Την Δευτέρα 8 Ιουνίου στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο Βεροίας στο πλαίσιο των ΚΑ Παυλείων και υπό τον τίτλο «Σύγχρονες Μορφές της Εκκλησίας», πραγματοποιήθηκε εκδήλωση αφιερωμένη στον μακαριστό γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή της Πάτμου. Την ευθύνη της παρουσίασης είχε ο Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής, Αρχιερατικός Επίτροπος Βεργίνας. Την έναρξη της εκδηλώσεως επευλόγησε ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας... κ. Παντελεήμων, ο οποίος στην εμπνευσμένη ομιλία του αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του μακαριστού γέροντος και στην γνωριμία μαζί του.
H εισαγωγική ομιλία του αρχιμ. Ιερεμία Γεωργαλή
«Γέροντα ποὺ φέρνεις τῆς ψυχῆς τοὺς ρεμβασμούς, ἀλήθεια στὴ γῆ πατεῖς καὶ εἶσαι στοὺς οὐρανούς».
Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ Πατέρες, Ὁσιώτατες Μοναχές, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί.
Σ’ αὐτὸ τὸ δίστιχο, ὁ πρωτογιὸς τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου, ὁ μακαριστὸς Προηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος Νικηταρᾶς, συμπυκνώνει ὅλη τὴν ἡγιασμένη βιοτὴ τοῦ μακαρίου τούτου Γέροντος. Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ὑπῆρξε σημεῖον μέγα γιὰ τὸν παρελθόντα πολύπαθο 20ο αἰώνα. Ὡς ἠγαπημένος τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὡς ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου τοῦ Λατρηνοῦ, ὡς γνήσιο τέκνο καὶ ἀκριβὴς συνεχιστὴς τῆς Κολλυβαδικῆς παραδόσεως, ὡς συνέκδημος τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὡς φλογερὸς ἱεραπόστολος καὶ γενναῖος πατριώτης, πορεύθηκε τὴν στενή και τεθλιμένη ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰσῆλθε νικητὴς καὶ τροπαιοφόρος στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας οὐκ ἐσται τέλος.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ὑπῆρξε κυρίως καὶ πρωτίστως νηπτικὸς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, κεκαθαρμένος τῶν παθῶν τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ πνεύματος, φωτισμένος ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος νοῦς, ἐργάτης καὶ καθηγητὴς τῆς νοερὰς προσευχῆς, ὀρθόδοξος μοναχὸς διὰ τοῦτο καὶ γνήσιος ἱεραπόστολος. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ Γέροντας, ἀποκαλύπτοντας τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο τῆς ζωῆς του:«Ἡ εὐχὴ εἶναι ἡ βάσις τῆς τελειότητος. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καθαρμοῦ καὶ ἁγιασμοῦ ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή. Αὐτὴ ἐγέμισε τὸν Παράδεισο ἀπὸ Ἁγίους ἀνθρώπους. Παρεκάλεσα τὸν Κύριο νὰ σᾶς δώσει τὸ χάρισμα τῆς εὐχῆς. Δέν ἔχω ἄλλο δῶρο νὰ σᾶς δώσω. Θέλω αὐτὸ ποὺ θεωρῶ τὸ πιὸ πολύτιμο νὰ σᾶς τὸ παραδώσω».
Γεννημένος τὸ 1889 στὸ ἱερὸ νησὶ τῆς Πάτμου, ἀνετράφει, ὑπὸ τῶν ἀειμνήστων καὶ θεοσεβῶν γονέων τοῦ, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Συντόνισε τὴν παιδικὴ του καρδιὰ μὲ τὰ ἠδύλαλα σήμαντρα καὶ τὶς μεγαλοπρεπεῖς καμπάνες τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Θεολόγου. Τὸ Μάρτιο τοῦ 1906 εἰσέρχεται, ὡς δόκιμος, στὸ Μεγάλο Μοναστήρι καὶ στὶς 27 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Ἡ φιλοκαλία, τὰ ἀσκητικὰ κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου ἦταν τὸ ἐντρύφημὰ του. Ἐλάχιστο ἦταν τὸ φαγητὸ του, συνεχεῖς οἱ μετάνοιες, μιὰ σανίδα τὸ κρεβάτι του, πρῶτος στὴν ἀκολουθία, ὄρθιος στὸ στασίδι του, ὑπάκουος στούς γεροντάδες, εὐγενής στούς τρόπους, σεμνός στό ἦθος, ἱεροπρεπὴς στὸ ὕφος, ἀσκητικὸς στὸ φρόνημα.Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπωλλοῦ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη.Τὸν Μάϊο τοῦ 1913 γίνεται προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Συνδέεται μετὰ ἱεροῦ συνδέσμου μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος καὶ ἐν συνεχείᾳ Πρεσβύτερος. Ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος τῆς Μεγάλης Μονῆς, Προϊστάμενος τοῦ Προσκυνήματος τῆς Παναγίας τῆς Διασωζούσης καὶ τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Τὸ 1935 ψηφίζεται, ὑπὸ τῆς Πατμιακῆς Ἀδελφότητος, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος Πάτμου. Ἀντιστέκεται μὲ σθένος στὰ σχέδια τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν γιὰ τὸν ἐξιταλισμό τῆς Δωδεκανήσου, αὐτονόμησης τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὑπαγωγῆς στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Γι' αὐτὸν τὸν ἀγώνα του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὴν Πάτμο, ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν. Τὴν ἴδια περίοδο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἠγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ἵδρυσε μονές, ἀνέστησε μοναστήρια, περιέθαλψε ὀρφανά, προσέφερε στὴν Ἐκκλησία πλειάδα πνευματικῶν τοῦ τέκνων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Δὲν ἔπαψε ποτέ, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ περιδιαβαίνει τὰ ἠγαπημένα του Δωδεκάνησα, καὶ ὄχι μόνο, καὶ ὡς φιλόστοργος Πατὴρ νὰ ἐξομολογεῖ, νὰ θεραπεύει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ ἐνισχύει, νὰ ἐνθουσιάζει, νὰ εὐλογεῖ, νὰ ἁγιάζει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1970 ἡ μακαρία του ψυχή, ὁλοφώτεινη καὶ λαμπερή, ἀπῆλθε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ εἰς τὰς οὐρανίους μονάς. Τὰ σημεῖα τῶν θεοδώρητων χαρισμάτων του καὶ τῆς ἁγιότητὸς του ἦταν ἐμφανὴ καὶ ἐγνωσμένα πρίν, ἀκόμα, ἀπὸ τὴν μακαρία κοίμησὴ του.
Ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας κ. Παντελεήμων, εἶχε τὴν ἰδιαιτέρα εὐλογία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου, νὰ ἀκούσει τοὺς θεόπνευστους λόγους του, νὰ λάβει τὴν ἁγία του εὐχή. Διὰ τοῦτο εἶχε καὶ τὴν φωτισμένη πρωτοβουλία νὰ συγκαλέσει ἀπόψε τούτη τὴν πνευματικὴ πανήγυρη διὰ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι ὄντως θαυμαστός ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγῖοις Αὐτοῦ».
Η ομιλία του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος
Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐνέταξε στή χορεία τῶν ὁσίων τῆς κατ᾽ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δύο σύγχρονες ὁσιακές μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας, δύο πνευματοφόρους Γέροντες πού ἔζησαν στήν ἐποχή μας καί στήριξαν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων μέ τούς λόγους τους καί τίς προσευχές του. Δύο χαριτωμένους ἀσκητές πού ἡ ἐπαφή μέ τόν κόσμο δέν ἔδιωξε ἀπό τήν ψυχή τους τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου, πού ὁ πόνος τῆς ἀσθενείας αὔξησε μέσα τους τή γλυκύτητα τῆς παρηγορίας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία χάριζαν ἀφειδώλευτα στόν κόσμο.
Οἱ δύο σύγχρονες ἁγιασμένες μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας πού πέρασαν στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀνθρώπων πού τούς γνώρισαν καί ἀναπαύθηκαν κοντά τους εἶναι ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ἡ χαρά τῆς ἁγιοκατατάξεώς τους εἶναι χαρά ὅλης τῆς Ἐκκλησίας πού στίς ὁσιακές μορφές τους βλέπει νά ἐπιβεβαιώνεται ὁ λόγος τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου: «οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ἡ χαρά τῆς ἁγιοκατατάξεώς τους εἶναι χαρά γιά τόν κάθε πιστό γιατί βλέπει ὅτι ἡ ἐλπίς μένει, γιατί στόν κόσμο αὐτό πού κραυγαλέα διακηρύσσει ὅτι θέλει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό καί νά ζήσει σάν τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς· στόν κόσμο αὐτό πού μεταξύ τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἁγιότητος ἐπιλέγει συχνά καί χωρίς περίσκεψη τήν ἁμαρτία, ὑπάρχει ἐλπίδα, ὑπάρχει περιθώριο, ὑπάρχει δυνατότητα νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέσα στόν κόσμο, αὐτόν τόν κόσμο πού βλέπουμε γύρω μας· ὑπάρχει δυνατότητα νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα στή χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά ἁγιασθεῖ ἐν αὐτῷ.
Καί τήν χαρά μας αὐτή αὐξάνει καί ἰσχυροποιεῖ τό γεγονός ὅτι οἱ δύο νέοι ὅσιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι αὐτοί τῆς ἐποχῆς μας, δέν εἶναι οἱ μόνοι πού διακρίθηκαν γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου τους καί τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος πού ἦταν ἐμφανῆ στόν λόγο καί τή ζωή τους. Στίς δεκαετίες πού πέρασαν ἀναδείχθηκαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πολλές ὁσιακές μορφές πού ἄφησαν τό στίγμα τους στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή ζωή τῶν πιστῶν. Καί ἀνάμεσά τους καί ἡ ὁσιακή μορφή τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου, τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου Μακρῆ, στόν ὁποῖο ἡ Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας ἀφιερώνει τήν ὄγδοη Ἡμερίδα πού διοργανώνει καί πραγματοποιεῖ στά φετινά ΚΑ´ Παύλεια ὑπό τόν γενικό τίτλο «Σύγχρονες μορφές τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἔστειλε σέ μία ἐποχή κρίσιμη γιά τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί γιά τήν Ἑλλάδα, καί μέσα στήν φιλάγαθη πρόνοιά του τόν προίκισε μέ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού ἦταν ἀναγκαῖα γιά τήν ἀποστολή τήν ὁποία θά ἀναλάμβανε.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἔζησε καί ἔδρασε σέ μία ἐποχή καί σέ ἕνα τόπο πού τόν εἶχε ἀπόλυτα ἀνάγκη. Ἔζησε καί ἔδρασε στό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως, στά χρόνια πού ἡ Πάτμος ἦταν ὑποδουλωμένη ἀρχικά στούς Τούρκους καί στή συνέχεια στούς Ἰταλούς· σέ χρόνια δύσκολα γιά τούς Ὀρθοδόξους πού ὑπέφεραν ἀπό τίς ἀπαγορεύσεις τῶν Τούρκων καί τή θρησκευτική προπαγάνδα τῶν καθολικῶν κατακτητῶν τους, σέ χρόνια πού ὁ μοναχισμός διερχόταν κρίση, γιατί εἶχε ἐγκαταλείψει τό κοινοβιακό σύστημα καί εἶχε ἀκολουθήσει τό ἰδιόρρυθμο.
Ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γιά τόν νεαρό τότε ἀπόφοιτο τοῦ Σχολαρχείου πού ἔχει μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί μεγάλο ζῆλο γιά τή μοναχική ζωή. Γιατί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει πνεῖ», καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤθελε νά πνεύσει διά τοῦ ἐκλεκτοῦ δούλου του γιά ἄλλη μία φορά στήν Πάτμο καί ἀπό ἐκεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά παρακαλέσει τόν λαό του καί νά τόν καθοδηγήσει.
Ὁ Θεός προετοιμάζει τόν νεαρό τότε μοναχό Ἀμφιλόχιο γιά τή μεγάλη ἀποστολή του, ἀνταποκρινόμενος καί στίς δικές του ἀναζητήσεις. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ, ὁ Θεός δέν ἀρνεῖται νά ἱκανοποιήσει τά αἰτήματα τῶν τέκνων του. Καί καθώς ἡ ψυχή του π. Ἀμφιλοχίου φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη στόν Θεό καί νά μυηθεῖ στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ὁδηγεῖ τά νεανικά βήματά του πρῶτα σέ ἐνάρετους ἀσκητές καί ἡσυχαστές πού ἀσκητεύουν στήν Πάτμο, καί στή συνέχεια, ὅταν ἐξαιτίας κάποιας ἀσθενείας του ἀναγκάσθηκε νά πάει στήν Ἀθήνα, στήν Αἴγινα, ὅπου γνώρισε καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τή νοερά προσευχή.
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού ὁδήγησε τά βήματα τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ στόν ἀσκητή Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, στόν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας, τόν ἅγιο Νεκτάριο;
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ποτισθεῖ μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος ὁ μοναχός πού θά γινόταν πνευματικός πατέρας πολλῶν ψυχῶν, ὁ Γέροντας πού θά ἀνανέωνε τόν μοναχισμό στά Δωδεκάνησα, ὁ καλός ποιμένας πού θά ἐνέπνεε τίς ἱεραποστολικές δράσεις ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος;
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θέλησε ὁ Θεός νά τόν προετοιμάσει γιά τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες πού θά ἀντιμετώπιζε, καί νά τόν καθοδηγήσει δι᾽ ὑπομονῆς καί καρτερίας ὄχι μόνο στόν δρόμο τῶν δοκιμασιῶν καί τῶν διωγμῶν ἀλλά καί τῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες τόν συνόδευαν σέ ὅλη του τή ζωή.
Πολύ νωρίς καλεῖται νά ἀναλάβει εὐθύνες πνευματικές καί διοικητικές στή Μονή τοῦ Θεολόγου, ὅπου ὁρίζεται ἀρχικά προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως καί στή συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἐνῶ ἱδρύει καί τή γυναικεία Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Μητρός τοῦ Ἠγαπημένου.
Ὁ στόχος του εἶναι διπλός, ὅπως θά εἶναι καί σέ ὅλη του τή ζωή. Δέν βλέπει τόν μοναχισμό ἀποκομμένο ἀπό τόν κόσμο, οὔτε ὅμως θέλει ἕνα μοναχισμό ἐκκοσμικευμένο, ὅπως εἶναι ὁ ἰδιόρρυθμος μοναχισμός. Ἐπιζητᾶ ἕνα μοναχισμό γνήσια Ὀρθόδοξο, ἕνα μοναχισμό πού ζεῖ συνειδητά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τή νήψη, τή νοερά προσευχή, τήν παράδοση τοῦ κοινοβιακοῦ πνεύματος, καί μέσα ἀπό αὐτά γίνεται φῶς, φῶς τοῦ κόσμου.
Καί αὐτό τό φῶς, ἐπειδή δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό τεχνητό φῶς, δέν περιορίζεται ἀπό τίποτε καί φωτίζει ὅπου καί ἐάν βρεθεῖ, ἀκόμη καί ἐάν κάποιοι ἐπιχειρήσουν νά τό θέσουν «ὑπό τόν μόδιον» καί ὄχι «ἐπί τήν λυχνίαν».
Αὐτό συνέβη καί μέ τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Ὅταν οἱ Ἰταλοί κατακτητές, ἀντίθετοι στήν ἐκλογή του ὡς ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, οἱ μοναχές τῆς ὁποίας σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος θά ἐργαζόταν «ἐν τῇ κοινωνίᾳ διά τήν διάδοσιν τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καί τήν ἐξάσκησιν τῆς φιλανθρωπίας», τόν ἐξόρισαν στήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί διέλυσαν τή Μονή, δέν θέτουν τόν φωτισμένο πνευματικό «ὑπό τόν μόδιον», ἀλλά χωρίς νά τό θέλουν τόν θέτουν ἐπί μία ὑψηλότερη λυχνία γιά νά φωτίζει ὄχι μόνο τήν Πάτμο καί τά Δωδεκάνησα, ἀλλά σχεδόν ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, ὅπου ἀναπτύσσει σπουδαία ἱεραποστολική δράση.
Τό σχέδιο ὅμως τοῦ Θεοῦ γιά τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο εἶναι νά ἐπιστρέψει στήν ἱερή νῆσο τῆς Πάτμου, ὅπου ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα πολύπλευρο ἔργο, βάση καί θεμέλιο τοῦ ὁποίου εἶναιι ἡ ἀληθινή καί συνειδητή ἐν Χριστῷ ζωή. Τά Δωδεκάνησα ὑποφέρουν ἀπό τίς πιέσεις καί τίς ἐπιδράσεις τοῦ καθολικισμοῦ καί τῆς Οὐνίας. Ὁ Γέροντας προσπαθεῖ νά ἀντιμετωπίσει αὐτή τήν προπαγάνδα δείχοντας στούς ἀνθρώπους τόν Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καθοδηγῶντας τους μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, διδάσκοντάς τους μέ τό παράδειγμα τῆς ἁγίας βιοτῆς του, ὁδηγῶντας τους μέ ὑπομονή στόν δρόμο τῆς προσευχῆς, τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε ἔλεγε γιά τήν προσευχή: «Ὅταν κάθομαι σέ ὑψηλό βράχο προσευχῆς, ὅσα κύματα καί νά ἔλθουν δέν μοῦ προξενοῦν τίποτε. Ὅταν ὅμως μέ βροῦν χαμηλά, τότε μέ περιλούουν». Καί συνέχιζε «Ἡ νοερά προσευχή ἀφομοιώνει, συνδέει, ἁγιάζει. Ὅταν στήν ψυχή ἀνάψει ἡ πυρκαϊά τῆς εὐχῆς, ὅλα τρά ξηρά καίονται καί ἐξαφανίζονται. Ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ βάση τῆς τελειότητος, εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεως. Στήν ἀρχή τῆς εὐχῆς αἰσθάνεσαι χαρά, ἔπειτα γλυκύτητα καί στό τέλος σάν καρπός ἔρχονται τά δάκρυα. Διότι αἰσθάνεσαι πλέον τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν θά καλλιεργήσετε τήν εὐχή, δέν θά κουράζεστε, δέν θά ταράζεστε, δέν θά νυστάζετε στίς ἀκολουθίες, διότι τό σῶμα σας θά εἶναι πλέον ἔνδυμα. Τό φόρεμα οὔτε λυπᾶται, οὔτε κρυώνει, οὔτε κουράζεται … Ὅσες ὧρες καί νά στέκομαι δέν κουράζομαι. … Ἡ νοερά προσευχή γέμισε τόν Παράδεισο ἀπό τόσους ἁγίους ἀνθρώπους. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καθαρισμοῦ καί ἁγιασμοῦ ἀπό τήν νοερά προσευχή. … Ἡ ὑπακοή, ὅταν τῆς ἀφαιρέσεις τήν κρυφή ἐργασία, τήν εὐχή, δέν ἔχει ἀξία. Ἡ εὐχή εἶναι τό σωσίβιο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Καί στόν ὠκεανό ἀκόμη νά βρεθεῖς μέ βάρκα νά ταξιδεύεις ἄφοβα.
Μέ τήν εὐχή ἁγιάζεις τόν τόπο πού κάθεσαι καί τό ἔργο πού κάνεις. Μεταλαμβάνετε συχνά», παρότρυνε τά πνευματικά του τέκνα ὁ Γέροντας, «προσεύχεσθε θερμά μέ τήν καρδιά σας, ὑπομένετε καί θά δεῖτε χέρι δυνατό νά σᾶς κρατάει».
Ἡ ἀγάπη του εἶναι τόσο μεγάλη πρός ὅλους, ὥστε ὅλους θέλει νά τούς σκεπάσει, ὅλους θέλει νά τούς προστατεύσει, ὅλους θέλει νά τούς στηρίξει. «Παράδεισο χωρίς ἐσᾶς, παιδιά μου, δέν τόν θέλω», συνήθιζε νά λέγει ὁ Γέροντας.
Ἡ μορφή του ἐμπνέει ὅσους τόν πλησιάζουν, καί βρίσκουν στό πρόσωπό του τόν στοργικό πατέρα, τόν ἐμπνευσμένο διδάσκαλο, αὐτόν πού κατανοεῖ τίς ἀνάγκες τους καί βρίσκει τόν τρόπο νά ἀναπαύει τίς ψυχές τους.
Δέν παραλείπει ποτέ νά παρακινεῖ καί νά παροτρύνει τούς ἀνθρώπους νά καλλιεργοῦν τήν νοερά προσευχή, νά στηρίζει τά παιδιά καί τούς νέους, νά στηρίζει τίς μοναχές καί τά πνευματικά του τέκνα πού ἐργάζονται στόν κόσμο γιά νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους, γιά νά τούς ἀφυπνήσουν ἀπό τόν λήθαργο, γιά νά τούς ἐπανασυνδέσουν μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν φείδεται οὔτε κόπων οὔτε ταλαιπωρίας προκειμένου νά συμπαρασταθεῖ στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκη. Σπεύδει γιά νά βοηθήσει, γιά νά παρηγορήσει, γιά νά σώσει. «Ἦταν Κυριακή μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας», ἀφηγεῖται ὁ π. Παῦλος Νικηταρᾶς. «Ὁ Γέροντας εἶχε μία πάνινη καρέκλα ἀναπαύσεως καί σέ αὐτή ἦταν ἀνακεκλιμένος, προσηλωμένος στήν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς. Ἀκούει τότε καθαρά· «πήγαινε στήν Ἰκαρία νά βρεῖς τήν Ἑλένη». Δέν ἔδωσε σημασία στή φωνή, γιατί τό θεώρησε πειρασμικό. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τή φωνή καί γιά δεύτερη καί τρίτη φορά, χωρίς ἀναβολή σηκώνεται. Τρέχει καί παίρνει τό πρῶτο σκάφος γιά τήν Ἰκαρία. Φθάνει στό λιμάνι καί ἐκεῖ βλέπει μιά γυναίκα νά τρέχει. Φωνάζει τήν ἄγνωστη γυναίκα μέ τό ὄνομά της «Παιδί μου, Ἑλένη, στάσου!». Ἡ γυναίκα στρέφεται στόν ἱερωμένο: «Συγχώρεσέ με, Πάτερ. Μέ προλάβατε, θά αὐτοκτονοῦσα. Ἤμουν ἀπελπισμένη γιατί πέθανε ὁ ἄντρας μου». «Παιδί μου, δέν θέλω νά ἀπελπίζεσαι. Ἐγώ θά εἶμαι κοντά σου. Ἀπό δῶ καί πέρα ἐγώ θά εἶμαι ὁ πνευματικός σου πατέρας».
Θεοδίδακτος στήν ἀγάπη, σάν τόν μαθητή τῆς ἀγάπης, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, στή Μονή τοῦ ὁποίου ἀφιέρωσε τή ζωή του καί τήν ὕπαρξή του ἀπό τά νεανικά του χρόνια.
«Ἀπό μικρό παιδί», εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος λίγο πρίν ἀπό τή μακαρία κοίμησή του, γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, «τόν ἔβλεπα, τόν ἀγαποῦσα, προσευχόμουν καί παρακαλοῦσα νά γίνω μαθητής του καί ὀπαδός του». Καί ἔγινε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος, «ὅτι ἠγάπησε πολύ».
Αὐτή ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο σέ συνδυασμό μέ τή βαθειά του σχέση μέ τήν προσευχή, ἦταν πού τόν ὁδηγοῦσαν στή ζωή καί τίς πράξεις του, ἦταν αὐτή πού τόν μετέβαλε σέ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων· ἦταν αὐτή πού τόν ἀνεδείκνυε χαρισματικό πνευματικό πού εἵλκυε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων κοντά στόν Θεό.
Ἀναρίθμητοι εἶναι ὅσοι τόν γνώρισαν ὡς πνευματικό καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἦταν ὁ αἴτιος ἀγαθῶν ἀποφάσεων στή ζωή τους, γιατί εἶχε τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά ἀπευθύνεται στόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθᾶ νά προσεγγίσει τόν Θεό.
«Ὅταν τό 1969», ἀφηγεῖται ἕνα πνευματικό του τέκνο, «εἴχαμε πάει στήν Πάτμο, ἦταν ἐκεῖ μία Ἀγγλίδα καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει προηγουμένως τόν Γέροντα καί χάρη σ᾽ αὐτόν εἶχε γίνει Ὀρθόδοξη. Ὅταν τή ρωτήσαμε τί ἦταν αὐτό πού τήν ἔκανε νά μεταστραφεῖ στήν Ὀρθοδοξία, μᾶς ἀπάντησε: «Δύσκολη ἡ ἐρώτησή σας. Ἄν ὅμως ἐπιμένετε νά σᾶς τήν ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας».
Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, γράφοντας σέ ἕνα βιβλίο του γιά τήν πνευματική ζωή στήν Ἑλλάδα, λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς Ἑλλάδος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Τήν ἄποψη αὐτή ἐπιβεβαιώνει καί ἡ μαρτυρία ἑνός ἄλλου διακεκριμένου ἱεράρχου, τοῦ Μητροπολίτου Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται: «Ὅτα πρωτοπῆγα στήν Ἑλλάδα, τό 1966-67, πῆγα στήν Πάτμο καί συνάντησα τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ … Ἦταν ψηλός, τό πρόσωπό του εἶχε μία ὡραία ὄψη, ἦταν μειλίχιος, μέ πολλή ἀγάπη, πάρα πολλή ἀγάπη. Αὐτό ἦταν τό κύριο χαρακτηριστικό του. Ἐξομολογήθηκα. Θά μοῦ μείνει ἀλησμόνητη ἐκείνη ἡ ἐξομολόγηση. Εἶχα πάει κοντά του μέ πολλές φοβερές πληγές ἀπό τόν κόσμο. Εἶχα ἤδη στραφεῖ πρός τόν μοναχισμό, ἀλλά δέν εἶχα πάρει ἀκόμη τήν τελική μου ἀπόφαση κι εἶχα ἀνάγκη ἀκριβῶς ἀπό ἕναν ἄνθρωπο γιά νά μέ τονώσει. Πῆγα κοντά του μέ κάποια διστακτικότητα, γιατί δέν γνώριζα ἀκόμη καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα. Κι ὅμως ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐξομολογήσεως, αἰσθάνθηκα ὅτι μποροῦσα νά πῶ τά πάντα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο. Ἡ παρουσία του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μέ ἀντιμετώπισε, διέλυσαν ὅλους τούς δισταγμούς μου. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅλα ὅσα εἶχα νά πῶ καί ἐνῶ περίμενα νά μοῦ βάλει κάποιο ἐπιτίμιο, ἐκεῖνος μέ ἀγκάλιασε, μέ προσφώνησε μέ τό βαπτιστικό μου ὄνομα καί μοῦ εἶπε: Ἀδελφέ Χρῆστο, νά κοινωνήσουμε αὔριο; Περίμενα χίλια δύο ἄλλα πράγματα καί τό μόνο πού δέν περίμενα ἦταν αὐτό. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη πού εἶχε μέσα του. Μέ ἀγκάλιασε μέ τήν ἀγάπη του, ἐμένα, τόν ἐρχόμενον πρός αὐτόν. Μέ τήν ἀγάπη του αὐτή καταλάβαινες τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πραγματική πατρότητα. Ἐγώ, ἕνας ξένος, ἕνας ἄγνωστος, νά πηγαίνω σέ ἕναν ἄγνωστο τόπο, σέ ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο καί νά αἰσθάνομαι ὡσάν ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά μέ γνώριζε ἀπό τήν παιδική μου ἡλικίας καί νά μέ ἀγαποῦσε ὡσάν νά μέ εἶχε γεννήσει ὁ ἴδιος.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη πού εἶχε ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἀλλά καί ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁπλότητά του φαίνεται καί ἀπό ἕνα ἄλλο περιστατικό πού ἀφηγεῖται ἕνα πνευματικό του τέκνο. «Ὅταν κάποτε πήγαμε στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε νά πᾶμε καί «στόν Χριστό», στό κελί στό ὁποῖο ἔμενε, γιά νά προσκυνήσουμε. Ἡ ἡγουμένη εἶπε σέ μία μοναχή νά μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ. Ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι δέν μποροῦσε νά μᾶς συνοδεύει ἐκείνη τήν ὥρα, διότι κάτι ἑτοίμαζε. Ἡ ἡγουμένη τῆς ἐξήγησε ὅτι δέν ἦταν σωστό καί θά ἔπρεπε νά μᾶς συνοδεύσει, κάνοντας συγχρόνως καί ὑπακοή. Καί τότε πρός ἔκπληξη ὅλων μας ἀκούσαμε τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιος, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε καλά-καλά νά σύρει τά βήματά του, νά λέει: «Δέν πειράζει, παιδί μου. Πηγαίνω ἐγώ νά τούς συνοδεύσω», δίνοντας μέ πολλή ἁπλότητα ἕνα σπουδαῖο μάθημα σέ ὅλους μας.
Θεωρῶ μεγάλη εὐλογία ὅτι ἀξιώθηκα νά γνωρίσω τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο, ὅταν νέος εἶχα ἐπισκεφθεῖ τήν Πάτμο μαζί μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου καί νά τόν συναντήσω στό Κάθισμα ὅπου διέμενε. Ἦταν λίγους μῆνες πρίν ἀπό τή μακαρία κοίμησή του, τήν ὁποία πληροφορήθηκα ἐνῶ βρισκόμουν νεαρός διάκονος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων στό Λονδίνο. Τότε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφός τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί συνδεόταν μέ τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο, μοῦ εἶχε ἀφηγηθεῖ ἕνα πραγματικά συγκλονιστικό περιστατικό.
Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία ἐξέταση αἵματος. Μικροβιολόγος δέν ὑπῆρχε στήν Πάτμο καί ἔτσι τοῦ πῆραν αἷμα καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐξέταση. Ὅταν ἔφθασε τό αἷμα στό ἰατρεῖο καί ὁ ἰατρός τό ἄνοιξε, βρέθηκε πρό ἐκπλήξεως τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί αὐτός πού τό μετέφερε. Τό αἷμα εὐωδίαζε, ἀνεξήγητα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ὄχι ὅμως καί γιά τή θεία, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ὥστε νά μαρτυρεῖ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀναδεικνύει ὅλους τούς ἐκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος γνωρίζει.
Τό ἑπόμενο καλοκαίρι, ὡς κληρικός πλέον, εἶχα καί πάλι τήν εὐκαιρία νά ἐπισκεφθῶ τήν Πάτμο μαζί μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα καί νά συλλειτουργήσουμε, ὡς διάκονος ἐγώ, στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί νά τελέσουμε τό μνημόσυνο τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου.
Ἡ ἀνάμνηση τῆς γλυκύτητος τῆς εὐγενικῆς του μορφῆς, τῆς καθαγιασμένης ἀπό τήν ἄσκηση, τήν ὑπομονή καί καρτερία, τῆς φωτισμένης ἀπό τό φῶς τῆς θείας Χάριτος καί τή μυστική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, μένει ἀπό τότε χαραγμένη στή σκέψη καί τήν ψυχή μου. Καί θεωρῶ ὅτι ἡ ἀφιέρωση αὐτῆς τῆς Ἡμερίδος στή σπουδαία μορφή τοῦ σύγχρονου μοναχισμοῦ, στήν σπουδαία αὐτή μορφή τῆς Ἐκκλησίας, στόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, στόν μακαριστό Γέροντα τῆς Πάτμου, εἶναι ὄχι μόνο ἕνα δίκαιο ὄφλημα, ἀλλά καί μία διδακτική ἀφορμή γιά ὅλους μας, γιά νά ἐντρυφήσουμε στήν ἀγάπη, γιά νά ἐντρυφήσουμε στήν προσευχή, ὥστε νά προσεγγίσουμε καί ἐμεῖς τόν Θεό, ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τῆς ζωῆς καί τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Δέν θά προχωρήσω ὅμως περισσότερο ἀναφέροντας παραδείγματα ἀπό τή ζωή τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου, γιατί θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε πολλά καί ὠφέλιμα ἀπό τούς ὁμιλητές μας, τόν π. Ἀντίπα Ἁγιορείτη καί τήν Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Μητρός τοῦ Ἠγιασμένου, τῆς Πάτμου πού εἶναι σήμερα κοντά γιά νά μᾶς μιλήσουν γιά τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο.
Πρίν νά παραχωρήσω τό βῆμα θά ἤθελα νά τούς εὐχαριστήσω καί τούς δύο θερμά, γιά τόν κόπο στόν ὁποῖο ὑποβλήθηκαν νά ἔρθουν στή Βέροια, ἀλλά καί γιά ὅσα θά μᾶς μεταφέρουν ἀπό τή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου.
Στην συνέχεια ομίλησε η εκπρόσωπος της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού Πάτμου, μοναχή Φιλαρέτη, η οποία κατέδειξε το νηπτικό και ησυχαστικό υπόβαθρο της οσιακής βιοτής του μακαριστού γέροντος αναφέροντας, μάλιστα, πολλά σημαντικά γεγονότα της πολυκύμαντης ζωής του.
Τρίτος ομιλητής ήταν ο Ιερομόναχος Αντίπας, Γέροντας του Ιβηρητικού Κελλίου της Αγ. Άννης του Αγίου Όρους, ο οποίος αναφέρθηκε διεξοδικά στην πνευματική καταγωγή του γέροντος Αμφιλοχίου της Πάτμου από το Κολλυβαδικό κίνημα του Αγίου Όρους. Επίσης ακούσθηκε ηχητικό ντοκουμέντο του Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας κ. Αμφιλοχίου, πνευματικού αναστήματος του μακαριστού γέροντος Αμφιλοχίου της Πάτμου, με αναφορές στη ζωή και τα οράματα του γέροντος.
H εισαγωγική ομιλία του αρχιμ. Ιερεμία Γεωργαλή
«Γέροντα ποὺ φέρνεις τῆς ψυχῆς τοὺς ρεμβασμούς, ἀλήθεια στὴ γῆ πατεῖς καὶ εἶσαι στοὺς οὐρανούς».
Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ Πατέρες, Ὁσιώτατες Μοναχές, ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί.
Σ’ αὐτὸ τὸ δίστιχο, ὁ πρωτογιὸς τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου, ὁ μακαριστὸς Προηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος Νικηταρᾶς, συμπυκνώνει ὅλη τὴν ἡγιασμένη βιοτὴ τοῦ μακαρίου τούτου Γέροντος. Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ὑπῆρξε σημεῖον μέγα γιὰ τὸν παρελθόντα πολύπαθο 20ο αἰώνα. Ὡς ἠγαπημένος τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὡς ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς πολιτείας τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου τοῦ Λατρηνοῦ, ὡς γνήσιο τέκνο καὶ ἀκριβὴς συνεχιστὴς τῆς Κολλυβαδικῆς παραδόσεως, ὡς συνέκδημος τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὡς φλογερὸς ἱεραπόστολος καὶ γενναῖος πατριώτης, πορεύθηκε τὴν στενή και τεθλιμένη ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰσῆλθε νικητὴς καὶ τροπαιοφόρος στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας οὐκ ἐσται τέλος.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ὑπῆρξε κυρίως καὶ πρωτίστως νηπτικὸς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, κεκαθαρμένος τῶν παθῶν τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ πνεύματος, φωτισμένος ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος νοῦς, ἐργάτης καὶ καθηγητὴς τῆς νοερὰς προσευχῆς, ὀρθόδοξος μοναχὸς διὰ τοῦτο καὶ γνήσιος ἱεραπόστολος. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ Γέροντας, ἀποκαλύπτοντας τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο τῆς ζωῆς του:«Ἡ εὐχὴ εἶναι ἡ βάσις τῆς τελειότητος. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καθαρμοῦ καὶ ἁγιασμοῦ ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή. Αὐτὴ ἐγέμισε τὸν Παράδεισο ἀπὸ Ἁγίους ἀνθρώπους. Παρεκάλεσα τὸν Κύριο νὰ σᾶς δώσει τὸ χάρισμα τῆς εὐχῆς. Δέν ἔχω ἄλλο δῶρο νὰ σᾶς δώσω. Θέλω αὐτὸ ποὺ θεωρῶ τὸ πιὸ πολύτιμο νὰ σᾶς τὸ παραδώσω».
Γεννημένος τὸ 1889 στὸ ἱερὸ νησὶ τῆς Πάτμου, ἀνετράφει, ὑπὸ τῶν ἀειμνήστων καὶ θεοσεβῶν γονέων τοῦ, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Συντόνισε τὴν παιδικὴ του καρδιὰ μὲ τὰ ἠδύλαλα σήμαντρα καὶ τὶς μεγαλοπρεπεῖς καμπάνες τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Θεολόγου. Τὸ Μάρτιο τοῦ 1906 εἰσέρχεται, ὡς δόκιμος, στὸ Μεγάλο Μοναστήρι καὶ στὶς 27 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Ἡ φιλοκαλία, τὰ ἀσκητικὰ κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου ἦταν τὸ ἐντρύφημὰ του. Ἐλάχιστο ἦταν τὸ φαγητὸ του, συνεχεῖς οἱ μετάνοιες, μιὰ σανίδα τὸ κρεβάτι του, πρῶτος στὴν ἀκολουθία, ὄρθιος στὸ στασίδι του, ὑπάκουος στούς γεροντάδες, εὐγενής στούς τρόπους, σεμνός στό ἦθος, ἱεροπρεπὴς στὸ ὕφος, ἀσκητικὸς στὸ φρόνημα.Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπωλλοῦ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη.Τὸν Μάϊο τοῦ 1913 γίνεται προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Συνδέεται μετὰ ἱεροῦ συνδέσμου μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος καὶ ἐν συνεχείᾳ Πρεσβύτερος. Ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος τῆς Μεγάλης Μονῆς, Προϊστάμενος τοῦ Προσκυνήματος τῆς Παναγίας τῆς Διασωζούσης καὶ τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Τὸ 1935 ψηφίζεται, ὑπὸ τῆς Πατμιακῆς Ἀδελφότητος, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος Πάτμου. Ἀντιστέκεται μὲ σθένος στὰ σχέδια τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν γιὰ τὸν ἐξιταλισμό τῆς Δωδεκανήσου, αὐτονόμησης τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὑπαγωγῆς στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Γι' αὐτὸν τὸν ἀγώνα του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὴν Πάτμο, ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν. Τὴν ἴδια περίοδο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἠγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου ἵδρυσε μονές, ἀνέστησε μοναστήρια, περιέθαλψε ὀρφανά, προσέφερε στὴν Ἐκκλησία πλειάδα πνευματικῶν τοῦ τέκνων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Δὲν ἔπαψε ποτέ, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ περιδιαβαίνει τὰ ἠγαπημένα του Δωδεκάνησα, καὶ ὄχι μόνο, καὶ ὡς φιλόστοργος Πατὴρ νὰ ἐξομολογεῖ, νὰ θεραπεύει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ ἐνισχύει, νὰ ἐνθουσιάζει, νὰ εὐλογεῖ, νὰ ἁγιάζει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου. Στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1970 ἡ μακαρία του ψυχή, ὁλοφώτεινη καὶ λαμπερή, ἀπῆλθε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ εἰς τὰς οὐρανίους μονάς. Τὰ σημεῖα τῶν θεοδώρητων χαρισμάτων του καὶ τῆς ἁγιότητὸς του ἦταν ἐμφανὴ καὶ ἐγνωσμένα πρίν, ἀκόμα, ἀπὸ τὴν μακαρία κοίμησὴ του.
Ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας κ. Παντελεήμων, εἶχε τὴν ἰδιαιτέρα εὐλογία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου, νὰ ἀκούσει τοὺς θεόπνευστους λόγους του, νὰ λάβει τὴν ἁγία του εὐχή. Διὰ τοῦτο εἶχε καὶ τὴν φωτισμένη πρωτοβουλία νὰ συγκαλέσει ἀπόψε τούτη τὴν πνευματικὴ πανήγυρη διὰ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι ὄντως θαυμαστός ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγῖοις Αὐτοῦ».
Η ομιλία του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος
Πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐνέταξε στή χορεία τῶν ὁσίων τῆς κατ᾽ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δύο σύγχρονες ὁσιακές μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας, δύο πνευματοφόρους Γέροντες πού ἔζησαν στήν ἐποχή μας καί στήριξαν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων μέ τούς λόγους τους καί τίς προσευχές του. Δύο χαριτωμένους ἀσκητές πού ἡ ἐπαφή μέ τόν κόσμο δέν ἔδιωξε ἀπό τήν ψυχή τους τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου, πού ὁ πόνος τῆς ἀσθενείας αὔξησε μέσα τους τή γλυκύτητα τῆς παρηγορίας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία χάριζαν ἀφειδώλευτα στόν κόσμο.
Οἱ δύο σύγχρονες ἁγιασμένες μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας πού πέρασαν στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀνθρώπων πού τούς γνώρισαν καί ἀναπαύθηκαν κοντά τους εἶναι ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καί ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ἡ χαρά τῆς ἁγιοκατατάξεώς τους εἶναι χαρά ὅλης τῆς Ἐκκλησίας πού στίς ὁσιακές μορφές τους βλέπει νά ἐπιβεβαιώνεται ὁ λόγος τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Παύλου: «οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ἡ χαρά τῆς ἁγιοκατατάξεώς τους εἶναι χαρά γιά τόν κάθε πιστό γιατί βλέπει ὅτι ἡ ἐλπίς μένει, γιατί στόν κόσμο αὐτό πού κραυγαλέα διακηρύσσει ὅτι θέλει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό καί νά ζήσει σάν τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς· στόν κόσμο αὐτό πού μεταξύ τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἁγιότητος ἐπιλέγει συχνά καί χωρίς περίσκεψη τήν ἁμαρτία, ὑπάρχει ἐλπίδα, ὑπάρχει περιθώριο, ὑπάρχει δυνατότητα νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐν Χριστῷ ζωή μέσα στόν κόσμο, αὐτόν τόν κόσμο πού βλέπουμε γύρω μας· ὑπάρχει δυνατότητα νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα στή χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά ἁγιασθεῖ ἐν αὐτῷ.
Καί τήν χαρά μας αὐτή αὐξάνει καί ἰσχυροποιεῖ τό γεγονός ὅτι οἱ δύο νέοι ὅσιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι αὐτοί τῆς ἐποχῆς μας, δέν εἶναι οἱ μόνοι πού διακρίθηκαν γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου τους καί τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος πού ἦταν ἐμφανῆ στόν λόγο καί τή ζωή τους. Στίς δεκαετίες πού πέρασαν ἀναδείχθηκαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πολλές ὁσιακές μορφές πού ἄφησαν τό στίγμα τους στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή ζωή τῶν πιστῶν. Καί ἀνάμεσά τους καί ἡ ὁσιακή μορφή τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου, τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου Μακρῆ, στόν ὁποῖο ἡ Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας ἀφιερώνει τήν ὄγδοη Ἡμερίδα πού διοργανώνει καί πραγματοποιεῖ στά φετινά ΚΑ´ Παύλεια ὑπό τόν γενικό τίτλο «Σύγχρονες μορφές τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἔστειλε σέ μία ἐποχή κρίσιμη γιά τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί γιά τήν Ἑλλάδα, καί μέσα στήν φιλάγαθη πρόνοιά του τόν προίκισε μέ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού ἦταν ἀναγκαῖα γιά τήν ἀποστολή τήν ὁποία θά ἀναλάμβανε.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἔζησε καί ἔδρασε σέ μία ἐποχή καί σέ ἕνα τόπο πού τόν εἶχε ἀπόλυτα ἀνάγκη. Ἔζησε καί ἔδρασε στό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως, στά χρόνια πού ἡ Πάτμος ἦταν ὑποδουλωμένη ἀρχικά στούς Τούρκους καί στή συνέχεια στούς Ἰταλούς· σέ χρόνια δύσκολα γιά τούς Ὀρθοδόξους πού ὑπέφεραν ἀπό τίς ἀπαγορεύσεις τῶν Τούρκων καί τή θρησκευτική προπαγάνδα τῶν καθολικῶν κατακτητῶν τους, σέ χρόνια πού ὁ μοναχισμός διερχόταν κρίση, γιατί εἶχε ἐγκαταλείψει τό κοινοβιακό σύστημα καί εἶχε ἀκολουθήσει τό ἰδιόρρυθμο.
Ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γιά τόν νεαρό τότε ἀπόφοιτο τοῦ Σχολαρχείου πού ἔχει μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί μεγάλο ζῆλο γιά τή μοναχική ζωή. Γιατί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει πνεῖ», καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤθελε νά πνεύσει διά τοῦ ἐκλεκτοῦ δούλου του γιά ἄλλη μία φορά στήν Πάτμο καί ἀπό ἐκεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά νά παρακαλέσει τόν λαό του καί νά τόν καθοδηγήσει.
Ὁ Θεός προετοιμάζει τόν νεαρό τότε μοναχό Ἀμφιλόχιο γιά τή μεγάλη ἀποστολή του, ἀνταποκρινόμενος καί στίς δικές του ἀναζητήσεις. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ, ὁ Θεός δέν ἀρνεῖται νά ἱκανοποιήσει τά αἰτήματα τῶν τέκνων του. Καί καθώς ἡ ψυχή του π. Ἀμφιλοχίου φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη στόν Θεό καί νά μυηθεῖ στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ὁδηγεῖ τά νεανικά βήματά του πρῶτα σέ ἐνάρετους ἀσκητές καί ἡσυχαστές πού ἀσκητεύουν στήν Πάτμο, καί στή συνέχεια, ὅταν ἐξαιτίας κάποιας ἀσθενείας του ἀναγκάσθηκε νά πάει στήν Ἀθήνα, στήν Αἴγινα, ὅπου γνώρισε καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τή νοερά προσευχή.
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού ὁδήγησε τά βήματα τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ στόν ἀσκητή Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, στόν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας, τόν ἅγιο Νεκτάριο;
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ποτισθεῖ μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος ὁ μοναχός πού θά γινόταν πνευματικός πατέρας πολλῶν ψυχῶν, ὁ Γέροντας πού θά ἀνανέωνε τόν μοναχισμό στά Δωδεκάνησα, ὁ καλός ποιμένας πού θά ἐνέπνεε τίς ἱεραποστολικές δράσεις ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος;
Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι ἦταν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θέλησε ὁ Θεός νά τόν προετοιμάσει γιά τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες πού θά ἀντιμετώπιζε, καί νά τόν καθοδηγήσει δι᾽ ὑπομονῆς καί καρτερίας ὄχι μόνο στόν δρόμο τῶν δοκιμασιῶν καί τῶν διωγμῶν ἀλλά καί τῶν ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες τόν συνόδευαν σέ ὅλη του τή ζωή.
Πολύ νωρίς καλεῖται νά ἀναλάβει εὐθύνες πνευματικές καί διοικητικές στή Μονή τοῦ Θεολόγου, ὅπου ὁρίζεται ἀρχικά προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως καί στή συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἐνῶ ἱδρύει καί τή γυναικεία Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Μητρός τοῦ Ἠγαπημένου.
Ὁ στόχος του εἶναι διπλός, ὅπως θά εἶναι καί σέ ὅλη του τή ζωή. Δέν βλέπει τόν μοναχισμό ἀποκομμένο ἀπό τόν κόσμο, οὔτε ὅμως θέλει ἕνα μοναχισμό ἐκκοσμικευμένο, ὅπως εἶναι ὁ ἰδιόρρυθμος μοναχισμός. Ἐπιζητᾶ ἕνα μοναχισμό γνήσια Ὀρθόδοξο, ἕνα μοναχισμό πού ζεῖ συνειδητά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, τή νήψη, τή νοερά προσευχή, τήν παράδοση τοῦ κοινοβιακοῦ πνεύματος, καί μέσα ἀπό αὐτά γίνεται φῶς, φῶς τοῦ κόσμου.
Καί αὐτό τό φῶς, ἐπειδή δέν ἔχει καμία σχέση μέ τό τεχνητό φῶς, δέν περιορίζεται ἀπό τίποτε καί φωτίζει ὅπου καί ἐάν βρεθεῖ, ἀκόμη καί ἐάν κάποιοι ἐπιχειρήσουν νά τό θέσουν «ὑπό τόν μόδιον» καί ὄχι «ἐπί τήν λυχνίαν».
Αὐτό συνέβη καί μέ τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο. Ὅταν οἱ Ἰταλοί κατακτητές, ἀντίθετοι στήν ἐκλογή του ὡς ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, οἱ μοναχές τῆς ὁποίας σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος θά ἐργαζόταν «ἐν τῇ κοινωνίᾳ διά τήν διάδοσιν τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καί τήν ἐξάσκησιν τῆς φιλανθρωπίας», τόν ἐξόρισαν στήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα καί διέλυσαν τή Μονή, δέν θέτουν τόν φωτισμένο πνευματικό «ὑπό τόν μόδιον», ἀλλά χωρίς νά τό θέλουν τόν θέτουν ἐπί μία ὑψηλότερη λυχνία γιά νά φωτίζει ὄχι μόνο τήν Πάτμο καί τά Δωδεκάνησα, ἀλλά σχεδόν ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, ὅπου ἀναπτύσσει σπουδαία ἱεραποστολική δράση.
Τό σχέδιο ὅμως τοῦ Θεοῦ γιά τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο εἶναι νά ἐπιστρέψει στήν ἱερή νῆσο τῆς Πάτμου, ὅπου ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα πολύπλευρο ἔργο, βάση καί θεμέλιο τοῦ ὁποίου εἶναιι ἡ ἀληθινή καί συνειδητή ἐν Χριστῷ ζωή. Τά Δωδεκάνησα ὑποφέρουν ἀπό τίς πιέσεις καί τίς ἐπιδράσεις τοῦ καθολικισμοῦ καί τῆς Οὐνίας. Ὁ Γέροντας προσπαθεῖ νά ἀντιμετωπίσει αὐτή τήν προπαγάνδα δείχοντας στούς ἀνθρώπους τόν Ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, καθοδηγῶντας τους μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, διδάσκοντάς τους μέ τό παράδειγμα τῆς ἁγίας βιοτῆς του, ὁδηγῶντας τους μέ ὑπομονή στόν δρόμο τῆς προσευχῆς, τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε ἔλεγε γιά τήν προσευχή: «Ὅταν κάθομαι σέ ὑψηλό βράχο προσευχῆς, ὅσα κύματα καί νά ἔλθουν δέν μοῦ προξενοῦν τίποτε. Ὅταν ὅμως μέ βροῦν χαμηλά, τότε μέ περιλούουν». Καί συνέχιζε «Ἡ νοερά προσευχή ἀφομοιώνει, συνδέει, ἁγιάζει. Ὅταν στήν ψυχή ἀνάψει ἡ πυρκαϊά τῆς εὐχῆς, ὅλα τρά ξηρά καίονται καί ἐξαφανίζονται. Ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ βάση τῆς τελειότητος, εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεως. Στήν ἀρχή τῆς εὐχῆς αἰσθάνεσαι χαρά, ἔπειτα γλυκύτητα καί στό τέλος σάν καρπός ἔρχονται τά δάκρυα. Διότι αἰσθάνεσαι πλέον τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν θά καλλιεργήσετε τήν εὐχή, δέν θά κουράζεστε, δέν θά ταράζεστε, δέν θά νυστάζετε στίς ἀκολουθίες, διότι τό σῶμα σας θά εἶναι πλέον ἔνδυμα. Τό φόρεμα οὔτε λυπᾶται, οὔτε κρυώνει, οὔτε κουράζεται … Ὅσες ὧρες καί νά στέκομαι δέν κουράζομαι. … Ἡ νοερά προσευχή γέμισε τόν Παράδεισο ἀπό τόσους ἁγίους ἀνθρώπους. Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καθαρισμοῦ καί ἁγιασμοῦ ἀπό τήν νοερά προσευχή. … Ἡ ὑπακοή, ὅταν τῆς ἀφαιρέσεις τήν κρυφή ἐργασία, τήν εὐχή, δέν ἔχει ἀξία. Ἡ εὐχή εἶναι τό σωσίβιο τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Καί στόν ὠκεανό ἀκόμη νά βρεθεῖς μέ βάρκα νά ταξιδεύεις ἄφοβα.
Μέ τήν εὐχή ἁγιάζεις τόν τόπο πού κάθεσαι καί τό ἔργο πού κάνεις. Μεταλαμβάνετε συχνά», παρότρυνε τά πνευματικά του τέκνα ὁ Γέροντας, «προσεύχεσθε θερμά μέ τήν καρδιά σας, ὑπομένετε καί θά δεῖτε χέρι δυνατό νά σᾶς κρατάει».
Ἡ ἀγάπη του εἶναι τόσο μεγάλη πρός ὅλους, ὥστε ὅλους θέλει νά τούς σκεπάσει, ὅλους θέλει νά τούς προστατεύσει, ὅλους θέλει νά τούς στηρίξει. «Παράδεισο χωρίς ἐσᾶς, παιδιά μου, δέν τόν θέλω», συνήθιζε νά λέγει ὁ Γέροντας.
Ἡ μορφή του ἐμπνέει ὅσους τόν πλησιάζουν, καί βρίσκουν στό πρόσωπό του τόν στοργικό πατέρα, τόν ἐμπνευσμένο διδάσκαλο, αὐτόν πού κατανοεῖ τίς ἀνάγκες τους καί βρίσκει τόν τρόπο νά ἀναπαύει τίς ψυχές τους.
Δέν παραλείπει ποτέ νά παρακινεῖ καί νά παροτρύνει τούς ἀνθρώπους νά καλλιεργοῦν τήν νοερά προσευχή, νά στηρίζει τά παιδιά καί τούς νέους, νά στηρίζει τίς μοναχές καί τά πνευματικά του τέκνα πού ἐργάζονται στόν κόσμο γιά νά βοηθήσουν τούς ἀνθρώπους, γιά νά τούς ἀφυπνήσουν ἀπό τόν λήθαργο, γιά νά τούς ἐπανασυνδέσουν μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν φείδεται οὔτε κόπων οὔτε ταλαιπωρίας προκειμένου νά συμπαρασταθεῖ στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκη. Σπεύδει γιά νά βοηθήσει, γιά νά παρηγορήσει, γιά νά σώσει. «Ἦταν Κυριακή μετά τό πέρας τῆς θείας Λειτουργίας», ἀφηγεῖται ὁ π. Παῦλος Νικηταρᾶς. «Ὁ Γέροντας εἶχε μία πάνινη καρέκλα ἀναπαύσεως καί σέ αὐτή ἦταν ἀνακεκλιμένος, προσηλωμένος στήν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς. Ἀκούει τότε καθαρά· «πήγαινε στήν Ἰκαρία νά βρεῖς τήν Ἑλένη». Δέν ἔδωσε σημασία στή φωνή, γιατί τό θεώρησε πειρασμικό. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τή φωνή καί γιά δεύτερη καί τρίτη φορά, χωρίς ἀναβολή σηκώνεται. Τρέχει καί παίρνει τό πρῶτο σκάφος γιά τήν Ἰκαρία. Φθάνει στό λιμάνι καί ἐκεῖ βλέπει μιά γυναίκα νά τρέχει. Φωνάζει τήν ἄγνωστη γυναίκα μέ τό ὄνομά της «Παιδί μου, Ἑλένη, στάσου!». Ἡ γυναίκα στρέφεται στόν ἱερωμένο: «Συγχώρεσέ με, Πάτερ. Μέ προλάβατε, θά αὐτοκτονοῦσα. Ἤμουν ἀπελπισμένη γιατί πέθανε ὁ ἄντρας μου». «Παιδί μου, δέν θέλω νά ἀπελπίζεσαι. Ἐγώ θά εἶμαι κοντά σου. Ἀπό δῶ καί πέρα ἐγώ θά εἶμαι ὁ πνευματικός σου πατέρας».
Θεοδίδακτος στήν ἀγάπη, σάν τόν μαθητή τῆς ἀγάπης, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, στή Μονή τοῦ ὁποίου ἀφιέρωσε τή ζωή του καί τήν ὕπαρξή του ἀπό τά νεανικά του χρόνια.
«Ἀπό μικρό παιδί», εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος λίγο πρίν ἀπό τή μακαρία κοίμησή του, γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, «τόν ἔβλεπα, τόν ἀγαποῦσα, προσευχόμουν καί παρακαλοῦσα νά γίνω μαθητής του καί ὀπαδός του». Καί ἔγινε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος, «ὅτι ἠγάπησε πολύ».
Αὐτή ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο σέ συνδυασμό μέ τή βαθειά του σχέση μέ τήν προσευχή, ἦταν πού τόν ὁδηγοῦσαν στή ζωή καί τίς πράξεις του, ἦταν αὐτή πού τόν μετέβαλε σέ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων· ἦταν αὐτή πού τόν ἀνεδείκνυε χαρισματικό πνευματικό πού εἵλκυε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων κοντά στόν Θεό.
Ἀναρίθμητοι εἶναι ὅσοι τόν γνώρισαν ὡς πνευματικό καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἦταν ὁ αἴτιος ἀγαθῶν ἀποφάσεων στή ζωή τους, γιατί εἶχε τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά ἀπευθύνεται στόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθᾶ νά προσεγγίσει τόν Θεό.
«Ὅταν τό 1969», ἀφηγεῖται ἕνα πνευματικό του τέκνο, «εἴχαμε πάει στήν Πάτμο, ἦταν ἐκεῖ μία Ἀγγλίδα καθηγήτρια Πανεπιστημίου, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει προηγουμένως τόν Γέροντα καί χάρη σ᾽ αὐτόν εἶχε γίνει Ὀρθόδοξη. Ὅταν τή ρωτήσαμε τί ἦταν αὐτό πού τήν ἔκανε νά μεταστραφεῖ στήν Ὀρθοδοξία, μᾶς ἀπάντησε: «Δύσκολη ἡ ἐρώτησή σας. Ἄν ὅμως ἐπιμένετε νά σᾶς τήν ἀπαντήσω, σᾶς λέω ὅτι γιά μένα Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτός ὁ Γέροντας».
Δέν εἶναι τυχαῖο, ἄλλωστε, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης, γράφοντας σέ ἕνα βιβλίο του γιά τήν πνευματική ζωή στήν Ἑλλάδα, λέει ὅτι ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος πνευματικός τῆς Ἑλλάδος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Τήν ἄποψη αὐτή ἐπιβεβαιώνει καί ἡ μαρτυρία ἑνός ἄλλου διακεκριμένου ἱεράρχου, τοῦ Μητροπολίτου Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται: «Ὅτα πρωτοπῆγα στήν Ἑλλάδα, τό 1966-67, πῆγα στήν Πάτμο καί συνάντησα τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ … Ἦταν ψηλός, τό πρόσωπό του εἶχε μία ὡραία ὄψη, ἦταν μειλίχιος, μέ πολλή ἀγάπη, πάρα πολλή ἀγάπη. Αὐτό ἦταν τό κύριο χαρακτηριστικό του. Ἐξομολογήθηκα. Θά μοῦ μείνει ἀλησμόνητη ἐκείνη ἡ ἐξομολόγηση. Εἶχα πάει κοντά του μέ πολλές φοβερές πληγές ἀπό τόν κόσμο. Εἶχα ἤδη στραφεῖ πρός τόν μοναχισμό, ἀλλά δέν εἶχα πάρει ἀκόμη τήν τελική μου ἀπόφαση κι εἶχα ἀνάγκη ἀκριβῶς ἀπό ἕναν ἄνθρωπο γιά νά μέ τονώσει. Πῆγα κοντά του μέ κάποια διστακτικότητα, γιατί δέν γνώριζα ἀκόμη καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα. Κι ὅμως ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐξομολογήσεως, αἰσθάνθηκα ὅτι μποροῦσα νά πῶ τά πάντα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο. Ἡ παρουσία του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μέ ἀντιμετώπισε, διέλυσαν ὅλους τούς δισταγμούς μου. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅλα ὅσα εἶχα νά πῶ καί ἐνῶ περίμενα νά μοῦ βάλει κάποιο ἐπιτίμιο, ἐκεῖνος μέ ἀγκάλιασε, μέ προσφώνησε μέ τό βαπτιστικό μου ὄνομα καί μοῦ εἶπε: Ἀδελφέ Χρῆστο, νά κοινωνήσουμε αὔριο; Περίμενα χίλια δύο ἄλλα πράγματα καί τό μόνο πού δέν περίμενα ἦταν αὐτό. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη πού εἶχε μέσα του. Μέ ἀγκάλιασε μέ τήν ἀγάπη του, ἐμένα, τόν ἐρχόμενον πρός αὐτόν. Μέ τήν ἀγάπη του αὐτή καταλάβαινες τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πραγματική πατρότητα. Ἐγώ, ἕνας ξένος, ἕνας ἄγνωστος, νά πηγαίνω σέ ἕναν ἄγνωστο τόπο, σέ ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο καί νά αἰσθάνομαι ὡσάν ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά μέ γνώριζε ἀπό τήν παιδική μου ἡλικίας καί νά μέ ἀγαποῦσε ὡσάν νά μέ εἶχε γεννήσει ὁ ἴδιος.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη πού εἶχε ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ἀλλά καί ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁπλότητά του φαίνεται καί ἀπό ἕνα ἄλλο περιστατικό πού ἀφηγεῖται ἕνα πνευματικό του τέκνο. «Ὅταν κάποτε πήγαμε στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε νά πᾶμε καί «στόν Χριστό», στό κελί στό ὁποῖο ἔμενε, γιά νά προσκυνήσουμε. Ἡ ἡγουμένη εἶπε σέ μία μοναχή νά μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ. Ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι δέν μποροῦσε νά μᾶς συνοδεύει ἐκείνη τήν ὥρα, διότι κάτι ἑτοίμαζε. Ἡ ἡγουμένη τῆς ἐξήγησε ὅτι δέν ἦταν σωστό καί θά ἔπρεπε νά μᾶς συνοδεύσει, κάνοντας συγχρόνως καί ὑπακοή. Καί τότε πρός ἔκπληξη ὅλων μας ἀκούσαμε τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιος, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε καλά-καλά νά σύρει τά βήματά του, νά λέει: «Δέν πειράζει, παιδί μου. Πηγαίνω ἐγώ νά τούς συνοδεύσω», δίνοντας μέ πολλή ἁπλότητα ἕνα σπουδαῖο μάθημα σέ ὅλους μας.
Θεωρῶ μεγάλη εὐλογία ὅτι ἀξιώθηκα νά γνωρίσω τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο, ὅταν νέος εἶχα ἐπισκεφθεῖ τήν Πάτμο μαζί μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου καί νά τόν συναντήσω στό Κάθισμα ὅπου διέμενε. Ἦταν λίγους μῆνες πρίν ἀπό τή μακαρία κοίμησή του, τήν ὁποία πληροφορήθηκα ἐνῶ βρισκόμουν νεαρός διάκονος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων στό Λονδίνο. Τότε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδελφός τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί συνδεόταν μέ τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο, μοῦ εἶχε ἀφηγηθεῖ ἕνα πραγματικά συγκλονιστικό περιστατικό.
Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία ἐξέταση αἵματος. Μικροβιολόγος δέν ὑπῆρχε στήν Πάτμο καί ἔτσι τοῦ πῆραν αἷμα καί τό μετέφεραν σέ ἕνα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἐξέταση. Ὅταν ἔφθασε τό αἷμα στό ἰατρεῖο καί ὁ ἰατρός τό ἄνοιξε, βρέθηκε πρό ἐκπλήξεως τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί αὐτός πού τό μετέφερε. Τό αἷμα εὐωδίαζε, ἀνεξήγητα γιά τήν ἀνθρώπινη λογική, ὄχι ὅμως καί γιά τή θεία, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ὥστε νά μαρτυρεῖ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀναδεικνύει ὅλους τούς ἐκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος γνωρίζει.
Τό ἑπόμενο καλοκαίρι, ὡς κληρικός πλέον, εἶχα καί πάλι τήν εὐκαιρία νά ἐπισκεφθῶ τήν Πάτμο μαζί μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα καί νά συλλειτουργήσουμε, ὡς διάκονος ἐγώ, στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί νά τελέσουμε τό μνημόσυνο τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου.
Ἡ ἀνάμνηση τῆς γλυκύτητος τῆς εὐγενικῆς του μορφῆς, τῆς καθαγιασμένης ἀπό τήν ἄσκηση, τήν ὑπομονή καί καρτερία, τῆς φωτισμένης ἀπό τό φῶς τῆς θείας Χάριτος καί τή μυστική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, μένει ἀπό τότε χαραγμένη στή σκέψη καί τήν ψυχή μου. Καί θεωρῶ ὅτι ἡ ἀφιέρωση αὐτῆς τῆς Ἡμερίδος στή σπουδαία μορφή τοῦ σύγχρονου μοναχισμοῦ, στήν σπουδαία αὐτή μορφή τῆς Ἐκκλησίας, στόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, στόν μακαριστό Γέροντα τῆς Πάτμου, εἶναι ὄχι μόνο ἕνα δίκαιο ὄφλημα, ἀλλά καί μία διδακτική ἀφορμή γιά ὅλους μας, γιά νά ἐντρυφήσουμε στήν ἀγάπη, γιά νά ἐντρυφήσουμε στήν προσευχή, ὥστε νά προσεγγίσουμε καί ἐμεῖς τόν Θεό, ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τῆς ζωῆς καί τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Δέν θά προχωρήσω ὅμως περισσότερο ἀναφέροντας παραδείγματα ἀπό τή ζωή τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου, γιατί θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουμε πολλά καί ὠφέλιμα ἀπό τούς ὁμιλητές μας, τόν π. Ἀντίπα Ἁγιορείτη καί τήν Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Μητρός τοῦ Ἠγιασμένου, τῆς Πάτμου πού εἶναι σήμερα κοντά γιά νά μᾶς μιλήσουν γιά τόν μακαριστό Γέροντα Ἀμφιλόχιο.
Πρίν νά παραχωρήσω τό βῆμα θά ἤθελα νά τούς εὐχαριστήσω καί τούς δύο θερμά, γιά τόν κόπο στόν ὁποῖο ὑποβλήθηκαν νά ἔρθουν στή Βέροια, ἀλλά καί γιά ὅσα θά μᾶς μεταφέρουν ἀπό τή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου.