντρώνουμε ὅλες τίς δυνάμεις καί τίς προσπάθειές μας, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό αἴτημα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄν ζητοῦμε αὐτό ἀπό τόν Θεό, θά δοῦμε πώς στήν πορεία μας μερικά αἰτήματά μας θά ἱκανοποιοῦνται, γιατί τά γνωρίζει ὁ Θεός χωρίς νά τοῦ τά ποῦμε καί μᾶς τά ἱκανοποιεῖ. Ἄλλα πάλι αἰτήματα θά διαπιστώσουμε πώς δέν μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, θά κατανοήσουμε ὅτι δέν θά μᾶς ὠφελοῦσαν, ἐάν μᾶς τά ἐξεπλήρωνε ὁ Θεός καί θά τά ἀποσύρουμε· καί ἄλλα πάλι θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μή ἐκπλήρωσή τους μᾶς βοήθησε πνευματικά, γιατί μᾶς αὔξησε τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἐμπιστευθοῦμε, λοιπόν, τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ἄς ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό πρῶτα τή βασιλεία του καί τή δικαιοσύνη, ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων τῶν ἀδελφῶν μας· καί ὕστερα ἄς τοῦ ἀναθέτουμε μέ τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ τέκνου πρός τόν Πατέρα ὅλα τά ἄλλα αἰτήματά μας, γιατί καί μόνο ἡ ἀνάθεσή τους στόν Θεό μᾶς ἀναπαύει καί μᾶς χαροποιεῖ, ἐφόσον πιστεύουμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν», καί μέ αὐτή τήν πίστη κρούουμε τή θύρα τοῦ ἐλέους του ἐμπιστευόμενοι τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας στήν ἀγάπη του.
α) κ. Μαρία Χαραλαμπίδου, φιλόλογο καθηγήτρια, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Η άσκηση της υπομονής στη ζωή της πρεσβυτέρας» και β) κ. Ειρήνη Αναγνώστου, ψυχολόγος, η οποία ανέπτυξε το θέμα: «Άγχος».
Νωρίτερα, ο σεβασμιώτατος τέλεσε αρχιερατική θεία λειτουργία και κήρυξε το θείο λόγο, ενώ στο τέλος της θείας Λειτουργίας τίμησε τρεις πρεσβυτέρες: α) Την Πρεσβυτέρα Ειρήνη Μελετίδου (σύζυγο του Μακαριστού π. Νικολάου Μελετίδη) που για τέσσερις δεκαετίες διακόνησαν την Ενορία των Κυμίνων. Την τιμητική πλακέτα παρέλαβε απο τα χέρια του Σεβασμιωτάτου η εγγονή της Πρεσβυτέρας Ειρήνη Μελετίδου, β) Την Πρεσβυτέρα Χρυσαυγή Μελετίδου (σύζυγο του Μακαριστού π. Αντωνίου Μελετίδη). Η Πρεσβυτέρα Χρυσαυγή όπως τόνισε ο σεβασμιώτατος, κουβαλάει πολλούς σταυρούς, καθώς πολύ νωρίς έχασε τον σύζυγό της και μεγαλώνει μόνη της τα τέσσερα παιδιά τους, καθώς επίσης έχει την φροντίδα της Πρεσβυτέρας πεθεράς της Ειρήνης, γ) την Πρεσβυτέρα Βασιλική Παναγιωτοπούλου (σύζυγο του π. Αντωνίου Παναγιωτόπουλου) ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών Αρχιερατικός Επίτροπος της Περιφέρειας Καμπανίας και Προϊστάμενος της Ενορίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χαλάστρας. Η Πρεσβυτέρα Βασιλική διακρίνεται για την ηρεμία της και την γλυκύτητα του χαρακτήρος της.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά διοργανώσουμε γιά εἰκοστή πρώτη φορά τά «Παύλεια», τόν πρός τιμήν, δηλαδή, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου, κύκλο ἐκδηλώσεων τόν ὁποῖο πραγματοποιεῖ κάθε Ἰούνιο ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας, θέλοντας νά προβάλλει τήν σεπτή μορφή του σέ ὅλους μας καί νά μᾶς δώσει συγχρόνως τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε τόν λόγο του ὡς «λόγον ζωῆς», νά τόν ἀκούσουμε νά μᾶς νουθετεῖ καί νά μᾶς παρηγορεῖ, ὅπως τό ἔκανε πάντοτε πρός τά πνευματικά του τέκνα.
Καί ἐάν τά «Παύλεια» ἔχουν ἤδη μία διαδρομή εἴκοσι ἕνα χρόνων, μία ἐξίσου μακρά διαδρομή ἔχουν καί οἱ Ἡμερίδες τῶν πρεσβυτέρων, πού ἀπό τήν ἀρχή σχεδόν συμπεριλάβαμε στό πρόγραμμα τῶν Παυλείων, διευρύνοντάς τες στή συνέχεια καί μέ τίς μητέρες τῶν κληρικῶν.
Δέν θά μπορούσαμε, ἄλλωστε, νά μήν ἀφιερώσουμε μία Ἡμερίδα σέ ὅλες σᾶς πού εἶστε μετά ἀπό τούς ἱερεῖς μας, οἱ πιό στενοί συνεργάτες τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, οἱ πιό στενοί συνεργάτες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον μέ τό ἔργο καί μέ τή δράση σας, μέ τή στάση σας καί τή συμπεριφορά σας στηρίζεται τούς ἱερεῖς συζύγους σας ἤ τούς ἱερεῖς παιδιά σας, καί βαστάζετε καί σεῖς μέ τόν τρόπο αὐτό ἕνα μέρος τοῦ βάρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους διακονίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἔκανε, ἄλλωστε, ποτέ διακρίσεις στούς συνεργάτες του, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ὑπῆρχαν καί πολλές γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά μήν εἶχαν τίς ἁρμοδιότητες πού εἶχαν οἱ ἄνδρες συνεργάτες του, βρισκόταν ὅμως πάντοτε στόν κύκλο τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου καί στήριζαν τό ἔργο του μέ συνέπεια καί πιστότητα, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη μέ τήν ὁποία ἀναφέρεται σέ αὐτές στίς ἐπιστολές του.
Τό θέμα τῆς φετινῆς Ἡμερίδος συνδέεται, ὅπως καί κάθε χρόνο, μέ τό γενικό θέμα τῶν «ΚΑ´ Παυλείων» «Ὑπομονή καί καρτερία κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο», καί εἶναι «Διακονία καί ὑπομονή».
Τή σύνδεση τῆς διακονίας μέ τήν ὑπομονή τήν κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου: «ἀλλ᾽ ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς».
Ὁ πρωτοκουρφαῖος ἀπόστολος ἀναφέρεται στή δική του διακονία, ὄχι γιά νά περιαυτολογήσει, ἀλλά γιά νά δείξει πώς ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς διακονίας τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ διακόνου τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί ἡ ὑπομονή.
Ἡ σημασία τῆς ὑπομονῆς στή ζωή τοῦ διακόνου στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διττή. Ὁ διάκονος τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται συχνά ἀντιμέτωπος μέ δυσκολίες καί θλίψεις καί πειρασμούς, ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, διότι ὁ ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας ἐπιδιώκει μέ αὐτόν τόν τρόπο νά ἀνακόψει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐμποδίσει τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Προσπαθεῖ ἐπίσης μέ κάθε τρόπο καί μέσο νά κάνει ὅσους ἀγωνίζονται γιά νά ζήσουν σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ νά ἀπογοητευθοῦν ἀπό τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια καί νά τό ἐγκαταλείψουν.
Τό βλέπουμε στή ζωή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό βλέπουμε στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Βλέπουμε ὅμως συγχρόνως καί τόν τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν ὅλες αὐτές τίς ἀντιξοότητες. Καί αὐτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑπομονή.
Γνωρίζουν οἱ ἅγιοι ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά δοκιμάσει τήν ἀντοχή μας, ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη μας σέ Ἐκεῖνον καί στό ἔργο στό ὁποῖο διακονοῦμε, ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες γιά νά μήν ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλα ὅσα ἐπιτυγχάνουμε τά κατορθώνουμε μέ τίς δικές μας δυνάμεις καί τίς δικές μας ἱκανότητες. Γι᾽ αὐτό καί χρειάζεται ὑπομονή καί καρτερία γιά νά δείξουμε καί τή σταθερότητά μας στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν ἐμπιστοσύνη μας στήν ἀγάπη του, καί νά ἀνταπεξέλθουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στίς ἀντιξοότητες καί τούς πειρασμούς.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας δεύτερος λόγος γιά τό ὁποῖο ἡ ὑπομονή εἶναι ἀναγκαία γιά τούς διακόνους τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός εἶναι ὅτι μέ τήν ὑπομονή τους δείχνουν στούς ἀνθρώπους πού παρακολουθοῦν τό ἔργο καί τή ζωή τους ὅτι εἶναι πράγματι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἐάν ἀντί νά ὑπομένουμε, ἀγανακτοῦμε, ὀργιζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, κατηγοροῦμε ὅσους ἀποτελοῦν ἴσως αἰτία τῶν προβλημάτων πού ἀντιμετωπίζουμε ἤ ἐγκαταλείπουμε τήν προσπάθειά μας, τότε δέν διαφέρουμε ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, πού δέν πιστεύουν στή θεία του Πρόνοια καί γιά τούς ὁποίους ἡ ὑπομονή ἀποτελεῖ μία ἄγνωστη λέξη καί μία ἄγνωστη ἀρετή.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ἰδιαιτέρως τήν ὑπομονή ὡς ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό λέγοντας: «ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι».
Ἡ ὑπομονή μας θά εἶναι τά διαπιστευτήριά μας ὡς διακόνων τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι αὐτή πού θά μᾶς κάνει νά ξεχωρίζουμε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὄχι γιά νά ὑπερηφανευόμασθε, ἀλλά γιά νά ἑλκύουμε καί δι᾽ αὐτῆς τούς ἀδελφούς μας κοντά στόν Θεό.
Τό θέμα ὅμως τῆς ὑπομονῆς δέν ἐξαντλεῖται μέ τίς λίγες αὐτές εἰσαγωγικές σκέψεις πού διατύπωσα. Γι᾽ αὐτό καί θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε δύο εἰσηγήσεις πού ἐξετάζουν τό θέμα τῆς ὑπομονῆς σέ σχέση μέ τή διακονία ἀπό μία διαφορετική ὀπτική γωνία ἡ κάθε μία.
Μέ πολλή χαρά, λοιπόν, καλωσορίζω τίς δύο ὁμιλήτριές μας, τήν κ. Μαρία Χαραλαμπίδου, φιλόλογο καθηγήτρια, πού θά μᾶς ἀναπτύξει τό θέμα: «Ἡ ἄσκητης τῆς ὑπομονῆς στή ζωή τῆς πρεσβυτέρας», καί τήν ψυχολόγο κ. Ἀναγνώστου ἡ ὁποία θά μᾶς μιλήσει γιά τό ἄγχος.
Τίς εὐχαριστῶ καί τίς δύο ἀπό καρδίας, γιατί ἀποδέχθηκαν τήν πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, καί εἶμαι βέβαιος ὅτι τά ὅσα θά μᾶς ποῦν θά εἶναι χρήσιμα καί διαφωτιστικά καί θά μᾶς δώσουν ἀφορμή γιά μία ἐνδιαφέρουσα καί ἐποικοδομητική συζήτηση.
Η ομιλία του σεβασμιωτάτου στην θ. Λειτουργία
«Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν».
Παρήγορος, ἀδελφοί μου, ἀκούεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας· παρήγορος, γιατί ὄχι μόνο μᾶς προτρέπει καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη, ἀλλά γιατί συγχρόνως μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς δώσει αὐτά πού τοῦ ζητᾶμε καί θά μᾶς ἀνοίξει τή θύρα πού κρούουμε.
Εἶναι ὅμως παρήγορος καί γιά κάτι ἀκόμη, ἀδελφοί μου· γιατί δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, ἀκόμη καί αὐτοί πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους αὐτάρκη καί ἀνεξάρτητο, πού νά μήν ἔχει ἀνάγκη στή ζωή του νά ζητήσει κάτι· πού νά μήν ἔχει ἀνάγκη νά χτυπήσει μία πόρτα καί νά ζητήσει βοήθεια καί στήριξη.
Καί ποιόν ἄλλον μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό τόν Θεό; Σέ ποιόν μπορεῖ νά ἀπευθυνθεῖ μέ τή βεβαιότητα ὅτι δέν θά τόν ἀπογοητεύσει καί δέν θά τόν προδώσει, παρά μόνο στόν Θεό;
Τό γνωρίζει αὐτό ὁ Χριστός, ὅπως γνωρίζει καί τή φυσική συστολή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἰδιαίτερα ὑπό τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπρόσιτος, τιμωρός καί ἐκδικητής καί ὄχι στοργικός Πατέρας, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι μέσα ἀπό τή διδασκαλία του καί τίς παραβολές πού χρησιμοποίησε γιά νά μᾶς βοηθήσει νά τό κατανοήσουμε καί νά τό πιστεύσουμε.
Σ᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, σ᾽ αὐτό τό μέγεθος τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαγχνίας του γιά τόν ἄνθρωπο, βασίζονται τά παρήγορα λόγια τοῦ Ἰησοῦ. «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσεται».
Τί μποροῦμε ὅμως νά ζητοῦμε ὅμως ἀπό τόν Θεό; Καί τί μᾶς δίνει ὁ Θεός ἀπό αὐτά πού ζητοῦμε;
Τό ἐρώτημα φαίνεται δικαιολογημένο ἀλλά εἶναι συγχρόνως καί εὔκολο νά ἀπαντηθεῖ. Ὁ Χριστός μᾶς δίνει τήν ἐλευθερία νά ζητήσουμε ὅ,τι θέλουμε καί μᾶς ὑπόσχεται νά μᾶς τό χαρίσει, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐκπληρώνει αἰτήματα πού ἐκκινοῦν ἀπό πάθη καί ἀδυναμίες, ἀπό ἰδιοτέλεια καί ἐμπάθεια, αἰτήματα πού ἀποσκοποῦν στή βλάβη καί τή ζημία τοῦ ἀδελφοῦ μας ἤ καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ Θεός ὡς ἀπόλυτα ἀγαθός δέν εἶναι δυνατόν νά κάνει ἤ νά ἐπιτρέψει νά συμβεῖ κακό σέ ὁποιοδήποτε πλάσμα του, ἀλλά καί ἐπιπλέον δέν εὐαρεστεῖται, ὅταν κάποιος τοῦ ζητᾶ τό κακό τοῦ συνανθρώπου του.
Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι δέν ἀκούει τά αἰτήματά μας. Ἄν δέν ἀνταποκρίνεται, εἶναι γιατί θέλει νά μᾶς δώσει τόν χρόνο νά κατανοήσουμε τή λανθασμένη ἐπιλογή μας καί νά ἀλλάξουμε ἄποψη. Προκειμένου μάλιστα νά μήν ζητοῦμε πράγματα πού δέν μᾶς εἶναι χρήσιμα ἤ ὠφέλιμα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει τί πρέπει νά ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό λέγοντας: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Νά ζητᾶτε, δηλαδή, μᾶς λέγει, πρῶτα τή βασιλεία καί τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά προστεθοῦν στή ζωή σας ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος αὐτός δέν ἀκυρώνει ἀσφαλῶς τήν ὑπόσχεση πού ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα· μᾶς ὑποδεικνύει ὅμως τίς προτεραιότητες πού πρέπει νά θέτουμε στά αἰτήματά μας καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά πρέπει νά τά ἀξιολογοῦμε. Διότι τό πρώτιστο ἀγαθό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καθώς εἶναι τό μόνιμο καί αἰώνιο ἀγαθό πού πρέπει νά ζητοῦμε. Καί ὅπως, ἐάν βάλουμε ἕνα στόχο στή ζωή μας καί τόν ἐπιδιώκουμε, μποροῦμε νά στερηθοῦμε κάποια πράγματα, μποροῦμε νά ὑπομείνουμε κάποιες ἐλλείψεις καί στερήσεις, ἐάν αὐτές μᾶς ὠφελοῦν στήν ἐπίτευξη τοῦ βασικοῦ μας σκοποῦ, στόν ὁποῖο ἐπικεντρώνουμε ὅλες τίς δυνάμεις καί τίς προσπάθειές μας, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό αἴτημα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄν ζητοῦμε αὐτό ἀπό τόν Θεό, θά δοῦμε πώς στήν πορεία μας μερικά αἰτήματά μας θά ἱκανοποιοῦνται, γιατί τά γνωρίζει ὁ Θεός χωρίς νά τοῦ τά ποῦμε καί μᾶς τά ἱκανοποιεῖ. Ἄλλα πάλι αἰτήματα θά διαπιστώσουμε πώς δέν μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα, θά κατανοήσουμε ὅτι δέν θά μᾶς ὠφελοῦσαν, ἐάν μᾶς τά ἐξεπλήρωνε ὁ Θεός καί θά τά ἀποσύρουμε· καί ἄλλα πάλι θά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μή ἐκπλήρωσή τους μᾶς βοήθησε πνευματικά, γιατί μᾶς αὔξησε τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἐμπιστευθοῦμε, λοιπόν, τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ἄς ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό πρῶτα τή βασιλεία του καί τή δικαιοσύνη, ἡ ὁποία διασφαλίζει τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων τῶν ἀδελφῶν μας· καί ὕστερα ἄς τοῦ ἀναθέτουμε μέ τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ τέκνου πρός τόν Πατέρα ὅλα τά ἄλλα αἰτήματά μας, γιατί καί μόνο ἡ ἀνάθεσή τους στόν Θεό μᾶς ἀναπαύει καί μᾶς χαροποιεῖ, ἐφόσον πιστεύουμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν», καί μέ αὐτή τήν πίστη κρούουμε τή θύρα τοῦ ἐλέους του ἐμπιστευόμενοι τήν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας στήν ἀγάπη του.